top of page
Writer's pictureJewish&IsraelStories

Ελευθερία, Φύση και Προετοιμασία για Πόλεμο: μια ματιά στη ζωή των Κιμπούτς του ‘40

Ένα σπάνιο παράθυρο στην πρώιμη ζωή της γενιάς που έχτισε τη χώρα και πολέμησε στους πολέμους του Ισραήλ. Haaretz. Της Μειράβ Μοράν (Meirav Moran), 20-01-2021.


Ο Ράμι σε ηλικία 6 ετών (Credit: Hadas Parush).

«Σήμερα ένας από τους αντάρτες που ήρθαν από τη Διασπορά μέθυσε και του έδεσαν τα πόδια και τον άφησαν σε ένα δωμάτιο μόνο του. Κάποια κακά παιδιά πήγαν από πάνω του και άρχισαν να τον κοροιδεύουν και να τον βρίζουν και όλα τα μικρά παιδιά μαζεύτηκαν τριγύρω και απολάμβαναν το θέαμα. Ο Μ. και ο Ντ. χρησιμοποίησαν ένα κερί για να ρίξουν φως στο πρόσωπο του συντρόφου αντάρτη και ήθελα κι εγώ να δω και έριξα κάτω το κερί και έσβησε, ο Ν. μέλος του κιμπούτς ήταν κι αυτός εκεί και το απολάμβανε και δεν τους σταμάτησε.» Τα γεγονότα διαδραματίζονται στο Κιμπούτς Γιαγκούρ (Yagur) στους πρόποδες του Όρους Καρμέλ, νοτιανατολικά της Χάιφα. Η εποχή είναι η δεκαετία του ’40. Η αναφορά εμφανίζεται σε ένα προσωπικό ημερολόγιο του Ράμι Βάλτερ, 14 ετών, ο οποίος γεννήθηκε μέσα στο Κιμπούτς. Δεν πρέπει να εξασκήσω τη φαντασία μου για να οραματιστώ το αγόρι που θα γινόταν ο πατέρας μου. Τον διακρίνει μια ευαλωτότητα και μια αδυναμία. Τον εξοργίζει η αδικία. Χωρίς να εμπλακεί στην αντιπαράθεση απλά σβήνει το κερί ώστε οι περίεργοι να φύγουν και να αφήσουν ήσυχο τον βασανισμένο άνθρωπο. Δεν γνωρίζαμε για το ημερολόγιο που κρατούσε ο πατέρας μου σε όλη την παιδική του ηλικία – καθημερινά, όπως φαίνεται. Κάποιες φορές απλά μια πρόταση, αλλά συνήθως περισσότερες από μια παράγραφο. Η ακριβής εντύπωση των δραστηριοτήτων και του τι συνέβαινε, σπάνια οδηγεί σε σκέψη αλλά πάντοτε ήταν αποτυπωμένα όλα σε άψογα εβραϊκά. Κάποιες φορές πρόσθετε ζωγραφιές που έφτιαχνε. Το πρώτο τετράδιό του το έγραψε το 1938, στην αρχή της πρώτης τάξης. Το τελευταίο γράφτηκε το 1946 στο τέλος της όγδοης τάξης. Τα τετράδιά του και τα βιβλία ασκήσεών του, κάποια συραμμένα μαζί, κρατήθηκαν στο σπίτι των γονιών του και ανακαλύφθηκαν μονάχα μετά τον θάνατό του, το 2007. Τα διάβασα μόλις τώρα για πρώτη φορά, όταν εμφανίστηκαν τυπωμένα. Η ιστορία ξεφυτρώνει σε κάθε γωνία: στις νύχτες των βομβαρδισμών, στους πρόσφυγες που φτάνουν στο κιμπούτς, στην ίδρυση των παράνομων εποικισμών και στα πολεμικά στρατιωτικά δικαστήρια για όσους θεωρούνταν προδότες. Ο Ράμι αναφέρεται στο ημερολόγιό του στα γεγονότα που θα απογίνουν οι θεμέλιοι λίθοι της δημιουργίας του ανεξάρτητου Ισραήλ και περιτριγυρίζουν τις μάχες για την επικράτειά του – εκρήξεις σε σιδηροδρομικές γραμμές και αστυνομικά τμήματα της περιοχής Σαρόν, τις έρευνες για τα όπλα στο Ραμάτ Χακοβές, τη διάρρηξη στο Ατλίτ (ένα στρατόπεδο κράτησης παράνομων μεταναστών που διοικούσαν οι Βρετανοί), την πολιορκία του Κιμπούτς Γκιβάτ Χαίμ (Givat Haim) και του Κιμπούτς Σεφαγίμ (Shefayim). Αλλά ακόμη κι αν τα ιστορικά γεγονότα είναι διάσπαρτα στο ημερολόγιό του, δεν αποτελούν την καρδιά των γραπτών του. Με στενογραφική συνέχεια, ο Ράμι περιγράφει την καθημερινή του ζωή επί οκτώ χρόνια από την προοπτική της συλλογικής εκπαίδευσης στο Κιμπούτς Γιαγκούρ (σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα κιμπούτς της χώρας). Χωρίς το φίλτρο της ιστορικής προοπτικής, χωρίς το αναδρομικό βλέμμα ενός αφηγητή, αυτή είναι μια παιδική και εφηβική περιγραφή της ζωής σε έναν κόσμο που κάποτε υπήρχε και χάθηκε για πάντα. Μια σπάνια εικόνα μιας ελεύθερης παιδικής ηλικίας, συνδεδεμένης διάφανα με το περιβάλλον της και ανεξάρτητη σε έναν εξαιρετικό βαθμό. Μια ματιά που παρατηρεί τη φύση με ευχαρίστηση, εμπνευσμένη από αρετή και ελπίδα – και κάποιες φορές από μια σκληρότητα επίσης. «Δεν είναι μόνο ένα προσωπικό ημερολόγιο», λέει η μητέρα μου Ντάλια Μοράν (Dalia Moran), 85 ετών, η οποία διέσωσε τα τετράδια από την καταστροφή με τα ίδια της τα χέρια. «Τα ημερολόγια λένε την ιστορία μιας γενιάς.» Οι χιλιάδες σελίδες τους πήγαν να καταστραφούν σε μια καταιγίδα και πέρασε μέρες ολόκληρες να τα στεγνώνει με πιστολάκι μαλλιών και ανεμιστήρες. Όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού άρχισε να σκέφτεται πως θα γίνει το ημερολόγιο διαθέσιμο σε ένα ευρύ κοινό σε μορφή βιβλίου. Ο 600-σελίδων τόμος που σχεδιάστηκε και φτιάχτηκε με τις δικές της επαγγελματικές οδηγίες έχει τίτλο «Σήμερα» - τη λέξη δηλαδή με την οποία ξεκινά σχεδόν κάθε καταχώρηση στο ημερολόγιο του πατέρα μου. «Μέσα στα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευτεί απομνημονεύματα των κιμπούτσνικς, όσων έχουν μεγαλώσει σε κιμπούτς, που μπορεί να κάνουν κάποιον να σκεφτεί ότι η συλλογική εκπαίδευση και οι κοινοτικοί κοιτώνες των παιδιών αποτέλεσαν την πηγή βασάνων και προκάλεσαν κακό», λέει η μητέρα μου. «Ένας από τους λόγους που εξέδωσα αυτό το βιβλίο είναι να ακουστεί μια διαφορετική φωνή. Τα ημερολόγια του Ράμι μιλούν σε πρώτο πρόσωπο και πραγματικό χρόνο σχετικά με την παιδική ηλικία στο κιμπούτς και τη συλλογική εκπαίδευση που λαμβάνανε. Το ημερολόγιό του καθρεφτίζει μια θαυμάσια ζωή και μια καθημερινή εμπειρία που περιλάμβανε σπάνια ομορφιά. Ο Ράμι άφησε πίσω του μια μαρτυρία για τη δυνατότητα μιας ζωής στην παιδική ηλικία και μιας νεανικής εκπαίδευσης ανεξαρτησίας και δημιουργικότητας, την οποία τα σημερινά παιδιά και έφηβοι δεν την βιώνουν.»

Ο Ράμι με τον αδερφό του Γκάντι (Gadi).

«Χτες κάναμε πεζοπορία μέχρι το λόφο με τις σκίλλες (στμ: φυτό των χωρών της ανατολικής Μεσογείου)». Η σκίλλα προετοιμάζει το φαγητό της στο βολβό της επειδή το έδαφος είναι κατεστραμμένο. Ένα λουλούδι έχει έξι πέταλα, έξι στημόνες και έναν ύπερο». «Σήμερα είδαμε την κίτρινη σουσουράδα στον λαχανόκηπο. Στο αμπέλι απλώνουν κοπριά για λίπασμα για τον χειμώνα. Το αγιόκλημα μαδάει.» - Δευτέρα Τάξη «Αυτό το πρωί περπατήσαμε προς το βουνό. Ο Γιοχάϊ (Yochai) ήξερε που υπήρχε ένας κρίνος και πήγαμε να τον δούμε να ανθίζει, αλλά δεν βρήκαμε ούτε έναν.» - Πέμπτη Τάξη

Ο δεσμός τους με το χώμα σφυρηλατείται μέσα στα παιδιά του κιμπούτς από μικρή ηλικία. Κάθε μέρα πηγαίνουν έξω στο φυσικό περιβάλλον, στο βουνό και το ποτάμι. Παρατηρούν το μεγάλωμα των ζώων, την καλλιέργεια της γης στα χωράφια, το κοτέτσι και το βοσκοτόπι. Οι καταχωρήσεις του ημερολογίου του Ράμι για την πρώτη και τη δεύτερη τάξη αφορούν αποκλειστικά σε αυτές τις δραστηριότητες. Με τη λεπτομέρεια κάποιου που αργότερα θα κάνει τη διδακτορική του διατριβή στη βοτανολογία, ο πατέρας μου περιγράφει τα μέρη του κρόκου που φυτρώνει στο χωράφι, ξεχωρίζει τον τερέβινθο από τη βελανιδιά από το σχήμα του φύλλου του και καταγράφει με ακρίβεια τα ονόματα όλων των τύπων πουλιών που συναντά στην πεζοπορία τους για το δάσος, συμπεριλαμβανομένων των χρωμάτων των φτερών τους και των ήχων του τιτιβίσματός τους. Επισημαίνει επίσης τη συνεισφορά τους, αν υπάρχει, στη δουλειά του χωραφιού, όπως συμβαίνει με το γεράκι που τρώει τα έντομα. Το όργωμα και η σπορά των χωραφιών, το φθινόπωρο στα αμπέλια και το ξεχώρισμα των κλωσόπουλων στο κοτέτσι μοιάζουν να είναι η ουσία της ζωής. Οι δεσμοί με την εβραϊκή γλώσσα και τον πολιτισμό καθιερώνονται επίσης από νωρίς στην παιδική ηλικία. Η ζωή στο Κιμπούτς Γιαγκούρ προσκολλάται αυστηρά στο εβραϊκό ημερολόγιο. Ακόμα και ο πατέρας μου – ο οποίος τελικά θα γινόταν ένας σπαστικός άπιστος – εκπλήσσεται με δυσφορία που η μέρα της καταστροφής του Ναού, η Tisha B’Av, δεν μνημονεύεται. Ήδη από την ηλικία των 6 ο πατέρας μου γράφει καθαρά, χωρίς λάθη εβραϊκά, περιλαμβάνοντας τέλεια εκφορά του λόγου. Από την πρώτη τάξη, διαβάζουν στα μαθήματά τους έπη της ποίησης και μικρές ιστορίες. «Σήμερα έφαγα ένα γκρέιπφρουτ, σήμερα διάβασα τη ‘Νύχτα των Νάνων’» [ένα ποίημα του Χαίμ Ναχμάν Μπιάλικ (Haim Nahman Bialik)], έγραψε σε μια από τις πρώτες σελίδες του ημερολογίου του. Ο χώρος που ζούνε τα παιδιά του Γιαγκούρ περιλαμβάνει μια ακτίνα λίγων χιλιομέτρων γύρω από το κιμπούτς: πάνε με τα πόδια στο Νεσέρ (Nesher), στο Κφαρ Ατά (Kfar Ata) και στο Κφαρ Χασιντίμ (Kfar Hasidim) που βρίσκεται απέναντι από τον ποταμό Κισόν (Kishon), όπου κολυμπάνε και κάνουνε βαρκάδα. Και με τα ποδήλατά τους πάνε στη θαλάσσια ακτή του Κιριάτ Χαίμ (Kiryat Haim). Χωρίς ενήλικο συνοδό τα παιδιά κατηφορίζουν σε σπηλιές με σκοινιά, βουτάνε σε πηγές, ανάβουν φωτιά στην κατασκήνωση, μαγειρεύουν και ψάχνουν αγριολούλουδα, καταχωνιασμένα σε σχισμές του εδάφους. «Πέμπτη. Χτες κάναμε πεζοπορία στο βουνό και βρήκαμε βελανιδιές και τερέβινθους. Το φύλλο της βελανιδιάς είναι…» «Σήμερα πήγαμε με τα ποδήλατα στη λιμνούλα και κολυμπήσαμε εκεί», «Σήμερα πήγαμε το απόγευμα στην ‘πύλη της κόλασης’», γράφει ο Ράμι για τη φύση που τον περιβάλλει, μια ανεξάντλητη πηγή περιπετειών. Παρατηρεί τη φύση και τα ποικίλα της φαινόμενα σε κάθε μέρος, συμπεριλαμβανόμενων των συνόρων του κιμπούτς. «Το πρωί είδα κάτι όμορφο», γράφει στην όγδοη τάξη σχετικά με το πέταγμα των μυρμηγκιών μετά την πρώτη βροχή. Σε μια άλλη περίσταση δίνει ανθρώπινες μορφές στα δέντρα γύρω του. «Σήμερα είδα να κόβουνε ένα κυπαρίσσι δίπλα στην τραπεζαρία για να έχουν χώρο τα κάρα να παίρνουν στροφή. Τα κάρα θα μπορούσαν να περνάνε και χωρίς να γίνει αυτό και το δέντρο δεν κόβεται για σοβαρό λόγο. Αν το δέντρο είχε στόμα, σίγουρα θα ούρλιαζε. Αλλά δεν έχει στόμα και υποφέρει τον πόνο του σιωπηλά.» Η ζωή των ζώων της περιοχής παρέχει άλλη μια πλούσια πηγή περιπέτειας («Σήμερα είδα έναν τρομερό καυγά ανάμεσα σε δύο περιστέρια», «Σήμερα βρήκαμε έναν πράσινο, μεγάλο και φριχτό σκορπιό»). Τα μικρά παιδιά του κιμπούτς φροντίζουν τα ζώα της φάρμας με αφοσίωση, δείχνουν ενδιαφέρον για τα άγρια ζώα (σε μια περίπτωση, ο Ράμι αναφέρει ότι τα παιδιά της όγδοης τάξης προσπάθησαν να σώσουν τρία μωρά-τσακάλια) και ξεκινούν αποστολές που δεν μπορεί κανείς να φανταστεί να αναλαμβάνουν τα σημερινά παιδιά. Σε μία περίπτωση, ο Ράμι περιγράφει πως τα παιδιά χρειάστηκε να κόψουν την ουρά ενός κουταβιού (όπως γίνεται με κάποια είδη λίγο μετά τη γέννησή τους) και έπειτα φρόντισαν να δέσουν τα τραύματά του προσεκτικά. Παρόλα αυτά, η στάση προς τα ζώα δεν είναι συναισθηματική. «Σήμερα ανάψαμε φωτιά από 3 περιστέρια», «Σήμερα τηγανίσαμε πατάτες και περιστέρια και φτιάξαμε καφέ», γράφει ο Ράμι. «Χτες ο Υ. και ο Α. σφάξανε το λευκό τους κουνέλι, που ήταν άρρωστο, και με κάλεσαν να ανάψουμε μαζί φωτιά. Ήταν υπέροχα.» «Δεν είναι ένα προσωπικό ημερολόγιο», λέει η μητέρα μου Ντάλια Μοράν, 85 ετών, αφού διέσωσε τα τετράδια από την καταστροφή με τα ίδια της τα χέρια. «Αφηγείται την ιστορία μιας γενιάς.» Η ζωή πραγματώνεται έξω από το σπίτι, συνεπώς ο καιρός είναι εξαιρετικά σημαντικός στη ζωή του μικρού αγοριού. Η πρώτη βροχή του χειμώνα, η τελευταία βροχή και τα αφρισμένα νερά στο ρέμα αποτελούν το αντικείμενο συνεχόμενων αναφορών. Στην πραγματικότητα, μερικές φορές ο Ράμι γράφει μόνο για τον καιρό. «Σήμερα έβρεξε», έγραψε σε μια καταχώρηση μίας γραμμής στην Πέμπτη τάξη. Και την επόμενη μέρα: «Σήμερα πάλι έβρεξε». «Το μικρό αγόρι του ημερολογίου είναι ένα πρότυπο μεγάλου άνδρα», λέει η μητέρα μου που βλέπει στο ημερολόγιο τον άνδρα που μάζευε βρόχινο νερό σε δοκιμαστικούς σωλήνες και ενθουσιαζόταν όταν υπήρχε μεγάλη ποσότητα από αυτό. Τον άνδρα που θα πήγαινε τον χειμώνα στους γκρεμούς για να δει τη θάλασσα προκειμένου να εξετάσει «τι προκάλεσε η καταιγίδα», και αυτόν που, όταν έβλεπε ηλιοβασιλέματα, «μετρούσε τη διάρκειά τους». Τον άνδρα που έλεγχε την ταχύτητα του ανέμου αδημονώντας να παρατηρήσει την κίνηση των κορυφών των δέντρων του κιμπούτς. Τον άνδρα που κρεμούσε θερμόμετρα στο σπίτι και εκτός σπιτιού για να συγκρίνει τις θερμοκρασίες και να εξασφαλίσει ότι κι εμείς, οι κόρες του, πάντοτε θα είχαμε θερμόμετρα στα διαμερίσματά μας. Δεν ήταν τυχαίο που στην πρώτη επέτειο του θανάτου του, το Κιμπούτς Γκαάς (Ga’ash) ίδρυσε έναν μετεωρολογικό σταθμό προς τιμήν της μνήμης του.

• • •

«Ένα αίσθημα χαράς με πλημμύρισε όταν μαθεύτηκε ότι ένα κομμάτι γης αγοράστηκε για το κιμπούτς κι η χαρά μου θέριεψε ακόμη περισσότερο όταν μας είπανε να πάμε να το δούμε. Όταν φτάσαμε στο χωράφι μας υποδέχτηκε ο θόρυβος του τρακτέρ, εμείς κάναμε την ‘εισβολή’ μας και κάτσαμε μέσα του… αλλά μετά κοίταξα κάτω, στο έδαφος, και μια στάλα θλίψης αναμείχθηκε με την ευτυχία μου. Θυμήθηκα σε ποιον ανήκει αυτή η γη, από ποιον την είχαμε πάρει: από φτωχούς αγρότες... Τελικά καθυποτάχτηκαν και η γη έγινε ο δικός μας τομέας.»

Ο πατέρας μου και οι φίλοι του ανατράφηκαν έτσι ώστε να εξοικειωθούν με κάθε σπιθαμή της γης, να αποκτήσουν δεσμούς με τη φύση ή τις αγροτικές δουλειές, να πιστέψουν ότι ήταν δική τους και να μη διστάσουν να την αποκτήσουν με κάθε τίμημα. Τα μέλη αυτής της γενιάς μεγάλωσαν ως αφέντες αυτής της γης: δυνατοί, γενναίοι και πεπεισμένοι για όσα δικαιούνταν αλλά και για τη δύναμή τους να διεκδικούν και να κατακτούν. Επιπρόσθετα με τη σωματική τους εξάσκηση, υπήρχε μια ανάγκη για μια ψυχολογική ετοιμότητα που σφυρηλατούσε την αυτοπεποίθηση και την απάθεια στη λεηλασία και την περιφρόνηση μπροστά στην αδυναμία. Τα παιδιά συχνά σκαρφάλωναν μέχρι το Ισφιγιά (Isfiya), το χωριό των Δρούζων ψηλά στο Όρος Καρμέλ, έκαναν μπάνιο στις πηγές και περνούσαν τον χρόνο τους στα χωράφια με τις ελιές («Η διαδρομή αυτή έχει μια απολαυστική ομορφιά. Επιστρέψαμε μέσα από το μονοπάτι των Δρούζων».) Τριγυρνώντας ελεύθερα μέσα σ' αυτή την περιοχή, τους ενίσχυε την πεποίθηση ότι την ελέγχουν, την αίσθηση ότι τους ανήκε. Τα πιτσιρίκια έκλεβαν καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος από αυτή την περιοχή και έπαιρναν αντικείμενα για τις κατασκηνώσεις τους με παρόμοιες μεθόδους («Φτιάξαμε μια παγίδα εκεί που περιπλανιόνταν τα κοτόπουλα και τα περιστέρια των Αράβων»). «Σήμερα είναι η επέτειος 20 χρόνων από την ίδρυσή μας. Ο [ηγέτης του κινήματος του Κιμπούτς Γιτζάκ] Ταμπένκιν μίλησε το απόγευμα», έγραψε ο Ράμι τον Δεκέμβριο του 1942. Το Γιαγκούρ, εγκατεστημένο στη γη του παλαιστινιακού χωριού Γιαγκούρ το 1922 συνέχιζε να επεκτείνεται χωρίς να ρωτάει κανέναν – πράγματα απλώς φτιάχνονταν επί του εδάφους του. «Σήμερα η επιτροπή του κιμπούτς προετοίμασε ένα μέρος στο χωράφι, πίσω από τον οπωρώνα», γράφει ο Ράμι. «Ισιώσαμε το έδαφος.» Η περιοχή οριοθετούταν σύμφωνα με τα μέρη όπου οι άνθρωποι περπατούσαν, δουλεύανε, διασκεδάζανε. Η γη, το βουνό και το ποτάμι – όλα τους ανήκαν. Ο ουρανός ήταν το όριο. Οι νεολαίοι με τα κοτσιδάκια δίπλα στα αυτιά που σήμερα περιφέρονται μεταξύ των φυλακίων των εποίκων στους λόφους της Σαμάρια στη Δυτική Όχθη θα ήταν περήφανοι για τον πατέρα μου. Του μπαμπά μου, που τελικά έγινε αριστερός ακτιβιστής και δριμύς αντίπαλος της κατοχής, θα του σηκωνόταν η τρίχα με αυτή τη σύγκριση. Ο θρύλος λέει ότι τα παιδιά του κιμπούτς ήταν πεπεισμένα ότι τα εβραϊκά γράμματα «μεμ-χέϊ» που βάφονταν πάνω στον εξοπλισμό και τα οχήματα της φάρμας καθόριζαν την ιδιοκτησία και σηματοδοτούσαν τα αρχικά της φράσης «μερκάζ χα’ολάμ» – το κέντρο του κόσμου. Έπρεπε να μεγαλώσουν για να συνειδητοποιήσουν ότι τα γράμματα αυτά ήταν απλώς τα αρχικά των ονομάτων των κιμπούτς Μισμάρ Χα’έμεκ (Mishmar Ha’emek), Μισμάρ Χασαρόν (Mishmar Hasharon), Μισμάρ Χανέγκεβ (Mishmar Hanegev) και άλλων. Για τα παιδιά του Γιαγκούρ υπήρχαν πολύ καλοί λόγοι δικαίωσης του αισθήματος πως βρίσκονταν στο επίκεντρο του σύμπαντος. Το Γιαγκούρ φιλοξενούσε σημαντικά πολιτικά συνέδρια και παραστάσεις της χορωδίας του μεταδίδονταν ραδιοφωνικά, ενώ οι ζωές των μελών του ήταν γεμάτες με υψηλή κουλτούρα η οποία πήγαινε σε αυτούς και όχι αυτοί σε εκείνην. Ο Ράμι αναφέρει μια σειρά διασημοτήτων της εποχής που έπαιξαν στο Γιαγκούρ: η ποιήτρια Κάντια Μολοντόβσκι (Kadia Molodowsky), η τραγουδίστρια Μπράχα Τσφίρα (Bracha Tsfira) και θεατρικές ομάδες όπως η Χαματάτεχ (Hamatateh), η Χα’οχέλ (Ha’ohel) και η Χαμπιμά (Habima). Η ακραία ανεξαρτησία, το αίσθημα του ελέγχου του περιβάλλοντός τους, η τόλμη τους και η σωματική τους δύναμη συνέβαλε στη δημιουργία μιας αίσθησης για τους νεολαίους του κιμπούτς ότι ήταν διαχωρισμένοι από τους κατοίκους των πόλεων, αλλά μάλλον και κάπως ανώτεροί τους. Αυτή η στάση επικράτησε μέσα τους όταν συνάντησαν τους συνομίληκούς τους που έφτασαν στη χώρα μετά τα όσα βάσανα υπέφεραν σε έναν τρομερό πόλεμο, οι οποίοι ωστόσο δεν είχαν αποκτήσει λιγότερες εμπειρίες ζωής εκεί – και ίσως είχαν αποκτήσει και περισσότερες. Οι ανήλικοι πρόσφυγες από τη μεταπολεμική Ευρώπη έγιναν δεκτοί στο κιμπούτς με επίσημες αλλά και γιορτινές δεξιώσεις: τελετές, παραστάσεις και δώρα. Αυτοί οι νεοφερμένοι ονομάστηκαν «εξιλεωμένα παιδιά», ένας όρος που αποκαλύπτει το στάτους της εξαρτημένης τους σχέσης με την εύνοια όσων τους πρόσφεραν αυτή την εξιλέωση. Ο πατέρας μου ανέπτυξε ανεξάρτητους δεσμούς φιλίας μαζί τους, ωστόσο, και τον ενοχλούσε αυτό το πατρονάρισμα: «Σήμερα εμείς και οι ολίμ [νέοι μετανάστες] κάναμε ένα πάρτι. Το πράγμα δεν είχα κανονιστεί όμορφα: εμείς καθόμασταν, σαν κοινό, σε καρέκλες που σχημάτιζαν ένα ημικύκλιο, και εκείνοι κάθονταν απέναντί μας, σαν ηθοποιοί επί σκηνής, δίπλα σε τραπέζια που είχαν μπει ήδη εκεί. Δεν τους άρεσε και ντρέπονταν να τρώνε μόνοι τους. Απ’ την αρχή υπήρχαν παιδιά που δεν τους άρεσε αυτό το κανόνισμα του χώρου αλλά δεν ήθελε να κανείς να ακούσει τι λέγαμε.»

Τα παιδιά στο Κιμπούτς Γιαγκούρ μαθαίνουν αγροτικές εργασίες (Credit: The Kibbutz Yagur Archive).

«Σήμερα δοκιμάσαμε το σκάφος με κινητήρα που φτιάξαμε αλλά δεν είχαμε το τιμόνι επειδή το ξεχάσαμε στο κιμπούτς, επίσης το λάστιχο δεν είχε τοποθετηθεί σωστά, οπότε συνέχισε να περιστρέφεται μέχρι που έπεσε πάνω σε ένα κλαδί στο νερό.» «Πριν το μεσημεριανό φτιάξαμε ένα ‘μαγικό φανάρι’ και το απόγευμα φέραμε τις πάπιες στη λίμνη. Και τώρα βαριέμαι. Κοιτάω το ρολόι κάθε λεπτό και περιμένω να έρθει το απόγευμα. Το απόγευμα θα δοκιμάσουμε το ‘μαγικό φανάρι’.» «Σήμερα δοκιμάσαμε την ‘εστία κουζίνας’. Πρώτα το δοκιμάσαμε με καλώδιο χαλκού… Δεν δούλεψε. Μετά δοκιμάσαμε ένα καλώδιο από κανονικό ατσάλι – και το πράγμα δούλεψε!!!» - Όγδοη Τάξη Από το ημερολόγιο μαθαίνουμε σχετικά με τα είδη ψυχαγωγίας που αρέσαν στα παιδιά («Σήμερα ακούσαμε το πρόγραμμα ‘Άκου και Μάθε’ στο ραδιόφωνο»), το σχολικό τους πρόγραμμα μαθημάτων («Συζητήσαμε για τις διάφορες μορφές σκλαβιάς»), τα είδη δώρων που έπαιρναν στα γενέθλιά τους (ένα στιλό, μια συλλογή ποιημάτων του Μπιάλικ, ένα άλμπουμ για γραμματόσημα) και τα βιβλία που διαβάζανε στο κρεβάτι πριν κοιμηθούν («Ντόκτορ Ντουλίτλ» του Χιου Λόφτινγκ, «Οι Θαυμάσιες Περιπέτειες του Νιλς» της Σέλμα Λάγκερλεφ). Αλλά πάνω από όλα μαθαίνουμε για τις περιπέτειές τους, τα πειράματά τους και τις σκανταλιές τους. Ο πατέρας μου πηδάει από το ένα πρότζεκτ στο άλλο. Για λίγους μήνες δεσμεύεται να φτιάξει ένα λεγόμενο ‘μαγικό φανάρι’ με το οποίο μπορεί να προβάλει εικόνες και ταινίες. Με μια φοβερή έλλειψη υλικών – σε μια εποχή όπου κανείς μοιράζεται το ίδιο ζευγάρι μπότες με κάποιον άλλον, η ζάχαρη έπρεπε να εξασφαλιστεί με «σούφρωμα» και υπάρχει μονάχα ένα αυγό για όλη την κατασκήνωση – παίρνει μια κονσέρβα, έναν μεγεθυντικό φακό, μια λάμπα και ένα κομμάτι σέλιλοιντ, σχεδιάζει και βάφει τα δικά του καρέ και έπειτα προβάρει και σχεδιάζει με μεγάλη ανυπομονησία να δείξει τις διαφάνειές του στα άλλα παιδιά, στα γενέθλια ενός από αυτά. Το απόγευμα του περιβόητου πάρτι, η λάμπα σπάει. Δεν μπορώ καν να φανταστώ την απογοήτευση που έζησε και δεν μου κάνει καμία έκπληξη που δεν το περιγράφει στο ημερολόγιό του. Διακρίνω σε αυτό το αγόρι που μεγαλώνει ένα άτομο που κρατάει τον προσωπικό του πόνο για τον εαυτό του, αποφεύγει τότε την παρέα των άλλων αλλά ποτέ δεν απελπίζεται και κολλάει στα δικά του πλάνα του ακόμα κι αν η αποτυχία είναι επαναλαμβανόμενη. Οπότε, ακόμη και τότε, ούτε καν στα 13 του, θα επέμενε και στις βδομάδες που θα ‘ρχονταν θα κατασκεύαζε πράγματι ένα βελτιωμένο μαγικό φανάρι. Έπειτα αποφασίζει να φτιάξει μια εστία κουζίνας. Για αυτό χρειάζεται ηλεκτρικά καλώδια και τίποτε δεν μπορεί να του σταθεί εμπόδιο για να τα αποκτήσει. «Σκαρφάλωσα σε έναν στύλο και με κρατούσαν ο Χ. και ο Γιοχάϊ. Από τρεις στύλους κατεβάσαμε 120 μέτρα καλωδίου εξαιρετικής ποιότητας… Εγώ, ο Γιοχάϊ, ο Χ. και ο Σ. αρχίσαμε να σκάβουμε για να βρούμε καλώδια δίπλα στον αχυρώνα, στον κήπο και με ένα καλέμι αρχίσαμε να σκάβουμε μέσα στον τοίχο του αχυρώνα.» Οι υπολογισμένες προσπάθειες για να βρεθεί η σωστή σύνθεση υλικών για την σπιτική εστία κουζίνας προοιωνίζουν τον άνδρα-επιστήμονα ερευνητή που θα καταλήξει να γίνει στη ζωή του. Με επαναλαμβανόμενες προσπάθειες, τα λεπτά καλώδια αντικαθιστούν τα χοντρά καλώδια, ένα χάλκινο ελατήριο ασπρίζεται, ένα ατσάλινο καλώδιο σπάει, μια ατσάλινη τάπα πετάγεται, οι ηλεκτρικοί πίνακες καίγονται και νέοι μπαίνουν στη θέση τους. Περιττό να ειπωθεί βέβαια ότι αυτά τα πειράματα με τον ηλεκτρισμό – όπως και οι φωτιές στις κατασκηνώσεις στο βουνό, η κατασκευή βαρκών, οι βόλτες στον Ποταμό Κισόν και η χρήση πριονιών για την κατασκευή ξύλινων ανεμόπτερων – λαμβάνουν χώρα δίχως την παρουσία ή την επιτήρηση από ενήλικες. Όλα τα παιδιά επιβίωσαν.

«Σήμερα με πήγανε σε μια δουλειά καθαρισμού της αίθουσας πινγκ-πονγκ στη θέση του Α. ο οποίος έπαθε ένα έγκαυμα.» - Πέμπτη Τάξη «Σήμερα αντί για σχολείο δουλέψαμε στο πλαίσιο της κινητοποίησης «γκιγιούς» για να μαζέψουμε βλαστάρια από τον αμπελώνα.» – Έβδομη Τάξη Υπήρχαν ξεκάθαρες προσδοκίες για αυτούς τους νέους ανθρώπους. Έπαιρναν βαθμούς αναλόγως του πως έστρωναν τα κρεβάτια τους, έπλεναν τα μαλλιά τους και καθάριζαν τα δωμάτιά τους. Από μικρή ηλικία υπήρχαν συγκεκριμένοι χρόνοι αφιερωμένοι στη δουλειά – στον λαχανόκηπο, με τα ζώα που φρόντιζαν – και, όταν χρειαζόταν, δουλεύανε «μέχρι να σκοτεινιάσει». Για να τους επιτρέψουν να εξοικειωθούν με διαφορετικούς τύπους εργασίας, τα παιδιά άλλαζαν δουλειές σύμφωνα με ένα καθορισμένο πρόγραμμα. Αν απαιτούταν ειδική «κινητοποίηση», δουλεύανε αντί να πάνε σχολείο. Γεμίζανε τα στρώματα, στοιβάζανε σανό, σκορπούσανε δηλητήριο για τα ποντίκια, φυτεύανε λουλούδια και σπέρνανε τα χωράφια. Αυτή η ευθύνη, σε τόσο μικρή ηλικία, πήγαινε χέρι με χέρι με την ασυνήθιστη ανεξαρτησία τους. «Σήμερα, οι μαθητές της έβδομης τάξης διδάσκουμε τους εαυτούς μας επειδή δεν έχουμε δάσκαλο. Γιατί; Επειδή έτσι συνέβη.» Φάνηκε ότι ένας δάσκαλος από την πόλη που είχε φτάσει δεν γνώριζε τους κανόνες και τα παιδιά αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν το μάθημά του. «Δεν πρόλαβε να μπει καν στην τάξη και απαιτούσε σεβασμό», γράφει ο Ράμι, «και δεν μας επέτρεπε να διαφωνούμε μαζί του.»

Μάθημα μάχης σώμα-με-σώμα στα πλαίσια της στρατιωτικής εκπαίδευσης που πραγματοποιούσε η νεολαία του κιμπούτς (Credit: The Kibbutz Yagur Archive).

Οι ενήλικες δεν επιλύουν το πρόβλημα αλλά δίνουν στα παιδιά την ελευθερία να αποφασίσουν τη δική τους μοίρα – «να δουλέψουν στον κήπο ή να προσπαθήσουν να διδάξουν τους εαυτούς τους» – και επιλέγουν να διδάξουν στους εαυτούς τους. Κάποιο από αυτά διδάσκει αριθμητική, το άλλο γεωγραφία – και ο Ράμι διδάσκει αγγλικά «για προχωρημένους». Αυτή δεν είναι η πρώτη διαμαρτυρία που περιγράφει στο ημερολόγιό του. Στην πραγματικότητα, η πρώτη εξέγερση των παιδιών, ή τουλάχιστον η πρώτη που αναφέρεται ξεσπάει στην Τρίτη τάξη. «Σήμερα έγινε ‘απεργία’ στους κοιτώνες. Γενικά δεν υπάρχει πια εργάτης στο σπίτι [των παιδιών] και τα παιδιά το καθαρίζουν μόνα τους, όσο μπορούν να το κάνουν. Υπάρχει μόνο ένας εργάτης στην τραπεζαρία. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται για πολύ καιρό και δεν υπάρχει ακόμη κανένας εργάτης στο σπίτι. Σήμερα το πρωί αποφάσισαν να μη σηκωθούν απ’ τα κρεβάτια τους μέχρι να έρθει ένας εργάτης να μας ξυπνήσει.» Στην όγδοη τάξη, στον πατέρα μου και τους φίλους του ανατίθεται να αναλάβουν φύλαξη και παρακολούθηση – να ανακαλύψουν ποιος περιφέρεται δίπλα αίθουσες διδασκαλίας τα βράδια και κατουράει εκεί. Τα παιδιά αναλαμβάνουν την αποστολή με απόλυτη σοβαρότητα. «Στην αρχή φύλαξα με τον Λ. και τον Α. και στις 2.30 ξυπνήσαμε τον Γιοχάϊ και τον Χ. που κοιμούνταν στο πάτωμα, στο οποίο είχαν στρώσει παλτό.» Στις 4 το πρωί λύσανε το μυστήριο. «Ο Χ. άνοιξε έναν φακό», γράφει ο Ράμι. «Είδαμε μια φιγούρα να κάθεται με γυμνή την πλάτη και να ανακουφίζεται. Και οι δύο πλευρές μείνανε άναυδες.» Η γυναίκα το ‘σκασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε, προσθέτει, «πετώντας με τα φτερά του φόβου». Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, ο πατέρας μου δεν κορόιδεψε με οποιοδήποτε τρόπο τη γυναίκα. Αντιθέτως, ένιωσε τη συμπάθειά του για αυτήν ως εργάτρια κουζίνας που σηκωνόταν νωρίς το πρωί και δεν τα κατάφερνε να φτάσει στις μακρινές, κοινές τουαλέτες. Οι νέοι γνώριζαν τι προσδοκίες υπήρχαν για αυτούς. Νωρίς στην όγδοη τάξη (το 1945), πριν ακόμα γίνει δεκατεσσάρων, έλαβε χώρα ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι για μια εκπαιδευόμενη ομάδα που στεγαζόταν στο Γιαγκούρ, η οποία στην πραγματικότητα ήταν ένας καμουφλαρισμένος λόχος της Παλμάχ, της στρατιωτικής οργάνωσης που υπήρχε πριν την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ. Στην τάξη του πατέρα μου εμπιστεύτηκαν το μυστικό της πρακτικής οργάνωσης που υπήρχε εν εξελίξει πριν ξεσπάσει η μάχη για την ίδρυση της χώρας. Εφεξής, το ημερολόγιο ενσωματώνει αναφορές σχετικά με την «εκπαίδευση» που προετοιμάζει τον Ράμι και τους φίλους του ώστε να γίνουν μονάδα μάχης. Μαθαίνουν σινιάλα και κώδικα μορς, εκπαιδεύονται σε μάχες σώμα-με-σώμα και ξεκινούν πεζές περιπολίες. Δεν αποτελούν πια τους περιπατητές της φύσης που ήταν όταν ήταν νεότεροι, αλλά σχηματίζουν περίπολα των οποίων ο στόχος ήταν να αποκτήσουν εμπειρίες σε στρατιωτικές αποστολές. «Σήμερα είχαμε εκπαίδευση», γράφει ο Ράμι σε μία περίσταση. «Είχαμε ασκήσεις διαταγών και έπειτα χωριστήκαμε σε δύο ομάδες και σηματοδοτήσαμε τους τομείς του κιμπούτς.» Στην πορεία ο πατέρας μου γράφει για τα αρχικά βήματα στη δημιουργία του περιστερώνα των ταχυδρομικών περιστεριών στο Γιαγκούρ. Τα περιστέρια που εκείνος κι οι φίλοι του πιάνανε με διάφορους τρόπους για τον περιστερώνα τους, εντάχθηκαν επίσης στην υπηρεσία της Χαγκανά και της Παλμάχ. Ήταν από αυτόν και άλλους τέτοιους περιστερώνες που θα έβγαινε αργότερα η νουβέλα του Μείρ Σαλέβ (Meir Shalev) «Το Περιστέρι και το Αγόρι».

«Τετάρτη, Γιομ Κιπούρ. Αυτή την εβδομάδα έπεσαν πυροβολισμοί εναντίον του κιμπούτς, οπότε δεν έχω γράψει κάτι στο ημερολόγιο». «Σήμερα γίναμε δεκατεσσάρων. Υπάρχουν 15.000 στρατιώτες και αστυνομικοί γύρω από το [Κιμπούτς] Σεφαγίμ. Τα τανκς εισέβαλαν στο [Κιμπούτς] Γκιβάτ Χαίμ και τραυμάτισαν σοβαρά δύο ανθρώπους. Οι άνθρωποι στο Σεφαγίμ είναι κλεισμένοι μέσα με συρματοπλέγματα… Μέχρι το απόγευμα – πέντε σκοτώθηκαν.» «Σήμερα κόψαμε τα μαλλιά μας. Πήγαμε μετά να πριονίσουμε το ανεμόπτερο. Χτες οι άνθρωποι της Χαγκανά ανατίναξαν δύο αστυνομικά τμήματα.» «Σήμερα θα δούμε την ταινία ‘Νίνα και Σαμπρίνα’. Χτες όλες οι βασικές σιδηροδρομικές γραμμές της χώρας ανατινάχθηκαν για να εμποδίσουν τη διαδήλωση των Αράβων στις 2 Νοεμβρίου [στην επέτειο της Διακήρυξης του Μπαλφούρ].» – Όγδοη Τάξη Καθώς ωριμάζει και ενώ αυτός και οι φίλοι του περνάνε εκπαίδευση, ο Ράμι αρχίζει να καταγράφει όλο και περισσότερο τα σύγχρονα ζητήματα της εποχής. Η γραφή του δείχνει ότι όχι μονάχα συνειδητοποιεί την ιστορική συγκυρία («Σήμερα η εφημερίδα ανακοίνωσε ότι η Αμερική συμφώνησε στον διαμοιρασμό της χώρας»), αλλά και τις παράνομες δραστηριότητες και αποφάσεις που παίρνονται στο κιμπούτς. Περιγράφει τις αναμεταδόσεις των ειδήσεων στον «μυστικό ραδιοφωνικό σταθμό του κινήματος της εξέγερσής μας» και αναφέρει ότι τα μέλη της συνέλευσης του Γιαγκούρ αποφάσισαν με ποιον τρόπο θα συμπεριφέρονται σε συναντήσεις πρόσωπο-με-πρόσωπο με τη Βρετανική Αστυνομία («αν ανοίξουν πυρ, θα απαντήσουμε»). Περιγράφει επίσης αρκετά ξεκάθαρα μια παρωδία στρατοδικείου που τα μέλη του κιμπούτς έστησαν εναντίον ενός προσώπου που θεωρήθηκε ύποπτος για προδότης: «Όταν ήρθαν οι νεοφερμένοι στο κιμπούτς, ανακαλύφθηκε ένας κατάσκοπος μεταξύ τους. Ήταν μαζί με τους πρόσφυγες… Χτυπήθηκε βάναυσα και κλειδώθηκε έπειτα σε ένα φρουρούμενο δωμάτιο. Σε λίγες μέρες πολύ πιθανόν να τον πάρουν», γράφει. «Στάλθηκε προφανώς από την [βρετανική] αστυνομία έναντι κάποιας δωροδοκίας». Ο πατέρας μου γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια γενιά που προετοιμάστηκε για σπουδαία γεγονότα και με σκοπό να εκτελέσει πράξεις που απαιτούσαν σωματική αντοχή και ψυχική σκληρότητα. Η πραγματικότητα και η εκπαίδευση περιβάλλονταν από αξίες και κοινωνικές τελετουργίες που λάμβαναν χώρα σε καθημερινή βάση, σε διάφορες περιστάσεις, στη χαρά και στο πένθος. Οι καταχωρήσεις του ημερολογίου διαφοροποιούνται μεταξύ ρουτίνας και γιορτής, μεταξύ γενικών και προσωπικών. Ο Ράμι γράφει για μια νεροποντή, για τα νέα του σανδάλια, για μια μεγάλη πεζοπορία και ένα διασκεδαστικό πάρτι στο σαλόνι, και ταυτόχρονα αναφέρει μια φωτιά που κατέστρεψε τελείως ένα κτίριο του κιμπούτς, προφανώς επειδή όλα τα εκρηκτικά τα είχαν κρύψει εκεί μέσα, για την απελευθέρωση ενός φίλου του από τη βρετανική φυλακή και για την αυτοκτονία ενός άλλου φίλου του: «Χτες γιορτάσαμε το μπαρ-μίτσβα οκτώ παιδιών της έβδομης τάξης. Η ταινία ήταν πολύ καλή. Σήμερα το πρωί συνέβη μια τραγωδία: ο Χ.Σ., μέλος του κιμπούτζ, αυτοκτόνησε στο [εβραϊκό αστυνομικό] τμήμα του Νοτρίμ. Αυτοπυροβολήθηκε δύο φορές με καραμπίνα, στο κεφάλι και το στήθος. Οι λόγοι παραμένουν άγνωστοι.» Σε κάποιες περιπτώσεις χρησιμοποιεί τη λέξη «καταστροφή» για κάποιο σοβαρό γεγονός, αλλά το στυλ και ο γλωσσικός τόνος του Ράμι διατηρούνται άθικτα μέσα σε μια μείξη αναφορών που περιλαμβάνουν τα κακά και τα καλά, τα προβλέψιμα και τα απρόσμενα. Ο θάνατος και οι καταστροφές είναι άλλο ένα πράγμα που συμβαίνει στη ζωή και όλα συνεχίζουν, δεν σταματάνε. Υπήρχε η καλοκαιρινή κατασκήνωση, για παράδειγμα, που συνεχίστηκε ακόμη και μετά τον πνιγμό ενός εκ των συμμετεχόντων. Τα παιδιά παρακολούθησαν την κηδεία και επέστρεψαν στην κατασκήνωση την επόμενη μέρα. Παρόμοια συνέβη με τις διαδηλώσεις της Πρωτομαγιάς, οι οποίες δεν ακυρώνονται ακόμα και μετά το αυτοκινητιστικό δυστύχημα στον δρόμο για την πορεία, όπου δεκάδες μέλη του κιμπούτς τραυματίζονται.


Τα ημερολόγια του Ράμι (Credit: Hadash Parush).

Μια μέρα τα νεαρά παιδιά μαρτυρούν μια καταστροφή: μια γυναίκα της Παλμάχ που είναι αναμεμειγμένη στη στρατιωτική εκπαίδευση, πέφτει από μεγάλο ύψος από μια εναέρια τροχαλία («ομέγκα», στα εβραϊκά) και τραυματίζεται σοβαρά. Ο πατέρας μου περιγράφει αναλυτικά τα πολλά σωματικά της τραύματα και έπειτα συνεχίζει αμέσως περιγράφοντας πως την ίδια μέρα το απόγευμα τα παιδιά – 13 χρονών – δοκίμαζαν τις εναέριες τροχαλίες με τη σειρά. «Είχαμε ένα πιο χοντρό σχοινί και ένα καλό και δεν συνέβησαν ατυχήματα, σε αντίθεση με την κατάβαση που έγινε σήμερα το πρωί», λέει ολοκληρώνοντας την καταχώρηση. • • • «Σήμερα δεν κάνουμε μπάνιο.» «Σήμερα πλένουμε τα μαλλιά μας.» «Σήμερα κουρευτήκαμε.» «Σήμερα μαθαίνουμε.» – Έβδομη Τάξη Το ημερολόγιο του πατέρα μου είναι προσωπικό αλλά σε μεγάλο βαθμό ο λόγος του είναι στον πρώτο πληθυντικό: πήγαμε, είδαμε, περπατήσαμε, μάθαμε – και φυσικά: χτίσαμε, δουλέψαμε, οργώσαμε. Το «εμείς» είναι ολόκληρη η «παιδική κοινωνία» των παιδιών και κάποιες φορές μόνο τα παιδιά στην τάξη του πατέρα μου, η πέμπτη σειρά νεολαίων που γεννήθηκε και αποφοίτησε στο Γιαγκούρ. Το συλλογικό «εμείς» έχει μια γνώμη η οποία πρέπει να ληφθεί υπόψη («Τη Δευτέρα πρέπει να πάω στην Χάιφα για τα γενέθλια του ξαδέρφου μου. Δεν είναι ευχάριστο για μένα να φεύγω κάθε τόσο, τα άλλα παιδιά θα νευριάσουν σίγουρα, αλλά τι μπορώ να κάνω.») Μέσα σε αυτή την κοινωνία, στην οποία το μοίρασμα είναι η ανώτατη αξία, υπάρχει μονάχα ένα πράγμα στο οποίο ο Ράμι βάζει το επίθετο «δικό μου» – το σκυλί του, την Κούσιτ (Kushit). Ο Ράμι διαλέγει την Κούσιτ («μαυρούλα») ως κουτάβι και, πριν την φέρει σπίτι, της χτίζει ένα σκυλόσπιτο. Όταν μεγαλώνει η Κούσιτ, την εκπαιδεύει να κολυμπάει στο ποτάμι και να σκαρφαλώνει στο βουνό και είναι περήφανος για αυτήν όταν αποδεικνύεται εξαιρετική στο κάνει κόλπα μεταξύ όλων των άλλων σκυλιών της περιοχής. Για έναν ολόκληρο χρόνο, η Κούσιτ είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια σε όσα γράφονται στο ημερολόγιο. Ο Ράμι είναι κολλημένος μαζί της: της δίνει τα σπάνια κομμάτια του κρέατος για δωράκια φαγητού και όταν δεν μπορεί να κοιμηθεί, παίζει μαζί της έξω μέχρι τα μεσάνυχτα. Η Κούσιτ είναι κολλημένη μαζί του επίσης: τρέχει μαζί του όταν αυτός καβαλάει ένα γαϊδουράκι και τρέχει από πίσω του όταν ένα φορτηγό τον παίρνει για δουλειά στο χωράφι. Το καλοκαίρι, όταν το κιμπούτς διεξάγει εκστρατεία για να περιορίσει τα αδέσποτα σκυλιά («Σκοτώσαν τον Ίτζι, την Μπίρα, τον Ρεζ, την Άζα και τον Νέγκμπι. Τα πυροβόλησαν και τα ρίξαν στον ποταμό Κισόν»), ο Ράμι καταφέρνει να προμηθευτεί τα υλικά για έναν φράχτη για να την προστατεύσει και περνάνε μαζί όλο το καλοκαίρι και το φθινόπωρο. Αλλά τότε, στα μέσα Οκτώβρη του 1945, είναι μια μέρα που ο Ράμι δεν γράφει στο ημερολόγιό του. Να αφήσει μια μέρα να περάσει χωρίς να γράψει είναι σπάνιο και σχεδόν πάντοτε υπάρχει εξήγηση για αυτό – όπως τη φορά που δέχτηκε «ένα ισχυρό χτύπημα στο δεξί μου χέρι και έπρεπε να το βάλω σε νάρθηκα», ή εκείνη τη φορά στην πρώτη τάξη που εξηγεί ότι δεν έγραψε μέσα στην εβδομάδα καθόλου γιατί απλώς «το κιμπούτς δεχόταν πυροβολισμούς».

Τα παιδιά δουλεύουν στον αμπελώνα του Κιμπούτς Γιαγκούρ (The Kibbutz Yagur Archive).

Η καταχώρηση στο ημερολόγιο την επόμενη μέρα μας λέει όλη την ιστορία. «Σήμερα το πρωί πήγα στη μεγάλη λίμνη και έκανα μπάνιο. Χτες σκοτώσανε την Κούσιτ.» Προσπαθώ να μαντέψω πως έμαθε για αυτό. Το γνώριζε από πριν και είχε την ευκαιρία να την αποχαιρετίσει ή του το είπανε μετά; Την είδε να τη σκοτώνουν; Το ξέρω βέβαια ότι μπορεί να δημιούργησε την εικόνα του θανάτου της με τη φαντασία του. Δύο μέρες νωρίτερα περιέγραφε πως ένα μέλος του κιμπούτς σκότωσε τον Μπίλι, τον σκύλο του φίλου του, αφότου ταλαιπωρούταν για ώρες πριν πεθάνει. «Έπειτα πήγανε και κόψανε το κεφάλι του», σημείωσε, για να δούνε αν ήταν λυσσασμένος. Δύο μέρες αργότερα ο Ράμι προσπαθεί να βεβαιώσει ότι ο θάνατος της Κούσιτ δεν ήταν δικό του λάθος – πυροβολήθηκε γιατί «προφανώς υπήρχε υποψία λύσσας. Ίσως το ανακοίνωσαν αυτό πριν τη σκοτώσουν, δεν ξέρω.» Δεν την αναφέρει ποτέ ξανά στο ημερολόγιό του. Η θανάτωση της Κούσιτ ήταν προφανώς αναπόφευκτη. Αλλά το ψυχορράγημα που αναδύεται μέσα από αυτές τις γραμμές ρίχνει φως στην αδιαφορία του περιβάλλοντος του Ράμι για τον βαθύ του πόνο. Τον πόνο ενός αγοριού κολλημένου με τον σκύλο του, που ένιωθε ότι σε έναν κόσμο όπου τα μοιράζεται όλα απολύτως, υπήρχε ένα πράγμα μονάχα που ήταν ολόδικό του. • • • «Σήμερα ξυρίστηκα για πρώτη φορά. Με βοήθησε ο μπαμπάς φυσικά» – Έβδομη Τάξη Τα ενήλικα μέλη του Γιαγκούρ, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν νέοι μετανάστες από την Ανατολική Ευρώπη, έβλεπαν τα παιδιά αυτά και τους φύλακές τους με θαυμασμό: έβλεπαν μια νέα φάρα Εβραίων, τολμηρών και γενναίων Εβραίων. Αυτή η νέα γενιά μεγάλωσε και έγινε αυτοί που πολεμήσανε στους πολέμους του Ισραήλ και έχτισαν τη χώρα. Δεν είναι από τύχη που οι κιμπούτσνικς της γενιάς του πατέρα μου κατείχαν θέσεις-κλειδιά στην πολιτική, τον πολιτισμό, τη βιομηχανία και την επιστήμη. Ο πατέρας μου ήταν ένα τολμηρό και ανθεκτικό μέλος του κιμπούτς για όλη του τη ζωή, αλλά η σκληρή εκπαίδευση που απέκτησε, δεν διάβρωσε την ιδιαίτερη φροντίδα που επεδείκνυε σε άλλους ανθρώπους και δεν άμβλυνε τα αισθήματα του απέναντι στην αδικία. Τα γραπτά του αποκαλύπτουν ότι ήταν έτσι από όταν ήταν παιδί και, ως έφηβος, χάρη κυρίως στον πατέρα του, έναν ήπιο αντικομφορμιστή, και τη μητέρα του, μια εύστροφη διανοούμενη της οποίας οι ικανότητες δεν συνέπιπταν με τις ανάγκες του κιμπούτς εκείνη την περίοδο. Και οι δύο γονείς του ήταν διαφορετικοί με πολλούς τρόπους από το κοινωνικό περιβάλλον. Και οι δύο, καθώς και τα δύο αδέρφια του Ράμι, αναφέρονται στα ημερολόγιά του πολύ λιγότερες φορές από τους συμμαθητές και τους δασκάλους του, όπως είναι αναμενόμενο σε μια παιδική κοινωνία ενός κιμπούτς που υπάρχει ξεχωριστά από αυτήν των ενηλίκων.

Παιδιά στο Κιμπούτς Γιαγκούρ καθαρίζουν τους κοιτώνες τους (Credit: The Kibbutz Yagur Archive).

Αλλά είναι μονάχα όταν καταγράφει τις πράξεις του πατέρα Λέιμπ (Leib), της μητέρας Ρουχάμα (Ruhama), του αδερφού του Γκάντι (Gadi) και της αδερφής του Μπίλχα (Bilha) που αναδύεται μια ζεστασιά, μια στοργή και μια τρυφερότητα – συναισθήματα σπάνια στο τοπίο του συστήματος συλλογικής εκπαίδευσης του κιμπούτς. Στον οικογενειακό πυρήνα υπήρχε η συγχώρεση, σου επιτρεπόταν να αφεθείς στους άλλους, να ξεχνάς και να νιώθεις σύγχυση, και ήταν αποδεκτό επίσης να σου αρέσουν αυτοί που βρίσκονταν στο περιθώριο. Είναι ξεκάθαρο από τα ημερολόγια ότι ο Ράμι λειτουργούσε προστατευτικά απέναντι στον μικρό του αδερφό και ότι τον έπαιρνε μαζί του στις πεζοπορίες και στις φωτιές που ανάβανε με τους φίλους του στις κατασκηνώσεις. «Σήμερα το πρωί πήγα στο βουνό με τον Γκάντι», γράφει για τον εξάχρονο αδερφό του που αργότερα θα γινόταν υποδιοικητής της μονάδας αναγνωρίσεων των αλεξιπτωτιστών και καθηγητής στο Τμήμα Μαθηματικών του Πανεπιστημίου της Χάιφα. «Περπάτησα αρκετά μακριά μαζί του και περπατούσε πολύ καλά.» Όταν οι γονείς τους δεν ήταν παρόντες, τους αντικαθιστούσε προσέχοντας τον Γκάντι, διαβάζοντάς του μια ιστορία για να κοιμηθεί και βάζοντάς τον για ύπνο στο σπίτι των νεότερων παιδιών. Αργότερα, ο Γκάντι έκανε το ίδιο για την αδερφή του. «Μάζαλ τοβ!!! Σήμερα γεννήθηκε η αδερφή μου!», γράφει ο Ράμι για τη γέννηση της Μπίλχα, όταν εκείνος ήταν 11 ετών, την οποία περιγράφει «σαν μια μικρή κούκλα». Ανάμεσα στις γραμμές διακρίνεται και μια ιδιαίτερα οικεία σχέση με τον πατέρα του. «Σήμερα ο Μπαμπάς κι εγώ πήγαμε στο Μισμάρ Χαγιάμ», γράφει ο Ράμι σε μια περίσταση. «Κάνανε ένα πάρτι εκεί για τη Ρωσία προς τιμήν της νίκης στο Στάλινγκραντ. Διαβάζονταν ποιήματα και τραγουδούσανε τραγούδια. Ο Μπαμπάς κι εγώ περπατήσαμε παράλληλα με την ακτογραμμή και είδαμε το ηλιοβασίλεμα. Είναι μια ομορφιά που είναι απίστευτη. Πως ο ήλιος πέφτει στη θάλασσα και όλοι γίνονται τριγύρω ροζ.» Θυμάμαι τη μέρα, περίπου πριν 20 χρόνια, που ο πατέρας μου ήρθε στο διαμέρισμά μου στο Τελ Αβίβ για να με τραβήξει έξω όταν είχα καιρό τις μαύρες μου. Με έπεισε να πάμε έξω και να περπατήσουμε στη θάλασσα και κατά μήκος της ακτογραμμής. Στη βραχώδη περιοχή του νοτίου κομματιού του ξύλινου πεζόδρομου παρατηρήσαμε ένα λευκό πουλί κοντά στον ίσαλο. Πέταξε, βούτηξε μέσα στο νερό και εξαφανίστηκε για λίγα δευτερόλεπτα, αναδύθηκε και βούτηξε ξανά. Ξανά και ξανά. Ο μπαμπάς μου σταμάτησε, κοίταξε το ρολόι και άρχισε να χρονομετρεί το πουλί. Πόσο διαρκούσε ο χρόνος μεταξύ των βουτιών του, πόσο κρατιόταν κάτω από το νερό. Μετά από λίγες βουτιές έφτιαξε το ρεκόρ του: 49 δευτερόλεπτα. «Πολύς χρόνος για ένα τόσο μικρό πουλί», είπε, χρησιμοποιώντας το λάθος φύλο προκειμένου να με κάνει να γελάσω και συνέχισε να το παρατηρεί. Ακόμα μια φορά, δύο, τρεις φορές και να το, πετούσε με κάτι που σπαρταρούσε μέσα στο ράμφος του. Αργότερα μου ‘πε «Βλέπεις Μάικα. Μια φορά και μετά ξανά και ξανά – και μετά επιτυχία. Ποτέ μη σταματάς να προσπαθείς.» Αυτός ήταν ο πατέρας μου. Κολυμπώντας με επιμονή – ενάντια στο ρεύμα επίσης – και σίγουρος ότι με τον καιρό ο κόσμος θα πειστεί για τις απόψεις του. Πιστεύω ότι κληρονόμησα αυτή την ποιότητα από εκείνον. Ακόμη κι αν τα πράγματα ήταν δύσκολα και πικρά, δεν εγκαταλείπεις την αποστολή σου. • • • Οι γονείς μου ερωτεύτηκαν στη δεκαετία του 1950 όταν μοιράστηκαν μεταξύ τους ένα κοινοτικό διαμέρισμα του κινήματος της Νοάρ Χα’οβέντ (Εργατικού Κινήματος) στη Χολόν. Με ένα λευκό φόρεμα με λουλούδια που η ίδια κέντησε πάνω του, κάτω από ένα κιόσκι σε μια τελετή που οι γονείς έφτασαν με λεωφορείο, μια κόρη από τη γειτονιά του Μπόροχοβ, απ’ την αριστοκρατία του κόμματος Μαπάι (Mapai), παντρεύτηκε τον γιο της πέμπτης σειράς αποφοίτων του Γιαγκούρ, πολεμιστή της μονάδας Σαγέτετ 13 (Shayetet 13), των κομάντο του ναυτικού, τον Ράμι Βάλτερ. Το νέο ζευγάρι έφτιαξε το σπίτι του στο κιμπούτς. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 οι γονείς μου άφησαν το Γιαγκούρ με τις δύο μεγαλύτερες αδελφές μου και έγιναν δεκτοί ως μέλη του Γκα’ας, ενός πρόσφατου κιμπούτς βόρεια του Τελ Αβίβ. Ο αδερφός μου, τότε το μικρότερο παιδί της οικογένειας, που τότε παρέμεινε στο Γιαγκούρ, έγινε αργότερα κοσμήτορας της Σχολής Πληροφορικής στο Technion – το Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ισραήλ στη Χάιφα: ήταν ο καθηγητής Σλόμο Μοράν (Shlomo Moran). Είναι μέλος του Γιαγκούρ μέχρι και σήμερα, όπως και ο γιος του, ο Δρ. Σαί Μοράν (Shay Moran), επίσης από το Technion, ο οποίος και ζει εκεί με την οικογένειά του. Στο Κιμπούτς Γκα’ας γεννηθήκαμε η τρίτη μου αδερφή κι εγώ – είμαι η νεότερη. Κατά τα χρόνια τους στο κιμπούτς οι γονείς μου δίδαξαν διάφορα αντικείμενα και θήτευσαν ως δάσκαλοι και στο σχολείο του κιμπούτς. Ο πατέρας μου ήταν δάσκαλος φυσικών επιστημών και η μητέρα μου δίδασκε τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Παράλληλα, η αδερφή μου έκανε καριέρα ως αρχειονόμος. Για 20 χρόνια διηύθυνε το Αρχείο Ha’artzi-Hashomer Hatzair του Κιμπούτς. Έπειτα ίδρυσε το προσωπικό αρχείο του Χαίμ Χέρτζογκ (Chaim Herzog), του έκτου προέδρου του Ισραήλ, και υπήρξε η επιμελήτριά του για 12 χρόνια. Ο πατέρας μου απέκτησε δίπλωμα διδάκτορα στο πανεπιστήμιο στο αντικείμενο της βοτανολογίας και εργάστηκε σαν ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. Σε εκείνη τη βόλτα που κάναμε παράλληλα με την ακτή, απέναντι από τον μικρό κολπίσκο και το εγκαταλελειμμένο κτίριο του Δελφινάριου, που ακόμα υπήρχε εκεί, οι σέρφερς καβαλούσαν τον άνεμο και παιχνίδιζαν με τη θάλασσα. Ο πατέρας μου σταμάτησε στο ύψος του κόλπου, τους κοιτούσε να υψώνονται προς τα πάνω και να γκρεμίζονται μέσα στο νερό, μειδίασε και μου ‘πε «εντάξει, αυτό μάλλον είναι κάτι που δεν θα κάνω σε αυτή τη ζωή.» Ήταν 74 ετών και ήταν η πρώτη φορά που τον άκουσα να διστάζει σχετικά με τις σωματικές του ικανότητες. Όλη η ζωή του βασίστηκε στη σωματική του δύναμη και το έφτασε στα άκρα, πολύ πέρα από ότι οι περισσότεροι άνθρωποι στην ηλικία του. Στα 55 του ξεκίνησε σκι (και έσπασε ένα πόδι), στα 65 αλεξίπτωτο πλαγιάς χωρίς μηχανή (και έσπασε τον ώμο του), στα 70 του έμαθε πως να οδηγεί μονόκυκλο και στα 75 του ήταν εκπαιδευτής στην ομάδα σερφ του Γκα’ας, την οποία είχε ιδρύσει είκοσι χρόνια νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του, θα κατηφόριζε απ’ τους γκρεμούς στην ακτογραμμή, θα έμπαινε στο νερό, θα κολυμπούσε τόσο ώστε να μπορεί να δει από εκεί τον πύργο νερού του κιμπούτς στο πλήρες μέγεθός του, πίσω από τους λόφους με τον ασβεστόλιθο – και εκεί ήταν το σημάδι του απ’ όπου θα γύριζε πίσω. Η σωματική αυτοπεποίθηση του πατέρα μου ήταν που τελικά τον σκότωσε. Ο θάνατός του, το 2007, αποτελούσε έκπληξη. Όμορφος, ευθυτενής, υγιής, με τη σωματική δύναμη σαραντάχρονου, όπως μας έλεγαν οι γιατροί. Πέθανε στα 76 του μετά από μια ποδηλατάδα στους απόκρημνους λόφους της Ιουδαίας, την οποία ξεκίνησε με πυρετό. Πέθανε από αφυδάτωση όταν επέστρεψε σπίτι. Η τελική καταχώρηση στο παιδικό του ημερολόγιο είναι από το καλοκαίρι του 1946, όπου αναφέρεται στον βαθμό που πήρε στο τελικό διαγώνισμα για την ιστορία. Ο Ράμι λυπάται που τον ρωτήσανε για την αρχαία εποχή, ενώ είχε προετοιμαστεί κυρίως για τη Γαλλική Επανάσταση. Το ημερολόγιο κλείνει με τις λέξεις «Πήρα βαθμό ‘πολύ καλά’». Πηγή: https://www.haaretz.com/israel-news/.premium.MAGAZINE-freedom-nature-and-army-training-boy-s-diaries-offer-look-into-40s-kibbutz-life-1.9492079

174 views0 comments

Comentários


bottom of page