Για πάνω από μισό αιώνα μια ισχυρή σύγκλιση συμφερόντων έχει ενώσει το Ισραήλ και το Ομάν, την τρίτη αραβική χώρα μετά τον Λίβανο και την Ιορδανία που διατηρούν μυστικούς δεσμούς με τη Μοσάντ. Μέσα από τη στενή του σχέση με τους αξιωματούχους του Ομάν, το Ισραήλ έχει ανοίξει ένα παράθυρο στη σκέψη του Ιράν. Haaretz. Του Yossi Melman, 23.01.2020.
Το Ομάν έσπευσε να πραγματοποιήσει τη στέψη του νέου του ηγέτη μετά τον θάνατο του Σουλτάνου Καμπούς Μπιν Σαΐντ αλ Σαΐντ (Qaboos Bin Said al Said), του ηγέτη του εδώ και πενήντα χρόνια. Ήταν ένα καθαρό σημάδι της αποφασιστικότητας του κράτους του Κόλπου να διασφαλίσει μια μαλακή μεταφορά εξουσίας και της τόνωσης μιας αίσθησης σταθερότητας μετά τον θάνατο του πλέον μακρόχρονου ηγέτη του αραβικού κόσμου.
Το μεγάλο ζήτημα για το Ισραήλ είναι αν ο διάδοχος του Καμπούς, ο Χάιθμαν Μπιν Ταρίκ αλ Σαΐντ, 65 ετών και ξάδερφος του εκλιπόντος Σουλτάνου, θα ακολουθήσει τα βήματα του προκατόχου του εν γένει στην εξωτερική πολιτική του Ομάν και πιο συγκεκριμένα με το ίδιο το Ισραήλ. Αυτές οι σχέσεις που διαμορφώθηκαν μέσα από τον πόλεμο, καλλιεργήθηκαν σε συνθήκες μεγάλης μυστικότητας και επιτεύχθηκαν εδώ και δεκαετίες από την κατασκοπευτική υπηρεσία του Ισραήλ, τη Μοσάντ. Ο Καμπούς είχε καλούς λόγους να εκτιμήσει αυτούς τους δεσμούς: οι ισραηλινές δυνάμεις τον είχαν βοηθήσει να σώσει τη θέση του στο θρόνο.
Το Ομάν, με πληθυσμό 4.5 εκατομμύρια ανθρώπους και μια σημαντική έκταση γης – 15 φορές μεγαλύτερη του Ισραήλ – έχει μια κομβική στρατηγική σημασία. Επιτηρεί τα Στενά του Χορμούζ, περιφρουρώντας την είσοδο στον Περσικό Κόλπο, απ’ όπου ρέει το 20% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου. Το Ομάν έχει κοινά σύνορα με την Υεμένη, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και είναι λιγότερα από 200χλμ, μέσα από τον Κόλπο του Ομάν, που χωρίζουν το Μουσκάτ, την πρωτεύουσά του, από την ιρανική ενδοχώρα.
Η συγκεκριμένη του θέση και η ιστορία του ήταν μεταξύ των λόγων που οδήγησαν το Ομάν να απευθυνθεί στο Ισραήλ – πίσω στη δεκαετία του 1960. Ο Καμπούς είχε πάρει τότε την εξουσία μέσα από ένα αναίμακτο πραξικόπημα που εκθρόνισε τον πατέρα του Σουλτάνο Σαΐντ Μπιν Ταϊμούρ, με την υποστήριξη της βρετανικής κυβέρνησης. Ο Καμπούς ήταν απόφοιτος της Βρετανικής Βασιλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας στο Σάντχερστ (Sandhurst) και είχε υπηρετήσει στον βρετανικό στρατό.
Η πρώτη σύνδεση που έστρωσε το δρόμο για τις ομανικές-ισραηλινές σχέσεις φτιάχτηκε από μια ομάδα πρώην Βρετανών κατασκόπων και διοικητών των Ειδικών Δυνάμεων – και όλα ξεκίνησαν στην Υεμένη. Το 1963 μια ομάδα αξιωματικών της Υεμένης έριξαν τη μοναρχία της χώρας και ανακήρυξαν τη δημοκρατία της Υεμένης. Τους υποστήριξε ο Αιγύπτιος Πρόεδρος Γκαμάλ Αμπντούλ Νάσερ. Ως εκ τούτου ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και ο αιγυπτιακός στρατός μπήκε στον πόλεμο στο πλευρό των δημοκρατών, χρησιμοποιώντας χημικά όπλα εναντίον των βασιλικών. Οι βασιλικοί της Υεμένης δέχθηκαν βοήθεια από τη Σαουδική Αραβία και τη βρετανική ομάδα της οποίας ηγούταν ο συνταγματάρχης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου Ντέϊβιντ Στέρλινγκ (David Sterling), ιδρυτής της μονάδας S.A.S. (Ειδική Υπηρεσία Αέρος, Special Air Service) η οποία υπήρξε πρότυπο για πολλές μονάδες ειδικών δυνάμεων ανά τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Σαγιέρετ Ματκάλ (Sayeret Matkal) του Ισραήλ. Ο Στέρλινγκ δούλεψε μαζί με τους συνταγματάρχες Τζιμ Τζόνσον (Jim Johnson) και Ντέϊβιντ Σμάϊλι (David Smiley), έναν βετεράνο πολλών μυστικών βρετανικών επιχειρήσεων κατά τον Β’ Π.Π., μεταξύ άλλων στην Παλαιστίνη και τη Συρία.
Σε κάποια φάση του εμφυλίου της Υεμένης, ο Τζόνσον ζήτησε από τον Ναχούμ Αντμόνι (Nahum Admoni) – τότε νεαρό πράκτορα της Μοσάντ – και τον τότε διοικητή της ισραηλινής αεροπορίας Έζερ Βάϊζμαν (Ezer Weizman), να προσφέρουν βοήθεια στις βρετανικές πολεμικές προσπάθειες υπέρ των βασιλικών. Και οι δυο τους συμφώνησαν. Ο Αντμόνι αργότερα θα ανέβαινε στην ιεραρχία ως επικεφαλής της Μοσάντ και ο Βάϊζμαν θα γινόταν ο έβδομος πρόεδρος του Ισραήλ.
Ο πράκτορας της Μοσάντ και ο σμήναρχος Τσέεβ Λιρόν (Zeev Liron) στάλθηκαν στο αρχηγείο του Σμάϊλι στην Υεμένη για να κάνουν επίγειες αναγνωρίσεις. Ο Λιρόν ταξίδεψε μέσω αέρος και γης στην Υεμένη με ψεύτικη ταυτότητα – σε ένα κουραστικό ταξίδι που συμπεριλάμβανε να ταξιδέψει και με μουλάρια – και κατά την επιστροφή του, πρότεινε τη συμμετοχή του Ισραήλ στην επιχείρηση. Οι πιλότοι της ισραηλινής αεροπορίας (IAF) πέταξαν σε 14 εξαιρετικά επικίνδυνες αποστολές με ένα μεταγωγικό Μπόινγκ 377 τύπου Stratocruiser και πέταξαν όπλα και σφαίρες από αέρος στις βασιλικές δυνάμεις.
Ο εμφύλιος πόλεμος έληξε το 1967 και οι βασιλικοί ηττήθηκαν. Ωστόσο, ο αιγυπτιακός στρατός δεν πανηγύρισε τη νίκη του. Η απόδοσή του στο πεδίο της μάχης, όπως και το ηθικό του, ήταν χαμηλή και το ότι τα πράγματα πήγαν άσχημα στην Υεμένη ήταν μεταξύ των λόγων που το Ισραήλ κέρδισε τον Πόλεμο των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967.
Αλλά ο πόλεμος απέδωσε με τους στενότερους δεσμούς ανάμεσα στον Σμάϊλι της Βρετανίας και τον Αντμόνι της Μοσάντ – γεγονός που άνοιξε το δρόμο για το Μουσκάτ. Ο Σμάϊλι ο οποίος είχε υπηρετήσει ως στρατιωτικός σύμβουλος στον Σουλτάνο του Ομάν, συμβούλεψε τον Καμπούς να έρθει σε επαφή με το Ισραήλ. Ο Καμπούς ενδιαφερόταν και πράγματι εκπρόσωποι του Τμήματος Τέβελ της Μοσάντ (δηλαδή του τμήματος που είναι υπεύθυνο για τις υπόγειες σχέσεις με τα αραβικά και ισλαμικά κράτη που δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις με το Ισραήλ) θα συναντιούνταν εφεξής περιστασιακά με τους ομολόγους τους στο Ομάν. Το Ομάν έγινε η τρίτη αραβική χώρα – μετά τον Λίβανο και την Ιορδανία – που δημιούργησε μυστικούς δεσμούς με τη Μοσάντ.
Στην Ιορδανία οι δεσμοί αυτοί συνάφθηκαν με τον βασιλιά Χουσείν, στον Λίβανο με τον Πρόεδρο Καμίλ Χαμούν (Camille Chamoun) ο οποίος μάλιστα, κατά τη συνταξιοδότησή του, ζήτησε και πήρε από τις ισραηλινές στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες άδεια κυνηγιού για λόγους διασκέδασης κοντά στα ισραηλινά σύνορα.
Το 1975 οι σχέσεις μεταξύ Ισραήλ και Ομάν έφτασαν ένα νέο επίπεδο. Δυνάμεις των ριζοσπαστών σοσιαλιστών της Νότιας Υεμένης εισέβαλαν στην περιοχή Ντοφάρ (Dhofar) του Ομάν, στα νότια του σουλτανάτου προκειμένου να υποστηρίξουν μια τοπική εξέγερση. Η Βρετανία και το Ιράν, που τότε το κυβερνούσε ο Σάχης, προσπάθησαν να καταπνίξουν την εξέγερση αλλά μάταια. Οι Ισραηλινοί στρατιωτικοί σύμβουλοι, δασκαλεμένοι από τον πράκτορα της Μοσάντ Εφρέμ Χαλεβί (Ephraim Halevy), αργότερα επίσης επικεφαλής της υπηρεσίας, έσπευσαν στο Ομάν για να βοηθήσουν να λήξει η εξέγερση.
Το επεισόδιο αυτό ήταν ένα κλασικό και αίσιο παράδειγμα σύγκλισης των εθνικών συμφερόντων μεταξύ Ισραήλ και Ομάν. Το Μουσκάτ έπρεπε να υπερασπιστεί την εδαφική του συνοχή και κυριαρχία. Για το Ισραήλ η Νότια Υεμένη ήταν εχθρικό κράτος και σημαντικός τόπος εκπαίδευσης των Παλαιστίνιων τρομοκρατών, συμπεριλαμβανομένων των αεροπειρατών του Έντεμπε, και πέρασμα μιας σημαντικής διαδρομής πετρελαϊκής ροής προς το Ισραήλ.
Πέραν του πεδίου της μάχης, η Μοσάντ υπήρξε επίσης σημαντική στη βοήθεια προς το Ομάν ώστε το τελευταίο να βελτιώσει τις υδάτινες πηγές του και να αρδεύσει τη γη του. Το σχέδιο νερού σχεδιάστηκε από τον μηχανικό Χαΐμ Τσαμπάν (Haim Tsaban), αδερφό του Γιαΐρ (Yair), πρώην βουλευτή του Κόμματος Μέρετζ (Meretz). Στις επόμενες δύο δεκαετίες η Μοσάντ συνέχιζε να παίζει έναν ρόλο συντήρησης του Ομανικού «φακέλου». Το 1994 μετά την υπογραφή των Συμφωνιών του Όσλο με την Οργάνωση Απελευθέρωσης της Παλαιστίνης (P.L.O.), που είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση των διπλωματικών, στρατιωτικών και οικονομικών σχέσεων του Ισραήλ με τα μη-συμμαχικά κράτη, ο πρωθυπουργός Γιτζάκ Ραμπίν (Yitzhak Rabin), συνοδευόμενος από τον Εφρέμ Χαλεβί, πετάξανε στο Ομάν και συναντήθηκαν με τον Καμπούς. Ο Ραμπίν πέταξε απευθείας από το Τελ Αβίβ στο Μουσκάτ. Ήταν η πρώτη δημόσια ανακοινωμένη συνάντηση μεταξύ Ισραήλ και Ομάν, τριάντα χρόνια σχεδόν μετά την πρώτη τους μυστική επαφή. Δύο χρόνια αργότερα, ο Σίμον Πέρες που έγινε πρωθυπουργός μετά τη δολοφονία του Ραμπίν, επισκέφτηκε επίσης το Ομάν. Αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον Καμπούς, το Ισραήλ άνοιξε γραφείο επίσημης αποστολής στο Μουσκάτ, την πρωτεύουσα του Ομάν. Ακόμα και μετά την ήττα του Πέρες από τον Νετανιάχου στις εκλογές του 1996, το Ομάν συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο για τη θέση του Ισραήλ – αν όχι την κανονικοποίησή του – στον αραβικό κόσμο. Ο Σουλτάνος αποφάσισε να προσπαθήσει να καταργήσει μάλιστα ένα συγκεκριμένο εμπόδιο: το στάτους εχθρότητας μεταξύ Ισραήλ και Συρίας. Ο Καμπούς έδωσε εντολή στον υπουργό εξωτερικών Γιουσούφ μπιν Αλάουι (Yusuf bin Alawi) να συνάψει μια συμφωνία ειρήνης ανάμεσα στον Πρόεδρο Χαφέζ Άσαντ (Hafez Assad) της Συρίας και τον Νετανιάχου. Ο Ούζι Αράντ (Uzi Arad), ένας πρώην υψηλόβαθμος πράκτορας της Μοσάντ και διπλωματικός σύμβουλος του Νετανιάχου, συναντήθηκε με τον Αλάουι τρεις φορές στην Ευρώπη μεταξύ 1996 και 1998. Δεν έλαβε χώρα καμία συμφωνία ειρήνης με τη Συρία αλλά οι συναντήσεις αντανακλούσαν ένα σημαντικό στοιχείο της εξωτερικής πολιτικής του Ομάν: την εκτόνωση των εντάσεων στη Μέση Ανατολή, είτε ήταν μεταξύ Ιράν και Η.Π.Α. (το Ομάν βοήθησε να συναφθεί η συμφωνία για τα πυρηνικά επί κυβέρνησης Ομπάμα το 2015) είτε μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης. Το 2000 με το ξέσπασμα της Δεύτερης Ιντιφάντα και των αιματηρών συγκρούσεων μεταξύ του ισραηλινού στρατού και των Παλαιστινίων, το Ομάν – μαζί με άλλες αραβικές χώρες όπως το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και το Μαρόκο – έκοψαν κάθε επίσημο δεσμό με το Ισραήλ.
Ωστόσο το Ομάν δεν άφησε τις σχέσεις να καταρρεύσουν τελείως. Οι σχέσεις Ισραήλ-Ομάν υπήρχαν και πάλι υπογείως, συντηρούμενες μέσω της Μοσάντ. Οι ανοιχτές σχέσεις των δύο χωρών επανήλθαν το 2008. Εκείνη τη χρονιά ο υπουργός Εξωτερικών του Ομάν Αλάουι συναντήθηκε δημοσίως με την ομόλογό του Τζίπι Λίβνι (Tzipi Livni) στο Κατάρ.
Δέκα χρόνια αργότερα, ο Νετανιάχου, συνοδευόμενος από τον αρχηγό της Μοσάντ Γιόσι Κοέν (Yossi Cohen) πέταξε στο Ομάν μέσω του εναέριου χώρου της Σαουδικής Αραβίας (με μια δίλεπτη «στάση» στο Αμμάν της Ιορδανίας για τα προσχήματα ώστε να αποφύγει η Σαουδική Αραβία την κατηγορία ότι είχε επιτρέψει απευθείας πτήση μέσω του εναέριου της χώρου από το Ισραήλ) και συναντήθηκε με τον Σουλτάνο Καμπούς. Ο Νετανιάχου και ο Κοέν προσπάθησαν να «πουλήσουν» την επίσκεψη αυτή σαν μοναδικό ιστορικό γεγονός. Αυτή η βολική αφήγηση ξεχνούσε βέβαια ότι άλλοι δύο Ισραηλινοί πρωθυπουργοί είχαν φτάσει μέχρι το Μουσκάτ δεκαετίες νωρίτερα – για να μην πούμε ότι είχαν ταξιδέψει εκεί και όλοι οι επικεφαλής της Μοσάντ από το 1970 κι έπειτα. Για το Ισραήλ υπήρξαν ξεκάθαρα οφέλη μέσα από τους δεσμούς του με το Ομάν – διπλωματικά, στρατηγικά, εμπορικά, αλλά και για τη δημόσια εικόνα του – αλλά ένα από τα πλέον σημαντικά οφέλη είναι το γεγονός ότι το Ομάν έχει επίσης πολύ καλές σχέσεις με το Ιράν, τον πιο άσπονδο εχθρό του Ισραήλ. Στο Ισραήλ μέσω των στενών του επαφών με τους αξιωματούχους του Ομάν έχει ανοιχτεί ένα παράθυρο στη σκέψη του Ιράν. Οι Ισραηλινοί αξιωματούχοι με μακρά εμπειρία στο ομανικό παιχνίδι τείνουν να σκέφτονται ότι ο νέος Σουλτάνος, ο οποίος θήτευσε υπό τον Αλάουι ως Γενικός Διευθυντής του υπουργείου Εξωτερικών του Ομάν θα διατηρήσει την εδώ και πολλά χρόνια εξωτερική πολιτική και στρατηγική του Ομάν, δηλαδή θα συνεχίσει τη μακρά ιστορία των ανοιχτών όσο και των υπόγειων δεσμών ανάμεσα στο κράτος του Κόλπου και το Ισραήλ. Πηγή: https://www.haaretz.com/israel-news/.premium-the-oman-file-inside-the-mossad-s-alliance-with-muscat-israel-s-window-into-iran-1.8414861
Comentários