Σε μια έκθεση στο Τελ Αβίβ, ο Τούλι Τσίβ δείχνει τα έργα του που έχει εμπνευστεί από τον φούρνο που σχεδίασε, λειτούργησε και διέλυσε ο πατέρας του μετά από μία χρήση. Haaretz. Ofer Aderet, (07-01-2015) 10 Απριλίου 2018.
Νωρίς το πρωί της πρώτης μέρας του Ιουνίου του 1962 ο πατέρας του Τούλι Τσιβ (Tuly Ziv) επέστρεψε σπίτι και είπε στον γιο του: «Χτες βράδυ έκαψα τον Άϊχμαν». Ο Τσιβ που ήταν δέκα χρονών τότε, είχε ακούσει τις ραδιοφωνικές αναμεταδόσεις από την Ιερουσαλήμ, από τη δίκη του Άντολφ Άϊχμαν». Ως γιος επιζώντων του Ολοκαυτώματος, γνώριζε περί τίνος πρόκειται, αλλά αφότου ο πατέρας του ανακοίνωσε ότι είχε μόλις κάψει το πτώμα του Ναζί εγκληματία πολέμου, ο Τούλι δεν μπορούσε να κοιμηθεί το βράδυ. Με μια έννοια κρατάει ακόμα μέσα του αυτόν τον εφιάλτη. «Ο Κλίβανος», η ατομική έκθεση ζωγραφικής του Τσιβ εμπνευσμένη από αυτό το πρωινό πριν από 54 χρόνια, ανοίγει σήμερα στον Οίκο του Καλλιτέχνη στο Τελ Αβίβ. Ο πατέρας του Τσιβ, Πίνχας Ζακλικόφσκι, επιβίωσε από το Γκέτο του Λοτζ και το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, το μόνο μέλος της οικογένειάς του που δεν πέθανε στο Ολοκαύτωμα. Μετά τον πόλεμο, μετανάστευσε στην Παλαιστίνη παράνομα και υπηρέτησε στο στρατιωτικό σκέλος της Ιργκούν προτού φτιαχτεί το Ισραήλ, αλλά και αργότερα στην Ταξιαρχία Γκιβάτι στον ισραηλινό στρατό. Στην Πολωνία, στην οικογένειά του ανήκε ένα εργοστάσιο χαρτονιών αλλά στο Ισραήλ ο Ζακλικόφσκι δούλεψε σε ένα εργοστάσιο κατασκευής φούρνων, το οποίο ανήκε στον επιχειρησιακό αρχηγό της Ιργκούν, τον Αμιχάι «Γκίντι» Παγκλίν (Amichai “Gidi” Paglin). Το 1962 ο Ζακλικόφσκι κλήθηκε να σχεδιάσει και να κατασκευάσει τον φούρνο στον οποίο θα καιγόταν το πτώμα του Άϊχμαν. «Δούλεψα για 10 μέρες σε αυτό τον φούρνο με μια αίσθηση δέους», είπε στον Γιεχούντα Κορέν σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό της Haaretz το 1990. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είχε ακόμα αρνηθεί την έφεση του Άϊχμαν για την θανατική του ποινή όταν ολοκληρώθηκε ο φούρνος, ο οποίος περίμενε στην αυλή του εργοστασίου στο Πετάχ Τικβά. Αφότου κρεμάστηκε ο Άϊχμαν, ήταν ο Ζακλικόφσκι που έβαλε το πτώμα του στον φούρνο και τον άνοιξε.
«Η συμμετοχή μου στην αποτέφρωση του Άϊχμαν δεν αποτέλεσε ούτε ελάχιστο κομμάτι εκδίκησης για ό,τι έκανε εκείνος στην οικογένειά μου και εμένα. Συνέχισα να νιώθω αυτό το τεράστιο κενά μέσα μου», είπε στην Haaretz. Ο Ζακλικόφσκι αποσυναρμολόγησε τον φούρνο αμέσως μετά την αποτέφρωση και την επόμενη μέρα επέστρεψε στην εργασία του στις συνήθεις ευθύνες του.
Ο Τσιβ ξεκίνησε να δουλεύει πάνω σε αυτή την έκθεση πέντε χρόνια πριν, μετά τον θάνατο της μητέρας του, Σάρα, μιας επιζήσασας του Άουσβιτς. Στη σοφίτα του σπιτιού της στο Ραμάτ Γκαν, βρήκε φωτογραφίες συγγενών που πέθαναν στο Ολοκαύτωμα. Και κάτω από μια στοίβα χαλιών, σε μια γεμάτη σκόνη πλαστική τσάντα, βρήκε ένα σχέδιο του φούρνου που είχε φτιάξει ο πατέρας του. Η μητέρα του το είχε κρύψει για δεκαετίες και ο Τσιβ δεν ήξερε τίποτε για την ύπαρξή του.
«Ένιωσα σαν να με τιμωρήσανε. Ήταν σαν να είχε έρθει ο πατέρας μου και να μου είπε: ‘Έλα, πιάσε δουλειά’», ανακαλεί ο Τσιβ. Το σχέδιο έγινε η πηγή μιας ακατάπαυστης εμμονής που είχε ως αποτέλεσμα 500 σχέδια, 100 εκ των οποίων βρήκαν τον δρόμο τους για την έκθεση. Τα θέματά τους περιλαμβάνουν τάφους, επιτύμβιες στήλες, στρατόπεδα συγκέντρωσης, συναγωγές, γραμμές τρένων και καρβέλια ψωμιού. Μέσα από αυτά, μας είπε, προσπάθησε να εμπλακεί σε έναν διάλογο ξανά με τον εκλιπόντα πατέρα του.
«Όταν κοιτάω μια φωτογραφία του πατέρα μου», εξωτερικά μοιάζει με τον πατέρα που γνώριζα. Όταν κοιτάω τον ‘φούρνο’, είναι ο εσωτερικός πατέρας που δεν γνώρισα. Προσπαθώ να ψάξω μέσα μου, μέσα του, ουσιαστικά μέσα από τον κλίβανο», μας είπε.
Ο Τσιβ αποφοίτησε το 1977 από το Ινστιτούτο Τέχνης και Σχεδίου Άβνι του Τελ Αβίβ, όπου μεταξύ των καθηγητών του συγκαταλέγονταν και οι βραβευμένοι με τα εθνικά βραβεία Γιεχεζκέλ Στράϊχμαν (Yehezkel Streichman) και Αβιγκντόρ Σταϊμάτσκι (Avigdor Steimatsky), μέλη της ισραηλινής καλλιτεχνικής ομάδας των Νέων Οριζόντων. Το έργο του Τσιβ έχει εκτεθεί στο Ισραήλ και στο εξωτερικό. Χρησιμοποιεί μια ποικιλία τεχνικών και υλικών, αλλά το κυρίως θέμα του είναι το Ολοκαύτωμα. Το στούντιό του είναι στο σπίτι του στο βόρειο Τελ Αβίβ, όπου μένει με τη σύζυγό του, Γιαρντένα, η οποία υπήρξε για τέσσερα χρόνια η επικεφαλής σχεδιάστρια της αλυσίδας καταστημάτων ρούχων Χόνιγκμαν.
Ο πατέρας του Τσιβ πέθανε πριν από 17 χρόνια, η μητέρα του πριν από πέντε χρόνια, η αδερφή του Έσθερ σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα σε μικρή ηλικία.
«Τραυματίζω το χαρτί και το θεραπεύω. Θεραπεύεται μόνο του», διακήρυσσε όταν περιέγραφε το έργο του, το οποίο χαρακτηρίζεται από κηλίδες λαδομπογιάς και μια εμμονική επανάληψη εικόνων ενός συνόλου εναλλασσόμενων συνθέσεων μιας σειράς θεμάτων. Τα έργα του είναι πυκνά και υψηλά φορτισμένα. Δημιουργούν άγχος στον θεατή πριν ακόμη σκεφτεί το περιεχόμενό τους.
«Είναι μια φρενήρης δουλειά που παράγει συναισθηματική ενέργεια και την απελευθερώνει», είπε ο Άρι Μπέρκοβιτς (Arie Berkowitz), ο διευθυντής του Οίκου του Καλλιτέχνη και επιμελητής της έκθεσης.
«Γεμίζω τον πίνακα και στην πραγματικότητα γεμίζω τον εαυτό μου», προσθέτει ο Τσιβ. «Το κάνω μέσα από τη μορφή του καπνού και γεμίζω την επιφάνεια με κυκλικές πινελιές. Προσθέτει ένταση και ένα αίσθημα ότι κάτι συμβαίνει εκεί μέσα», σημειώνει.
Η έκθεση παράχθηκε από τον Άβνερ Άβραχαμ, ένα πρώην μέλος των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ, της Μοσάντ, που μοιράζεται την ίδια εμμονή με τον Τσιβ για τον Άϊχμαν. «Έχουμε έναν κοινό φίλο. Τον Άϊχμαν!», λέει γελώντας.
Ο Άβραχαμ είναι καλλιτέχνης και επιμελητής που έχει επιμεληθεί αρκετές εκθέσεις για τη Μοσάντ, με σημαντικότερη την «Επιχείρηση Φινάλε». Αφιερωμένη στη σύλληψη του Άϊχμαν στην Αργεντινή, έλαβε αρκετή δημόσια προώθηση. Εκτέθηκε στην ισραηλινή βουλή το 2011, για την 50η επέτειο της δίκης του Άϊχμαν, προτού μετακινηθεί μόνιμα στο Hatfutsot του Τελ Αβίβ. Η έκθεση σχεδιάζεται να ταξιδέψει σύντομα και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η βασική πηγή υλικού για την έκθεση «Επιχείρηση Φινάλε» ήταν το ίδιο το αρχείο της Μοσάντ. Για πρώτη φορά στην ιστορία της υπηρεσίας, έγγραφα και άλλα αυθεντικά αντικείμενα από τα αρχεία της εκτέθηκαν σε κοινή θέα. Λίγα αντικείμενα δόθηκαν και από ιδιώτες και το Μουσείο του Σπιτιού των Μαχητών του Γκέτο και το Κιμπούτς Lohamei Hageta’ot δάνεισε στην έκθεση το γνωστό αλεξίσφαιρο, γυάλινο κλουβί που χρησιμοποιήθηκε που χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης του Άιχμαν για να τον προστατεύσει.
Ο Τσιβ γνώρισε τον Άβραχαμ όταν ο τελευταίος πήγε να δει την έκθεση του πρώτου. Όταν ο Άβραχαμ έμαθε για τη ζωγραφική του φούρνου με την οποία ασχολούταν ο Τσιβ, συνειδητοποίησε ότι είχε βρεθεί άλλο ένα κομμάτι του παζλ σχετικά με τον Άϊχμαν.
Η συνέντευξη του Ζακλικόφσκι στην Haaretz αποτέλεσε άλλο ένα μέρος αυτής της ιστορίας. Στις 31 Μαΐου του 1962 ο Πρόεδρος Γιτζάκ Μπεν-Τσβι απέρριψε το αίτημα χάριτος του Άϊχμαν, ανοίγοντας τον δρόμο για τη μοναδική εκτέλεση ανθρώπου στην ιστορία του Ισραήλ.
«Το μεσημέρι καλέσανε στο εργοστάσιο και μου είπανε να πω στη σύζυγό μου ότι θα γυρνούσα σπίτι από τη δουλειά μετά τα μεσάνυχτα, εκείνη τη μέρα», θυμόταν ο Ζακλικόφσκι στη συνέντευξη. «Σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες, άνθρωποι που είχαν περάσει από το Ολοκαύτωμα απαγορευόταν να ασχοληθούν σε οτιδήποτε σχετικό με την εκτέλεση του Άϊχμαν, αλλά εφόσον η δουλειά μου ήταν απλά να ανοίξω τον κλίβανο και να βεβαιωθώ ότι είχε φωτιά μέσα, έλαβα μέρος στην επιχείρηση», εξήγησε.
Εκείνο το απόγευμα, ένα φορτηγό της αστυνομίας χωρίς σήματα μπήκε στο εργοστάσιο και ο κλίβανος που ζύγιζε ενάμιση τόνο, τοποθετήθηκε πάνω του, είπε ο Ζακλικόφσκι στην Haaretz το 1990. Ο φούρνος μεταφέρθηκε σε μια αποθήκη της αστυνομίας κοντά στις φυλακές της Ράμλε, όπου ο Άϊχμαν κρατήθηκε και εκτελέστηκε. Στις 6 το απόγευμα ο Ζακλικόφσκι άναψε τον φούρνο και βεβαιώθηκε ότι λειτουργούσε κανονικά.
«Εν μέσω απόλυτης σιγής και πρυτανεύουσας λογικής έχτισε το κρεματόριο», θυμάται ο Τσιβ «όχι για να εκδικηθεί μια κακή πράξη, γιατί δεν υπάρχει αληθινή εκδίκηση για έναν ολόκληρο κατεστραμμένο κόσμο και ολόκληρες οικογένειες που εξοντώθηκαν. Ο μπαμπάς έχτισε τον φούρνο σαν πολίτης και ελεύθερος κάτοικος του Κράτους του Ισραήλ, ως συνέταιρος, ως άτομο εμπιστοσύνης και ακόμη ως εξαίρετος τεχνίτης», λέει ο Τσιβ.
«Αυτός είναι ο μπαμπάς μου, ο οποίος έδινε το ψωμί του στο γκέτο του Λοτζ. Το ψωμί ψήνεται σε φούρνους. Δεν ξέρω τι πραγματικά συνέβαινε μέσα στο κεφάλι του. Δεν είπε και δεν ρώτησα. Πίστευε ότι υπάρχει κάποια σύνδεση ανάμεσα στους φούρνους των κρεματορίων και των φούρνων που ψήνεται το ψωμί; Είδε μέσα από τη φαντασία του, τους γονείς του, τον αδερφό του και την αδερφή του ξαφνικά ζωντανούς, να παρακολουθούν αυτό το είδος μνημείου που έφτιαχνε για αυτούς, σαν επιτύμβια στήλη ενός τάφου του οποίου η τοποθεσία είναι άγνωστη; Δεν έχω κάποιον πια να ρωτήσω», λέει ο Τσιβ.
Το πτώμα του Άϊχμαν έφτασε μετά τα μεσάνυχτα μέσα σε ένα βαριά φρουρούμενο αυτοκίνητο, με τα ρούχα που ο Άϊχμαν φορούσε όταν κρεμάστηκε, τη θηλιά ακόμα περασμένη στον λαιμό του. Μετά την καύση, οι στάχτες του σκορπίστηκαν στη Μεσόγειο από ένα πλοίο, πέρα από τα εθνικά ύδατα του Ισραήλ.
«Το πρωί που πέθανε ο μπαμπάς, πήγα στο στούντιο. Ένιωσα ότι έπρεπε να τον αποχαιρετίσω, αλλά κοιτώντας προς τα πίσω έκτοτε τρέχω από πίσω του, μέσα από τα γκέτο και τα στρατόπεδα εργασίας, τα τρένα και τα στρατόπεδα θανάτου και τις πορείες θανάτου, την πείνα και την απελπισία, το πένθος και την ορφάνια και την τρομερή απομόνωση, προσπαθώντας να τον προλάβω», λέει ο Τσιβ. «Αν και ο μπαμπάς πέθανε πολλά χρόνια μετά τα κρεματόρια και αφότου έχτισε τον κλίβανο που έκαψε το σώμα του Άϊχμαν, ακόμη ψάχνω για τον πατέρα μου στο κρεματόριο», ομολογεί. Πηγή: https://www.haaretz.com/jewish/.premium-searching-for-his-father-in-the-oven-built-for-cremating-eichmann-1.5387047
コメント