Η Δίκη του Άντολφ Άϊχμαν είχε έναν φανερό αντίκτυπο στο λόγο περί Ολοκαυτώματος στο νεαρό τότε κράτος του Ισραήλ. Κατά τη διάρκεια της δίκης, μια αντιπαράθεση με ένταση ξέσπασε μέσα στην ισραηλινή κοινωνία γύρω από το ποια θα ήταν η κατάλληλη τιμωρία για τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους των SS. The Librarians, Amit Naor, 27.04.2021.
Ποια είναι η τιμωρία για το απόλυτο κακό; Ποια είναι η κατάλληλη απόκριση απέναντι στα εγκλήματα πολέμου; Είναι απαραίτητο να εκδικηθούμε τις αδιανόητες δολοφονίες ή η ποινική δικαιοσύνη εξυπηρετεί κάποιον διαφορετικό σκοπό; Υπάρχουν κάποια χρόνια ζητήματα δικαϊκής φύσης και 60 χρόνια πριν ήρθε η ώρα να τεθούν εν μέσω αντιπαραθέσεων στο Ισραήλ. Η πολιτική ηγεσία της χώρας και οι διανοούμενοι της, καθώς και ηγετικές φιγούρες του Εβραϊσμού ανά τον κόσμο, απασχολήθηκαν με το ζήτημα της απάντησης σε ένα ερώτημα: ποια είναι η κατάλληλη τιμωρία του Ναζί εγκληματία πολέμου Άντολφ Άϊχμαν, ενός προσώπου-κλειδί στην προσπάθεια εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης.
Μια συνοπτική περίληψη των όσων είχαν προηγηθεί: τον Μάϊο του 1960, η Μοσάντ απήγαγε τον Άϊχμαν από το σπίτι του στο Μπουένος Άϊρες και τον έφερε στο Ισραήλ για να περάσει από δίκη. Η δίκη που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1961 αποτέλεσε τον θεμέλιο λίθο στην ιστορία της μνήμης και της συνείδησης του Ολοκαυτώματος στο Ισραήλ και θεωρείται ότι επηρέασε σημαντικά τη στάση έναντι των επιζώντων του Ολοκαυτώματος που ζούσανε στη χώρα. Ο εναρκτήριος λόγος στη δίκη του εισαγγελέα Γκιντεόν Χάουζνερ, οι δραματικές καταθέσεις στη δίκη προσωπικοτήτων όπως ο Γεχιέλ Ντε-Νουρ (ο Κα-Τσέτνικ) και της Τσίβια Λουμπέτκιν, τα έγγραφα και ο δημόσιος λόγος που ξεσηκώθηκε από τη δίκη, άφησαν πίσω τις εντυπώσεις τους για πολύ καιρό. Η βιντεοσκοπημένη δίκη καλύφθηκε από πολλούς διεθνείς δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων και της Χάνα Άρεντ, αλλά επίσης και τους Ισραηλινούς ποιητές Νατάν Άλτερμαν και Χαϊμ Γκούρι.
Στο τέλος της χρονιάς, η δίκη τελείωσε με τη θανατική καταδίκη του Άϊχμαν. Η έφεση του απορρίφθηκε, όπως και το αίτημα του για απονομή χάριτος. Η εκτέλεση του τελικά πραγματοποιήθηκε δύο λεπτά πριν τα μεσάνυχτα στις 31 Μαίου του 1962. Μέσα σε όλη αυτή την περίοδο ανάμεσα στην καταδίκη του στο δικαστήριο και στην εκτέλεσή του, μια δημόσια αντιπαράθεση έντασης κυμάνθηκε πάνω στα ζητήματα της ηθικής της τιμωρίας του. Ενώ η υποστήριξη της θανατικής ποινής για τον υψηλόβαθμο SS ήταν ευρέως διαδεδομένη, υπήρχαν επίσης πολλές επιφανείς προσωπικότητες που εναντιώθηκαν σε αυτήν. Μια εξέταση του υλικού που διατηρεί το Αρχειακό Τμήμα της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ισραήλ καθώς και η Ιστορική Συλλογή του Εβραϊκού Τύπου μας προσφέρει μια άποψη αυτών των φωνών εναντίωσης.
Η υπόθεση Άϊχμαν συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή αλλά και αυτή των Εβραίων που ζούσανε στη Διασπορά, οι οποίοι εξέφρασαν τις απόψεις τους για το ζήτημα. Μια επισκόπηση των εφημερίδων αποκαλύπτει ότι ο παγκόσμιος εβραϊσμός – και η παγκόσμια κοινή γνώμη εν γένει – βρήκε την ευκαιρία να κάνει τις απόψεις του να ακουστούν και κάποιες από αυτές βέβαια ήταν αντίθετες στη θανατική ποινή ακόμα και για έναν άνθρωπο που είχε διαπράξει εγκλήματα του μεγέθους του Άϊχμαν. Μια επιστολή από τη Νέα Υόρκη, που κρατείται στο αρχείο του Σάμιουελ Χούγκο Μπέργκμαν, τότε διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ισραήλ, αποτελεί ένα παράδειγμα των πολλών εκφράσεων διαμαρτυρίας που έρχονταν απ’ όλο τον κόσμο. Ο αποστολέας απηύθυνε το γράμμα του σε «όλους τους πραγματικούς Εβραίους των Ηνωμένων Πολιτειών, της Βρετανίας, του κράτους του Ισραήλ και τους ανθρώπους αγαθών προθέσεων παντού στον κόσμο.» Σε μια μπλε κόλλα χαρτί, στο τέλος της οποίας τυπώθηκε τρεις φορές η εντολή «Ου φονεύσεις», ο συγγραφέας ισχυρίζεται ότι η θανατική ποινή αποτελεί μια πράξη εκδίκησης που δεν συνάδει με τον Ιουδαϊσμό. Καταλήγει ζητώντας από τους αναγνώστες να εργαστούν με σκοπό την αλλαγή της δικαστικής απόφασης.
Ένα από τα διάσημα παραδείγματα αντίστασης του παγκόσμιου εβραϊσμού στην απόφαση είναι αυτό της Νέλι Ζακς, η οποία ήταν επιζήσασα του Ολοκαυτώματος και μετέπειτα συγγραφέας που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ (1966). Η Ζακς έστειλε τότε στον πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν μια επιστολή στην οποία ζητούσε η θανατική ποινή να μετατραπεί σε μια άλλη τιμωρία. Γράφει στο γράμμα της, το οποίο διατηρείται στα Κρατικά Αρχεία ότι «το Ισραήλ είναι ευλογημένο με τις λέξεις του Αβραάμ: ‘Ίσως βρεθούν δέκα δίκαιοι άνθρωποι εκεί [στα Σόδομα];’ Κι εγώ γνωρίζω τέτοιους δίκαιους ανθρώπους, που διακινδύνευσαν τις ζωές τους και συχνά πλήρωσαν το τίμημα γιατί έσωσαν [άλλους]. Αυτοί οι δίκαιοι άνθρωποι εργάστηκαν επίσης και τον καιρό του Χίτλερ και η υποφαινόμενη έτσι αποτελεί πια μια εκ των επιζώντων. Σας παρακαλώ μην επιτρέψετε μια θανατική ποινή για τον Άϊχμαν. Οι δίκαιοι εργάστηκαν επίσης στη Γερμανία και τουλάχιστον χάρη αυτών θα έπρεπε να υπάρξει μια δόση χάρης.» Έκλεισε το γράμμα της με ένα ποίημα που έγραψε που ξεκινά με τα εξής λόγια:
Τόσο μοναχικός είναι ο Άνθρωπος
που κοιτάει ανατολικά
όπου η μελαγχολία εμφανίζεται στο πρόσωπο της αυγής.
Η ανατολή κοκκινίζει με τη λαλιά του κόκορα.
Την ίδια εποχή, η αντίθεση στην θανατική καταδίκη του Άϊχμαν με τη μεγαλύτερη απήχηση προερχόταν από μια ομάδα διανοουμένων που ζούσανε στο Ισραήλ. Μεταξύ των επιφανών μελών της ήταν ο φιλόσοφος καθηγητής Μάρτιν Μπούμερ, ο λόγιος μελετητής της Καμπάλα, Γκέρσομ Σόλεμ, και μέλη του Τμήματος Φιλοσοφίας του Εβραϊκού Πανεπιστημίου, ο Σάμιουελ Χούγκο Μπέργκμαν που προαναφέρθηκε και ο Νατάν Ρότενστραϊχ, μεταξύ άλλων. Ανάμεσά τους ήταν ακόμα και η ποιήτρια Λέα Γκόλντμπεργκ. Η εναντίωση όλων αυτών πήγαζε κυρίως από ελατήρια ηθικά και μια θεμελιώδη αντίθεση στην θανατική ποινή καθαυτή. Δεν γύρευαν την προστασία του Άϊχμαν ή την υποτίμηση της σοβαρότητας των πράξεων του. Αναζητούσαν, έλεγαν, την αποτροπή διάπραξης εκ μέρους του εβραϊκού λαού μιας ηθικής αδικίας. Πέραν αυτού, κάποιοι φοβούνταν ότι η εκτέλεση θα παρείχε μια βάση επιβεβαίωσης της εξιλέωσης των αμαρτιών των Ναζί και σιγής των αιτημάτων του εβραϊκού λαού απέναντι στους δολοφόνους και τους δήμιους.
«Δεν αποζητάμε να σώσουμε την ψυχή του», λέει το γράμμα, «επειδή γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να αξίζει λιγότερο το έλεος μας απ’ αυτόν… Δεν θέλουμε αυτός ο γεμάτος μίσος άνθρωπος να μας μετατρέψει σε δήμιους… Οι αντισημίτες σε όλο τον κόσμο εύχονται να πέσουμε μέσα σε αυτή την παγίδα. Γιατί η εφαρμογή της θανατικής ποινής θα τους καταστήσει ικανούς να ισχυριστούν ότι οι Εβραίοι ξεπλήρωσαν με αίμα το αίμα τους που χύθηκε [από τους Ναζί].»
Όταν διαδόθηκε η ύπαρξη αυτής της λίστας υπογραφών, κάποιοι υποστηρικτές της θανατικής ποινής διαμαρτυρήθηκαν και κάποιοι θέλησαν να μάθουν γιατί οι καθηγητές ζητούσαν να χαριστεί στον Άϊχμαν η ζωή του. Στο αρχείο του Σάμιουελ Χούγκο Μπέργκμαν βρήκαμε επίσης μια επιστολή από τρεις φοιτήτριες, καθώς και το προσχέδιο της απάντησης του Μπέργκμαν. Οι φοιτήτριες έγραψαν στον καθηγητή τον Ιούλιο του 1961 ζητώντας του εξηγήσεις: «Ακούσαμε μια φήμη για μια λίστα υπογραφών σχετικά με την απονομή χάριτος στον Άντολφ Άϊχμαν στην οποία βρίσκεστε και εσείς μεταξύ αυτών που τη διέδωσαν και την υπέγραψαν… Θα ήμασταν ευγνωμονούσες αν μας εξηγούσατε τους λόγους που σας κίνησαν να κάνετε κάτι τέτοιο.»
Ο Μπέργκμαν εξήγησε στην απάντησή του ότι ήταν αντίθετος στη θανατική ποινή από θέση αρχής και ότι, συγκεκριμένα, ήταν αντίθετος στην ιδέα ότι αυτοί που ήταν υπεύθυνοι για την επιβολή της ποινής δεν χρειάζεται να αναμειχθούν με την εκτέλεση. Υποστήριξε ότι κατά τη γνώμη του μόνος Αυτός που δίνει ζωή, μπορεί και να την αφαιρεί. Ο Μπέργκμαν επίσης αναφέρθηκε και σε άλλα ζητήματα λεπτομερειακά στην επιστολή του: πίστευε ότι ακόμα και αν δεν υπήρχε θεσπισμένη παραγραφή για το αδίκημα της γενοκτονίας, είχαν περάσει πολλά χρόνια από τις πράξεις αυτές ώστε να χρειάζεται πια περαιτέρω σκέψη για το ζήτημα. Επιχειρηματολόγησε ότι η θανατική ποινή ήταν μια πολύ ελαφρύτερη ποινή από την ισόβια κάθειρξη στο Ισραήλ (προσθέτοντας επίσης ότι δεν υπήρχε καμία επαρκής τιμωρία για τις πράξεις του Άϊχμαν). Η βασική ανησυχία του Μπέργκμαν, όπως το δήλωσε, ήταν η ψυχή του εβραϊκού λαού και εξήγησε το σκεπτικό του πως το Ισραήλ θα πρέπει να διαδώσει την αγάπη σε όλο τον κόσμο, ενώ ο απαγχονισμός του Άϊχμαν θα εξυπηρετούσε μονάχα την ανανέωση του κύκλου του μίσους.
Ένας ακόμη διανοούμενος που ασχολήθηκε με το ζήτημα ήταν ο μελετητής της Καμπάλα, Γκέρσομ Σόλεμ. Στο αρχείο του βρήκαμε ένα προσχέδιο άρθρου δημοσιευμένο στο περιοδικό Άμοτ γύρω στα 1962, το οποίο συζητούσε το θέμα της εκτέλεσης. Σύμφωνα με το προσχέδιο αυτό, ο Σόλεμ πίστευε ότι δεν υπήρχε αποτελεσματική τιμωρία για τις πράξεις του Άϊχμαν υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις και ότι ο απαγχονισμός του θα έμοιαζε σαν ακατάλληλη «εξιλέωση». Ο Σόλεμ έγραφε: «Δεν υπάρχει κανένα ζήτημα σε σχέση με το αν αξίζει ο Άϊχμαν τη θανατική ποινή. Δεν έχω αμφιβολίες για αυτό, δεν αποζητώ την αθώωση του ούτε συζητώ τα επιχειρήματα που αφορούν στις πράξεις του και την ευθύνη τους για αυτές. Όλα αυτά ανήκουν στις νομικές πλευρές αυτής της δίκης. Το δικό μου συμπέρασμα σε σχέση με αυτά είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί προς υπεράσπισή του, αξίζει να πεθάνει χίλιους θανάτους και είναι ανάξιος του ελέους μας… δεν υπάρχει κατάλληλη τιμωρία στους νόμους της ανθρώπινης κοινωνίας για τα εγκλήματα του Άϊχμαν… είτε κρεμαστεί είτε όχι, δεν υπάρχει διανοητή συσχέτιση μεταξύ του εγκλήματός του και της τιμωρίας του.
Επιπλέον, δεν υπάρχει τίποτα στην εκτέλεσή του που μπορεί να μας εξυπηρετήσει με την έννοια ‘του να δούνε και να μάθουνε’ [από το παράδειγμά του] οι αντισημίτες και οι άλλοι που γυρεύουν να καταστρέψουν τον λαό μας... η εκτέλεση της θανατικής ποινής κατά του Άϊχμαν αποτελεί μια λανθασμένη κατάληξη [έμφαση στο πρωτότυπο]. Διαστρεβλώνει την ιστορικά σημασία της δίκης δημιουργώντας την ψευδαίσθηση ότι κάτι από όλο αυτό το γεγονός μπορεί να τακτοποιηθεί απαγχονίζοντας έναν άνδρα ή εξαλείφοντας ένα πρόσωπο. Η ψευδαίσθηση αυτή είναι εξαιρετικά επικίνδυνη επειδή μπορεί να προκαλέσει επίσης το αίσθημα ότι πράγματι κάτι έγινε με σκοπό την ‘εξιλέωση’ γύρω από ένα ζήτημα για το οποίο όμως δεν υπάρχει καμία εξιλέωση.»
Όπως γνωρίζουμε, τα επιχειρήματα εναντίον του απαγχονισμού του Άϊχμαν δεν έγιναν αποδεκτά. Ο πρόεδρος Γιτζάκ Μπεν Τσβι απέρριψε το αίτημα χάριτος. Η ποινή του Άϊχμαν δεν υπέστη μετατροπή και η εκτέλεση πραγματοποιήθηκε κανονικά. Οι στάχτες του Άϊχμαν σκορπίστηκαν στη Μεσόγειο Θάλασσα. Φέτος συμπληρώνουμε 60 χρόνια ακριβώς από την έναρξη της δίκης που δραστικά άλλαξε τη δημόσια πρόσληψη και το δημόσιο λόγο σχετικά με το Ολοκαύτωμα στο Ισραήλ. Πηγή: https://blog.nli.org.il/en/hoi_eichmann_opposition/
Comments