top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Όταν το νεαρό Ισραήλ ανακάτευε τα νερά του Νείλου

Ένα νέο βιβλίο ρίχνει φως σε κάποια από τα πιο περιπετειώδη και επικίνδυνα σχέδια που οργανώθηκαν και εκτελέστηκαν από πράκτορες με σκοπό να βλάψουν την Αίγυπτο του Γκαμάλ Αμπντούλ Νάσερ (Gamal Abdul Nasser) την εποχή προτού συλληφθεί μια ομάδα Αιγύπτιων Εβραίων που δούλευαν για τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών. Haaretz. Του Yossi Melman, 08-03-2020.

Ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (PLO), στα αριστερά, και ο βασιλιάς Χουσείν της Ιορδανίας, στα δεξιά, ακούνε τον Αιγύπτιο πρόεδρο Γκαμάλ Αμπντούλ Νάσερ, στο κέντρο, στο ξενοδοχείο Χίλτον του Νείλου, στο Κάιρο, στις 27 Σεπτεμβρίου του 1970, αφότου κατέληξαν σε ανακωχή (Credit: A.P.)

Το 1954 η αιγυπτιακή κυβέρνηση συνέλαβε ένα δίκτυο νεαρών Αιγύπτιων Εβραίων που είχαν εκπαιδευτεί από τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών με σκοπό να διαπράξουν σαμποτάζ εναντίον της πατρίδας τους. Η αποτυχημένη επιχείρηση που έμεινε γνωστή ως η «σάπια επιχείρηση» (esek habish), ή η Υπόθεση Λαβόν (Lavon Affair) ταρακούνησε το κατεστημένο της πολιτικής και των υπηρεσιών ασφαλείας για πάνω από μια δεκαετία και έδωσε το έναυσμα για εξελίξεις που οδήγησαν μέχρι και στην παραίτηση του τότε πρωθυπουργού Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. Οι πληροφορίες που αποκαλύπτω σε ένα νέο βιβλίο, που εκδόθηκε μετά από μια μακρά νομική μάχη, δείχνει ότι οι τα επιχειρησιακά μοντέλα που οδήγησαν στο σκάνδαλο αυτό δεν ήταν μοναδικά, αλλά μάλλον συστηματικά των μεθόδων των ισραηλινών υπηρεσιών και χρησιμοποιούνταν κατά της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια των χρόνων που προηγήθηκαν της αποτυχημένης αυτής επιχείρησης – και σε κάποιο βαθμό και μετά από αυτήν. Συμπεριλάμβαναν τη δηλητηρίαση πηγαδιών, την πλαστογράφηση χρημάτων και σφραγίδων, τη διεξαγωγή ψυχολογικού πολέμου, τις πολιτικές δολοφονίες και το εμπόριο ναρκωτικών. Στην πρώτη δεκαετία μετά την ίδρυση του κράτους το 1948, οι υπηρεσίες πληροφοριών του Ισραήλ ήταν μικρές και με λιγοστές πηγές εσόδων. Το προσωπικό τους ήταν κυρίως επηρεασμένο από κατασκοπευτικές επιχειρήσεις των Αμερικάνων και των Βρετανών κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς και από βιβλία και ταινίες που έδειχναν επικίνδυνες μανούβρες πίσω απ’ τις γραμμές του εχθρού, κάποιες πραγματικές και κάποιες τελείως φανταστικές. Πολλές από τις λεπτομέρειές τους ακόμη δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν λόγω των ενστάσεων της στρατιωτικής λογοκρισίας, των αρχηγών των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών και των εντολών φίμωσης που εκδίδουν οι υπουργοί άμυνας και τα δικαστήρια, συμπεριλαμβανομένου του ανώτατου δικαστηρίου. Παρόλα αυτά, κατάφερα να ανοίξω ένα μικρό παράθυρο σε αυτόν τον τοίχο σιωπής. Κατά τα πρώτα του χρόνια, το Ισραήλ λειτουργούσε με έναν αριθμό οργανώσεων πληροφοριών. Υπήρχε η Υπηρεσία Ασφαλείας (που τελικά εξελίχθηκε στην Σιν Μπετ), το τμήμα πληροφοριών των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων (που αργότερα εξελίχθηκε στο Στρατιωτικό Τμήμα Πληροφοριών) και το διπλωματικό τμήμα στο Υπουργείο Εξωτερικών. Όταν η Μοσάντ ιδρύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 1949, από τον Ρούβεν Σιλοάχ (Reuven Siloah), ειδικό σύμβουλο τόσο του Μπεν Γκουριόν όσο και του υπουργού Εξωτερικών Μοσέ Σαρέτ (Moshe Sharett), η αρμοδιότητά της ήταν να συντονίζει όλες τις άλλες υπηρεσίες. Ήταν μικρή, με λίγες δυνατότητες και με μικρή εξουσία. Υπήρχαν συνεχείς αγώνες εξουσίας μεταξύ των διαφόρων υπηρεσιών, με τους διοικητές να αναζητούν τη συνεχή επέκταση των εξουσιών τους. «Άρπαξε ό,τι μπορείς» ήταν το μότο.

Η ιδέα της υπονόμευσης της οικονομίας της Αιγύπτου αναδύθηκε μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μια χώρα που ήταν ο μεγαλύτερος εχθρός του Ισραήλ την εποχή εκείνη, μέσω της δημιουργίας πλαστογραφημένων αιγυπτιακών χαρτονομισμάτων. Η έμπνευση προήλθε από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καθώς το ίδιο είχε γίνει από τη ναζιστική Γερμανία και τη Βρετανία. Το σχέδιο ήταν να τυπωθεί πλαστογραφημένο αιγυπτιακό χρήμα και να πλημμυρίσει η Αίγυπτος με αυτό, αυξάνοντας τον πληθωρισμό και προκαλώντας την κατάρρευση της οικονομίας. Ποικίλες ιδέες και σχέδια εμφανίστηκαν και συζητήθηκαν αλλά τελικά απορρίφθηκαν. Μια άλλη ιδέα που απορρίφθηκε ήταν να πλαστογραφηθούν αιγυπτιακές σφραγίδες που να σπιλώνουν τον νέο της πρόεδρο Γκαμάλ Αμπντούλ Νάσερ και να τον απεικονίζουν ως μεγαλομανή ηγέτη που επιθυμεί τον έλεγχο όλου του αραβικού κόσμου στο πλαίσιο της ιδεολογίας του παν-αραβισμού του. Οι κατάσκοποι στο διπλωματικό τμήμα του υπουργείου Εξωτερικών είχαν επίσης φαντασία και επινοητικότητα, γεμάτη περιπετειώδεις ιδέες – κάποιες από τις οποίες ήταν τρελές και επικίνδυνες πράξεις. Το τμήμα είχε ένα τμήμα επιχειρήσεων στην Ευρώπη με τον κωδικό Daat του οποίου ηγούταν ο Asher Ben-Natan. Οι άνθρωποι του δούλευαν υπό διπλωματική κάλυψη στις ισραηλινές αποστολές σε όλη την υφήλιο προκειμένου να συλλέγουν πληροφορίες για τα αραβικά κράτη, να στρατολογούν πράκτορες και να τους φυτεύουν σε στοχευμένες χώρες ώστε να διεξάγουν σαμποτάζ και ειδικές επιχειρήσεις.


Ο Αιγύπτιος πρωθυπουργός Γκαμάλ Αμπντούλ Νάσερ διαβάζοντας τον πρόλογο του νέου αιγυπτιακού Συντάγματος στις 18 Ιανουαρίου του 1956 (Credit: A.P.).

Μετά βίας o ιδανικός κατάσκοπος Ένας από αυτούς τους πράκτορες ήταν ο Τέοντορ Γκρος (Theodore Gross), γεννημένος στην Ουγγαρία το 1920. Ο Γκρος ήταν τραγουδιστής της όπερας στην Ιταλία και το Μεξικό. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατατάχθηκε στον Βρετανικό Στρατό αρχίζοντας να δουλεύει στις υπηρεσίες πληροφοριών και άλλαξε το όνομά του σε Τεντ Κρος. Όταν ξέσπασε ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας το 1948, ανακάλυψε ότι είχε εβραϊκές ρίζες, μετανάστευσε στο Ισραήλ και κατατάχθηκε ως εθελοντής στον ισραηλινό στρατό. Η εμπειρία του στις βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών και η ευφράδειά του στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ιταλικά, τα ισπανικά και τα γαλλικά τράβηξαν την προσοχή του Μπεν-Νατάν. Αυτοστιγμεί ο Τεντ Κρος έγινε Νταβίντ Μαγκέν (David Magen). Τον Μάρτιο του 2006 ο δημοσιογράφος Γκιλ Μέλτζερ (Gil Meltzer) δημοσίευσε ένα άρθρο στην εφημερίδα Γιεντιό Αχρονότ (Yedioth Ahronoth) σχετικά με τον Μαγκέν και τη ζωή του στο όριο, καθώς και το πως δεν δίσταζε να εμπορεύεται ναρκωτικά προκειμένου να χρηματοδοτεί τις απολαύσεις του. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ο Μαγκέν ήταν ένα αναξιόπιστο πρόσωπο, μετά βίας ο ιδανικός κατάσκοπος. Παρόλα αυτά, οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών δεν πλημμύριζαν ακριβώς και με επαγγελματίες πράκτορες εκείνες τις μέρες και δεν μπορούσαν να είναι τόσο επιλεκτικές. Στην Επιχείρηση Νάϊλον, ανατέθηκε στον Μαγκέν να δολοφονήσει σημαντικούς ανθρώπους του αιγυπτιακού καθεστώτος και θα τον βοηθούσε σε αυτό η εβραϊκή αντίσταση. Ο Μαγκέν ήρθε στην Αίγυπτο τον Ιούλιο του 1948 και έκανε επαφές με νέα μέλη της εβραϊκής σιωνιστικής αντίστασης. Στους πέντε Εβραίους που στρατολόγησε υποσχέθηκε ότι μετά την αποστολή, θα φυγαδεύονταν από την Αίγυπτο με πλαστά διαβατήρια. Προς έκπληξη των πρακτόρων της αντίστασης – και για χάρη της καλής τους τύχης αλλά και ολόκληρης της αιγυπτιακής εβραϊκής κοινότητας – ο Μαγκέν ανακοίνωσε πάρα πολύ σύντομα ότι η αποστολή είχε ματαιωθεί και ξαφνικά πήγε πίσω στο Ισραήλ χωρίς να δώσει καμία εξήγηση. Στον Μαγκέν δεν είχαν δοθεί αρκετά χρήματα για τις αποστολές του. Οπότε ο Μπεν-Νατάν και οι βοηθοί του έψαξαν για νέες πηγές χρηματοδότησης και τις βρήκαν πράγματι στο πρόσωπο ενός Βρετανού ταγματάρχη που έγινε συνεργάτης τους. Του έδωσαν ένα κάνιστρο γεμάτο χασίς που είχε κατασχέσει ο ισραηλινός στρατός από λαθρέμπορους και ο Μαγκέν πούλησε το ναρκωτικό στην Αίγυπτο. Κάποια χρόνια αργότερα, κατά τη δίκη του στο Ισραήλ, αποδείχθηκε ότι ο Μαγκέν πουλούσε ναρκωτικά στην Ιταλία και για ίδιο όφελος ενώ παράλληλα δούλευε για το Ισραήλ. Η μικρο-επιχείρηση του Μπεν-Νατάν με τον Μαγκέν στην Αίγυπτο ήταν η πρώτη αλλά σίγουρα όχι η τελευταία φορά που οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών λερώσανε τα χέρια τους με εμπόριο ναρκωτικών και τη χειραγώγηση εμπόρων ναρκωτικών. Μέσα στα χρόνια, υπήρξαν τόσο ισραηλινές όσο και ξένες αναφορές στον Τύπο που συνέδεαν τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών (και συγκεκριμένα τη Μονάδα 504 των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών) με εμπόριο ναρκωτικών. Πράγματι, οι βετεράνοι της μονάδας λένε ότι δεν δίσταζαν να στρατολογήσουν και να χειρίζονται κάποιους από τους μεγαλύτερους εμπόρους του Σινάι και του Λιβάνου. Κάποιοι από αυτούς συλλαμβάνονταν, μαζί με Ισραηλινούς αξιωματικούς και εξέτιαν ποινές φυλάκισης για το λαθρεμπόριο ναρκωτικών μέσα στη χώρα.

Ο Μαγκέν συνέχισε να εκτελεί αποστολές για τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών στην Ιταλία, μεταξύ άλλων στρατολογώντας και χειραγωγώντας πράκτορες. Μόνο το 1952 ανακαλύφθηκε ότι ήταν διπλός πράκτορας που είχε προδώσει τους στρατολόγους του και δούλευε για τις αιγυπτιακές υπηρεσίες πληροφοριών. Τον φέρανε πίσω στο Ισραήλ με ένα πρόσχημα και τον συνέλαβαν. Έπειτα αποκαλύφθηκε ότι είχε ερωτευτεί την Αμίνα Νουρ α-Ντιν (Amina Nur a-Din), μια νεαρή γυναίκα που ήταν μέλος της αιγυπτιακής βασιλικής οικογένειας. Αφότου η ερωτική τους ιστορία περιπλέχθηκε, ο Μαγκέν αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο. Αλλά προτού το κάνει, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στην αιγυπτιακή κατασκοπεία με αντάλλαγμα ένα μεγάλο ποσό χρημάτων. Ο Μαγκέν δικάστηκε για τις επαφές του με τους Αιγύπτιους πράκτορες. Η δίκη του διεξάχθηκε κεκλεισμένων των θυρών και υπό πλήρη απαγόρευση ανακοινώσεων στον Τύπο. Του δόθηκε ποινή 15 χρόνων φυλάκισης. Το 1959 του δόθηκε χάρη. Αφότου απελευθερώθηκε, παντρεύτηκε και μπήκε στις επιχειρήσεις εστιατορίων, ως συνεταίρος της αλυσίδας φαστ-φουντ «Wimpy». Πέθανε το 1973. Μια άλλη πιθανότητα που συζητήθηκε ήταν ο δηλητηριασμός των πηγαδιών της Αιγύπτου. Αυτή ήταν μια αποδεκτή μορφή σαμποτάζ κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ και στα πρώιμα χρόνια του κράτους. Οι επιζώντες του Ολοκαυτώματος με ηγέτη τον Άμπα Κόβνερ που το 1945 δημιούργησαν την αντιστασιακή ομάδα των «Εκδικητών» σχεδίαζαν να δηλητηριάσουν τις προμήθειες του ψωμιού των Γερμανών κρατουμένων πολέμου μετά τον Β’ Π.Π. Ο καθηγητής Εφρέμ Κατζίρ (Ephraim Katzir), αργότερα πρόεδρος της χώρας και ο αδερφός του, ο χημικός Αχαρόν Κατζίρ (Aharon Katzir), ο οποίος σκοτώθηκε το 1972 σε μια επίθεση Γιαπωνέζων τρομοκρατών στο αεροδρόμιο του Λοντ, προμηθεύσανε στον Κόβνερ το δηλητήριο, καθώς και οι δυο τους εργάζονταν για το Ινστιτούτο Επιστήμης Βάιζμαν (Weizmann Institute of Science), αλλά το σχέδιό τους να δηλητηριαστεί το σύστημα ύδρευσης δεν πέτυχε ποτέ. Τον Μάιο του 1948 ο Νταβίντ Μιζραχί (David Mizrahi) και ο Εζρά Χορίν (Ezra Horin), δύο Ισραηλινοί πράκτορες, συνελήφθησαν κοντά σε πηγάδια της Γάζας, ντυμένοι ως Άραβες. Οι αιγυπτιακές αρχές τους κατηγόρησαν ότι σκόπευαν να δηλητηριάσουν τα πηγάδια επειδή κουβαλούσανε θήκες με διπλό πάτο που περιείχε ένα υγρό γεμάτο βακτήρια το οποίο μπορούσε να προκαλέσει δυσεντερία και τύφο. Οι Μιζραχί και Χορίν ήταν μέλη του Τμήματος Σαχάρ (Shahar), μια μυστική μονάδα της των ειδικών δυνάμεων της Παλμάχ (Palmach), της δύναμης κρούσης της οργάνωσης Χαγκανά (Haganah) που υπήρχε πριν τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ. Τα μέλη της ήταν ντόπιοι που κατάγονταν από την αραβική γη ή από οικογένειες μεσανατολικής προέλευσης. Οι Μιζραχί και Χορίν βασανίστηκαν από τους Αιγύπτιους και στις 22 Αυγούστου του 1948, μετά από μια διήμερη δίκη-σόου, δολοφονήθηκαν από ένα εκτελεστικό απόσπασμα. Το σχέδιο να δηλητηριαστούν τα αιγυπτιακά πηγάδια εγκαταλείφθηκε. Η Υπόθεση Λαβόν Το 1951 ο Αβραάμ Νταρ (Avraham Dar), αξιωματικός της Μονάδας 131 της Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία οργάνωνε επιχειρήσεις πίσω από τις γραμμές του εχθρού, στρατολόγησε ένα δίκτυο σαμποτέρ από Αιγύπτιους Εβραίους. Μπήκε στη χώρα μεταμφιεσμένος σαν Βρετανός επιχειρηματίας με το όνομα Τζον Ντάρλινγκ (John Darling) και στρατολόγησε ιδεαλιστές φοιτητές και μέλη των κινημάτων της σιωνιστικής νεολαίας. Τα μέλη του δικτύου στάλθηκαν στο Ισραήλ για να εκπαιδευτούν στα όπλα, στις επικοινωνίες παρακολούθησης και στην κρυπτογραφία και έπειτα επέστρεψαν στην Αίγυπτο και τους ειπώθηκε να αναμένουν εντολές. Το σχέδιο ήταν να τους ενεργοποιήσουν μονάχα σε περίπτωση πολέμου, οπότε και θα μπορούσαν να ανατινάξουν γέφυρες, δρόμους και άλλες στρατηγικές εγκαταστάσεις. Τον Αύγουστο του 1951 ο Νταρ ζήτησε να αφεθεί ελεύθερος των καθηκόντων του αυτών σε σχέση με το δίκτυο και το αίτημά του ικανοποιήθηκε. Αντικαταστάθηκε από τον ταγματάρχη Αβρί Ελάντ (Avraham Seidenwerg) ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση του δικτύου των Αιγύπτιων σαμποτέρ. Ο Ελάντ ήταν αυτός που ανακάλυψε την ταυτότητα του Γερμανού μηχανικού Πολ Φρανκ. Τον Δεκέμβριο του 1953 μπήκε λαθραία στην Αίγυπτο και ανανέωσε τους δεσμούς με τους πυρήνες που είχαν δημιουργηθεί στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Το καλοκαίρι του 1954, ο Ελάντ έλαβε εντολή να ενεργοποιήσει το δίκτυο από τον αρχηγό των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών Μπενιαμίν Γκίμπλι (Benyamin Gibli) και πιθανόν και από τον υπουργό Άμυνας Πίνχας Λαβόν (Pinhas Lavon), σε αντίθεση με το αρχικό σχέδιο με βάση το οποίο η ενεργοποίηση θα συνέβαινε μόνο σε περίπτωση πολέμου. Ο στόχος ήταν να επιτεθούν σε βρετανικές και αμερικάνικες τοποθεσίες στο Κάιρο και την Αλεξάνδρεια και να το κάνουν να φανεί σαν να ευθύνονταν οι Αιγύπτιοι εθνικιστές. Η ελπίδα ήταν να υπονομεύσουν τη σχέση μεταξύ Αιγύπτου και Δύσης και να αποτρέψουν την απόσυρση των βρετανικών δυνάμεων από τη Διώρυγα του Σουέζ. Τον Ιούλιο του 1954 μέλη του δικτύου διεξήγαν τρεις επιθέσεις: στο κεντρικό ταχυδρομείο της Αλεξάνδρειας, στην αμερικάνικη βιβλιοθήκη του Καΐρου και στην αμερικάνικη βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Αλλά το σχέδιο απέτυχε και οι επιθέσεις οδήγησαν στη σύλληψη 13 μελών του δικτύου. Δύο από αυτούς, ο Σμουέλ Αζάρ (Shmuel Azar) και ο Δρ Μοσέ Μαρζούκ (Moshe Marzuk) εκτελέστηκαν. Οι άλλοι φυλακίστηκαν σε ποινές που εκτείνονταν από επτά χρόνια μέχρι ισόβια. Απελευθερώθηκαν μόνον το 1968 με την ανταλλαγή κρατουμένων μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Δύο από τους συλληφθέντες αθωώθηκαν. Με την επιστροφή του στο Ισραήλ, ο Ελάντ πέρασε δικαστήριο ως διπλός πράκτορας και με την κατηγορία της προδοσίας του δικτύου των συναδέλφων του. Αλλά έκτοτε καμία συγκεκριμένη απόδειξη δεν βρέθηκε για να στηρίξει αυτή την κατηγορία, ενώ το 1960 καταδικάστηκε για άλλα αδικήματα που σχετίζονταν με επαφές του με αξιωματικό των αιγυπτιακών υπηρεσιών πληροφοριών και έλαβε ποινή 12 χρόνων φυλάκισης. Εντωμεταξύ ο Νταρ συνέχισε τη δουλειά του. Το 1957, λίγο πριν το Ισραήλ αναγκαστεί να αποσυρθεί από το Σινάι, ο Νταρ πρότεινε βομβιστικές επιθέσεις σε δύο κτίρια στο Κάϊρο ώστε να στερηθεί ο Νάσερ τον πανηγυρισμό της νίκης του. Τόσο στην Επιχείρηση Νάϊλον όσο και στην Υπόθεση Λαβόν, οι ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών ανέπτυξαν σχέδια με περιπετειώδεις επιχειρήσεις στην Αίγυπτο στις οποίες χρησιμοποίησαν τους ντόπιους Εβραίους χωρίς κατάλληλη εκπαίδευση ή εντολές. Στην πορεία, το Ισραήλ διακινδύνευσε όλη την εβραϊκή κοινότητα της χώρας. Μετά τη συμφωνία ειρήνης του 1979 και δεδομένου του γεγονότος ότι η χώρα αυτή είναι στρατηγική σύμμαχος του Ισραήλ, κάθε αναφορά σε σχέδια σαμποτάζ όπως τα προαναφερθέντα, ανησυχούσαν τους Ισραηλινούς αξιωματούχους ασφαλείας ότι θα έβλαπταν τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Παρόλα αυτά, η συμφωνία ειρήνης επιβίωσε για πάνω από 40 χρόνια και από πολύ χειρότερα περιστατικά από τις ερασιτεχνικές επιχειρήσεις και τις παιδιάστικες ασθένειες των ισραηλινών υπηρεσιών πληροφοριών της δεκαετίας του 1950, όπως για παράδειγμα η δολοφονία Αιγύπτιων κρατουμένων. Αυτό το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από την εβραϊκή έκδοση του βιβλίου μου «Οι Ελαττωματικοί Κατάσκοποι: Η Ιστορία των Ισραηλινών Υπηρεσιών Πληροφοριών» (“The Imperfect Spies: The History of Israeli Intelligence”) που πρόσφατα εκδόθηκε από τις εκδόσεις Tchelet Books. Πηγή: https://www.haaretz.com/middle-east-news/.premium-counterfeit-money-stamps-and-poisoned-wells-when-israel-stirred-the-nile-s-water-1.8635091

85 views0 comments
bottom of page