Τη δεκαετία του 1930 ένα αγροτικό χωριουδάκι στην πολιτεία της Νέας Υόρκης έγινε η πατρίδα μιας ναζιστικής κοινότητας που είχε την οδό Χίτλερ της και μια κατασκήνωση νεολαίας που ενθάρρυνε τους συμμετέχοντες να κάνουν σεξ για την Άρια φυλή. Επίσκεψη στο Γιαφάνκ του Λονγκ Άϊλαντ. Του Tzach Yoked, 8 Ιουνίου 2017.
Είναι Τετάρτη απόγεμα στο κέντρο του Γιαφάνκ, ένα επαρχιακό χωριουδάκι στο Λονγκ Άϊλαντ της Νέας Υόρκης. Άνδρες διαφόρων ηλικιών από τα είκοσι μέχρι τα εβδομήντα τους μπαινοβγαίνουν στο κλαμπ των βετεράνων που παρέχει ψυχολογική βοήθεια και προσωρινό κατάλυμα σε αποστρατευμένους φαντάρους που έχουν πρόβλημα να προσαρμοστούν στην αστική ζωή. Στην άλλη μεριά του στενού δρόμου βρίσκεται μια κλειστή πια γειτονιά γεμάτη κατοικίες, οι Γερμανικοί Κήποι, ή όπως τη λένε όσοι δεν είναι από δω, η Γερμανική Γη. Είναι δύσκολο να μην εκπλαγεί κανείς από την ειρωνεία της μικρής απόστασης ανάμεσα στη λέσχη των βετεράνων που είναι τυλιγμένη με αμερικανικές σημαίες και μια γειτονιά που έχει το όνομα μιας χώρας που προκάλεσε τον μεγαλύτερο αριθμό απωλειών στην ιστορία του αμερικανικού στρατού. Όταν ρώτησα τρεις στρατιώτες τι γνώριζαν για αυτό το κλειστό μέρος στην απέναντι πλευρά του δρόμου, κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με σύγχυση και δεν είχαν να μου πούνε τίποτα. Αλλά αφού έφυγαν οι δύο, ο τρίτος, ο Mike, με προσέγγισε και είπε χαμηλόφωνα «έχω ακούσει ότι αυτό το μέρος ήρθε να το επισκεφτεί ο ίδιος ο Άντολφ Χίτλερ στη δεκαετία του 1930. Μπορείς να το βρεις στο ίντερνετ. Κάποιοι ορκίζονται ότι τον είδαν με τους ντόπιους».
Σήμερα μπορεί να πει κανείς με μεγάλη σιγουριά ότι ο Χίτλερ δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στους δρόμους αυτής της απομονωμένης γειτονιάς. Αλλά αυτή η φήμη, που ο Mike επανέλαβε πολλές φορές, δεν τον έκανε να πάρει κάποια γκριμάτσα αποστροφής. Λέει επίσης κάτι για το μυστήριο που μέχρι σήμερα καλύπτει αυτή την κοινότητα της οποίας η γη ανήκει στην ιδιοκτησία μιας οργάνωσης που αποκαλείται Ένωση Γερμανο-Αμερικανικής Αποικίας. Είναι μια μαύρη τρύπα στην επαρχία Suffolk σε απόσταση 100 χιλιομέτρων, μια ώρα οδήγηση από την καρδιά του Μανχάταν. «Είναι σαν κράτος εν κράτει, κανείς δεν γνωρίζει τι γινόταν εδώ στην πραγματικότητα», πρόσθεσε ο Mike, τραβώντας μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του.
Ακόμα και αυτός ο βετεράνος, κάποιος που μοιάζει να μην έχει πια εδώ και πολύ καιρό ανοιχτά ζητήματα με οποιονδήποτε, δεν ήταν πρόθυμος να φωτογραφηθεί για αυτό το άρθρο, ή να μου δώσει το όνομά του. «Το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να μπλέξω με αυτούς», μου εξηγεί. «Δεν ξέρουμε τίποτα για αυτούς», πρόσθεσε ο Mike. «Κάποιες φορές βλέπουμε οχήματα να μπαίνουν και να βγαίνουν από τη γειτονιά και αυτό είναι όλο. Δεν θέλουν να έχουν να κάνουν μαζί μας και η αλήθεια είναι ότι δεν θέλουμε και εμείς να έχουμε να κάνουμε μαζί τους». «Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν ήθελα, δεν μου επιτρέπεται να μπω στη γειτονιά τους. Δεν με θέλουν εκεί, μόνο Γερμανοί είναι καλοδεχούμενοι. Την τελευταία εβδομάδα μια τοπική ομάδα δημοσιογράφων μπήκε εκεί και τους έδιωξαν με τις κλωτσιές. Για να μην αναφέρω ότι αν είσαι μαύρος… Τα μόνα πράγματα που γνωρίζουμε για αυτούς είναι αυτά που διαβάζουμε στις εφημερίδες»
Όταν ο Mike λέει ότι δεν είναι καλοδεχούμενος στο Γιαφάνκ, το βασίζει αυτό κυρίως στην τεράστια πινακίδα που κρέμεται εδώ και δεκαετίες στην είσοδο της γειτονιάς που ευθαρσώς λέει: «Ένωση Γερμανο-Αμερικανικής Αποικίας. Ιδιωτική Κοινότητα. Για μέλη και φιλοξενούμενους μόνον». Την τελευταία εβδομάδα, προς έκπληξη όλων, η πινακίδα αυτή αφαιρέθηκε αλλά η γειτονιά παραμένει ιδιωτική ιδιοκτησία και είναι αρκετά ξεκάθαρο ότι όσοι δεν μένουν εκεί, δεν είναι καλοδεχούμενοι. Για παράδειγμα, όταν ο φωτογράφος του περιοδικού της Haaretz που με συνόδευε στην επίσκεψή μου, έβγαλε τη φωτογραφική του μηχανή κοντά σε ένα από αυτά τα σπίτια, ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης του βγήκε έξω και μας έριξε ένα άγριο βλέμμα που θα ήταν δύσκολο να παρεξηγήσεις. Η σύζυγος του βγήκε μετά από αυτόν και τον παραίνεσε να παραμείνει ήρεμος.
Ένας άλλος κάτοικος, στα εβδομήντα του, φρόντιζε τον κήπο του πιο πέρα, πάνω στον δρόμο. «Είμαι περήφανος Αμερικανός. Όλη μου τη ζωή δούλεψα στο Δημόσιο», είπε ο άνδρας, πιστεύοντας ότι ήταν σημαντικό να μου πει κάτι τέτοιο με τη μία. Φορούσε ένα μαύρο μπλουζάκι με τη λέξη «Γερμανία» αποτυπωμένη πάνω του με κίτρινα γράμματα και είπε ότι μετακόμισε στη γειτονιά αυτή εννιά χρόνια πριν. «Ό,τι γράφουν για εμάς είναι ανοησίες, επινόηση των ΜΜΕ», πρόσθεσε. «Είναι αλήθεια ότι κάποτε, πολλά χρόνια πριν, αυτό το μέρος συνδεόταν με το κόμμα των Ναζί, αλλά δεν ισχύει κάτι τέτοιο σήμερα. Είναι τελείως άσχετο». Δεν ήταν πρόθυμος να μας πει κάτι παραπάνω από αυτά και αρνήθηκε να μας δώσει το όνομά του ή να τον τραβήξουμε μια φωτογραφία. «Δεν μας επιτρέπεται να μιλάμε στα ΜΜΕ χωρίς άδεια», είπε. «Αν μάθουν ότι σας μίλησα, μπορεί να μπλέξω».
,.
Η Μετονομασία των Δρόμων
Αν μάθουν «ποιοι»; Μα η Ένωση της Αποικίας, που έχει την ιδιοκτησία της γης και έγραψε τους αυστηρούς κανονισμούς που καθορίζουν όχι και λίγες πλευρές της ζωής αυτής της γειτονιάς που αποτελείται από 45 οικογένειες! Μια σύντομη βόλτα μέσα στην ήσυχη γειτονιά δεν δημιουργεί καμία υποψία για κάτι ασυνήθιστο στον χαρακτήρα της ή την ιστορία της. Δεν υπάρχουν σημάδια με σβάστικες, που κάποτε κρέμονταν περήφανα σε κάθε σχεδόν παράθυρο, και οι Οδοί Άντολφ Χίτλερ και Γιόζεφ Γκέμπελς έχουν εδώ και πολλά χρόνια μετονομαστεί. Αυτό που μένει είναι τα δρομάκια, τα πολυάριθμα δέντρα, τα χαμηλά σπίτια και η λέσχη των μελών της Ένωσης στην είσοδο αυτού του θύλακα, που κοιτάζοντάς το από τα έξω μοιάζει με ένα τυπικό “moshav” (μια κοοπερατίβα μιας αγροτικής κοινότητας) στο βόρειο Ισραήλ.
Η τάξη και η καθαριότητα είναι προφανείς με την πρώτη ματιά. Τα σπίτια είναι παλιά απίστευτα καλοδιατηρημένα. Το καθένα περιτριγυρίζεται από γρασίδι και κάθεται σε ένα κομμάτι γης γεμάτο δέντρα γεμάτα φρούτα. Ο σαφής χαρακτήρας και το παραδοσιακό ντιζάιν των ευμεγεθών αυτών σπιτιών έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το σύγχρονο στυλ των μεγάλων ιδιωτικών κατοικιών με τα γκαράζ και τις πισίνες που βρίσκει κανείς σε διπλανές πόλεις. Οι μικρές σκάλες στην είσοδο κάθε σπιτιού έχουν κατά μήκος τους λουλούδια και μελωδοί κρέμονται στις πόρτες, κουδουνίζοντας με το αεράκι. Στο γκαζόν ορισμένων σπιτιών υπάρχουν πέτρινα αγαλματίδια, ενώ σε άλλες αυλές υπάρχουν αιώρες στημένες μεταξύ δύο δέντρων. Υπάρχει και η λέσχη μελών και μια μεγάλη λίμνη λίγες δεκάδες μέτρα από τα σπίτια. Ορισμένοι άνθρωποι θα έβρισκαν αυτή την απομόνωση και την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα αρκετά ελκυστική. Αλλά ένα πράγμα είναι αδιαμφισβήτητο: η ύπαρξη ενός ιστορικού στίγματος σε αυτό το μέρος το οποίο για χρόνια αποτελούσε ένα ναζιστικό θύλακα στην καρδιά της πιο εβραϊκής πολιτείας στην Αμερική.
Τοπική Ριζοσπαστικοποίηση
Μέχρι τη δεκαετία του 1920, το Γιαφάνκ ήταν άλλη μια ήσυχη εργατοπεριοχή στη μέση του Λονγκ Άϊλαντ, όπως εκατοντάδες άλλες σε όλη την πολιτεία της Νέας Υόρκης. Είχε πολλές φάρμες, ένα μεγάλο μπακάλικο, ένα σταθμό του τρένου, μερικά αξιοπρεπή εστιατόρια και ένα κουρείο. Το τι συνέβη έκτοτε πρέπει να ειδωθεί από μια ευρεία οπτική που έχει άμεση σύνδεση με την ανάδυση των ριζοσπαστικών ιδεολογιών στην Ευρώπη μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το άσχημο κύμα που κάλυψε ολόκληρη την ευρωπαϊκή ήπειρο εκείνο τον καιρό, από τον Μουσολίνι στην Ιταλία μέχρι τον Χίτλερ στη Γερμανία, δεν πέρασε απλά δίπλα από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες, στη σκιά της Μεγάλης Ύφεσης, υπέστησαν και οι ίδιες μια επικίνδυνη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση.
Μια έκφραση αυτή της ριζοσπαστικοποίησης συνέβη το 1924, όταν ένας Γερμανός μετανάστης που λεγόταν Fritz Gissibl αποφάσισε να ιδρύσει ένα παρακλάδι του Κόμματος των Ναζί στο Σικάγο. Οι ιδέες που ασπαζόταν –συνδυασμός της ναζιστικής ιδεολογίας και του αμερικάνικου πατριωτισμού σε μείξη με αντισημιτισμό και ξενοφοβία– απευθύνονταν σε πολλούς Αμερικανούς. Στο κάτω-κάτω της γραφής δεν υπήρχε έλλειψη αντισημιτών ούτε και ανθρώπων που μισούσαν τον κομμουνισμό και οι υποστηρικτές της Κου Κλουξ Κλαν βρήκαν έναν ιδεολογικό σύμμαχο και σύντροφο που ξεκίνησε ο Gissibl, που άλλαξε πέντε φορές το όνομά του στις επόμενες δεκαετίες και αρχικά ονομαζόταν «η Ελεύθερη Κοινωνία της Τευτονίας».
Εκείνο τον καιρό, δεκαπέντε χρόνια πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο αμερικάνικος πατριωτισμός και ο γερμανικός ναζισμός μπορούσαν να φυτρώσουν στο ίδιο θερμοκήπιο χωρίς οι Αμερικανοί να αντιμετωπίσουν κάποιο ηθικό δίλημμα. Αργότερα, το 1937, οι εσωτερικοί κανονισμοί του κινήματος που εκείνη την εποχή λεγόταν Γερμανική Αμερικανική Ομοσπονδία, ή Bund, εγκρίθηκαν εκ νέου σε μία μεγάλη εκδήλωση που έλαβε χώρα στη Νέα Υόρκη, όπου τα μέλη του διακήρυξαν τον στόχο τους να «υπερασπιστούν το Σύνταγμα και τους νόμους των Ηνωμένων Πολιτειών» και «να παραμείνουν “αντάξιοι” του γερμανικού αίματος, της γερμανικής πατρίδας, των Γερμανών αδερφών μας».
Ακόμα ένα παράδειγμα του πως το αναπτυσσόμενο κίνημα υπέρ των Ναζί προσπάθησε να συμπλεύσει με τον αμερικανικό πατριωτισμό προκειμένου να στρατολογήσει ακτιβιστές ήταν μια μεγάλη εκδήλωση που έλαβε χώρα στο Γιαφάνκ το 1940 για τον εορτασμό των γενεθλίων του ιδρυτικού πατέρα της Αμερικής, του Τζωρτζ Ουάσινγκτον. Στην πρόκλησή τους για την εκδήλωση, η οποία άνοιξε με τους συμμετέχοντες να τραγουδούν τον αμερικάνικο εθνικό ύμνο και να χαιρετούν στρατιωτικά τη σημαία, οι διοργανωτές έγραψαν ότι στόχος τους ήταν «να αποδώσουν τιμή και να υπερασπιστούν το Σύνταγμα, τη σημαία και τους θεσμούς των Ηνωμένων Πολιτειών» και «να εναντιωθούν με κάθε νόμιμο μέσο σε όλα τα διεθνή ή εγχώρια ανατρεπτικά φαινόμενα, που τείνουν να υποβαθμίσουν ή να αποκαθηλώσουν την Εθνική Δημοκρατία αυτών των Ηνωμένων Πολιτειών ή τον Χριστιανικό πολιτισμό πάνω στον οποίο χτίστηκαν». Και τι σχέση έχει η Γερμανία; Στην ίδια πρόσκληση, οι ηγέτες υπόσχονταν «να παλέψουν ενάντια σε κάθε αντι-γερμανισμό όπως αντανακλάται στις δυσφημιστικές και συκοφαντικές επιθέσεις κατά της Γερμανίας σε πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό, οικονομικό επίπεδο».
«Με τα μέινστριμ ρεύματα του αντισημιτισμού, τη δημοτικότητα της Κου Κλουξ Κλαν και τη χειροτέρευση των οικονομικών συνθηκών στη Μεγάλη Ύφεση, ο γερμανο-αμερικανικός υπερ-εθνικισμός έδωσε φωνή σε χιλιάδες στην Αμερική», έγραψε ο καθηγητής Ryan Shaffer, ένας ιστορικός του πανεπιστημίου του Stony Brook στη Νέα Υόρκη σε ένα άρθρο του το 2010 στο περιοδικό Long Island History Journal με τον τίτλο «Long Island Nazis: A Local Synthesis of Transnational Politics». «Αυτό ήταν μια ακόμα πλευρά της θεωρίας του “χωνευτηριού”, δείχνοντας πόσο διαφορετικές παραδόσεις αναμειγνύονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες με τις οικογένειες μεταναστών να προσφέρουν νέες ιδέες στις τοπικές κοινότητες».
Το κίνημα του Gissibl είχε γρήγορη επιτυχία. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, είχε εξαπλωθεί πολύ πιο πέρα από το Σικάγο, με παρακλάδια σε πόλεις όλων των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένου του Ντιτρόϊτ, του Νιούαρκ και της Νέας Υόρκης. Οι υπηρεσίες του αμερικανικού κράτους παρακολουθούσαν την εξέλιξή του αλλά δεν ανησυχούσαν ακόμα αρκετά για να κάνουν κάτι μαζί του. Παραθέτοντας επίσημα έγγραφα, ο Shaffer έγραψε ότι «τουλάχιστον τα μισά μέλη του κινήματος το 1926 είχαν επίσημες ή όχι σχέσεις με αυτό που αποκαλούταν τότε Κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ». Πράγματι, ο Gissibl δεν προσπάθησε να κρύψει τον θαυμασμό του για τον Φύρερ. Το 1932 άλλαξε εκ νέου το όνομα της οργάνωσής του σε Φίλους του Κινήματος Χίτλερ. Τέσσερα χρόνια αργότερα επέστρεψε στη Γερμανία και του δόθηκε μια ανώτερη θέση στην υπεύθυνη για την προπαγάνδα οργάνωση του Κόμματος των Ναζί. Και μόνον αφού έφυγε από τις Η.Π.Α., άλλαξε το κίνημα το όνομά του σε Γερμανική Αμερικανική Ομοσπονδία Bund.
Άριο Αίμα
Το Γιαφάνκ έγινε ένα από τα βασικά κέντρα δραστηριοτήτων του αμερικανικού ναζιστικού κινήματος κατά τα χρόνια αυτά. Το 1935 η Ένωση της Γερμανο-Αμερικανικής Αποικίας αγόρασε ένα μεγάλο κομμάτι γης στην πόλη που σύντομα μετατράπηκε σε ναζιστικό θύλακα αποκλειστικά προορισμένος για αυτούς με αγνό άριο αίμα στις φλέβες τους. «Θα συναντήσεις ανθρώπους που σκέφτονται όπως και εσύ», έγραφε το φλάιερ που μοιραζόταν στον κόσμο, προσκαλώντας αυτούς που είχαν γερμανική καταγωγή να μετακομίσουν εκεί. Και η κεντρική του οδός που περνούσε μέσα από όλο το χωριό λεγόταν αναμενόμενα Οδός Άντολφ Χίτλερ, με το όνομα γραμμένο στη γερμανική γλώσσα. Το πολύτιμο επίκεντρο των δραστηριοτήτων του Γιαφάνκ, ωστόσο, δεν ήταν οι αξιοπρεπείς συνθήκες ζωής αλλά η θερινή κατασκήνωση που φιλοξενούσε για τη νεολαία. Το Camp Siegfried που δημιουργήθηκε το 1935 και καταλάμβανε παραπάνω από 200 στρέμματα αυτού που σήμερα αποκαλείται Γερμανικοί Κήποι, είχε φτιαχτεί για να εκπαιδεύσει τις μελλοντικές γενιές του Ναζί κινήματος.
«Η επιλογή του Γιαφάνκ δεν ήταν σύμπτωση», λέει η Jill Santiago, μια εκπαιδεύτρια στο Κέντρο Suffolk για το Ολοκαύτωμα, τη Διαφορετικότητα και την Ανθρώπινη Κατανόηση. «Πρέπει να καταλάβετε ότι εκείνη την εποχή, κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 ένας στους επτά κατοίκους της περιοχής ήταν υποστηρικτής της Κου Κλουξ Κλαν. Οπότε, επιλέγοντας το Γιαφάνκ, σκέφτηκαν ότι δεν θα αντιμετωπίσουν και μεγάλη αντίσταση από την τοπική κοινότητα».
Η κατασκήνωση, που προοριζόταν για εφήβους, ήταν τόσο διάσημη που στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930, ο Σιδηρόδρομος του Λονγκ Άϊλαντ είχε αποφασίσει να βάλει ένα ειδικό τρένο κάθε πρωί, από το Μανχάταν προς το απομονωμένο Γιαφάνκ, το οποίο κανείς δεν γνώριζε λίγα χρόνια πριν. Κάθε μέρα, ντόπιοι ακτιβιστές περίμεναν στο σταθμό του τρένου για να καλωσορίσουν τους επισκέπτες με ναζιστικούς χαιρετισμούς και συνθήματα «Θάνατος στους Εβραίους! Θάνατος στους κομμουνιστές!». Οι νέοι τραγουδούσαν συνήθως τραγούδια όπως το «Όταν το Αίμα των Εβραίων στάζει από τα Μαχαίρια». Αυτή η δραστηριότητα κορυφώθηκε το 1938. Σύμφωνα με ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε εκείνη την εποχή στους New York Times., 40.000 άνθρωποι περίπου από όλη την περιοχή είχαν επισκεφτεί τους εορτασμούς της Ημέρας της Γερμανίας στην κατασκήνωση. Σήμερα, ο συνολικός πληθυσμός του Γιαφάνκ είναι λιγότερος από 6.000 άτομα.
Σεξ και Βιασμοί
«Η κατασκήνωση χρησιμοποιούταν από τη νεολαία της Bund για να μαθαίνουν για την ευγονική και να κατασκηνώνουν, να κυνηγούν και να πυροβολούν», έγραψε ο καθηγητής Shaffer στο άρθρο του. Αλλά αυτά τα προγράμματα δεν ήταν μόνο θεωρητικά. Οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ των εφήβων δεν ήταν απλά συχνές, αλλά ενθαρρύνονταν και συνέβαιναν με πλήρη γνώση των συνοδών τους, οι οποίοι προσπαθούσαν να εφαρμόσουν τις ναζιστικές θεωρίες για τη βελτίωση της άριας φυλής. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες, πολλοί βίαιοι βιασμοί συνέβαιναν στο όνομα αυτής της ιδεολογίας. Η ελευθεριάζουσα ατμόσφαιρα της κατασκήνωσης αναμφισβήτητα τροφοδοτούταν από μεγάλες ποσότητες αλκοόλ που έφερναν οι διοργανωτές και καταναλωνόταν από τους κατασκηνωτές όλη την ημέρα. Οι ναζιστικοί χαιρετισμοί και οι στρατιωτικές παρελάσεις, κάποιες φορές στη μέση της νύχτας, ήταν ένα ακόμα σημαντικό κομμάτι των δραστηριοτήτων του στρατοπέδου.
Όλα αυτά βέβαια έφτασαν κάποτε στο τέλος τους. Μετά το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την επίσημη ανακήρυξη εχθρικών σχέσεων Γερμανίας και Δύσης, το FBI ξεκίνησε μια έρευνα για τους ηγέτες της Γερμανικής Αμερικάνικης Ομοσπονδίας. Ο Fritz Kuhn, επικεφαλής της οργάνωσης, καταδικάστηκε με τις κατηγορίες της απάτης και της φοροδιαφυγής το 1939 και φυλακίστηκε για τέσσερα χρόνια. Μετά την απελευθέρωσή του, συνελήφθη εκ νέου – αυτή τη φορά με την κατηγορία της παροχής βοήθειας σε εχθρική χώρα εν καιρώ πολέμου – και απελάθηκε από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1945 το FBI έκλεισε και επίσημα το Camp Siegfried και προχώρησε σε κατάσχεση της γης που είχε αγοράσει η Ένωση της Γερμανο-Αμερικανικής Αποικίας, η οποία αμέσως κινήθηκε νομικά. Η διαμάχη τελείωσε με μια συμφωνία που ισχύει ακόμα και σήμερα, υπό την οποία η Ένωση διατήρησε τον έλεγχο της γης της, αλλά στερήθηκε την ιδιοκτησία των σπιτιών που είχαν χτιστεί πάνω της.
Γερμανικά Περιοδικά
Έχουν περάσει πάνω από 70 χρόνια έκτοτε. Η κατασκήνωση δεν υπάρχει εδώ και καιρό, ο τοπικός σιδηροδρομικός σταθμός στέκει άδειος, οι σβάστικες εξαφανίστηκαν και τα ονόματα των δρόμων έχουν αλλάξει –παρόλα αυτά στο τοπικό μπακάλικο, βρίσκει κανείς δεκάδες σύγχρονα αντίτυπα του γερμανικού περιοδικού «Γερμανικοί Καιροί». Αλλά φαίνεται επίσης ότι κάποια από τα πιο προβληματικά αξιώματα συνεχίζουν να σιγοβράζουν κάτω από την επιφάνεια μέχρι και σήμερα στην περιοχή. Πρώτα και κύρια, η επιθυμία να διατηρηθεί κάποιος κοινωνικός διαχωρισμός και η αγνότητα της λευκής φυλής, με έμφαση στους ανθρώπους με γερμανικό αίμα στις φλέβες τους.
Αυτή η παράνομη πολιτική διακρίσεων εκτέθηκε από τον Philip Kneer και τη σύζυγό του Patricia Flyn-Kneer – Αμερικανούς γερμανικής καταγωγής –η σάρκα και οστά της κλειστής κοινότητας των Γερμανικών Κήπων– που έζησαν εκεί από το 1999. Τα προβλήματά τους άρχισαν έξι χρόνια αργότερα, όταν το ζευγάρι αποφάσισε να πουλήσει το σπίτι του. Προς έκπληξή τους, έπεσαν σε έναν τοίχο απαγορεύσεων και αυστηρών κανονισμών, φτιαγμένων από τους εσωτερικούς κανόνες της Ένωσης της Γερμανοαμερικανικής Αποικίας και ιδιαίτερα αποτελεσματικά η διαδικασία της αγοραπωλησίας ξέφυγε από τα δικά τους χέρια. Ο στόχος, είπε το ζευγάρι, ήταν ξεκάθαρος στον καθένα: να εξασφαλίσουν το λευκό, γερμανικό χαρακτήρα της κοινότητας. Η οικογένεια Kneer επικοινώνησε με τους αξιωματούχους του Λονγκ Άϊλαντ οι οποίοι κατέθεσαν μήνυση εκ μέρους τους, εναντίον της Ένωσης. Οι εσωτερικοί τους κανόνες, επιχειρηματολόγησε ο δικηγόρος του ζευγαριού, αντιτίθενται στο νόμο δίκαιας στέγασης (Fair Housing Act), ενός νόμου που απαγορεύει οποιοδήποτε είδος διακρίσεων ή προτιμήσεων στις αγοραπωλησίες ακινήτων.
Από πλευράς της, η Ένωση αντ-επιχειρηματολόγησε ότι οι κανονισμοί της αυτοί αποτελούσαν τεχνικό λάθος, ασήμαντα απομεινάρια της δεκαετίας του 1930 που κανείς δεν θυμήθηκε να αλλάξει στο καταστατικό. Αλλά το 1998 η οργάνωση είχε εγκρίνει μια επικαιροποιημένη εκδοχή των κανονισμών της που έλεγε πως οι ιδιοκτήτες πρέπει να αποτελούν μέλη της Ένωσης, η οποία είναι «ανοιχτή βασικά για όλα τα άτομα άνω των 21 ετών, γερμανικής καταγωγής, καλού χαρακτήρα και φήμης». Στο τέλος, μετά από χρόνια αρνήσεων, η Ένωση συμφώνησε σε μια ρύθμιση υπό την οποία υποσχέθηκε να αλλάξει τους προβληματικούς της κανονισμούς και να αποζημιώσει τους Kneer με 175.000 δολάρια. Ωστόσο, πρόσφατα ανέκυψε ότι παρά τη συμφωνία, η Ένωση έχει συνεχίσει να εφαρμόζει την ίδια πολιτική διακρίσεων που στοχεύει στο να έχει πλήρη έλεγχο πάνω στον χαρακτήρα των κατοίκων των Γερμανικών Κήπων. Αυτό αποκαλύφθηκε τον Μάιο, μετά από μια μεγάλη έρευνα του Γενικού Εισαγγελέα της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Eric Schneiderman, ο οποίος ανακοίνωσε την άμεση ακύρωση των προβληματικών προϋποθέσεων της Ένωσης, αυτή τη φορά υπό τη στενή επιτήρηση κρατικών λειτουργών.
Όταν τους προσέγγισε η εφημερίδα Haaretz, οι εκπρόσωποι της Ένωσης αρνήθηκαν να σχολιάσουν την τελευταία αυτή εξέλιξη, πλην της επανάληψης του ισχυρισμού τους ότι η γειτονιά είναι ανοιχτή προς όλους εδώ και χρόνια. Ακόμα και αν αυτή η εξέλιξη προμηνύει το τέλος των ρατσιστικών κανονισμών, είναι αρκετά νωρίς για να το γιορτάσουμε, λέει η Santiago, εκπαιδευτής του Κέντρου του Suffolk για το Ολοκαύτωμα, την Διαφορετικότητα και την Ανθρώπινη Κατανόηση. «Υπάρχει μπόλικος αντισημιτισμός στην περιοχή», μας απάντησε σε μια σειρά γραμμένων ερωτήσεων που της αποστείλαμε μέσω της Haaretz, σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε εβραϊκή ζωή στην περιοχή αυτή, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται μόλις 100 χιλιόμετρα από την πιο εβραϊκή πόλη της Αμερικής. Πρόσφατα, έγραψε ότι μία από τις συναγωγές της περιοχής που ήταν ακόμα ενεργή, αναγκάστηκε να κλείσει για πάντα. «Η εβραϊκή κοινότητα καταρρέει», μας εξηγεί η Santiago. «Να σας πω πόσος διαδεδομένος είναι ο αντισημιτισμός εδώ πέρα. Μόνο στις δύο τελευταίες εβδομάδες, τέσσερις φοιτητές πιάστηκαν να ζωγραφίζουν σβάστικες σε δημόσιους τοίχους. Ως μέρος της τιμωρίας τους, στάλθηκαν στο κέντρο [στο Σάφολκ] και όταν τους ρώτησα γιατί το έκαναν, δεν μπορούσαν καν να εξηγήσουν τη σημασία του συμβόλου που ζωγράφισαν. Το έκαναν χωρίς καν να συνειδητοποιούν την ιστορική σημασία της σβάστικας, παρόλα αυτά το έκαναν».
コメント