top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Το διαρκές δίλημμα σχετικά με τις ταινίες για το Ολοκαύτωμα

Updated: Jan 18, 2021

Το σινεμά είναι ψυχαγωγία. Αυτή είναι η ακανθώδης πρόκληση για τους σκηνοθέτες που διάλεξαν να ασχοληθούν με το αντικείμενο του Ολοκαυτώματος και ο λόγος που, από το «Κάπο» μέχρι τη «Λίστα του Σίντλερ», οι περισσότερές τους προσπάθειες έχουν αποτύχει.

Uri Klein.


Ο Adrien Brody στον βραβευμένο με το βραβείο της Ακαδημίας το 2002 «Πιανίστα» του Roman Polanski. AP.

Οι περισσότεροι θυμούνται τον Ιταλό σκηνοθέτη Gillo Pontecorvo για τις δύο δυνατές του ταινίες, τη «Μάχη του Αλγερίου» (1966) και το «Burn!» (1969). Αλλά το 1960 σκηνοθέτησε ακόμη ένα πολύ σημαντικό φιλμ που λεγόταν «Κάπο». Ήταν σημαντικό για δύο λόγους: ήταν η πρώτη υψηλού κύρους ευρωπαϊκή ταινία που η ιστορία της εκτυλισσόταν μέσα σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης∙ και η κριτική που δέχτηκε, είχε μια καταστατική επίδραση πάνω σε κάθε κριτική ταινιών για το θέμα αυτό έκτοτε.

Η ταινία του Pontecorvo αφηγούταν την ιστορία μιας μικρής Εβραίας (την οποία ενσάρκωνε η Αμερικανίδα ηθοποιός Susan Strasberg, η οποία λίγα χρόνια πριν, είχε παίξει τον πρώτο ρόλο στην πρωτότυπη παραγωγή του Broadway «Το ημερολόγιο της Άννας Φρανκ»). Το κορίτσι στελνόταν στο Άουσβιτς με τους γονείς της. Αφού εκείνοι δολοφονήθηκαν, αυτή αγωνίζεται να επιβιώσει με κάθε τρόπο, προσπαθώντας μεταξύ άλλων να γίνει κάπο.


Ο Goeth (στα δεξιά) στην ταινία «Η λίστα του Σίντλερ». IPTC.

Η ταινία πυροδότησε αντιπαραθέσεις με το που κυκλοφόρησε. Οι ελάχιστες ταινίες που πριν από αυτό το φιλμ είχαν ασχοληθεί με τη μνήμη του Ολοκαυτώματος –όπως «Ο Ζογκλέρ» (1953), που γυρίστηκε στο Ισραήλ με πρωταγωνιστή τον Κερκ Ντάγκλας ως επιζώντα του Ολοκαυτώματος που πάλευε να ξεπεράσει τα συμπτώματα του πολέμου, ή «Το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ» (1959)– δεν απεικόνιζαν τη ζωή στα στρατόπεδα.

Οι κριτικοί ταινιών, μη έχοντας εμπειρία να αντιμετωπίσουν ένα φιλμ σαν κι αυτό, αποκήρυξαν κατά πλειοψηφία το «Κάπο» σαν ένα μελόδραμα που εκμεταλλευόταν το θέμα του και γύρευε να δημιουργήσει εντυπώσεις. Αν και το φιλμ ήταν υποψήφιο στα βραβεία της Ακαδημίας ως μια από τις καλύτερες ξενόγλωσσες ταινίες, παίχτηκε ελάχιστα στους κινηματογράφους και έγινε γνωστό μόλις την περασμένη δεκαετία χάρη στην αμερικάνικη μορφή DVD με την οποία κυκλοφόρησε.

Αλλά το «Κάπο» έμεινε καλά χαραγμένο στη μνήμη δύο πολύ σημαντικών Γάλλων κριτικών ταινιών. Το 1961 ο Jacques Rivette δημοσίευσε μια κριτική στο πρωτοποριακό περιοδικό Cahiers du Cinema, όπου συζήτησε μία σκηνή της ταινίας στην οποία μια γυναίκα κρατούμενη (Emanuelle Riva) αυτοκτονεί πέφτοντας πάνω στο ηλεκτροφόρο συρματόπλεγμα που περιέβαλε το στρατόπεδο (ο Rivette ανήκε στον ίδιο κύκλο με τους François Truffaut, Jean-Luc Godard και Claude Chabrol, οι οποίοι αλλάξανε αυτό που σήμαινε μεταπολεμικά κριτική ταινιών και κάποιοι από αυτούς εξελίχθηκαν στους σημαντικότερους σκηνοθέτες του Νέου Κύματος του σινεμά): «Αυτός ο άνθρωπος [ο Pontecorvo] που αποφάσισε σε αυτή τη στιγμή της ταινίας να χρησιμοποιήσει τη σταθερή κίνηση της κάμερας, κοντά προς το πτώμα και να τοποθετήσει το πτώμα σε ένα κάδρο ώστε το απλωμένο χέρι του να εμφανίζεται προσεκτικά στην πάνω γωνία της εικόνας – αυτός ο άνθρωπος, αξίζει τη βαθύτερη περιφρόνησή μας.»

Αυτή η πρόταση διαβάστηκε από τον 17χρονο Serge Daney, ο οποίος θα γινόταν αργότερα ένας από τους κορυφαίους κριτικούς ταινιών της Γαλλίας, αλλά και εκδότης των Cahiers du Cinema τη δεκαετία του 1970, μαζί με τον Serge Toubiana. Πολλά χρόνια αφού διάβασε το άρθρο του Rivette (και όχι πολύ πριν τον θάνατό του από AIDS το 1992 σε ηλικία 48 ετών), ο Daney δημοσίυσε ένα άρθρο με τον τίτλο «Η κινούμενη λήψη του ‘Κάπο’» μέσα στο οποίο αποκάλυπτε ότι αποφάσισε να γίνει κριτικός ταινιών αφού διάβασε αυτή την πρόταση.

Το δυνητικό ηθικό βάρος

Δεν ήταν η ταινία του Pontecorvo που ενδιέφερε τον Daney∙ δεν την είχε δει όταν πρωτοδιάβασε το άρθρο του Rivette, αλλά ούτε και αργότερα. Ο Daney όμως είχε εμπνευστεί τόσο από αυτή τη γραμμή του Rivette επειδή ήταν η πρώτη φορά που συνάντησε την ιδέα πως η φόρμα και τα κινηματογραφικά μέσα έκφρασης μπορούν να φέρουν μια ηθική σημασία. Στο άρθρο του, ο Daney σημειώνει πως ο Rivette δεν ήταν ο μόνος στη γενιά του που πίστευε κάτι τέτοιο και παραθέτει τη διάσημη παρατήρηση του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ ότι «η κινητή λήψη εγείρει ένα ηθικό ζήτημα».

Αυτή η αναγνώριση του δυνητικού ηθικού βάρους του σινεμά αποκτά ακόμα πιο βαθιά σημασία στις ταινίες που ασχολούνται με το Ολοκαύτωμα, είτε οι ιστορίες τους λαμβάνουν χώρα σε στρατόπεδα θανάτου είτε όχι. Δεν είναι σύμπτωση ότι πήρε πολλά χρόνια στη βιομηχανία του κινηματογράφου να αρχίζει να παράγει ταινίες σχετικά με το Ολοκαύτωμα και τη μνήμη του.

Ο «Επιβάτης» του Πολωνού σκηνοθέτη Andrzej Munk (1963, που κυκλοφόρησε δύο χρόνια αφού πέθανε ο σκηνοθέτης) και ο «Ενεχυροδανειστής» του Σίντνεϊ Λιούμετ (Sidney Lumet, 1964), γύρω από έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος στη Νέα Υόρκη o οποίος κατατρύχεται από τις συνεχείς αναμνήσεις των ημερών του στα στρατόπεδα, είναι δύο από τα σημαντικότερα φιλμ στην εξέλιξη του σινεμά του Ολοκαυτώματος.

Αλλά στην ουσία αυτά παρέμειναν μεμονωμένα παραδείγματα μέχρι να κυκλοφορήσει η «Λίστα του Σίντλερ» του Στίβεν Σπίλμπεργκ (Steven Spielberg) το 1993 και να σπάσει το φράγμα. Πριν τη δεκαετία του 1990, η έλλειψη των φιλμ που ασχολούνταν με το αντικείμενο αυτό δεν οφειλόταν απλώς σε μια παρατεταμένη χρονικά αίσθηση ότι το Ολοκαύτωμα αποτελούσε ένα γεγονός τοποθετημένο εκτός ιστορίας, και άρα εκτός των ορίων της καλλιτεχνικής αναπαράστασης, αλλά και σε μια αίσθηση ότι δεν υπήρχε κατάλληλος τρόπος να πει κανείς την ιστορία του και να καταγράψει τη μνήμη του.

Είναι πιθανό ότι οι δεκαετίες που μεσολάβησαν μεταξύ των γεγονότων που απεικονίζονται στη «Λίστα του Σίντλερ» και της κυκλοφορίας της ταινίας αυτής είναι αυτό που βοήθησε τη συγκεκριμένη παραγωγή να γίνει τόσο πετυχημένη (κέρδισε επτά βραβεία της Ακαδημίας, συμπεριλαμβανόμενων αυτών της καλύτερης ταινίας και του καλύτερου σκηνοθέτη) και να γίνει μέχρι και αντικείμενο αστείων, όπως στη διάσημη τηλεοπτική σειρά «Seinfeld», σε ένα επεισόδιο της οποίας ο Jerry πιάνεται να κάνει κάτι με τη φίλη του κατά τη διάρκεια της ταινίας και όλοι έπειτα τον κατακρίνουν.


Μπορεί κάποιος να θεωρούσε ότι με το πέρασμα του χρόνου η προβληματική φύση των φιλμ γύρω από το Ολοκαύτωμα θα αμβλυνόταν, αλλά στην πραγματικότητα υπογραμμίζεται όλο και περισσότερο και το ηθικό ζήτημα που τέθηκε από τον Rivette, θίγεται ξανά με τρόπο ακόμη πιο επείγοντα.

Κάθε ταινία, είτε πρόκειται για μια αλλόκοτη κωμωδία είτε ένα ζοφερό δράμα, αποτελεί πηγή ψυχαγωγίας. Η ενασχόληση με αυτό το γεγονός, με την εμπειρία και την ευχαρίστηση που κάθε ταινία γυρεύει να παράσχει, είναι το ύψιστο ζήτημα για το οποίο οι δημιουργοί των ταινιών γύρω από το Ολοκαύτωμα πρέπει να παλέψουν –και οι περισσότεροι τελικά αποτυγχάνουν.

Τα τελευταία χρόνια, η πλειοψηφία των ταινιών που παράχθηκαν πάνω σε αυτό το θέμα, πάσχουν από μελοδραματικότητα, κλάψα, κοινοτοπία, κιτς και επιφανειακότητα. Στην κορυφή της μικρής λίστας καλών πρόσφατων ταινιών για το Ολοκαύτωμα θα έβαζα αυτές τις δύο: τον «Πιανίστα» του Πολάνσκι (2002) και το «Ο Άνθρωπος δίχως Πεπρωμένο» του Ούγγρου σκηνοθέτη Lajos Koltai (2005). Αυτές είναι οι μόνες που καταφέρανε όχι μόνο να πούνε την ιστορία –και οι δυο ήταν βασισμένες πάνω σε αυτοβιογραφίες– αλλά να απεικονίσουν στην οθόνη την πραγματική ουσία των προσωπικών και ιστορικών μνημών που παρουσιάζει αυτή η ιστορία.

Με κίνδυνο να τρομάξω κάποιους αναγνώστες μου, θα πρόσθετα στη λίστα το «Inglourious Basterds» του Κουέντιν Ταραντίνο (Quentin Tarantino) του 2009, του οποίου η διερεύνηση του πως ιστορία και μυθολογία συνυφαίνονται στη λαϊκή κουλτούρα –και το πήγε αυτό μέχρι τέρμα– καθιστά, κατά τη γνώμη μου, την ταινία του σημαντική παρακαταθήκη για την μελέτη και την ανάπτυξη της συλλογικής μνήμης.

«Δεν είναι για το Ολοκαύτωμα» Ο λόγος γύρω από τη σχέση του σινεμά και των απεικονίσεων της μνήμης του Ολοκαυτώματος είναι, πιστεύω, ο λόγος με τη μεγαλύτερη σημασία και επίδραση στην ιστορία του σινεμά από την εποχή του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, επειδή πηγαίνει στα άκρα όλα τα ηθικά, ιδεολογικά και αισθητικά ζητήματα που συνόδευσαν την τέχνη της σκηνοθεσίας έκτοτε.

Έτσι, κάθε νέα ταινία που ασχολείται με τη μνήμη του Ολοκαυτώματος συνεχίζει να τραβάει το ενδιαφέρον μου. Η «Λίστα του Σίντλερ» είναι βέβαια ένα έργο-κλειδί στην εξέλιξη αυτού του λόγου. Δεν θα μιλήσω παραπάνω εδώ για τα προφανή προβλήματα της ταινίας, αλλά κάθε φορά που τη βλέπω, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι το σοφό σχόλιο του Στάνλεϊ Κιούμπρικ (Stanley Kubrick) στα πλαίσια μιας συζήτησης για τις ταινίες του Ολοκαυτώματος με τον Frederick Raphael (τον σεναριογράφο της τελευταίας του ταινίας, «Eyes Wide Shut»), ότι κατά τη γνώμη του η «Λίστα του Σίντλερ» δεν είναι μια ταινία για το Ολοκαύτωμα. Έξι εκατομμύρια Εβραίοι δολοφονήθηκαν στο Ολοκαύτωμα, είπε ο Κιούμπρικ στον Ραφαέλ∙ η «Λίστα του Σίντλερ» είναι για 600 Εβραίους που σώθηκαν. Άρα, η «Λίστα του Σίντλερ» δεν είναι μια ταινία για το Ολοκαύτωμα.

Και έτσι λοιπόν, από τον Rivette στον Daney και έπειτα στον Κιούμπρικ, ο λόγος αυτός συνεχίζεται. Και είναι ακριβώς όπως θα έπρεπε να είναι. Γιατί η μνήμη εξαρτάται από έναν τέτοιο λόγο και η μνήμη πρέπει επίσης να συνεχίσει να υπάρχει.

Uri Klein, Συνεργάτης της Haaretz.

157 views0 comments
bottom of page