Τα πειράματα που υπέστησαν οι Γιεχουντίτ και Λέα Τσένγκερι από τον Δρα. Γιόζεφ Μένγκελε τις έκαναν να φοβούνται τους γιατρούς μέχρι και σήμερα. Haaretz. Του Ofer Aderet, 27 Ιανουαρίου 2020.
Λίγο αφότου απελευθερώθηκε το Άουσβιτς, στις 27 Ιανουαρίου του 1945, οι επτάχρονες δίδυμες Λέα και Γιεχουντίτ Τσένγκερι (Lea & Yehudit Csengeri) διατάχτηκαν να στριμωχτούν δίπλα σε άλλους επιζώντες κοντά στον φράχτη με το συρματόπλεγμα του στρατοπέδου. Προτού γευθούν την ελευθερία τους, τους ζητήθηκε να πάρουν μέρος σε μια προπαγανδιστική ταινία του σοβιετικού στρατού που έδειχνε το στρατόπεδο πριν ελευθερωθεί, μολονότι βέβαια το υλικό δεν είχε τραβηχτεί την ώρα που πράγματι απελευθερώθηκε το στρατόπεδο. Ήταν ένα στημένο σκηνικό, όπως είπαν στην Haaretz οι δίδυμες αδελφές, κοιτάζοντας τον εαυτό τους σε μια φωτογραφία τους από τις σκηνές της ταινίας.
Παρά το όλο στήσιμο βέβαια, η ταινία περιέχει αξιόλογο υλικό, αντανακλώντας την εξαιρετική μοίρα αυτών των δύο εβραιόπουλων διδύμων που επέζησαν τα τρομερά πειράματα που τους έγιναν από τον σαδιστή γιατρό Γιόζεφ Μένγκελε. Η φωτογραφία τους που φιλοξενείται στο κρατικό μουσείο του Άουσβιτς-Μπίρκεναου απεικονίζει και τη μητέρα τους, Miriam-Rachel, 28 ετών εκείνη την περίοδο, η οποία επίσης επέζησε. Οι δίδυμες λένε ότι η μητέρα τους έπαιξε έναν ουσιαστικό ρόλο στην επιβίωσή τους. «Είμαστε ζωντανές μόνο και μόνο χάρη σε αυτήν», λέει η Γιεχουντίτ η οποία τώρα είναι 82 ετών. «Μας έφτιαχνε τα μαλλιά, μας έπλενε στο χιόνι και τρύπωνε μέσα στο παράπηγμα που ζούσαμε, για να μας φέρει λίγο ψωμί».
Η Γιεχουντίτ και η Λέα γεννήθηκαν το 1937 στην πόλη του Somlyó (ή του Szilágysomlyó) στην Τρανσιλβάνια. Το 1940 η ρουμάνικη αυτή πόλη προσαρτήθηκε στην Ουγγαρία. Το 1942, ο πατέρας τους Zvi, διατάχθηκε να ενταχθεί σε ομάδα καταναγκαστικής εργασίας και τον Μάιο του 1944 οι Γιεχουντίτ και Λέα στάλθηκαν με τη μητέρα τους στο Γκέτο του Somlyó. Εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς μέσα στον ίδιο μήνα, λίγο αργότερα. Απ’ όλα τα μέλη της οικογένειάς τους που στάλθηκαν στο Άουσβιτς, επέζησαν μόνο η Γιεχουντίτ, η Λέα και η μητέρα τους. Επειδή ήταν πανομοιότυπα δίδυμα, ο Μένγκελε επέλεξε την Γιεχουντίτ και τη Λέα για τα περιβόητα ιατρικά του πειράματα. «Όταν μας έβαλαν στο μπλοκ των διδύμων, μάθαμε ότι ο Μένγκελε θα ερχόταν περιστασιακά για να επιλέξει τα δίδυμα για τα πειράματά του», λέει η Λέα. «Σα μικρά κοριτσάκια που ήμασταν, τον βλέπαμε σαν έναν ισχυρό άνδρα που είχε εξουσία ζωής και θανάτου πάνω μας».
Ο μεγαλύτερος φόβος που είχαν οι δυο τους ήταν ότι μια μέρα μόνο η μία απ’ αυτές θα γυρνούσε πίσω απ’ το μπλοκ των πειραμάτων. «Το ‘χαμε δει ότι τα περισσότερα δίδυμα δεν γυρνούσαν πίσω μαζί», λέει η Γιεχουντίτ, «οπότε κρατούσαμε συνεχώς η μία το χέρι της άλλης».
Ακόμα και σήμερα, 75 χρόνια αργότερα, οι δυο τους δεν επιθυμούν να συζητάνε το περιεχόμενο των πειραμάτων που υπέστησαν στο μπλοκ του Μένγκελε, προτιμώντας να εγκαταλείψουν τις αναμνήσεις αυτών των ακραίων εμπειριών τους. Αλλά η εγγονή της Λέα, Shani Levany, ήταν πρόθυμη να αποκαλύψει λίγα πράγματα για την επαφή τους με τον Ναζί γιατρό.
«Έτρεφε μια συμπάθεια για αυτές», μας λέει. «Τις αποκαλούσε ‘οι όμορφες δίδυμες Τσένγκερι’ και τους απευθυνόταν με τα ονόματά τους παρά με τους αριθμούς τους. Σε μια περίπτωση τις μετακίνησε πιο μπροστά στη σειρά, όταν όλα τα παιδιά στριμώχνονταν στην ουρά για φαγητό, επειδή ήταν ευγενικές και δεν ήξεραν πώς να τα καταφέρουν σε τέτοιες καταστάσεις». Η Γιεχουντίτ και η Λέα θυμούνται πως, μετά την απελευθέρωση, τους πήρε πολύ καιρό να πραγματοποιήσουν ότι ήταν ελεύθερες. «Σαν κοριτσάκια που ήμασταν, δεν νιώθαμε ότι είχαμε λευτερωθεί», σημειώνει η Λέα. «Μπορεί να είχαμε λίγο φαγητό εξάλλου, αλλά ακόμα δεν είχαμε σπίτι. Ήμασταν πολύ απασχολημένες να ξαναχτίσουμε τις ζωές μας».
Η αίσθηση της πραγματικής ελευθερίας, λένε, ήρθε 15 χρόνια αργότερα, το 1960, όταν μετανάστευσαν στο Ισραήλ με τους γονείς τους, που είχαν επιβιώσει του Ολοκαυτώματος και οι δύο. «Ήμασταν ξαφνικά και οι δύο ελεύθερες, κανένας δεν ήθελε εκεί να μας κυνηγήσει», σημειώνει η Λέα. «Κανείς δεν μας ρωτούσε πια τι κάναμε και τι δεν κάναμε», προσθέτει η αδερφή της.
Χωρίς Παππούδες.
Εβδομήντα μέλη της ευρύτερης οικογένειάς τους δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα, συμπεριλαμβανομένων ενός παππού και μιας γιαγιάς. «Ως κορίτσι πάντοτε ήθελα να φωνάζω κάποιον ‘παππού’ ή ‘γιαγιά’ αλλά δεν υπήρχε κανείς να φωνάζω έτσι. Είναι στενάχωρο» λέει η Γιεχουντίτ της οποίας το επίθετο πλέον είναι Μπαρνέα. «Από την άλλη, έφτιαξα μια οικογένεια και χαίρομαι την υπέροχη χώρα μου και τα κατορθώματά της. Έχω νικήσει». Τη Δευτέρα στη Διεθνή Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος με την αδερφή της θα συμμετάσχουν σε ένα συνέδριο στο Πανεπιστήμιο του Ben Gurion της Negev στη Be’erSheva που χρηματοδοτεί το ιατρικό τμήμα ‘Jakobovits’, Κέντρο για την Εβραϊκή Ιατρική Ηθική. Η μάζωξη αυτή θα εξερευνήσει τα θέματα της ιατρικής ηθικής που σχετίζονται με το Ολοκαύτωμα και το ναζιστικό καθεστώς και συνδιοργανώνεται από την Ένωση Ιατρών του Ισραήλ.
Η εγγονή της Λέα, Shani, είναι φοιτήτρια ιατρικής στο πανεπιστήμιο και έχει βρει ένα ιδιαίτερο νόημα στην επιλογή του επαγγέλματός της δεδομένων των βασάνων που πέρασε η γιαγιά της και η θεία της στα χέρια κάποιων που είχαν τον τίτλο του γιατρού. «Έπρεπε να αναρωτηθώ τι γιατρός ήθελα να γίνω και τι ηθικές αρχές θα ακολουθούσα όταν θα έβλεπα ασθενείς μου», είπε. «Ελπίζω να μην ακολουθώ απλά τους κανόνες αλλά να καταφέρνω να βλέπω πάντα το ανθρώπινο ον πίσω από τον ασθενή».
Η Shani Levany είναι επίσης βοηθός του Dr. Matthew Fox στο κέντρο του πανεπιστημίου για την ιατρική ηθική. Τα τελευταία χρόνια, ο Fox μελετά πως η σύγχρονη ιατρική, ακόμη και του 21ου αιώνα πρέπει να αντιμετωπίζει ζητήματα που έχουν μείνει από τη ναζιστική περίοδο. «Δεν υπάρχει δίλημμα σήμερα στην ιατρική ηθική που δεν είναι με έναν τρόπο συνδεδεμένο με το θέμα», μας λέει ο Fox, σημειώνοντας ότι αναδύεται σαν ζήτημα σε σχέση με διάφορες θεραπείες, καινοτόμες θεραπείες και πειράματα πάνω σε ανθρώπινα όντα, καθώς και με την ευθανασία και τη γενετική μηχανική, καθώς και σε συνάρτηση με τη σχέση δημόσιας υγείας και ατομικών δικαιωμάτων των ασθενών».
«Το γεγονός ότι ένας γιατρός μας κακοποίησε παραμένει στο ασυνείδητό μας εδώ και πολλά-πολλά χρόνια. Παραμένουμε διστακτικές όταν πάμε κάθε φορά στον γιατρό. Είναι ένας τρομερός φόβος», προσθέτει η Γιεχουντίτ. «Ακόμα και μια απλή εξέταση αίματος είναι εφιάλτης. Ακόμα και σήμερα βλέπουμε τον γιατρό ως απειλή, σαν ένα αναίσθητο και βάναυσο άτομο. Μέχρι και σήμερα όταν συναντώ έναν νέο γιατρό που δεν με γνωρίζει πρώτα του εξηγώ ότι έχει να κάνει με ένα διαφορετικό είδος ασθενή». Παρά τον φόβο και οι δύο τους ακόμα μια προσωπική σύνδεση με κάποιον από το ιατρικό πεδίο. Η Λέα παντρεύτηκε έναν κτηνίατρο και η Γιεχουντίτ έναν οδοντίατρο. Οι δίδυμες αδερφές ήθελαν να σπουδάσουν οδοντιατρική αλλά προτού μεταναστεύσουν στο Ισραήλ έπρεπε να γίνουν οδοντοτεχνίτριες στην κομμουνιστική Ρουμανία. Η Γιεχουντίτ αργότερα βοηθός οδοντιάτρου στον σύζυγό της και τον γιο της, που επίσης έγινε οδοντίατρος. «Είναι πολύ σημαντικό οι γιατροί να γνωρίζουν ότι ένας ασθενής είναι επίσης ένας άνθρωπος, με ψυχή, με συναισθήματα, με αμφιβολίες και φόβους», διακηρύσσει.
Μια προειδοποιητική επιγραφή.
Ο Dr. Fox επίσης ταυτίζεται με αυτό το μήνυμα. «Ως γιατροί του μέλλοντος, οι φοιτητές μας μαθαίνουν για τον κατήφορο που θα μπορούσαν να πάρουν σε αυτό το επάγγελμα. Τους μαθαίνουμε να διαβάζουν τις προειδοποιητικές επιγραφές», μας εξηγεί.
«Η ιατρική είναι ένα ευγενές επάγγελμα, όλα στο κάτω-κάτω της γραφής, οι γιατροί είναι άνθρωποι. Όταν σκεφτόμαστε εγκληματίες πολέμου, συνήθως σκεφτόμαστε αστυνομικούς ή στρατιώτες, όχι γιατρούς. Τους εμπιστευόμαστε τους γιατρούς. Δεν τους θεωρούμε ανθρώπους που θα μπορούσαν να διαπράξουν εγκλήματα πολέμου».
Η πραγματικότητα, ωστόσο, ήταν πολύ διαφορετική. Ο Fox που έχει μελετήσει το ζήτημα εκτενώς είπε ότι ο Μένγκελε ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου όταν συζητάμε την εμπλοκή των Γερμανών ιατρών στα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου. Ο Μένγκελε ήταν μπροστά-μπροστά αλλά σχεδόν το σύνολο του ιατρικού συστήματος διεκπεραίωσε το Ολοκαύτωμα. «Πολλοί άνθρωποι δεν το ξέρουν αυτό, αλλά ο Μένγκελε έκανε τα φοβερά πειράματά του στο Άουσβιτς στο πλαίσιο της μετα-διδακτορικής του εργασίας, υπό την καθοδήγηση ενός καταξιωμένου, παγκοσμίας φήμης ειδικού της γενετικής στο Βερολίνο. Έλαβε χρηματοδότηση από ένα ερευνητικό ίδρυμα εγνωσμένου κύρους», σημειώνει ο Fox. Και οι πρώτοι άνθρωποι που διέπραξαν συστηματικά δολοφονίες στη ναζιστική Γερμανία ήταν επίσης οι γιατροί, μας λέει, σημειώνοντας πως δεκάδες χιλιάδες ασθενείς με σωματική ή ψυχική ανικανότητα, πολλοί εκ των οποίων Γερμανοί, θανατώθηκαν από γιατρούς και νοσοκόμες που τους περιέθαλπταν. Συνιστούσε μέρος ενός προγράμματος ευθανασίας που λεγόταν T4 και έλαβε χώρα μεταξύ 1939 και 1941.
Ο στόχος του προγράμματος ήταν να ξεφορτωθεί η Γερμανία τους αρρώστους και τους ασθενικούς, οι οποίοι ήταν αντιληπτοί σαν κοινωνικό πρόβλημα. Οι πρώτοι θάλαμοι αερίων εγκαταστάθηκαν σε διάφορα νοσοκομεία όπου Γερμανοί ασθενείς δολοφονήθηκαν με αέριο, πολύ πριν χρησιμοποιηθεί το αέριο για μαζικές δολοφονίες στα στρατόπεδα θανάτου και ξεκινήσει το Ολοκαύτωμα, μας λέει ο Fox. Αργότερα, «το ιατρικό κατεστημένο ανέπτυξε τη θεωρητική και πρακτική δομή για τη γενοκτονία των Εβραίων».
Ο Fox μας λέει ότι χάρη στην ιστορική έρευνα είναι πλέον σαφές ότι το γερμανικό ιατρικό κατεστημένο, με τον Δρα. Μένγκελε ως τον πλέον γνωστό εκπρόσωπό του, ήταν εντελώς αναμεμειγμένο στο Ολοκαύτωμα. «Οι γιατροί συμμετείχαν στο ναζιστικό κόμμα και τα SS σε μεγαλύτερο βαθμό από οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα στη Γερμανία!», σημειώνει. «Αυτά τα εγκλήματα διαπράχθηκαν όχι μόνο από γιατρούς ατομικά, όπως ο Μένγκελε», μας λέει, «αλλά από ένα ολόκληρο ιατρικό σύστημα – τον ακαδημαϊκό κόσμο, τις επαγγελματικές ενώσεις και τα ερευνητικά ινστιτούτα, ο καθένας εκ των οποίων ενεπλάκη σε κάθε επίπεδο της γενοκτονίας».
Ofer Aderet, ανταποκριτής της Haaretz.
Comments