Η Ταξιαρχία του Χαρτιού άρχισε να σώζει εβραϊκούς πνευματικούς θησαυρούς, πρώτα από τους Ναζί και έπειτα από τους Ρώσους – ακόμα και με κίνδυνο της ζωής τους. Haaretz. Του Ofer Aderet, 30-01-2021.
Βαθιά θλίψη κατέλαβε τον Ντέϊβιντ Φίσμαν (David Fishman) το περασμένο καλοκαίρι όταν η Εθνική Βιβλιοθήκη ανακοίνωσε ότι θα έκλεινε τις πόρτες της προσωρινά εξαιτίας των περιορισμών για την πανδημία του κορωνοϊού. Αν και ο καθηγητής Φίσμαν ζει αρκετά μακριά από τα αναγνωστήρια της Ιερουσαλήμ, η μελέτη του για την ηρωική επιχείρηση της διάσωσης εβραϊκών βιβλίων κατά το Ολοκαύτωμα του αποκάλυψε πόσο σημαντικά είναι τα βιβλία για την πνευματική και πολιτισμική επιβίωση της ανθρωπότητας.
Σε μια συζήτηση μαζί του από το σπίτι του στη Νέα Υόρκη τον περασμένο μήνα, μας είπε, έτοιμος να δακρύσει, ότι δυσκολεύτηκε πολύ να αντιμετωπίσει σαν ιστορικός το γεγονός ότι οι πρωταγωνιστές του βιβλίου του – μια ομάδα κρατουμένων του γκέτο της Βίλνα – είχαν ρισκάρει τις ζωές τους για να διασώσουν τόμους από τα νύχια των Γερμανών ογδόντα χρόνια πριν, αλλά πλέον το εβραϊκό κράτος αναγκαζόταν να κλείσει τις βιβλιοθήκες εξαιτίας της πανδημίας.
Ωστόσο, το έργο του του 2017 «Οι Λαθρέμποροι Βιβλίων: Αντάρτες, Ποιητές και ο Αγώνας να διασωθούν οι Εβραϊκοί Θησαυροί από τους Ναζί» [από τις εκδόσεις ForeEdge Books που πρόσφατα εκδόθηκε στα εβραϊκά από τις εκδόσεις Magnes Press, σε μετάφραση της Σίβαν Μπασκίν (Sivan Baskin)], εκπέμπει ένα αισιόδοξο μήνυμα, η καρδιά του οποίου είναι ο θρίαμβος του ανθρώπινου πνεύματος. Ο Φίσμαν, καθηγητής ιστορίας στο Εβραϊκό Θεολογικό Σεμινάριο ήταν αυτός που συναρμολόγησε την αληθινή αλλά απίστευτη ιστορία που αφηγείται σε αυτό το βιβλίο μέσα από μια επτάχρονη έρευνα σε έξι διαφορετικές χώρες. Κατά την πορεία της συγγραφής του έργου του, με το οποίο κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Εβραϊκού Βιβλίου το 2017, βασίστηκε σε ντοκουμέντα από τα γίντις, τα γερμανικά, τα εβραϊκά, τα αγγλικά και τα ρωσικά, και διαφορετικές πηγές όπως ημερολόγια, επιστολές, απομνημονεύματα και συνεντεύξεις. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Ο Φίσμαν παίρνει μια ιστορία της οποίας το γενικό νόημα ήταν γνωστό και την ξεζουμίζει, κάποιες φορές με εξαιρετικές λεπτομέρειες, παράγοντας τελείως άγνωστα μέχρι πρότινος περιεχόμενα.
Οι πρωταγωνιστές του είναι μερικές δεκάδες Εβραίοι διανοούμενοι του Γκέτο της Βίλνα το οποίο οι Γερμανοί επάνδρωσαν το 1942 για μια ασυνήθιστη μορφή καταναγκαστικής εργασίας. Η τελευταία δεν έλαβε χώρα υπό τον καυτό ήλιο ή με την παγωνιά, και δεν συμπεριλάμβανε φόνους, ξυλοδαρμούς, απειλές ή τιμωρίες. Πραγματοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από ένα «γραφείο», τοποθετημένο εκτός των τειχών του γκέτο, σε συνθήκες που έμοιαζαν πολυτελείς υπό το φως των περιστάσεων και της γενικότερης περιόδου.
Η δουλειά αυτών των σκλάβων εργατών, τόσο ανδρών όσο και γυναικών, ήταν να ταξινομήσουν δεκάδες χιλιάδες βιβλίων και χειρογράφων που οι Γερμανοί κατακτητές της Λιθουανίας είχαν λεηλατήσει τόσο από ιδιώτες όσο και ιδρύματα. Ο στόχος ήταν να αποφασίσουν ποια βιβλία άξιζε να κρατηθούν και ποια δεν είχαν καμία αξία και άρα θα μπορούσαν να καταστραφούν. Τα βιβλία των οποίων η σημασία ενδιέφερε τους Γερμανούς μεταφέρονταν στη Γερμανία. Όσα δεν περνούσαν τη «διαλογή», αποθέτονταν στις φλόγες ή γίνονταν χαρτοπολτός.
Η ομάδα στην οποία ανατέθηκε η δουλειά είχε επικεφαλής τους ποιητές Σμέρκε Κατσεργκίνσκι (Shmerke Kaczerginski), 34 ετών εκείνη την εποχή, και τον Άμπραχαμ Σούτζκεβερ (Abraham Sutzkever), 29 ετών και ο οποίος θα αναγνωριζόταν τελικά ως ο σπουδαιότερος ποιητής του εικοστού αιώνα στα Γίντις. Τα μέλη της «Ταξιαρχίας του Χαρτιού» αρνήθηκαν να υπακούσουν τις διαταγές που λάμβαναν μέχρι κεραίας και εκμεταλλεύονταν τις σχετικά καλές συνθήκες εργασίας τους και τη χαλαρή τους επιτήρηση ώστε να σώσουν χιλιάδες βιβλίων και σπάνιων χειρόγραφων που θεωρήθηκαν μεγάλης αξίας είτε λόγω των συγγραφέων τους ή λόγω του ότι ήταν αντίκες. Η ομάδα τα έβγαζε από στοίβες βιβλίων και προς το τέλος της κάθε εργάσιμης μέρας, τα έκρυβε στα ρούχα της.
Στους κρύους μήνες του χειμώνα, φορούσαν βαριά παλτό και πολλά στρώματα ρουχισμού με σκοπό να διευκολύνουν την αποστολή τους. Αφήνοντας τον χώρο εργασίας τους, επέστρεφαν στα σπίτια τους μέσω της πύλης του Γκέτο. Ρισκάροντας τη ζωή τους, περνούσαν τους φρουρούς, κάνοντας προσευχές να μην εντοπίσουν πάνω τους τους πολιτιστικούς και πνευματικούς θησαυρούς που κουβαλούσαν πάνω τους.
Η δημιουργικότητα των «κλεφτών βιβλίων» ήταν απεριόριστη. Σε μια περίπτωση, έπαιρναν έγκριση από τους Γερμανούς επόπτες να πάρουν χαρτί μαζί τους στο γκέτο για να το καίνε στο φούρνο. Οι φρουροί δεν φαντάζονταν ότι «το άχρηστο χαρτί» αποτελούταν από γράμματα και αυθεντικά χειρόγραφα του Τολστόι, του Σόλεμ Αλέιχεμ (Sholem Aleichem) και του Χαίμ Ναχμάν Μπιάλικ (Haim Nahman Bialik), σχέδια του Σαγκάλ και ένα αυθεντικό χειρόγραφο του πνευματικού ηγέτη της Βίλνα, του Ελιγιά μπεν Σόλομον Ζαλμάν (Elijah ben Solomon Zalman), του ηγέτη του μη-χασιδικού εβραϊσμού του 18ου αιώνα. Σε άλλες περιστάσεις η ομάδα χρησιμοποίησε μια θήκη εργαλείων με διπλό πάτο μέσα στον οποίο μετέφεραν λαθραία βιβλία, κρυμμένα κάτω από ένα πένσες, ένα γαλλικό κλειδί και ένα σφυρί.
Το «θράσος» (chutzpah) που επέδειξε η ομάδα ήταν εκπληκτικό. Μια μέρα, για παράδειγμα, ένας από αυτούς επέστρεψε στο γκέτο μέρα-μεσημέρι με έναν τεράστιο, κουρελιασμένο τόμο του Ταλμούδ. Στον ένοπλο Γερμανό φρουρό εξήγησε ότι ο αξιωματικός της εργασίας του τον είχε διατάξει να το πάρει μαζί του για να το ξαναδέσει. Ίσως ο φρουρός δυσκολεύτηκε να πιστέψει ότι ένας Εβραίος θα έπλαθε ένα τόσο κραυγαλέο ψέμα. Όπως και να ‘χει, τον άφησε να περάσει χωρίς να δημιουργήσει ζήτημα.
Οι άλλοι ένοικοι του γκέτο τους έβλεπαν λες και ήταν τρελοί. Ενώ οι συνήθεις κρατούμενοι του γκέτο προσπαθούσαν να μεταφέρουν λαθραία φαγητό, η ταξιαρχία του χαρτιού μετέφερε λαθραία βιβλία. Ενώ οι προσπάθειες της αντίστασης εστίαζαν στη διάσωση ζωών, οι «βιβλιοθηκάριοι» αποσκοπούσαν στη διάσωση των βιβλίων. Τα βιβλία είναι αναντικατάστατα, έλεγαν. Η ένθερμη πίστη τους ήταν ότι «το πνεύμα της Ιερουσαλήμ της Λιθουανίας [όπως ήταν γνωστή η Βίλνα] θα επιζούσε ακόμα κι αν οι Εβραίοι της πεθαίνανε», σύμφωνα με το βιβλίο «Οι Λαθρέμποροι των Βιβλίων».
Με το που μπαίνανε στο γκέτο, οι τόμοι έπρεπε να κρυφτούν. Τουλάχιστον δέκα διαφορετικές τοποθεσίες χρησιμοποιήθηκαν για αυτό το σκοπό – διαμερίσματα, ένα υπόγειο και η βιβλιοθήκη του γκέτο πρόσφεραν έναν πολιτιστικό παράδεισο ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ανάμεσα στα ανεκτίμητα αυθεντικά αντικείμενα που σώθηκαν με αυτό τον τρόπο ήταν και το ημερολόγιο του Τέοντορ Χερτσλ (Theodore Herzl) και το σημειωματάριο του προαναφερθέντος πνευματικού ηγέτη της Βίλνα.
Αν και το βιβλίο του Φίσμαν τοποθετείται πάνω σε γεγονότα που συμβαίνουν μέσα στο γκέτο, δεν είναι μια «συνήθης» μελέτη του Ολοκαυτώματος. Η εστίασή του δεν είναι στους Εβραίους κρατούμενους αλλά στον αγώνα να διασφαλιστεί η επιβίωση των εβραϊκών θησαυρών του νου και του πνεύματος. «Οι Λαθρέμποροι Βιβλίων» δεν ασχολούνται με τον εκτοπισμό, τη «διαλογή» και την εξόντωση των ανθρώπων, αλλά των γραπτών τους έργων. Το «Άουσβιτς της Εβραϊκής Κουλτούρας», μια «γερμανική εντολή (Aktion) διαφορετικού είδους – που στόχευε εναντίον των βιβλίων», «ένα κοιμητήριο βιβλίων» - αυτοί είναι οι όροι που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν τη μοίρα των σημαντικών εβραϊκών έργων. Γιατί και αυτά υπέστησαν μια διαδικασία διαλογής: κάποια για να καταστραφούν, κάποια για να ανακυκλωθούν, κάποια για τη Γερμανία, κάποια για την αντίσταση.
Το δράμα συνεχίστηκε για 18 μήνες. Από πλευράς Γερμανίας η επιχείρηση καθοδηγούταν από το προσωπικό της «Επιχείρησης Ρόζενμπεργκ», δηλαδή της «γερμανικής υπηρεσίας λεηλασίας» της οποίας ηγούταν ο Ναζί ιδεολόγος Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ (Alfred Rosenberg), ο οποίος είχε αναλάβει την αποστολή της οργάνωσης της λείας των πολιτιστικών θησαυρών – των εβραϊκών έργων τέχνης, βιβλίων και χειρογράφων – από μουσεία, βιβλιοθήκες και ιδιωτικές συλλογές σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη. Οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν αυτά τα αντικείμενα ως υλικό πηγών για τις μελέτες τους επί του «Εβραϊκού Ζητήματος», ένα πεδίο που ονομαζόταν στα γερμανικά Judenforschung, όπως γράφει ο Φίσμαν, εξηγώντας ότι αυτή η έρευνα «περί της ανηθικότητας των Εβραίων… νομιμοποιούσε με επιστημονικούς όρους τις ναζιστικές πολιτικές δίωξης και ύστερα εξόντωσης.»
Επικεφαλής της επιχείρησης στη Λιθουανία ήταν ο Δρ Γιοχάνες Πολ (Johannes Pohl), ένας πρώην καθολικός ιερέας που είχε γίνει Ναζί. Λίγα χρόνια προτού του ανατεθεί η επίθεση στα εβραϊκά πολιτιστικά και πνευματικά έργα στη Βίλνα, είχε κάνει κάποια μαθήματα το Ανατολίτικο Ινστιτούτο του Ποντίφικα (Pontifical Oriental Institute) στην Ιερουσαλήμ, ειδικευόμενος στη Βίβλο, την αρχαιολογία και τα εβραϊκά. Είχε επίσης μάλλον παρακολουθήσει διαλέξεις στο νεότευκτο τότε ακόμη Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. Κατά τη διάρκεια της ζωής του Πολ στην Ιερουσαλήμ, το 1933, οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία στη Γερμανία και εκείνος μαζί με τους συμμαθητές τους το πανηγύρισαν γύρω από μια φωτιά στην εξοχή, γράφει ο Φίσερ, τραγουδώντας το «Η Γερμανία πάνω από όλους» (“Deutschland über Alles”) και «άλλα πατριωτικά τραγούδια».
Όταν ο Πολ επέστρεψε στη Γερμανία, έκανε καριέρα στην αντισημιτική προπαγάνδα αυξάνοντας το προσωπικό του κύρος ως ειδικός της εβραϊκής γλώσσας που επίσης μιλούσε Γίντις, μπορούσε να διαβάζει το Ταλμούδ και ήταν γνώστης ακόμη και του σχολιασμού του Ρασί (Rashi), του μεσαιωνικού μελετητή του Ταλμούδ και της Βίβλου.
Ο Πολ έφτασε στη Βίλνα το καλοκαίρι του 1941, μια εβδομάδα αφότου οι Γερμανοί κατέλαβαν την πόλη. Υπό την απειλή των όπλων εκείνος και το προσωπικό του ανάγκασαν τους διευθυντές σημαντικών εβραϊκών βιβλιοθηκών και μουσείων να τους παραδώσουν τα βιβλία τους και άλλους θησαυρούς. Έπειτα, στελέχωσαν Εβραίους διανοούμενους και φιγούρες του πολιτισμού για να ταξινομήσουν και να ξεχωρίσουν τα κλεμμένα βιβλία.
«Το ζήτημα ήταν αν οι Εβραίοι διανοούμενοι θα γίνονταν συνεργοί των γερμανικών σχεδίων ή σωτήρες των απειλούμενων πολιτιστικών θησαυρών», σημειώνει ο Φίσμαν. Η απάντηση δίνεται λεπτομερώς σε αυτό το βιβλίο 300 σελίδων. Οι Εβραίοι εκμεταλλεύτηκαν το γερμανικό σχέδιο για να σώσουν όσα βιβλία ήταν δυνατόν από την καταστροφή. Μια σταγόνα στον ωκεανό, ναι, αλλά μια πολύ σημαντική σταγόνα. Με μια έννοια, μπορεί να ειπωθεί ότι έτσι όπως το έκαναν, οι Γερμανοί άφησαν τη γάτα να φυλάει την κρέμα. Ακόμη κι έτσι όμως η επιχείρηση διάσωσης ήταν γεμάτη από φόβους, δυσκολίες και στιγμές αδυναμίας ή πεσιμισμού.
«Όχι, δεν είμαι φύλακας, είμαι νεκροθάφτης!», είπε ο Ζέλιγκ Καλμάνοβιτς (Zelig Kalmanovitch), συνδιευθυντής του Επιστημονικού Ινστιτούτου Γίντις της Βίλνα (YIVO) που ιδρύθηκε το 1925 και λεηλατήθηκε συστηματικά από τους Ναζί. Αναφερόταν στον χαμό των τόμων που με τόση προσοχή είχε φροντίσει πριν τη γερμανική κατοχή. «Ναι», πρόσθεσε, «είμαι ένας νεκροθάφτης της YIVO. Βοήθησα να χτιστεί ένα κτίριο πολιτισμού, το οποίο τώρα πια αφέθηκε να πεθάνει.»
Ο όρος «ταξιαρχία του χαρτιού» δόθηκε στην ομάδα από τους φρουρούς της εισόδου του γκέτου, γράφει ο Φίσμαν, «για να υπονοήσει ότι δεν υπήρχε καμία ουσία στη δουλειά τους. Απλώς σπρώχνανε χαρτί.» Σημειώνει ότι «κάποιοι πήγαν το αστείο και παραπέρα» και τους ονόμασαν «χάρτινη ταξιαρχία», υπονοώντας υποτιμητικά ότι ήταν «αδύναμοι σωματικά διανοούμενοι».
Ο Χέρμαν Κρουκ (Herman Kruk), ο βιβλιοθηκάριος του γκέτο έγραψε «οι Εβραίοι εργάτες που δεσμεύτηκαν σε αυτή την εργασία είναι κυριολεκτικά γεμάτοι δάκρυα. Η καρδιά σου ραγίζει όταν τους βλέπεις στον χώρο εργασίας τους». Και σε μια άλλη περίπτωση, σχολιάζοντας την καταστροφή βιβλίων που η ταξιαρχία του χαρτιού δεν μπόρεσε να σώσει, έγραψε, σύμφωνα με το βιβλίο του Φίσμαν: «Όσο κι αν το συνηθίσαμε, δεν έχουμε αρκετό κουράγιο να παρακολουθήσουμε με ηρεμία αυτή την καταστροφή».
Σε μια περίπτωση, οι Γερμανοί διέταξαν τα μέλη της ταξιαρχίας του χαρτιού να φέρουν στο γκέτο έπιπλα από το κτίριο όπου εργάζονταν. Μεταξύ των τραπεζιών, των ντουλαπιών και άλλων αντικειμένων είχαν στριμώξει βιβλία και ντοκουμέντα, ακόμη και σχολικά βιβλία τα οποία διένειμαν στα σχολεία του γκέτο, αλλά και σπάνιες εκδόσεις, χειρόγραφα και πίνακες που έπειτα έκρυψαν κάπου με ασφάλεια.
Ο Φίσμαν θέτει το ερώτημα, στη συζήτησή μας και μέσα στο βιβλίο του, γιατί αυτοί οι άνδρες και οι γυναίκες ρίσκαραν τις ζωές τους «για χάρη βιβλίων και χαρτιού». Η απάντησή του είναι ότι «αυτό που έκαναν ήταν μια δήλωση ζωής», δηλαδή ότι «η λογοτεχνία και ο πολιτισμός είναι ανώτατες αξίες, μεγαλύτερες από τη ζωή ενός ατόμου ή μιας ομάδας. Εφόσον ήταν σίγουροι ότι σύντομα οι ίδιοι θα πέθαιναν, διάλεξαν να συνδέσουν το υπόλοιπο της ζωής τους, και αν είναι απαραίτητο και τον θάνατό τους, με τα πράγματα που αληθινά μετρούσαν.»
Αλλά δεν ήταν μονάχα τα ζητήματα του πνεύματος που ωθούσαν την ταξιαρχία του χαρτιού. Ο Φίσμαν σημειώνει ότι δύο άνθρωποι της ομάδας ήταν επίσης μέλη της Οργάνωσης Ενωμένων Ανταρτών (United Partisan Organization, FPO): ο Μίχαελ Κόβνερ (Michael Kovner), νεότερος αδερφός του μαχητή της αντίστασης και μελλοντικού ποιητή Άμπα Κόβνερ (Abba Kovner) και ο Ρέιζλ (ή Ρούζκα) Κόρτσακ (Reizl – Ruzka - Korczak), το δεξί χέρι του Άμπα Κόβνερ. Αυτοί χτένιζαν τα βιβλία που προορίζονταν για ταξινόμηση, ψάχνοντας για σοβιετικά εγχειρίδια κατασκευής οπλισμού τα οποία οι Ναζί είχαν κατάσχει από τις λιθουανικές βιβλιοθήκες. «Τα βιβλιαράκια αυτά είχαν όλα όσα χρειαζόταν η FPO: οδηγίες κατασκευής και τοποθέτησης ναρκών, δημιουργίας και χρήσης χειροβομβίδων, διατήρησης και επισκευής όπλων», γράφει ο Φίσμαν.
Χωρίς να ζητάνε την άδεια των συναδέλφων τους στην ταξιαρχία του χαρτιού, τα δύο μέλη της αντίστασης μετέφεραν λαθραία εγχειρίδια κατασκευής οπλισμού μέσα στο γκέτο και παρείχαν οδηγίες στην ομάδα της οποίας ηγούταν ο Άμπα Κόβνερ για το πως να φτιάξουν μια νάρκη, την οποία τοποθέτησαν στις ράγες του τρένου έξω από το γκέτο της Βίλνα στις 8 Ιουλίου του 1942. «Ήταν η πρώτη σημαντική δράση αντιγερμανικου σαμποτάζ στην περιοχή της Βίλνα», παρατηρεί ο Φίσμαν. Η νάρκη εκτροχίασε και κατέστρεψε ένα γερμανικό τρένο. «Κανείς δεν υποπτεύθηκε ποτέ τους Εβραίους του γκέτο για τη νάρκη και ούτε καν βέβαια ότι αυτή η νάρκη κατασκευάστηκε χάρη στα βιβλιαράκια που κλάπηκαν από τον χώρο εργασίας της YIVO.»
Κάποια μέλη της ταξιαρχίας του χαρτιού κατάφεραν να δραπετεύσουν στο δάσος λίγο μόλις πριν την εξόντωση των κατοίκων του γκέτο της Βίλνα τον Σεπτέμβριο του 1943. Ο Σούτζκεβερ και ο Κατσεργκίνσκι ήταν ανάμεσα σε αυτούς και επέζησαν και του Ολοκαυτώματος. Άλλοι δολοφονήθηκαν στο γκέτο ή στα στρατόπεδα θανάτου. Μετά την απελευθέρωση της Βίλνα από τους Ναζί και την κατοχή της από τους Σοβιετικούς τον Ιούλιο του 1944, λίγα μέλη της ομάδας επέστρεψαν στην πόλη για να βρούνε τα βιβλία που είχαν κρύψει. Κάποια είχαν καεί ολοσχερώς.
«Σε καθημερινή βάση, σακιά και καλάθια θησαυρών μεταφέρονταν εκτός του υπόγειου καταφυγίου – γράμματα, χειρόγραφα και βιβλία διάσημων εβραϊκών προσωπικοτήτων», έγραψε ο Σμέρκε Κατσεργκίνσκι στο ημερολόγιό του. «Οι Πολωνοί κάτοικοι… νόμιζαν ότι σκάβουμε για χρυσό. Δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί χρειαζόμαστε τα βρώμικα κομμάτια χαρτί με τα οποία παραγεμίζονταν, μαζί με πούπουλα, τα μαξιλάρια και οι κουβέρτες. Κανείς τους δεν συνειδητοποιούσε ότι εκεί εμείς βρίσκαμε γράμματα του Ι. Λ. Πέρετζ (I.L. Peretz), του Σόλεμ Αλειχέμ, του Μπιάλικ και του Άμπραχαμ Μαπού (Abraham Mapu), το γραμμένο στο χέρι ημερολόγιο του Τέοντορ Χέρτσλ, τα χειρόγραφα του Δρα Σόλομον Έτινγκερ (Solomon Ettinger) και του Μέντελε Μόκχερ Σεφορίμ (Mendele Mokher Seforim).»
Έπειτα οι επιζώντες της ταξιαρχίας του χαρτιού προσπάθησαν να ολοκληρώσουν την αποστολή που είχαν ξεκινήσει από την εποχή των Ναζί. Αυτή τη φορά έπρεπε να μεταφέρουν λαθραία όλο αυτό το υλικό κάτω από τη μύτη των σοβιετικών αρχών που είχαν την πρόθεση να καταπιέσουν την εβραϊκή ζωή.
Τα βιβλία και τα ντοκουμέντα που βγήκαν από τις κρυψώνες, μεταφέρθηκαν λαθραία στη Νέα Υόρκη όπου η YIVO «αναγεννήθηκε» μετά τη ναζιστική εισβολή στη Βίλνα. Μέλη του κινήματος Μπριχά (Bricha) – συμπεριλαμβανομένων των επιζώντων της Εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας – το οποίο μετέφερε παράνομα Εβραίους στην Παλαιστίνη, βοήθησε να περάσουν τα σύνορα και τα βιβλία, μέχρι που τα ανέβασαν και σε πλοία για να κάνουν το ταξίδι τους προς την άλλη μεριά του ατλαντικού. Σε σχέση με το ερώτημα του γιατί τα βιβλία δεν μεταφέρθηκαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ιερουσαλήμ (την πρώην Εβραϊκή Εθνική και Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη), ο Φίσμαν απαντάει ότι ήταν ο ποιητής Ααρών Γκλαντς-Λεγιέλες (Aaron Glants-Leyeles) που έπεισε τον Σούτζκεβερ να απορρίψει αυτή την ιδέα. Το 1946, δύο χρόνια πριν την ίδρυση του Ισραήλ, του έγραψε «Εδώ [στη Νέα Υόρκη] οι πολιτιστικοί θησαυροί θα τοποθετηθούν μεταξύ ζωντανών Εβραίων και θα έχουν αξία. Στο πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ θα γίνουν, υπό τις τρέχουσες συνθήκες, λείψανα και η στάση απέναντί τους δεν θα είναι βέβαια θερμή κι αδερφική.» Από πλευράς του ο Σούτζκέβερ, ο οποίος μετανάστευσε στην Παλαιστίνη το 1947 και εγκαταστάθηκε στο Τελ Αβίβ, πήρε μαζί του αρκετές εκατοντάδες ντοκουμέντα από το αρχείο του γκέτο και τα κράτησε για χρόνια στο σπίτι του. Το 1984 τα δώρισε στη βιβλιοθήκη του Εβραϊκού Πανεπιστημίου. Τι απέγινε η πλειοψηφία του υλικού που διασώθηκε από την ταξιαρχία του χαρτιού και παρέμεινε στη Βίλνα, πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα; «Ποιος θα το φανταζόταν ότι τα εβραϊκά βιβλία και ντοκουμέντα που παρέμειναν στο Βίλνιους θα περνούσαν τα επόμενα 40 χρόνια να κάθονται στην Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου;» γράφει ο Φίσμαν. Μέχρι το 1989 κανείς δεν μπορούσε να διαβάσει αυτούς τους θησαυρούς. «Αλλά ήταν αρκετά τυχερά», σημειώνει, «ώστε να επιβιώσουν άθικτα ακόμα και από τους κλιβάνους των αντισημιτικών εκστρατειών του Στάλιν. Ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για την τελική τους σωτηρία, ο Αντάνας Ούλπις (Antanas Ulpis), διευθυντής της Ένωσης Βιβλίου της Λιθουανικής Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας, αξίζει να μελετηθεί ξεχωριστά.» Στο τέλος του πολέμου, ο Ούλπις οργάνωσε εκστρατείες σε ολόκληρη τη χώρα ψάχνοντας για τυπωμένη ύλη, συμπεριλαμβανόμενων των εβραϊκών βιβλίων, που οι Γερμανοί είχαν στείλει για επεξεργασία χάρτου και χωματερές. Καθώς η Ένωση Βιβλίου ήταν υπεύθυνη για τη διατήρηση αντιτύπων όλων των τυπωμένων αντικειμένων στη Λιθουανία, ο Ούλπις διαφύλαξε και τα εβραϊκά βιβλία, κρύβοντάς τα στην εκκλησία, την οποία χρησιμοποίησε σαν αποθήκη. «Ήταν το τελευταίο μέλος της ταξιαρχίας του χαρτιού», γράφει ο Φίσμαν. Στη δεκαετία του 1990, αφού η Λιθουανία ανεξαρτητοποιήθηκε, δεκάδες κιβώτια βρήκαν το δρόμο τους από την Ευρώπη προς τη Νέα Υόρκη. Αυτή τη φορά όχι μέσω αβέβαιων διαδρομών αλλά τακτικών πτήσεων – και με την άδεια των επίσημων αρχών. Τα κιβώτια περιλάμβαναν όλα τα αντικείμενα που μπορούσαν ακόμα να βρεθούν στη Βίλνα και τα εβραϊκά βιβλία που οι Σύμμαχοι είχαν βρει στη Γερμανία. Ο Ντέϊβιντ Φίσμαν, του οποίου η πανεπιστημιακή εξειδίκευση είναι η ιστορία του ανατολικο-ευρωπαϊκού εβραϊσμού, πήρε μέρος στο πρότζεκτ που αφιερώθηκε στην έρευνα και την καταλογογράφηση των βιβλίων που σώθηκαν από τη Βίλνα. Το γεγονός ότι αποτελούσε ο ίδιος τον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας που ξεκίνησε να φτιάχνεται με την ταξιαρχία του χαρτιού, τον ενέπνευσε να γράψει τους «Λαθρέμπορους των Βιβλίων» το οποίο διαβάζεται σχεδόν σαν ιστορική νουβέλα. Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στα γιαπωνέζικα και τα κινεζικά. Το 2012 ο Φίσμαν αναφέρθηκε στον ηρωισμό της ταξιαρχίας του χαρτιού με την ευκαιρία μιας ομιλίας που έδωσε για το Γκέτο της Βίλνα. Μετά τη διάλεξη προσεγγίστηκε από τον Μάϊκλ Μενκίν (Michael Menkin), 93 ετών, που τότε έμενε σε μια εστία για την Τρίτη ηλικία στο Νιου Τζέρσεϊ. «Ξέρεις, έχω εργαστεί σε αυτή την ταξιαρχία για κάποιους μήνες. Πέρασα κάμποσα βιβλία και χαρτιά κι ο ίδιος χωρίς να με καταλάβουν οι Γερμανοί», του είπε ο Μενκίν. Ο Φίσμαν είχε μείνει άναυδος: δεν πίστευε ότι κάποιος από την ταξιαρχία χαρτιού είχε μείνει ζωντανός. Ο Σούτζκέβερ είχε πεθάνει το 2010. «Ήμασταν όλοι βέβαιοι ότι σύντομα θα μας σκοτώναν. Οπότε γιατί να μην κάνουμε μια καλή πράξη και να σώσουμε τους θησαυρούς; Δεν θυμάμαι τα ονόματα των βιβλίων και των χειρογράφων που “έκλεψα” στη δουλειά, αλλά συχνά ξαπλώνω στο κρεβάτι το βράδυ και σκέφτομαι: ‘Ποιος ξέρει; Ίσως έσωσα κάτι σημαντικό’, πρόσθεσε.» «Καιπράγματι το έκανε», γράφει ο Φίσμαν. «Έσωσε την ανθρώπινη ιδιότητά του και τη δικιά μας.» Πηγή: https://www.haaretz.com/world-news/.premium.MAGAZINE-instead-of-food-they-smuggled-books-into-the-vilna-ghetto-1.9492793
Comentarios