Στο νέο του ντοκιμαντέρ, ο σκηνοθέτης Ντούκι Ντρορ λέει ότι ελπίζει να επαναπροσεγγίσει τον βάλτο του πολέμου στον Λίβανο το 1982 με μια φρέσκια ματιά – και φρέσκο υλικό, συμπεριλαμβανομένων κάποιων νέων στοιχείων για το μακελειό στους καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα. Haaretz, της Shany Littman, 17.12.2020
Μια από τις δυνατότερες παιδικές μου αναμνήσεις σχετίζεται με τον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ήμουν επτά χρονών και ο πατέρας μου επέστρεψε μετά από μια μεγάλη περίοδο απουσίας στη Βηρυτό, έχοντας μεγαλώσει μούσι και φορώντας ένα μπλουζάκι με ένα πράσινο δέντρο και κόκκινες λωρίδες. Έβγαλε απ’ την τσάντα του μια πορτοκαλί γυάλινη καμηλοπάρδαλη, μια ελβετική σοκολάτα και ένα γράμμα στα γαλλικά που είχε γραφτεί από ένα κορίτσι απ’ τον Λίβανο στην ηλικία μου. Σαν ισραηλινός αξιωματικός, ζούσε μαζί με τη λιβανέζικη χριστιανική οικογένεια του κοριτσιού στη Βηρυτό και το κορίτσι ήθελε να μου στείλει ένα μήνυμα φιλίας, ελπίζοντας κατά τα άλλα για την ειρήνη.
Όλα αυτά δεν μου έβγαζαν κανένα νόημα. Γιατί ο πατέρας μου ζούσε με μια οικογένεια με παιδιά σε μια πόλη μιας ξένης χώρας; Γιατί ένα κορίτσι από αραβική χώρα μου έγραφε στα γαλλικά; Και γιατί οι στρατιώτες κατοχής λάμβαναν δώρα από τον ντόπιο πληθυσμό για να τα δώσουν στα παιδιά τους που τους περίμεναν σε μια εχθρική χώρα;
Βλέποντας το ντοκιμαντέρ «Λίβανος: Σύνορα Αίματος» που έκανε ντεμπούτο στις 9 Δεκεμβρίου στη δημόσια τηλεόραση του Καναλιού Καν 11 έκανα μια προσπάθεια να ξεδιαλύνω τα βάθη και το πολυσύνθετο του εθνικού ιστού του Λιβάνου, μιας χώρας που περιγραφόταν συχνά στο Ισραήλ ως «βάλτος» (και φαίνεται ότι δεν είναι μόνο επτάχρονα κορίτσια που ήταν κάπως μπερδεμένα για το τι ακριβώς συνέβαινε εκεί πέρα). Ο σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ, Ντούκι Ντρορ, ο οποίος το δημιούργησε με τον Itay Landsberg Nevo και τον γερμανό παραγωγό Reinhardt Beetz, προτιμάει την απεικόνισή του ως «καλειδοσκόπιο».
Όταν ο Ντρορ ξεκίνησε να δουλεύει πάνω στη σειρά αυτή πριν από τρία χρόνια, γνώριζε τι ήθελε να δείξει – τις ποικίλες πλευρές που ενεπλάκησαν στον εμφύλιο πόλεμο του Λιβάνου, στα πλαίσια μιας προσπάθειάς του να δει το θέμα όχι μόνο από μια ισραηλινή πλευρά. «Έχουμε ασχοληθεί τόσο πολύ στο Ισραήλ με την ιστορία του Λιβάνου, αλλά κυρίως μέσω μιας ομφαλοσκόπησης… ‘Α, κοίτα τι μας έκαναν’. Εμάς, εμάς, εμάς… Ολόκληρα κομμάτια της ιστορίας έμειναν απ’ έξω και, τελικά, με έναν τέτοιο τρόπο, είναι αδύνατον να καταλάβουμε την πραγματικότητα στην οποία ζούμε».
Αυτή είναι και μια από τις σοβαρές κριτικές που απευθύνονται στην ηγεσία του ισραηλινού στρατιωτικού κατεστημένου στη σειρά, στους στρατιωτικούς διοικητές καθώς και στους πολιτικούς ηγέτες που πήγαν στον Λίβανο χωρίς να καταλαβαίνουν ή να γνωρίζουν τους αστερισμούς των δυνάμεων και τα ποικίλα κίνητρα που υπήρχαν εκεί. Υπήρχε απλά άγνοια.
«Ναι, ο κύριος στόχος αυτής της σειράς ντοκιμαντέρ είναι να δώσει στον θεατή της να καταλάβει την πραγματικότητα, το πολυσύνθετο του πράγματος. Ζούμε σε συνθήκες πλήρους άγνοιας και επιφανειακότητας – τόσο από πλευράς πολιτικών όσο και των ΜΜΕ. Όλα είναι πάντοτε διχοτομημένα. Υπέρ και κατά, δεξιά κι αριστερά. Όλα είναι διαχωρισμένα με αυστηρές γραμμές. Υπάρχει κάτι πολύ ενδιαφέρον γύρω από την ιστορία του Λιβάνου. Δεν υπάρχει κάτι ενιαίο, αλλά ένας τόπος γεμάτος συγκρουόμενα συμφέροντα. Ο στόχος ήταν να ρίξουμε φως πάνω σε αυτό, οπότε… στο τέλος οι θεατές να μην πουν ‘δεν καταλαβαίνω τίποτε απ’ το ποιος ήταν τι’».
«Ήθελα να υπάρχει ένας διαφορετικός κακός στο επίκεντρο κάθε επεισοδίου. Στο πρώτο οι Παλαιστίνιοι, στο δεύτερο οι Χριστιανοί, στο τρίτο οι Ισραηλινοί, στο τέταρτο οι Σύριοι και στο πέμπτο οι Ιρανοί. Κάθε φορά η εγρήγορση του θεατή αναπτύσσεται ακόμη λίγο κι ακόμη λίγο.»
Η απόφαση να παράγει μια σειρά για τον Λίβανο γεννήθηκε όταν ο Ντρορ δούλευε την πιο πρόσφατη σειρά του «Μέσα στη Μοσάντ», η οποία προβλήθηκε από το Hot 8 και από το Netflix. «Το κομμάτι που μου φάνηκε πιο συναρπαστικό σε αυτή τη σειρά ήταν η ιστορία της Μοσάντ και των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών στον Λίβανο, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη δεκαετία του 1970 και μέχρι την Επιχείρηση Ειρήνη για τη Γαλιλαία το 1982, καθώς και η λιβανέζικη ιστορία μέσα σε όλο αυτό».
Ο Ντρορ λέει ότι αρχικά σκεφτόταν να φτιάξει μια δραματική σειρά για τον Λίβανο για το Netflix, μαζί με τον γερμανό συνεργάτη του, Beetz. Ήταν η αμερικάνικη τηλεοπτική σειρά δέκα επεισοδίων, το «Vietnam War», σε σκηνοθεσία των Ken Burns και Lynn Novick, που τον επανέφερε πίσω στο φορμάτ του ντοκιμαντέρ.
Αυτή η σειρά ενέπνευσε τον Ντρορ με πολλούς τρόπους. Ήταν η αναπόφευκτη σύγκριση μεταξύ της εμπλοκής του Ισραήλ στον Λίβανο και της αχρείαστης επέμβασης των ΗΠΑ στο Βιετνάμ για πολλά χρόνια που τους στοίχισε ένα ψηλό κόστος. Αλλά ήταν επίσης το στυλ της σειράς του Burns που μίλησε κατευθείαν στον Ντρορ, συγκεκριμένα το ξεδίπλωμα μιας μεγάλης ιστορικής έρευνας μαζί με τις μικρότερες ιδιωτικές, προσωπικές ιστορίες. «Η ιδέα ήταν να τοποθετήσουμε το μίκρο-επίπεδο και το μάκρο-επίπεδο αντικριστά. Πηγαίνεις στις μικρές ιστορίες των χαρακτήρων που αποτέλεσαν μέρος της ιστορίας και δίνεις και την μακροσκοπική άποψη των γεωπολιτικών, πολιτικών, στρατιωτικών και διπλωματικών διαδικασιών», εξηγεί.
«Το παράδειγμα του Burns ήταν πολύ κατάλληλο για εμάς. Η απλότητα, η χωρίς στολίδια κινηματογραφική γλώσσα. Οπότε αποφασίσαμε ότι από όλους όσους θα παίρναμε συνεντεύξεις, θα ήταν με στολή σε ουδέτερο φόντο. Θέλαμε όλοι οι χαρακτήρες να παρουσιαστούν ισότιμα και η έμφαση να δίνεται μόνο σε ό,τι λένε στην κάμερα και, φυσικά, στα αρχειακά υλικά».
Η αρχειακή έρευνα έγινε από τους Hagit Ben Yaacov και τους Daniela Reiss Razon και σύμφωνα με τον Ντρορ αυτό ήταν «από μόνο του ένα ταξίδι που κράτησε δύο χρόνια». Στα αρχεία της παλιάς Αρχής Ισραηλινών Εκπομπών βρήκαν υλικό που δεν είχε προβληθεί ποτέ. «Πράγματα που κινηματογραφήθηκαν και αφέθηκαν στο μοντάζ που ήταν πραγματικό χρυσάφι», μας λέει. «Στο δεύτερο επεισόδιο, για παράδειγμα, υπάρχει η ιστορία μιας μονάδας αλεξιπτωτιστών που μπαίνει στον προσφυγικό καταυλισμό του Rashadiyeh στο νότιο Λίβανο, όπου ξαφνικά συναντούν μια Εβραία που τους μιλάει στα εβραϊκά. Υπάρχουν αυτές οι ιστορίες πίσω από τη μεγάλη ιστορία», λέει ο Ντρορ.
Το Διπλό Παιχνίδι του Άσαντ
Από την αρχή το πλάνο ήταν να ειπωθούν ιστορίες από όλες τις πλευρές που εμπλέκονται στον Λίβανο, αλλά ο Ντρορ είπε ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι θα έπιαναν αυτό το στόχο. «Έχεις μια φαντασίωση αλλά δεν ξέρεις ποιον θα συναντήσεις και τι άνθρωποι θα συμφωνήσουν να συμμετάσχουν. Είναι πιο πιθανό να συνεργαστείς με άλλους καλλιτέχνες και παραγωγές από διαφορετικές χώρες».
Πράγματι, μια από τις εντυπωσιακές πλευρές της σειράς είναι η γκαλερί των Λιβανέζων συνεντευξιαζόμενων, μεταξύ των οποίων του Asaad Chaftari, ενός φαλαγγίτη αξιωματικού των μυστικών υπηρεσιών· του Samir Geagea, διοικητή των φαλαγγιτών στο βόρειο Λίβανο και σήμερα μέλος του λιβανέζικου κοινοβουλίου· του Souheil Natour, ένας εκπροσώπου της PLO που ήταν υπεύθυνος των παλαιστινιακών προσφυγικών καταυλισμών στον Λίβανο, και του πρώην λιβανέζου προέδρου Amin Gemayel.
- ποιο θεωρείτε ως το μεγαλύτερο επίτευγμά σας;
«Τα πράγματα που λέγονται κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεων. Για παράδειγμα, όσα αιχμηρά λέγονται από τον αμερικάνο πρέσβη στον Λίβανο και τη Συρία, Ryan Crocker. Δεν ήταν εύκολο να τον πείσουμε να δώσει συνέντευξη. Βρισκόταν πολύ κοντά στο συριακό καθεστώς, στην οικογένεια Άσαντ, τόσο στον πατέρα όσο και στον γιο, και έχει την εσωτερική πληροφόρηση σχετικά με το τι έγινε στο μακελειό στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Σάμπρα και της Σατίλα», μας λέει, αναφερόμενος στις δολοφονίες τουλάχιστον 600 Παλαιστινίων από τους Χριστιανούς φαλαγγίτες το 1982, σε μια περιοχή που βρισκόταν υπό τον έλεγχο του ισραηλινού στρατού. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν έριδες για τον πραγματικό αριθμό των ανθρώπων που πέθαναν στη σφαγή αυτή.
«Το να το ακούς αυτό από κάποιον τόσο υψηλόβαθμό, που βρισκόταν στις αμερικάνικες υπηρεσίες, αποτελεί δημοσιογραφικό επίτευγμα. Μας μίλησε για το διπλό παιχνίδι που έπαιζε ο Άσαντ, για την εμπλοκή των Σύριων στον Λίβανο, οι οποίοι άλλαζαν πλευρά όλη την ώρα, αναλόγως των στρατηγικών τους αναγκών ή των εσωτερικών συμφερόντων τους μέσα στον Λίβανο. Μίλησε για τον Elie Hobeika, τον υψηλόβαθμο φαλαγγίτη αξιωματικό που οργάνωσε τη σφαγή στη Σάμπρα και τη Σατίλα και ο οποίος ουσιαστικά δούλευε τόσο με τη Μοσάντ όσο και τον ισραηλινό στρατό. Ο Crocker αποκαλύπτει κάτι που προηγουμένως δεν ήταν γνωστό και αυτό είναι ότι ο Hobeika ήταν στην πραγματικότητα διπλός πράκτορας που επίσης δούλευε για τον πατέρα Άσαντ. Είπε ότι ο Άσαντ ξεκίνησε τη σφαγή για να βλάψει τους Παλαιστίνιους και να ρίξει το φταίξιμο στο Ισραήλ».
- Γενικά, το Ισραήλ σε αυτή τη σειρά βγαίνει αρκετά χαζό.
«Κυρίως σε άγνοια και μεθυσμένο με την εξουσία του. Στη σειρά ακούμε τον Nissim Levy, έναν αξιωματικό της Σιν Μπετ που ήταν στο Ιράν κατά τη διάρκεια του πολέμου και είναι εξοικειωμένος με την πολυπλοκότητα της περιοχής και τη σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών. Όταν πήγε στον Λίβανο, κατάλαβε ότι ούτε ένας αξιωματικός του ισραηλινού στρατού δεν ήξερε τι είναι ένας σουνίτης. Δεν καταλάβαιναν τον εσωτερικό πόλεμο στον ισλαμικό κόσμο. Το Ισραήλ βλέπει τα πάντα άσπρα και μαύρα. Τους βλέπουμε σαν εχθρούς, σαν μονόχρωμους, δεν βλέπουμε τις αποχρώσεις. Ο καταξιωμένος αμερικανός πολιτικός σχολιαστής και συγγραφέας Thomas Friedman μιλάει στη σειρά-ντοκιμαντέρ για το αίσθημα που όλες οι πλευρές μοιράζονταν ‘μπορούμε να τα έχουμε όλα δικά μας’». Ότι όλοι αυτοί που εμπλέκονταν δηλαδή, ειδικά οι ισραηλινοί, ήταν εθισμένοι με την ιδέα ότι είναι δυνατόν να κερδίσουν και να είναι ισχυρότεροι όλων των άλλων και να κυβερνούν. Αλλά κάθε φορά αυτό γυρνάει μπούμερανγκ.»
- Πώς θα το χαρακτηρίζατε αυτό; Αυθεντικά κακό; Βαρβαρότητα;
«Ανικανότητα. Κάποιες φορές εγκληματική ανικανότητα. Και, επίσης, η καθυστέρηση ενός κοινού που πιστεύει τους ηγέτες του, που πιστεύει ότι θα τους ελευθερώσουν με πατριωτικούς λόγους, ή οποιουδήποτε είδους χαζομάρα που τελικά οδηγεί σε μια τραγωδία».
- Υπάρχουν κάποιοι πραγματικά κακοί σε αυτή την ιστορία;
«Δε νομίζω. Πιστεύω ότι υπάρχουν ηλίθιοι άνθρωποι και τραγωδίες»
- Ούτε καν η Χεζμπολάχ;
«Ναι. Το κακό μπορεί να βρεθεί σε όλους αυτούς. Στον [Αριέλ] Σαρόν, στον [Γιάσερ] Αραφάτ, στον [Σείχη Χασάν] Νασράλα. Αλλά αν παρατηρείς αποκλειστικά με αυτά τα γυαλιά, δεν μπορείς να διεισδύσεις και να κατανοήσεις τα συστήματα λειτουργίας τους πιο βαθιά, πέρα από το πρώτο επίπεδο τους. Αυτό είναι ένα από τα πράγματα σχετικά με τους χαρακτήρες που με ενδιαφέρει πιο πολύ να καταλάβω».
Από την οπτική του Ντρορ μια ιδιαίτερα σημαντική συνέντευξη έγινε με τον αμερικανό δημοσιογράφο Terry Anderson που υπήρξε ανταποκριτής του Associated Press στον Λίβανο και τον απήγαγε η Χεζμπολάχ το 1985, κρατώντας τον φυλακισμένο μέχρι το τέλος του 1991. Δεν ήταν εύκολο να πειστεί να δώσει συνέντευξη ο υπέρ-των-παλαιστινίων Anderson, αλλά όταν συμφώνησε, άγγιξε τον Ντρορ με έναν πολύ προσωπικό τρόπο.
«Ο πατέρας υπήρξε ‘Κρατούμενος της Σιών’ για πέντε χρόνια σε ιρακινή φυλακή, αφότου προσπάθησε να αποδράσει προς το Ισραήλ όταν ήταν 17 χρονών και πιάστηκε», λέει ο Ντρορ. «Μεγάλωσα με έναν μετα-τραυματικό πατέρα και αυτό με επηρέασε. Το να συναντήσεις κάποιον που είχε μείνει υπό κράτηση για τόσο πολλά χρόνια, με άγγιξε προφανώς σε ένα βαθμό. Ένιωσα τρομερή ταύτιση με την εμπειρία του και βασικά έκλαψα». - Υπήρχε κάποιος που θέλατε να του πάρετε συνέντευξη αλλά δεν μπορούσατε; «Ο Χασάν Νασράλα. Θα ήμουν πολύ χαρούμενος αν του έπαιρνα μια συνέντευξη. Μπορεί να το καταφέρναμε με λίγη περισσότερη προσπάθεια, δεν νομίζω ότι αυτό είναι εντελώς μη ρεαλιστικό». Παρέλαση Παλαβομάρας Στο τέλος, η ισραηλινή πλευρά των πραγμάτων επεξηγείται με μεγαλύτερη λεπτομέρεια και εξοικειώνεσαι περισσότερο με αυτή, κάτι που είναι φυσιολογικό. Ένας από τους τρεις δημιουργούς, ο επιμελητής του περιεχομένου της σειράς Itay Landsberg Nevo, πρώην επικεφαλής του τμήματος ντοκιμαντέρ της IBA, πολέμησε για λίγα χρόνια στον Λίβανο, τόσο στην Επιχείρηση Λιτάνι (1978) όσο και στον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου. Ο Ντρορ τον περιγράφει σαν «κάποιον με μεγάλη γνώση της στρατιωτικής ιστορίας». Ο Landsberg Novo ήθελε να απεικονίσει την ισραηλινή εμπλοκή στον Λίβανο σαν μια παρέλαση παλαβομάρας, εμπνευσμένος από το βιβλίο της Μπάρμπαρα Τούκμαν (Barbara Tuchman), στο οποίο περιέγραψε ιστορικά γεγονότα στα οποία πάρθηκαν αποφάσεις από ηγέτες για πολιτικούς λόγους και όχι απαραίτητα από ενδιαφέρον για τη μοίρα της χώρας που θα βίωνε μια τεράστια τραγωδία. Ο Ντρορ ήθελε να μετατραπεί αυτή η παρέλαση παλαβομάρας από τοπικό ζήτημα σε ζήτημα όλης της ευρύτερης περιοχής. Ο ίδιος ο Ντρορ μπήκε στον ισραηλινό στρατό μήνες μόλις αφότου ξέσπασε ο πρώτος πόλεμος του Λιβάνου. Ήταν φωτογράφος στο τάγμα Μηχανικών και υπηρέτησε στον Λίβανο, αλλά δεν ενεπλάκη σε καμία μάχη. «Όλη η δική μου γενιά πολέμησε στον Λίβανο», μας λέει. «Στα 18 σου δεν έχεις επίγνωση του τι κάνεις – και αυτή ακριβώς είναι η λογική του στρατού – του που σε στέλνουν και γιατί σε στέλνουν. Μόνο αργότερα γίνεται καθαρό σε σένα ότι αυτές ήταν κινήσεις ψευδαισθήσεων μιας ηγεσίας που πίστευε ότι μπορεί να λύσει ένα πρόβλημα με έναν τόσο επιθετικό τρόπο, εισβάλλοντας σε μια γείτονα χώρα και βομβαρδίζοντας την πρωτεύουσά της. Δεν προκαλεί έκπληξη ότι πολλά μέλη της γενιάς μου ένιωσαν προδομένα από το κράτος τους, το οποίο ξεκίνησε επιλέγοντας έναν πόλεμο χωρίς εφικτούς στόχους και έπειτα απλά εγκατέλειψε τη χώρα. Το γεγονός ότι το Ισραήλ έμεινε εκεί τόσο πολλά χρόνια μετά, όταν ο διακηρυγμένος στόχος του – να βγάλει την PLO έξω από τον Λίβανο – είχε πια επιτευχθεί και ο σωρός από ψέματα που σκαρφίστηκε η ηγεσία του, έκαναν τον κόσμο να χάσει την εμπιστοσύνη του.»
«Οι βετεράνοι του πολέμου στον Λίβανο είναι μια τραυματισμένη γενιά», συνεχίζει ο Ντρορ. «Αλλά αυτό δεν είναι το τραύμα του πολέμου του Γιομ Κιπούρ. Δεν ήταν τα χωράφια των σκοτωμένων στα υψώματα του Γκολάν ή στο Σινάι. Στην περίπτωση του Λιβάνου, οι στρατιώτες μπήκαν σε κατοικημένες περιοχές. Ο δημοσιογράφος Anat Saragusti λέει στη σειρά ότι ο ισραηλινός στρατός έφτιαξε φυλάκιο στο αρχαιολογικό μουσείο της Βηρυτού. Η δυσαρμονία ενός μέρους στο οποίο κανονικοί άνθρωποι σαν κι αυτούς μένουν, τώρα να είναι διαλυμένο και ματωμένο από τον πόλεμο, πολύ απλά ταρακούνησε τους πάντες εκεί πέρα. Είναι αυτό το είδος δυσαρμονίας που σε βάζει ακόμη πιο βαθιά στο σοκ και προκαλεί μια ακόμη μεγαλύτερη έλλειψη κατανόησης του κόσμου στον οποίο ζούμε. Σε τι θα έπρεπε να πιστέψουμε; Ποιον θα έπρεπε να πιστέψουμε;»
Αφότου ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, ο Ντρορ πήγε στις Ηνωμένες Πολιτείες και σπούδασε κινηματογράφο στο Σικάγο και το Λος Άντζελες. Ήταν μόλις πριν εννιά χρόνια όταν επέστρεψε. «Μετά τον στρατό ήθελα να ξεφύγω από δω. Αυτός ο τόπος μου έφερνε ναυτία. Δεν άνοιξα ποτέ το ψυχολογικό μου κουτί της Πανδώρας, αλλά φαντάζομαι ότι ένα μέρος του θα ήταν συνδεδεμένο με τη στρατιωτική μου θητεία.» Αν και δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα ντοκιμαντέρ κατά τη διάρκεια των σπουδών του, το τελικό του πρότζεκτ ήταν ένα ντοκιμαντέρ για τους φυλακισμένους που βγάζουν την ποινή των ισοβίων τους διδάσκοντας σε άλλους αγράμματους φυλακισμένους γραφή και ανάγνωση. Το φιλμ πήγε καλά σε διάφορα σημαντικά φεστιβάλ, μια επιτυχία που του έδωσε πρόσβαση στον κόσμο της αμερικάνικης παραγωγής ντοκιμαντέρ, αλλά ήταν τότε που ο Ντρορ αποφάσισε με τη σύντροφό του να γυρίσει στο Ισραήλ.
«Μετά από μια περίοδο αναπροσαρμογής, έναν δύσκολο χρόνο ή και δύο, δεν καταλάβαινα τι έκανε εκεί τόσο πολλά χρόνια», μας λέει. «Μέχρι και σήμερα είμαι αμφίθυμος. Τη λατρεύω την Αμερική, αγαπώ τα διαφορετικά όρια που υπάρχουν εκεί, τόσο ευρεία και τόσο συναρπαστικά. Οι μεγαλύτεροι συγγραφείς και οι καλύτεροι δημιουργοί βρίσκονται εκεί.»
Στο Ισραήλ δημιούργησε έναν μακρύ κατάλογο ταινιών ντοκιμαντέρ πάνω σε μια ποικιλία θεμάτων, μεταξύ των οποίων το «Café Noah», που έχει να κάνει με την αραβική μουσική παράδοση που έφεραν στο Ισραήλ οι μετανάστες του από το Ιράκ και την Αίγυπτο· το «Raging Dove», σχετικά με έναν ημιμεσαίων βαρών πρωταθλητή του μποξ από τη Ναζαρέτ· το «Ταξίδι της Vaan Nguyen», σχετικά με την ισραηλινή ποιήτρια βιετναμέζικης καταγωγής· το «Side Walk» που κινηματογραφεί παιδιά καθώς πηγαίνουν και γυρίζουν από το σχολείο στο σπίτι· και το «Mendelsohn’s Incessant Visions», σχετικά με τον γερμανο-εβραίο αρχιτέκτοντα Erich Mendelson. Πέρυσι ο Ντρορ γύρισε το «Δεν υπάρχουν λιοντάρια στο Τελ Αβίβ», ένα φιλμ για τον θρυλικό ζωολογικό κήπο της πόλης. Το «Lebanon: Borders of Blood» είναι μονάχα η δεύτερη σειρά-ντοκιμαντέρ που φτιάχνει αλλά ο Ντρορ λέει ότι προτιμάει πια αυτό το φορμάτ. «Οι ταινίες-ντοκιμαντέρ είναι πολύ περιοριστικές. Υπάρχει μια συγκεκριμένη θέση και το φιλμ δουλεύει για να αποδείξει αυτή τη θέση χωρίς να ανοίγει παράπλευρα. Προτιμώ να κάνω σειρές. Μπορείς να δημιουργήσεις πράγματα που είναι βαθύτερα από τις ταινίες των 90 ή των 120 λεπτών.» Μια Φεμινιστική Εκδοχή του Λιβάνου Πέρα από τη σειρά που προβάλλεται από το κανάλι Kan, ο Ντρορ και οι συνεργάτες του παρήγαγαν ένα ντοκιμαντέρ 90 λεπτών πάνω στο ίδιο θέμα, με τη χρήση του ίδιου υλικού, για να το δείξουν στο εξωτερικό. Προβλήθηκε για λίγες εβδομάδες τόσο στη γερμανική όσο και τη γαλλική κυβέρνηση. Σε αντίθεση με τη σειρά, στην οποία η συντριπτική πλειοψηφία των συνεντευξιαζόμενων είναι άνδρες, οι κεντρικοί δύο χαρακτήρες της ταινίας είναι γυναίκες. «Η επικέντρωση του ενδιαφέροντος μας είναι η ίδια, αλλά η οπτική γωνία παρατήρησης είναι διαφορετική», λέει ο Ντρορ. «Η ταινία χτίζεται γύρω από δύο βασικούς χαρακτήρες που είναι οι κεντρικοί παρουσιαστές. Μία από αυτές εμφανίζεται στη σειρά – η Hanin Ghaddar, μια δημοσιογράφος από ένα σιίτικο χωριό του νότιου Λιβάνου που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα επειδή έγραψε για την Χεζμπολάχ με πολύ κριτικό τόνο, και σήμερα ζει στην Ουάσικγτον. Η δεύτερη είναι η Darina al-Joundi, μια γαλλο-λιβανέζα ηθοποιός και συγγραφέας που δεν εμφανίζεται καθόλου στη σειρά.» - Πώς έγινε και στο Ισραήλ θα κυκλοφορεί μια σειρά με στρατηγούς – από όλες τις πλευρές, αλλά στρατηγούς – και στο εξωτερικό ένα φιλμ από την οπτική των πολιτών και των γυναικών; «Οι ευρωπαίοι διανομείς – η γερμανική δημόσια τηλεόραση και ο γαλλικός σταθμός ARTE – ήθελαν ταινία, όχι σειρά. Στο Ισραήλ η συμφωνία με την Kan 11 ήταν για μια σειρά», λέει ο Ντρορ. «Εμείς θέλαμε μια σειρά με επτά επεισόδια, όχι πέντε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τεντώσαμε τα όρια της ικανότητας ενός ισραηλινού καναλιού να δείξει κάτι που δεν ήταν ισραηλινο-κεντρικό, και το οποίο δεν συμφωνεί με την πλειοψηφία των ισραηλινών θεατών. Θέλαμε περισσότερους γυναικείους χαρακτήρες και βασικά στο φιλμ μπορέσαμε, στον χώρο αυτών των 90 λεπτών, να χρησιμοποιήσουμε τους γυναικείους χαρακτήρες και να τους ενδυναμώσουμε. Υπάρχει κάτι το φεμινιστικό γύρω από αυτό το φιλμ. Οι άνδρες κάνουν τον χαμό και οι γυναίκες παρατηρούν αλλά δεν μπορούν να κάνουν κάτι για να βοηθήσουν.» Το μεγαλύτερο μέρος της σειράς είναι αφιερωμένο στον πρώτο πόλεμο του Λιβάνου. Η μακρά παρουσία του IDF στον νότιο Λίβανο από το επίσημο τέλος του πολέμου μέχρι το 2000 αναφέρεται μονάχα εν παρόδω. Το ίδιο συμβαίνει και με τον δεύτερο πόλεμο του Λιβάνο. Ο βασικός λόγος για αυτό είναι, σύμφωνα με τον Ντρορ και τον ισραηλινό παραγωγό, Liat Kamai Eshed, η επιθυμία να αποφύγουν να ειπωθούν δύο φορές μερικά πράγματα από τη νέα αυτή σειρά και από μια άλλη σειρά που επίσης προβάλλεται αυτή τη χρονιά στο κανάλι Kan, το «Ο Πόλεμος χωρίς Όνομα», που εστιάζει στη 18χρονη παρουσία του στρατού στην ζώνη ασφάλειας. - Αν έτσι έχουν τα πράγματα, γιατί δεν τελειώσατε τη σειρά με τον πρώτο πόλεμο το 1982; «Θέλαμε να δείξουμε που οδήγησε το πράγμα, πως ο πρώτος πόλεμος οδήγησε στον δεύτερο και επίσης τη συνάφειά του με το σήμερα», λέει ο Ντρορ. - Πιστεύετε ότι μάθατε κάτι απ’ όλο αυτό; «Έχουμε μάθει ναι, αλλά η ισραηλινή κοινωνία είναι εθισμένη στις λύσεις που περιλαμβάνουν βία», μας λέει. «Έχουμε γίνει περισσότερο σκεπτόμενοι στην κατανόηση των τοπικών συμφερόντων και στρατηγικών, αλλά και πάλι, αυτός ο πόθος για βίαιες λύσεις είναι κάτι που ακόμη και οι πιο έξυπνοι πολιτικοί θα αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν, επειδή αυτό είναι που θέλουν οι μάζες. Πάντοτε σκέφτομαι τις ομοιότητες μεταξύ της ισραηλινής και της λιβανέζικης κοινωνίας. Το να κλίνεις προς τη Δύση και να κατανοείς ότι είσαι μέρος της Μέσης Ανατολής και αυτού που συμβαίνει μέσα μας σήμερα, αυτό το σπάσιμο σε φυλές, η απώλεια του κοινού καλού – αυτό οδήγησε κυρίως στον εμφύλιο του Λιβάνου. Θα μπορούσε να συμβεί και εδώ. Το 1974 κανείς στον Λίβανο δεν περίμενε να αποσυντεθεί η κοινωνία και ότι θα ξεσπούσε ένας εμφύλιος, ότι ο γείτονας θα δολοφονούσε τον γείτονά του, ότι το μίσος και η πόλωση θα ήταν τέτοια που οι άνθρωποι θα πυροβολούσαν ο ένας τον άλλον. Νιώθω ότι στο Ισραήλ περνάμε τώρα μέσα από κάποιου είδους λιβανοποίηση.» Πηγή: https://www.haaretz.com/israel-news/.premium.MAGAZINE-understanding-lebanon-through-fresh-israeli-eyes-1.9372668
Comments