Δρούσανε μυστικά, μετέφεραν στα κρυφά, πιστόλια μέσα σε αρκουδάκια και έτρεφαν μέσα τους την αλήθεια. Γιατί δεν έχω ακούσει ποτέ τις ιστορίες τους; New York Times. Της Judy Batalion, 18 Μαρτίου 2021.
Το 1943 η Νιούτα Τάϊτελμπαουμ περπάτησε μέχρι ένα διαμέρισμα της Γκεστάπο στην οδό Χμιέλνια στο κέντρο της Βαρσοβίας και αντιμετώπισε τρεις Ναζί. Η Νιούτα, μια 24χρονη Εβραία που είχε σπουδάσει Ιστορία στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας ήταν ντυμένη με τη χαρακτηριστική αμφίεση μιας Πολωνής χωριατοπούλας με ένα τσεμπέρι γύρω απ’ τις ξανθιές της πλεξούδες. Είχε κοκκινίσει από την ένταση, χαμογέλασε γαλήνια, τράβηξε ένα όπλο και πυροβόλησε τον καθέναν τους. Οι δύο σκοτώθηκαν, ο ένας τραυματίστηκε. Η Νιούτα, παρόλα αυτά, δεν έμεινε ικανοποιημένη. Βρήκε τη στολή ενός γιατρού, μπήκε στο νοσοκομείο όπου ο τραυματίας δεχόταν περίθαλψη και σκότωσε τόσο τον Ναζί όσο και τον αστυνομικό που τον φρουρούσε.
Η «μικρή Γουάντα με τις πλεξούδες», όπως τη λέγανε στη λίστα με τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους της Γκεστάπο, ήταν μία από τις πολλές νεαρές Εβραίες που με ανώτερη πονηριά και τόλμη πολέμησαν τους Ναζί στην Πολωνία. Και όπως ανακάλυψα σε μια πολυετή έρευνα αυτών των αντιστασιακών γυναικών, οι ιστορίες τους έχουν αγνοηθεί εντελώς στο πλαίσιο της ευρύτερης ιστορίας της εβραϊκής αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2007, όταν ζούσα στο Λονδίνο και ζοριζόμουν με την εβραϊκή μου ταυτότητα, αποφάσισα να γράψω για τις δυνατές Εβραίες γυναίκες. Η Χάνα Σένες μου ήρθε αμέσως στο μυαλό. Όπως θα μάθαινα στην Πέμπτη δημοτικού, η Χάνα ήταν μια νέα αλεξιπτωτίστρια της αντίστασης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε εγκαταλείψει την πατρίδα της, την Ουγγαρία, για την Παλαιστίνη το 1939 αλλά έπειτα επέστρεψε στην Ευρώπη για να πολεμήσει με τους Συμμάχους. Συνελήφθη και λέγεται ότι κοίταξε τους εκτελεστές της στα μάτια προτού τη σκοτώσουν.
Η τολμηρή αυτή ιστορία ήταν για μένα απολαυστική. Ήμουν εγγονή επιζώντων του Ολοκαυτώματος που το ‘χαν σκάσει από την Πολωνία. Στην οικογένεια το να διαφεύγεις σήμαινε να ζεις. Είχα μεγαλώσει έχοντας μάθει να φεύγω από σχέσεις, καριέρες και χώρες. Αλλά η Χάνα είχε επιστρέψει για να πολεμήσει. Ήθελα να καταλάβω τι την είχε κάνει τόσο θαρραλέα.
Πήγα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη, την έψαξα στον κατάλογο και παρήγγειλα λίγα βιβλία που είχαν το όνομά της. Ένα από αυτά ήταν περίεργο, ήταν δεμένο με μπλε ύφασμα με χρυσά γράμματα και κίτρινες γωνίες – το «Freuen in di Ghettos», Γυναίκες στα Γκέτο στα Γίντις. Το άνοιξα και βρήκα 180 σελίδες με μικρή γραμματοσειρά, γραμμένο όλο στα Γίντις, μια γλώσσα που τη γνώριζα καλά. Προς έκπληξή μου, η Χάνα Σένες αναφερόταν μονάχα σε λίγες σελίδες. Οι υπόλοιπες περιείχαν παρόμοιες ιστορίες δεκάδων άλλων Εβραίων γυναικών που αψήφησαν τους Ναζί, πολλές εκ των οποίων είχαν την ευκαιρία να εγκαταλείψουν την κατεχόμενη από τους Ναζί Πολωνία αλλά δεν το έκαναν. Κάποιες επέστρεψαν εθελοντικά.
Όλα αυτά ήταν αποκαλυπτικά για μένα. Εκεί που περίμενα να βρω πένθος και δυστυχία, βρήκα όπλα, χειροβομβίδες και κατασκοπεία. Ήταν ένα θρίλερ στα Γίντις, το οποίο έλεγε ιστορίες πολωνοεβραίων «κοριτσιών από τα γκέτο» που πλήρωναν τους φρουρούς της Γκεστάπο με το ίδιο νόμισμα, που έκρυβαν όπλα μέσα σε αρκουδάκια, που φλέρταραν με Ναζί και έπειτα τους σκότωναν. Διένειμαν τον παράνομο αντιστασιακό Τύπο, πετούσαν κοκτέιλ μολότοφ, ανατίναζαν γραμμές τρένου, οργάνωναν κουζίνες με σούπα και διέδιδαν την αλήθεια σχετικά με το τι συνέβαινε στους Εβραίους.
Είχα μείνει έκθαμβη. Είχα μεγαλώσει μέσα σε μια κοινότητα επιζώντων του Ολοκαυτώματος και είχα πάρει ένα διδακτορικό στην ιστορία των γυναικών. Γιατί δεν είχα ακούσει ποτέ αυτές τις ιστορίες; Το «Freuen» είχε φτιαχτεί για τους Αμερικάνους Εβραίους που μιλούσαν Γίντις το 1946 σε μια προσπάθεια να γίνουν γνωστές αυτές οι ιστορίες όσο περισσότερο γίνεται. Αλλά στα χρόνια που ακολούθησαν, αυτές οι αντιστασιακές αφηγήσεις, όπως και πολλές άλλες συνεισφορές που κατατέθηκαν από γυναίκες, μπήκαν στην άκρη ή αγνοήθηκαν για μια ποικιλία πολιτικών και προσωπικών λόγων.
Πολλές γυναίκες που είπαν τις ιστορίες τους στις κοινότητές τους, μετά τον πόλεμο αντιμετώπισαν τη δυσπιστία. Άλλες κατηγορήθηκαν από συγγενείς ότι εγκατέλειψαν τις οικογένειές τους για να πολεμήσουν. Κάποιες φορές τα μέλη των οικογενειών φοβούνταν ότι ανοίγοντας παλιά τραύματα, θα τους έκαναν και πάλι κομμάτια. Και πολλές μαχήτριες υπέφεραν από τις ενοχές των επιζώντων – «ήταν πολύ εύκολο για αυτές», ένιωθαν, σε σύγκριση τουλάχιστον με ό,τι πέρασαν άλλοι – και έτσι τα επόμενα χρόνια παρέμειναν σιωπηλές σχετικά με τις εμπειρίες τους. Και άλλοι παράγοντες στις μεταπολεμικές δεκαετίες μπορεί να συνεισέφεραν στη σχετική αφάνεια αυτής της ιστορίας. Στη δεκαετία του 1950 κάποιοι λένε ότι πολλοί Εβραίοι έφεραν μαζί τους την κούραση του τραύματος. Στα 1960 ο αναδυόμενος τρόμος του Άουσβιτς και των άλλων στρατοπέδων έγιναν κυρίαρχο ζήτημα. Στα 1970 των «χίπηδων», οι ιστορίες βίαιης εξέγερσης ήταν πια εκτός μόδας. Και στα 1980 μια πλημμύρα βιβλίων για το Ολοκαύτωμα έπεσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, επισκιάζοντας κάποιες άλλες ιστορίες. Το ταξίδι μου για να μάθω για αυτές τις γυναίκες κράτησε μια ντουζίνα χρόνια έρευνας στην Πολωνία, το Ισραήλ και τη Βόρεια Αμερική. Σε αρχεία και σαλόνια, σε μνημεία και δρόμους παλιών γκέτο. Έμαθα την έκταση της εβραϊκής εξέγερσης: περισσότερα από 90 ευρωπαϊκά γκέτο είχαν ένοπλη αντίσταση μέσα τους. Περίπου 30.000 Εβραίοι της Ευρώπης ενώθηκαν με διάφορους παρτιζάνους. Τα δίκτυα διάσωσης υποστήριξαν περίπου 12.000 Εβραίους μονάχα στη Βαρσοβία. Όλα αυτά μαζί με καθημερινές δράσεις ανυπακοής – λαθραία μεταφορά τροφίμων, γραμμένων ημερολογίων, διάδοσης αστείων και ανεκδότων για την ανακούφιση από τον φόβο, την αγκαλιά στη συντρόφισσα του καταφυγίου για να κρατηθεί ζεστή. Οι γυναίκες από 16 έως 25 ετών είχαν τα ηνία αυτών των προσπαθειών. Έμαθα τα ονόματά τους: Τόσια Άλτμαν, Γκούστα Ντάβιντσον, Φρούμκα Πλοτνίκα. Εκατοντάδες άλλες. Στο κεντρικό μέρος του βιβλίου «Freuen» υπήρχε μια συγκλονιστική μαρτυρία από μια γυναίκα που αυτοπροσδιοριζόταν ως η Ρένια Κ. Η μαρτυρία γράφτηκε στο τέλος του πολέμου όταν εκείνη ήταν μονάχα 20 ετών. Η γραφή της ήταν περιγραφική, και πνευματώδης. «Για αυτούς», έγραφε για τους αξιωματικούς των Ναζί, «η δολοφονία κάποιου είναι ευκολότερη από το κάπνισμα ενός τσιγάρου.» Βρήκα τον φάκελό της στα κρατικά αρχεία του Ισραήλ και χρησιμοποίησα το βιβλίο που είχε εκδώσει το 1945 μαζί με πρόσθετες μαρτυρίες για να γεμίσω την ιστορία της. Το πλήρες όνομά της ήταν Ρένια Κουκιέλκα και μεγάλωσε στην Πολωνία στη δεκαετία του 1930 σε έναν κόσμο εκλεπτυσμένου θεάτρου Γίντις, λογοτεχνίας και 180 περίπου εβραϊκών εφημερίδων. Αφότου ο Χίτλερ εισέβαλε στην πόλη της Ρένια, το Γιεντρζέγιοβ, και κλείδωσε την οικογένειά της σε γκέτο, η Ρένια δραπέτευσε μέσα από τα χωράφια. Πήδηξε από ένα τρένο όταν την αναγνωρίσανε, παζάρεψε με την αστυνομία να την αφήσουνε και υποδύθηκε την Καθολική. Βρήκε δουλειά σαν υπηρέτρια και έκανε νευρικές υποκλίσεις στις εβδομαδιαίες λειτουργίες της εκκλησίας. «Δεν το ήξερα καν ότι ήμουν τόσο καλή ηθοποιός», έγραφε η Ρένια στα απομνημονεύματά της, «ικανή να υποδυθώ κάποιον και να μιμηθώ». Βοηθούμενη από έναν πληρωμένο Πολωνό λαθρέμπορο, βρήκε τις μεγαλύτερες αδερφές της στην πόλη του Μπέτζιν. Πριν τον πόλεμο, το Μπέτζιν είχε μια μεγάλη μεσοαστική εβραϊκή κοινότητα και ήταν η εστία πολλών εβραϊκών πολιτικών κομμάτων που ανθούσαν την εποχή που έμπαινε το ζήτημα της μοντέρνας εβραϊκής ταυτότητας. Ένα τεράστιο δίκτυο Εβραίων νεολαίων ήταν συνδεδεμένο με αυτά τα κόμματα. Αυτές οι ομάδες είχαν εκπαιδεύσει νεαρούς Εβραίους άνδρες – και γυναίκες – να νιώθουν περήφανοι, να είναι σωματικά δραστήριοι και να αμφισβητούν, να ασκούν κριτική και να σχεδιάζουν τους στόχους τους. Τους είχαν εκπαιδεύσει στα απαραίτητα προσόντα ώστε «να μείνουν στον τόπο του». Μετά την κατάκτηση της Πολωνίας από τον Χίτλερ, οι νεολαιίστικες ομάδες έφτιαξαν στρατιωτικές ομάδες. Όταν η Ρένια έφτασε, το Μπέτζιν είχε έναν αναπτυσσόμενο πυρήνα εξεγερμένων που είχε δημιουργηθεί από κοσμικούς Εβραίους νεολαίους με σοσιαλιστικές τάσεις και νέους εφήβους. Όσοι εξαναγκάζονταν σε καταναγκαστική εργασία φορώντας στολή από τους Ναζί σε εργοστάσια, μετέφεραν μέσα στις μπότες τους μηνύματα που παραινούσαν τους στρατιώτες στο μέτωπο να πετάξουν τα όπλα τους. Έφτιαχναν εργαστήρια όπου πειραματίζονταν με χειροποίητες χειροβομβίδες και σχεδίαζαν πολύπλοκα υπόγεια καταφύγια. «Χαγκανά!», ήταν η αγωνιστική τους κραυγή: Άμυνα! Οι γυναίκες που επιλέγονταν για μυστικές αποστολές απαιτούνταν να δείχνουν «όμορφες» ή να περνάνε για «Άριες» ή Καθολικές, με φωτεινά μαλλιά, μπλε ή πράσινα μάτια, ικανότητες υποκριτικής και βάδισμα με αυτοπεποίθηση. Η Ρένια τα είχε όλα αυτά. Με καύσιμο την οργή και μια βαθιά αίσθηση δικαιοσύνης, η 18χρονη τότε Ρένια μπήκε στην παρανομία ως «μεταφορέας». Έμαθα ότι τα «κορίτσια-κούριερ» συνέδεαν τα κλειδωμένα γκέτο όπου κρατούνταν οι Εβραίοι. Το να με πιάσουν στην πλευρά των Αρίων θα σήμαινε βέβαιο θάνατο. Παρόλα αυτά, αυτές οι νέες γυναίκες, έβαφαν τα μαλλιά τους ξανθά, έβγαζαν τα περιβραχιόνια με τα αστέρια, φορούσαν ένα ψεύτικο χαμόγελο και μυστικά ξεγλιστρούσαν μέσα και έξω από τα γκέτο, φέρνοντας στους άλλους Εβραίους πληροφορίες και ελπίδες, παράνομο Τύπο και πλαστές ταυτότητες, συνδέοντας τη νεολαιίστικη αντίσταση με όλη τη χώρα. Κουβαλούσαν λαθραία πιστόλια, σφαίρες, χειροβομβίδες, κρύβοντάς τες μέσα σε βαζάκια μαρμελάδας, σακιά με πατάτες και γυναικείες τσάντες.
Ως γυναίκες είχαν τα προαπαιτούμενα για να κάνουν αυτή τη δουλειά: οι αδερφοί τους είχαν κάνει όλοι περιτομή και ρίσκαραν να αποκαλυφθούν σε περίπτωση που τους κάνανε το τεστ με τα «κατεβασμένα παντελόνια». Πριν τον πόλεμο, τα κορίτσια ήταν πιθανότερο σε σχέση με τα αγόρια να έχουν σπουδάσει σε πολωνικά δημόσια σχολεία (πολλά αγόρια παρακολουθούσαν τα εβραϊκά σχολεία και τα θρησκευτικά εβραϊκά σχολεία). Τα κορίτσια ήταν γενικά πιο αφομοιωμένα από τα αγόρια και μιλούσαν πολωνικά χωρίς προφορά γίντις. Έτσι γίνονταν εξαίρετες κατάσκοποι. Έπαιρναν εξάλλου τεράστια ρίσκα. Η Μπέλα Χαζάν δούλευε σαν μεταφράστρια και ρεσεψιονίστ της Γκεστάπο. Έκλεβε έγγραφα και τα παρέδιδε στους εβραίους πλαστογράφους. Η Βλάντκα Μέεντ περνούσε στα κρυφά δυναμίτη μέσα στο γκέτο. Αργότερα υποστήριξε το δίκτυο κρυψώνων των Εβραίων, φέρνοντας τους στα κρυφά χρήματα, φαρμακευτική βοήθεια και έμπιστους φωτογράφους για τη λήψη φωτογραφιών για πλαστές ταυτότητες. Η Χέλα Σούππερ, μια όμορφη κοπέλα που σπούδαζε εμπορικές σχέσεις, ντυμένη σαν καλοστεκούμενη Πολωνή, ένα απόγευμα πήγε στο θέατρο φορώντας ρούχα που είχε δανειστεί από τη μητέρα μιας μη-εβραίας φίλης της. Το 1942 γνώρισε τον «κύριο Χ», της πολωνικής αντίστασης σε μια γωνία ενός δρόμου της Βαρσοβίας, τον ακολούθησε στο τρένο και σε ένα ασφαλές σπίτι και γέμισε τη μοδάτη τσάντα της με πέντε πιστόλια και φυσίγγια, μεταφέροντάς τα στους «Πρωτοπόρους Μαχητές» της Κρακοβίας, οι οποίοι έπειτα τοποθέτησαν βόμβα μέσα σε ένα καφέ που σύχναζαν Ναζί, στη χριστουγεννιάτικη συνάντησή τους, σκοτώνοντας επτά Γερμανούς και τραυματίζοντας πολλούς ακόμη. Αυτές οι γυναίκες ήταν τόσο διαφορετικές από μένα και εγώ άρχιζα να γίνομαι εμμονική μαζί τους. Η Ρένια οργάνωνε αποστολές μεταξύ Μπετζίν και Βαρσοβίας. Μετέφερε χειροβομβίδες, πλαστά διαβατήρια και μετρητά, τυλιγμένα στο σώμα της και κρυμμένα στα εσώρουχα και στα παπούτσια της. Μετέφερε Εβραίους από τα γκέτο σε κρυψώνες. Φορούσε ένα κόκκινο λουλούδι στα μαλλιά της για να την αναγνωρίζουν οι επαφές της αντίστασης, συναντούσε μαυραγορίτες εμπόρους όπλων σε ένα νεκροταφείο και κοιμόταν σε ένα κελάρι, περιπλανώμενη στην πόλη την ημέρα, μαζεύοντας πληροφορίες. Χαμογελούσε σεμνότυφα όταν της κάνανε έρευνα στο τρένο και έκανε φίλο έναν φύλακα στον οποίο «ομολόγησε» ότι μετέφερε λαθραία φαγητό για να τον αποπροσανατολίσει σε σχέση με το τι πραγματικά έδενε στον κορμό του σώματός της. «Έπρεπε να είσαι δυνατή στους τρόπους σου, και σταθερή», έγραψε στα απομνημονεύματά της. «Έπρεπε να έχεις σιδερένια θέληση». Στη Βίλνα, η Ρούζκα Κόρτσακ βρήκε μια φινλαδική μπροσούρα σε μια βιβλιοθήκη για το πως να φτιάχνεις βόμβες – αυτό το έντυπο έγινε το βιβλίο συνταγών της αντίστασης. Η συντρόφισσά της Βίτκα Κέμπνερ έβαλε έναν αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό κάτω από το παλτό της, το πέρασε στο γκέτο και ανατίναξε ένα τρένο τροφοδοσίας των Ναζί το 1942. Η αντίσταση του γκέτο της Βίλνα δραπέτευσε στο δάσος για να πολεμήσει, και εκεί και οι δύο αυτές γυναίκες διοίκησαν δικές τους μονάδες. Η συντρόφισσά τους Ζέλντα Τρέγκερ πραγματοποίησε 17 ταξίδια μεταφέροντας στο δάσος εκατοντάδες Εβραίους εκτός των γκέτο και μακριά από την καταναγκαστική εργασία. Σε ένα άλλο δάσος, μια 19χρονη φωτογράφος με το όνομα Φάγιε Σούλμαν, ενώθηκε με τους αντάρτες, συμμετείχε σε μάχες και πραγματοποίησε χειρουργεία – κάποτε αναγκάστηκε να ακρωτηριάσει το πληγωμένο δάχτυλο ενός στρατιώτη με το στόμα της. «Την εποχή που έπρεπε να αγκαλιάζω κάποιο αγόρι, εγώ αγκάλιαζα την καραμπίνα μου», είπε η Φάγιε για την εφηβεία της στον πόλεμο σε ένα ντοκιμαντέρ. Η Ρένια με πονηριά και με τύχη κατάφερε να ξεφύγει από τους Ναζί και τους Πολωνούς που προσπαθούσαν να την πιάσουν και να την παρουσιάσουν στις αρχές για μια αμοιβή – μέχρι που ένας συνοριοφύλακας παρατήρησε μια πλαστή σφραγίδα στο διαβατήριό της. Φυλακισμένη στα κρατητήρια της Γκεστάπο, η οποία περηφανευόταν τις μεσαιωνικές τακτικές βασανιστήριων που εφάρμοζε, η Ρένια ξυλοκοπήθηκε άγρια μαζί με άλλους πολωνούς πολιτικούς κρατούμενους. Τότε συνέλαβε ένα σχέδιο απόδρασης στο οποίο την βοήθησαν και άλλα κορίτσια-διανομείς οι οποίες δωροδόκησαν τους φύλακες με τσιγάρα και ουίσκι. Η Ρένια κατάφερε να ξεγλιστρήσει, να αλλάξει ρούχα και να τρέξει. Χρησιμοποιώντας έναν υπόγειο σιδηρόδρομο που είχαν φτιάξει οι Εβραίοι και διασχίζοντας με τα πόδια τα βουνά Τάτρα, έφτασε στην Ουγγαρία κρυμμένη μέσα σε μια μηχανή τρένου-ψυγείου. Ο μηχανικός έβγαλε έξτρα καπνό απ’ τη μηχανή για να αποκρύψει την έξοδό της από τη μηχανή. Η Ρένια έφτασε τελικά στην Παλαιστίνη, όπως προσκλήθηκε να μιλήσει για την εμπειρία της και δημοσίευσε τα απομνημονεύματά της στα εβραϊκά το 1945 – μία από τις πρώτες μεγάλες και πλήρεις μαρτυρίες που έχουμε διαθέσιμες για το Ολοκαύτωμα. Αλλά στη ζωή της μετά τον πόλεμο, παρέμεινε κατά βάση σιωπηλή για όλα αυτά. Για τις γυναίκες επιζήσασες, η σιωπή ήταν μέσο επιβίωσης. Ένιωθαν σαν καθήκον τους να δημιουργήσουν μια νέα γενιά Εβραίων. Οι γυναίκες κράτησαν τα μυστικά τους εν μέσω μιας απέλπιδας επιθυμίας να δημιουργήσουν μια φυσιολογική ζωή για τα παιδιά τους και τις ίδιες. Η οικογένεια της Ρένια μετά τον πόλεμο δεν γνώριζε ιστορίες για την αντίσταση, αλλά μόνο για ιστορίες με μουσική, τέχνη και βραδιές τανγκό. Η Ρένια ήταν γνωστή για το γούστο της σε επίπεδο αισθητικής και για την οξεία αίσθηση του χιούμορ της. Όπως και τόσοι άλλοι πρόσφυγες, οι αντιστασιακοί θέλανε μια φρέσκια ζωή απ’ την αρχή, να ενταχθούν σε νέους κόσμους. Περίπου 70 χρόνια μετά τον πόλεμο, μίλησα με τον γιο της Βίτκα Κέμπνερ, τον Μίχαελ Κόβνερ, στην υπαίθρια αυλή ενός καφέ της Ιερουσαλήμ. «Ήταν μια γυναίκα που βάδιζε προς τον κίνδυνο», μου είπε εκείνος. «Δεν την ένοιαζαν οι κανόνες. Είχε αληθινό θάρρος (chutzpah)» Ερευνώντας αυτές τις γυναίκες, έμαθα ότι η αφήγηση της οικογένειάς μου δεν είναι η μόνη επιλογή για την αντιμετώπιση μεγάλων και μικρών κινδύνων στον κόσμο. Η φυγή είναι κάποιες φορές απαραίτητη, αλλά σε άλλες περιστάσεις μπορώ να κάτσω και να πολεμήσω, ή τουλάχιστον να κάνω μια παύση και να συζητήσω. Η Ρένια και οι συντρόφισσές της ήταν θαρραλέες και δυνατές, άνοιξαν τον δρόμο για τις γενιές που ακολούθησαν – όχι μόνο τις Ρουθ Μπέιντερ Γκινσμπουργκ, αλλά και γυναίκες σαν και εμένα και τις κόρες μου. Τα παιδιά μου θα έπρεπε να ξέρουν ότι η κληρονομιά τους δεν είναι μόνο η φυγή αλλά και η επιμονή, ακόμη και το να πηγαίνεις προς τα εκεί που είναι ο κίνδυνος. Όταν έφυγα απ’ το καφέ, βρέθηκα σε έναν ήσυχο παράδρομο. Κοίταξα ψηλά και είδα το όνομα του δρόμου, το οποίο δεν θα αναγνώριζα κάποια χρόνια πριν: οδός Χαβίβα Ρέικ. Μαζί με τη Χάνα Σενές, η Χαβίβα είχε πάει εθελόντρια στον βρετανικό στρατό σαν αλεξιπτωτίστρια, βοηθώντας χιλιάδες σλοβάκους εβραίους και συμμετέχοντας σε διασώσεις στρατιωτών των Συμμάχων. Πανίσχυρες κληρονομιές γυναικών υπάρχουν ακόμη παντού γύρω μας. Μακάρι να τους δίναμε σημασία. Μακάρι να γνωρίζαμε τις ιστορίες τους. Η Judy Batalion είναι η συγγραφέας του «Το Φως των Ημερών: η άγνωστη ιστορία των γυναικών μαχητριών στα γκέτο του Χίτλερ» (“The Light of Days: The Untold Story of Women Resistance Fighters in Hitler’s Ghettos”), από το οποίο δημιουργήθηκε αυτό το άρθρο. Ακολουθήστε τη στήλη Opinion του The New York Times σε Facebook, Twitter (@NYTopinion) και Instagram. Πηγή: https://www.nytimes.com/2021/03/18/opinion/sunday/Jewish-women-Nazi-fighters.html?action=click&module=Opinion&pgtype=Homepage Σημείωση του μεταφραστή: Ακολουθούν οι φωτογραφίες από το αντίστοιχο άρθρο βιβλιοπαρουσίασης της Haaretz για το βιβλίο της Judy Batalion. Ευχαριστώ την Α.Χ. για την επισήμανση του πρώτου άρθρου από τους New York Times. Οι νεαρές εβραίες που πολέμησαν τους Ναζί – και γιατί ποτέ δεν είχατε ακούσει για αυτές. Haaretz, Adrian Hennigan, 4.4.2021.
Το “The Light of Days: The Untold Story of Women Resistance Fighters in Hitler’s Ghettos” εκδόθηκε από τις εκδόσεις William Morrow στην τιμή των $28.99. Το βιβλίο θα δημοσιευτεί στα εβραϊκά από τις εκδόσεις Yediot. Επισκεφτείτε το judybatalion.com/events για λεπτομέρειες γύρω από online συζητήσεις για το βιβλίο. Πηγή: https://www.haaretz.com/jewish/.premium.MAGAZINE-the-young-jewish-women-who-fought-the-nazis-and-why-you-ve-never-heard-of-them-1.9680576
Comments