top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Το πογκρόμ κατά των Εβραίων του Αλέπο

Όταν κάψανε το εβραϊκό καφέ απέναντι από το σπίτι μας, αμέσως μετά την ψηφοφορία του ΟΗΕ για την ίδρυση των δύο κρατών στην Παλαιστίνη, αποφασίσαμε να αποδράσουμε από τη Συρία προτού να είναι πολύ αργά. Haaretz, της Ofra Basul Bengio, 20.05.2021.

Η κεντρική Συναγωγή του Αλέπο, μετά την καταστροφή της, το 1947.

Την πρώτη φορά που προσπαθήσαμε να αποδράσουμε από το Αλέπο ήταν λίγο μετά την ψήφιση από τα Ηνωμένα Έθνη για την ίδρυση των δύο κρατών στην Παλαιστίνη το Νοέμβριο του 1947. Ένας πανίσχυρος φόβος μας κατέλαβε, εμάς και όλους τους Εβραίους της πόλης κατά τη διάρκεια του πολέμου, όταν αναγκαστήκαμε να ανταπεξέλθουμε στην πικρή εμπειρία να βλέπουμε τα μαγαζιά μας, τα σχολεία μας και τις συναγωγές μας καμένες, μεταξύ των οποίων της Κεντρικής και της Μεγάλης Συναγωγής, η οποία στέγαζε τον Αρχαίο Κώδικα (το ανεκτίμητο χειρόγραφο της εβραϊκής βίβλου που φτιάχτηκε στην Τιβεριάδα τον 10ο αιώνα). Η οικογένειά μας ζούσε σε μια μουσουλμανική γειτονιά και είδαμε με τα μάτια μας τον εμπρησμό του εβραϊκού καφέ απέναντι απ’ το σπίτι μας κι ακούσαμε τα οργισμένα πλήθη που τραγουδούσαν «η Παλαιστίνη είναι η γη μας κι οι Εβραίοι είναι σκυλιά». Τότε αποφασίσαμε ότι δεν υπήρχε εναλλακτική από το να προσπαθήσουμε να φύγουμε από τη Συρία προτού να είναι πολύ αργά. Αποφασίσαμε να φορέσουμε όλη η οικογένεια ρούχα Αράβων. Η μητέρα μου και εμείς τα τέσσερα κορίτσια φορέσαμε πέπλα. Ο πατέρας μου και τα τέσσερα αγόρια επίσης φόρεσαν παραδοσιακές αραβικές φορεσιές. Για να κρύψουμε τις εβραϊκές μας ταυτότητες, οι γονείς μας, μας έδωσαν κι από ένα αραβικό όνομα, όπως Φατμά ή Μοχάμεντ. Κλειδώσαμε το σπίτι μας, με όλα τα περιεχόμενά του και ξεκινήσαμε για τον σιδηροδρομικό σταθμό με την ελπίδα να επιβιβαστούμε στο πρώτο τρένο για τον Λίβανο και από ‘κει να πάμε στη Γη του Ισραήλ. Αλλά αμέσως μόλις ανεβήκαμε στο τρένο, ο σταθμάρχης ανακοίνωσε ότι αν υπήρχαν Εβραίοι μεταξύ των επιβατών θα έπρεπε να αποβιβαστούν αμέσως, αλλιώς θα αντιμετώπιζαν σοβαρές ποινές. Δεν είχαμε επιλογή και αναγκαστήκαμε να βγούμε φοβούμενοι ότι θα μας βρούνε. Έτσι τελείωσε η πρώτη μας περιπέτεια απόδρασης – αλλά όχι η ταλαιπωρία μας. Από φόβο ότι τα πογκρόμ θα συνεχιστούν, η οικογένειά μου ενώθηκε με άλλους Εβραίους στο σπίτι μιας χριστιανικής οικογένειας που μας είχε πάρει υπό την προστασία της. Πολλοί άλλοι φοβούνταν για τις ζωές τους. Η εικόνα των ανδρών που στέκονταν και έψελναν για τη σωτηρία μας ποτέ δεν ξεκόλλησε από τη μνήμη μου. Αφού πέρασε κάποιος καιρός, η κατάσταση ηρέμησε κάπως και μπορέσαμε να επιστρέψουμε στο σπίτι μας, αν και η ώθηση να προσπαθήσουμε ξανά να φύγουμε από το Αλέπο δεν καταλάγιασε. Η επιθυμία να δραπετεύσουμε δεν πήγαζε μόνο από υπαρξιακούς φόβους αλλά και από μια ισχυρή συμπάθεια για τον σιωνισμό που είχε ενσταλαχτεί στις ζωές μας πολύ πριν το ξέσπασμα του πολέμου το 1948. Ο πατέρας μου, Kemal-Avraham Basul, είχε επισκεφτεί τη γη του Ισραήλ το 1934, όταν η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Δαμασκού και Χάιφα λειτουργούσε ακόμη. Ο στόχος ήταν να δει αν θα ήταν εφικτό να μεταναστεύσει εκεί με την οικογένεια, αλλά αυτό δεν δούλεψε εκείνη την εποχή. Παρόλα αυτά ο πόθος του ταξιδιού στη Σιών δεν έσβησε – για παράδειγμα, ο πατέρας μου συνήθιζε να μας διαβάζει ιστορίες στα εβραϊκά, σαν αυτή του μικρού Γιόσι, ο οποίος ήθελε να πάει στη Γη του Ισραήλ. Η ιστορία αναζωπύρωνε τη φαντασία μας και μας άγγιζε τόσο βαθιά που τα μάτια μας γέμιζαν δάκρυα κάθε φορά που μας τη διάβαζε.

Οι γονείς της συγγραφέως, Κεμβάλ-Αβραχάμ και Λατίφα-Αντίνα Μπασούλ (Ofra Basul Bengio).

Η αληθινή ηρωίδα της οικογένειας ήταν η μητέρα μου, Latifa-Adina, η οποία είχε βοηθήσει να μεταφερθούν παράνομα στο Ισραήλ πολλά εβραιόπουλα πριν ξεσπάσει ο πόλεμος της Ανεξαρτησίας. Το βράδυ έριχνε ένα πέπλο στο πρόσωπό της και επισκεπτόταν σπίτια Εβραίων όπου μάζευε έφηβα αγόρια και κορίτσια και τα οδηγούσε σε έναν διακινητή. Κατά τη διάρκεια μιας από αυτές τις επιχειρήσεις της, έβγαλε την αδερφή μας, Ιλάνα, που τότε ήταν μόνο 11 χρονών, και τον αδερφό μου Shaul, ο οποίος είχε μόλις φτάσει στην ηλικία του μπαρ-μιτσβά. Από εκείνη τη στιγμή, η φιλοδοξία να φτάσουμε στη Γη του Ισραήλ συνόψιζε μια δυνατή προσωπική-συναισθηματική διάσταση για εμάς, ειδικά τώρα που η επικοινωνία με τον αδερφό και την αδερφή μου είχε κοπεί τελείως και οι λίγες πληροφορίες που έφταναν σε εμάς έρχονταν μέσω τρίτων ενδιάμεσων ήταν αρκετά αποσπασματική. Μετά την ανακωχή, τον Μάρτιο του 1949, οι γονείς μου έκαναν ακόμη μία προσπάθεια παράνομης μετανάστευσης για τις αδερφές μου Sarah και Odette, στο πλαίσιο ενός σχεδίου να βγει όλη η οικογένεια τμηματικά απ’ τη χώρα, ένας-ένας. Πρώτα τα κορίτσια και μετά τα νεότερα αγόρια, ο Ezra, o Yitzhak και ο David. Ένα απόγεμα οι αδερφές μου ντύθηκαν με πολλές στρώσεις ρούχων, πήραν λεφτά και φαγητό με τα οποία θα μπορούσαν να ξεπεράσουν τα αρχικά εμπόδια του ταξιδιού. Ωστόσο, όταν ο διακινητής έφτασε να τις πάρει, οι γονείς μου άλλαξαν γνώμη και αποφάσισαν ότι δεν άντεχαν ακόμη έναν χωρισμό με τα παιδιά τους. Η ιδέα της παράνομης μετανάστευσης εγκαταλείφθηκε επειδή τέτοιες προσπάθειες γίνονταν όλο και περισσότερο επικίνδυνες όσο περνούσε ο καιρός – οι άνθρωποι που πιάνονταν, πετιούνταν στη φυλακή και υποβάλλονταν σε φρικτά βασανιστήρια. Θα ‘πρεπε να έχει κανείς στο νου ότι ήδη από το 1944 η συριακή κυβέρνηση είχε απαγορεύσει στους Εβραίους να μετακινούνται εκτός χώρας και για τους παραβάτες προβλεπόταν είτε μια μακρά φυλάκιση είτε η θανατική ποινή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο οι γονείς μου άρχισαν να συζητούν πως θα γινόταν να φύγουμε νόμιμα, που τότε κάτι τέτοιο έμοιαζε με όνειρο θερινής νυκτός. Ωστόσο, δεν απελπίστηκαν και προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τις διασυνδέσεις τους προκειμένου να αποκτήσουμε τα πολυπόθητα διαβατήρια. Αυτό που μας βοήθησε ήταν ότι ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος σε ένα αραβικό σχολείο και οι μαθητές του τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, όπως το λέει και η γνωστή αραβική παροιμία: «σκλάβος θα είμαι σε όποιον μου μάθει έστω κι ένα γράμμα». Μετά το ξέσπασμα του πολέμου της Ανεξαρτησίας, ο πατέρας μου συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα αλλά παρόλα αυτά κράτησε επαφή με έναν από τους μαθητές του, ο οποίος στα επόμενα χρόνια έγινε επιφανής πολίτης και έφτασε να γίνει και κυβερνήτης της πόλης του Αλέπο. Οι γονείς μου προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν αυτή τη διασύνδεσή τους με σκοπό να βγάλουν διαβατήρια.

Η κεντρική Συναγωγή του Αλέπο, όπου βρισκόταν ο ανεκτίμητης αξίας Κώδικας του Αλέπο, στη δεκαετία του 1930.

Λίγο προτού λάβει χώρα όντως η αποχώρησή μας από το Αλέπο, τον χειμώνα του 1952, ο πατέρας μου βρισκόταν σε επαφή με τον κυβερνήτη και, ω του θαύματος, εκείνος μας βοήθησε να βγάλουμε έγκυρα συριακά διαβατήρια. Σε αντάλλαγμα, ο πατέρας μου έπρεπε να συμφωνήσει να παραιτηθεί του δικαιώματος του στη σύνταξη, καθώς και του σπιτιού του και ό,τι αυτό περιείχε. Οπότε στην πραγματικότητα αυτή η συμφωνία ήταν μια μοναδική περίπτωση, στην οποία συριακά διαβατήρια δόθηκαν σε Εβραίους. Μολονότι υπήρξαν και άλλες εβραϊκές οικογένειες που κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα με νόμιμους τρόπους, όλοι τους κατείχαν ξένα διαβατήρια, ιρανικά ή άλλων χωρών. Πρέπει να σημειωθεί, φυσικά, ότι ο λόγος που ο πρώην μαθητής του πατέρα μου ενέκρινε το αίτημά μας για διαβατήρια ήταν ότι ο προορισμός μας που του είχε δηλωθεί δεν ήταν το Ισραήλ αλλά η Τουρκία, η οποία μέσα στα χρόνια είχε γίνει το κεντρικό σημείο διέλευσης για τους Εβραίους που δραπέτευαν από το Αλέπο. Ο κυβερνήτης πολύ πιθανόν να είχε υπόψη του την πρόθεσή μας να πάμε στο Ισραήλ, αλλά παρόλα αυτά συμφώνησε να μας βοηθήσει όχι μόνο να πάρουμε επίσημα χαρτιά αλλά και με μια καλή συμβουλή. Για παράδειγμα, πρότεινε να κρατήσουμε τα σχέδιά μας μυστικά, ακόμη και από τους συγγενείς μας και άλλα μέλη της ντόπιας εβραϊκής κοινότητας και μας συμβούλευσε επιπλέον να κλειδώσουμε το σπίτι μας και να παριστάνουμε ότι θα πηγαίναμε εκδρομή, ώστε να μην κινήσουμε τις υποψίες των γειτόνων μας. Πέραν αυτών, μας προμήθευσε και δύο αυτοκίνητα που μας πήγαν κατευθείαν στα σύνορα με την Τουρκία. Εκεί μας συνάντησαν τούρκοι χωροφύλακες οι οποίοι, όταν είδαν το φέσι [tarboosh] που φορούσε ο πατέρας μου, του το άρπαξαν και το πέταξαν κάτω θυμωμένα. Ο Κεμάλ Ατατούρκ είχε φυσικά απαγορεύσει το φόρεμα φεσιών και κάθε είδους καλύμματος του προσώπου και του κεφαλιού, στο πλαίσιο της μοντερνιστικής επανάστασης που εισήγαγε με την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκίας. Με αυτόν το συμβολικό τρόπο η ιστορία μας στη Συρία έφτασε στο τέλος της. Στο Ισκεντερούν (την παλιά Αλεξανδρέτα), μας συνάντησαν πράκτορες της Μοσάντ οι οποίοι μας πήραν τα διαβατήρια προκειμένου να πλαστογραφήσουν άλλα δικά τους, ώστε να βγάλουν κι άλλες οικογένειες Εβραίων απ’ τη Συρία. Πολύ λίγοι δυστυχώς μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν πλαστά έγγραφα προτού αντιληφθούν οι συριακές αρχές την επιχείρηση και να θέσουν ένα τέλος στην πιθανότητα διάδοσης των συριακών διαβατηρίων σε Εβραίους. Όσο για μας, αφότου περάσαμε δύο μήνες στην Τουρκία, φτάσαμε στο Ισραήλ τον Απρίλιο του 1953 και ενωθήκαμε ξανά με την αδερφή μου και τον αδερφό μου. Μαζί με πολλούς άλλους μετανάστες, ξεκινήσαμε την γνωστή διαδρομή για το στρατόπεδο διέλευσης της Sha’ar Aliyah στη Χάιφα, απ’ όπου έπειτα συνεχίσαμε έχοντας κανονικό σπίτι. Η καθηγήτρια Όφρα Μπασούλ-Μπέντζιο είναι ερευνήτρια του Κέντρου Μοσέ Νταγιάν για τις Μεσανατολικές και Αφρικανικές Σπουδές και επικεφαλής του προγράμματός του για τις Κούρδικες σπουδές. Πηγή: https://www.haaretz.com/israel-news/.premium.MAGAZINE-as-pogroms-targeted-aleppo-s-jews-my-family-made-a-dangerous-choice-to-flee-1.9828957

71 views0 comments
bottom of page