top of page

Όταν ο Μπεν-Γκουριόν υπερασπιζόταν τον Στάλιν

Writer: Jewish&IsraelStoriesJewish&IsraelStories

Νέα έγγραφα ρίχνουν φως στη διαβόητη «Συνωμοσία των Γιατρών» στη Σοβιετική Ένωση και το δίλημμα με το οποίο ήρθε αντιμέτωπη η ισραηλινή κυβέρνηση. Haaretz, Tom Segev | 8 Φεβρουαρίου, 2013 |


Ο Νικίτα Χρουστσόφ θυμόταν καθαρά εκείνο το πρωινό, κάπου στις αρχές Ιανουαρίου του 1953. Μαζί με κάποιους άλλους συνεργάτες του Στάλιν, κλήθηκε στο Κρεμλίνο όπου ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης του έδειξε ένα γράμμα της δρ. Λίντιγια Τίμασουκ. Στον Χρουστσόφ δεν έλεγε κάτι το όνομά της, αλλά αμέσως κατάλαβε τη σημασία των λεγομένων της. Σύμφωνα με την Τίμασουκ, ο Αντρέι Αλεξάντροβις Ζντάνοφ, ο πανίσχυρος ηγεμόνας της κομμουνιστικής κουλτούρας που είχε πεθάνει το 1948, είχε δολοφονηθεί από τους γιατρούς του. Ο Στάλιν απ’ ότι φαίνεται πίστευε ότι υπήρχε μια παρόμοια συνωμοσία για να δολοφονηθεί και ο ίδιος. Έτσι φτάσαμε στη δίκη εννέα επιφανών γιατρών, έξι εκ των οποίων ήταν Εβραίοι, που συχνά αναφέρεται ως η «Συνωμοσία των Γιατρών».

Η Τίμασουκ έπαιξε περιθωριακό μονάχα ρόλο στο δράμα γύρω απ’ τον θάνατο του Ζντάνοφ και η συνωμοσία πλάστηκε από τον Στάλιν. Ο Χρουστσόφ συμπέρανε ότι εκείνη είχε υπογράψει αυτό το γράμμα μέσα στην αφέλειά της και πρόσθεσε ότι όταν ο ίδιος, νεαρός κάποτε δούλευε σε ένα ορυχείο όπου είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας, οι ντόπιοι πίστεψαν ότι οι ίδιοι οι γιατροί δηλητηριάζανε τους εργάτες του ορυχείου και ξέσπασαν την οργή τους πάνω τους.

Ο πρέσβης της Ιερουσαλήμ στη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή, ο Σμούελ Ελιασίφ, είχε επίσης ακούσει τέτοιες ιστορίες και τις συμπεριέλαβε σε μια αναφορά του προς το Υπουργείο Εξωτερικών, γράφοντας ότι οι αναδυόμενες υποψίες εναντίον των Ρώσσων γιατρών πάντοτε έβρισκαν θέση «στο πρωτόγονο μυαλό του λαού». Έτσι, έλεγε, οι Ρώσσοι ήταν ικανοί να πιστέψουν πράγματα που, οπουδήποτε αλλού, θα μοιάζανε σαν απολύτως φανταστικές ιστορίες. Το υπόμνημα αυτό βρίσκεται ανάμεσα σε άλλα έγγραφα που τα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ μόλις ανέβασαν στην ιστοσελίδα τους, 60 χρόνια μετά τα γεγονότα. Όπως είναι το συνήθειο των διπλωματών, ο Ελιασίφ ήθελε να βελτιώσει τις σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Σοβιετικής Ένωσης και έτσι πρότεινε στην αλληλογραφία του με το Υπουργείο η Ιερουσαλήμ να απέχει από οποιαδήποτε αντίδραση στη σύλληψη των γιατρών. Προσπάθησε να εξηγήσει στους ανωτέρους του ότι η συνωμοσία κατά των γιατρών αντανακλούσε την αντίθεση της Σοβιετικής Ένωσης στον Σιωνισμό και ότι δεν ήταν κατευθυνόμενη ενάντια στο Ισραήλ καθαυτό.

Στην Ιερουσαλήμ παρόλα αυτά δύσκολα μπορούσαν να καταλάβουν τι σκεφτόταν ο Ελιασίφ, ειδικά εφόσον ο ίδιος είχε εκτιμήσει ότι η Σοβιετική Ένωση ίσως σύντομα ξεκινούσε μια πολιτική πλήρους αποκοπής από το Ισραήλ. Μέχρι και σήμερα δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο τι ακριβώς βρισκόταν στην καρδιά του ζητήματος της Συνωμοσίας των Γιατρών. Είναι πολύ πιθανό η σύλληψη των εννιά γιατρών να αντανακλούσε την τάση των αρχών να κλιμακώσουν την τρομοκρατία και να προκαλέσουν διαφόρων ειδών ίντριγκες στην κορυφή. Από πλευράς του, ο Χρουστσόφ απέδωσε την υπόθεση στην τρέλα του Στάλιν.

Οι ισραηλινές αρχές ενδιαφέρονταν κυρίως για τον αντισημιτισμό που έβλεπαν να συνοδεύει τη σύλληψη των γιατρών που κατηγορούνταν για συνεργασία με την Joint Distribution Committee, τον εβραϊκό οργανισμό πρόνοιας που είχε την έδρα του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε αντίθεση με τον διπλωμάτη Ελιασίφ, στην Ιερουσαλήμ βλέπανε τη σύλληψη των γιατρών σαν αντι-ισραηλινή ενέργεια. Σ’ ένα από τα έγγραφα απ’ τα Κρατικά Αρχεία που δημοσιεύτηκαν αυτή την εβδομάδα, λέγεται ότι οι Σοβιετικοί είναι ανήσυχοι κυρίως για τις δυνατότητες του Ισραήλ να συγκεντρώσει πληροφορίες σε σχέση με το τι γίνεται στη Σοβιετική Ένωση. Στην Ιερουσαλήμ διαφωνούσαν σε σχέση με το τι να κάνουν. Το Ισραήλ ενδιαφερόταν για σχέσεις με τη Μόσχα αλλά πολλοί Ισραηλινοί ένιωθαν ότι το κράτος πρέπει να επενδύσει όλες του τις δυνάμεις για να αντιτεθεί στην καταπίεση των Εβραίων στη Σοβιετική Ένωση εκείνη την εποχή. Τα πρακτικά μιας κυβερνητικής συνάντησης συμπεριλάμβαναν και προσβάσιμα πλέον έγγραφα δείχνουν ένα πραγματικό ηθικό και ιδεολογικό δίλημμα να υπάρχει, ένα δίλημμα από αυτά που το Ισραήλ αντιμετώπισε πολλές φορές: ότι τα κρατικά συμφέροντα δεν ταιριάζουν πάντοτε με τα συμφέροντα των Εβραίων του εξωτερικού. Μεταξύ άλλων η κυβέρνηση φιλονίκησε γύρω από το αν το Ισραήλ θα έπρεπε να φέρει το ζήτημα της δίκης των γιατρών στα Ηνωμένα Έθνη. Και όπως είθισται να γίνονται τα πράγματα εδώ πέρα, η διαφωνία γρήγορα χειροτέρεψε μέσα σε έναν βάλτο πολιτικών επιχειρημάτων εσωτερικού χαρακτήρα και εστιάστηκε στο ζήτημα του πως να πληγούν οι ντόπιοι κομμουνιστές. Πράγματι, ο Πίνχας Λαβόν (από το κόμμα Μαπάι, τον βασικό πρόγονο του σημερινού Εργατικού Κόμματος), υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, ακούστηκε στη μέση όλων αυτών σαν αμαξάς στο Κρεμλίνο: «Προτείνω να δώσουμε εντολή στις αρμόδιες αρχές να εκκαθαριστούν τα κομμουνιστικά στοιχεία από τις θέσεις της διοίκησης».

Πιο εχέφρονες και προσεκτικοί και ίσως πιο δειλοί υπουργοί, υπό τον Υπουργό Πρόνοιας Μοσέ Σαπίρα (του Χαποέλ Χαμιζραχί, του θρησκευτικού εργατικού κινήματος) κατάφεραν να περιορίσουν την οργή των συναδέλφων τους. Ο πρωθυπουργός Μπεν-Γκουριόν δεν ήταν παρών στη συνάντηση και ενώ βρισκόταν διακοπές στην Τιβεριάδα έστειλε στην κυβέρνηση μια επιστολή δυσαρέσκειας: απαίτησε το Ισραήλ να συντάξει μια ισχυρή διαμαρτυρία αποδοκιμασίας εναντίον της ρωσικής διαχείρισης της υπόθεσης, αλλά προφανώς είχε κι αυτός ένα ενδιαφέρον να τερματίσει τις τοπικές δραστηριότητες του κομμουνιστικού κόμματος.

Όταν ο Μπεν-Γκουριόν θύμωνε, δεν ήταν στις καλύτερές του. Οι επιστολές που σύντασσε ο ίδιος, περιείχαν πολλές φορές δηλώσεις που απλώς αντανακλούσαν τη διάθεσή του, όχι τη διαύγεια της σκέψης του. Αυτό το γράμμα επίπληξης που έστειλε στην κυβέρνηση συμπεριλάμβανε μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα: «Η Σοβιετική Ρωσία δεν είναι αντισημιτική. Ούτε ο Χίτλερ ήταν. Ο Χατζ Αμίν αλ-Χουσείν, που είναι τόσο αντισημίτης όσο ο καθένας μας, ήταν φίλος και συνεργάτης του Χίτλερ».

Μέσα σε λίγες μέρες, ωστόσο, ξεκαθαρίστηκε ότι μέσα στο Ισραήλ υπήρχαν άνθρωποι πιο επικίνδυνοι από τους κομμουνιστές. Στις 9 Φεβρουαρίου του 1953 άγνωστοι μπήκαν κρυφά στην αυλή της Σοβιετικής αντιπροσωπείας στο Τελ Αβίβ και έβαλαν μια βόμβα. Προκάλεσε φθορές στο κτίριο και τραυμάτισε μερικούς ανθρώπους. Η επίθεση αποδόθηκε σε βετεράνους του Λεχί (της πριν την ύπαρξη του κράτους δεξιάς αντιστασιακής οργάνωσης), που αναγνωρίστηκαν ως μέλη μιας παράνομης οργάνωσης με το όνομα Μαλκούτ Γισραέλ (Βασίλειο του Ισραήλ). Τελικά αθωώθηκαν από αυτή την τρομοκρατική επίθεση αλλά καταδικάστηκαν για άλλες κατηγορίες. Η Σοβιετική Ένωση διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το Ισραήλ.

Δύο εβδομάδες αργότερα, τον Μάρτιο του 1953, ο Στάλιν πέθανε. Οι γιατροί αφέθηκαν ελεύθεροι και οι σχέσεις με το Ισραήλ αποκαταστάθηκαν. Η Λίντιγια Τίμασουκ συνέχιζε να εργάζεται ως γιατρός. Το 1962 ένας από τους ασθενείς της, γνωστός πολέμιος του αντισημιτισμού, συνειδητοποίησε ποια ήταν. «Ήθελα να της κάνω ερωτήσεις για όλα αυτά», έγραψε ο συνθέτης και πιανίστας Ντμίτρι Σοστακόβις σε έναν γνωστό του, «αλλά προτίμησα να κρατήσω το στόμα μου κλειστό». Ήταν η γιατρός που είχε αναλάβει τη θεραπεία των δαχτύλων του.

Comments


SUBSCRIBE VIA EMAIL

Thanks for submitting!

© 2023 by Salt & Pepper. Proudly created with Wix.com

bottom of page