Με έναν ανοιχτά gay άνδρα στα ηνία των Ταγμάτων Εφόδου (S.A.), οι ομοφυλόφιλοι βίωσαν μια περίοδο σχετικής ανοχής πριν ξεκινήσουν οι διώξεις εναντίον τους στο Τρίτο Ράϊχ. Οι εργάτριες του σεξ βίωσαν την ακριβώς αντίθετη διαδικασία. Να πως τα δύο αυτά στοιχεία συνδέονται. Του Boaz Neumann, 24 Ιανουαρίου 2019.
«Μπορεί να οργανώσει κανείς το ζήτημα της γυναικείας πορνείας, το οποίο σε σύγκριση με το αυτό το ζήτημα [της ομοφυλοφιλίας] είναι καταρχήν τελείως αβλαβές, με έναν τρόπο που είναι αποδεκτός για έναν πολιτισμένο λαό. Σε αυτό το πεδίο, θα είμαστε δίχως όρια γενναιόδωροι» – Heinrich Himmler, ομιλία στους διοικητές των SS, Φεβρ. 1937.
Για πολλά χρόνια δεν γίνονταν έρευνες για τη μοίρα των σεξουαλικών μειονοτήτων και των ομοφυλόφιλων πιο συγκεκριμένα στη ναζιστική Γερμανία και το όλο θέμα δεν ήταν μέρος οποιουδήποτε δημόσιου διαλόγου. Θα εστιάσω εδώ στην ιστορία των gay, και των πορνών επίσης, στη Γερμανία κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράϊχ. Όπως θα γίνει προφανές, η επιλογή μου να συζητήσω για αυτές τις δύο ομάδες δεν είναι αυθαίρετη, καθώς οι μοίρες τους συνυφάνθηκαν.
Ποια, λοιπόν, ήταν η θέση και η κατάσταση των ομοφυλόφιλων και των πορνών στη ναζιστική Γερμανία; Βασισμένοι σε αντιλήψεις που υπόβοσκαν στην έρευνα για μια μακρά περίοδο – αντιλήψεις που προϋπέθεταν μια σύνδεση μεταξύ πολιτικής καταπίεσης και διώξεων, από τη μια, και σεξουαλικής καταπίεσης και διώξεων, από την άλλη – τα άτομα που ανήκαν και στις δύο αυτές ομάδες θα περίμενε κανείς να υπόκεινται εξίσου σε άγρια κακοποίηση. Και οι δύο ομάδες συνιστούσαν απειλή για τη συντηρητική εμφάνιση της γερμανικής κοινωνίας εκείνη την περίοδο, η οποία καθαγίαζε την πυρηνική οικογένεια και την κανονιστική ετεροσεξουαλικότητα που υποτίθεται έπρεπε να κυριαρχεί σε αυτό το κοινωνικό πλαίσιο. Η ιστορική έρευνα που πραγματοποιήθηκε, όμως, τα τελευταία χρόνια μας προσφέρει μια πολύ πιο σύνθετη εικόνα.
Τα Sturmabteilung (S.A.), ή Τάγματα Εφόδου, ήταν στην πραγματικότητα ο στρατιωτικός βραχίονας του Κόμματος των Ναζί. Ήταν μια αμιγώς ανδρική, αντισημιτική, επιθετική, ριζοσπαστική οργάνωση, διοικούμενη από τον Ernst Roehm, έναν ανοιχτά ομοφυλόφιλο. «Ανοιχτά», με τους όρους αυτής της περιόδου: ποτέ δεν κοινοποίησε δημόσια τον σεξουαλικό του προσανατολισμό αλλά όλοι το γνώριζαν. Το γεγονός ότι ο αρχηγός των S.A. ήταν ανοιχτά gay είναι δραματικό και, από όσο γνωρίζω, είναι γεγονός δίχως προηγούμενο για ένα ακροδεξιό, ριζοσπαστικό, φασιστικό κόμμα. Το ναζιστικό κόμμα ήταν το μόνο κόμμα της περιόδου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης του οποίου η ηγεσία συμπεριλάμβανε διακηρυγμένους ομοφυλόφιλους. Και στην πραγματικότητα από όλα τα κόμματα της Γερμανίας, ήταν μόνο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα που επιτίθετο στους Ναζί κατά τη διάρκεια των εκλογικών εκστρατειών με αιχμή τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Roehm.
Συζητάω τον Roehm βασισμένος στην έρευνα της Αυστραλής ιστορικού Eleanor Hancock [συγγραφέως του βιβλίου του 2008 “Ernst Roehm: Hitler’s SA Chief of Staff”]. Ως gay άτομο σε μια κοινωνία που αναγνώριζε τους ομοφυλόφιλους ως «θηλυκούς» – στην τελική μιλάμε για τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης στις δεκαετίες του 1920 και του 1930 – ο Roehm συνειδητά καλλιέργησε ένα αντίθετο ιδανικό ενός «αρρενωπού» ομοφυλόφιλου. Η «αρρενωπότητα» από τη δική του σκοπιά ήταν βασισμένη, μεταξύ άλλων χαρακτηριστικών, πάνω στο θάρρος, την τιμή, την αξιοπρέπεια, την πειθαρχία και την αδελφοσύνη.
Θα έπρεπε να θυμόμαστε σε αυτό το πλαίσιο ότι τα φασιστικά κινήματα στην Ευρώπη στο σύνολό τους –και στη ναζιστική Γερμανία συγκεκριμένα– κατάγονταν από τη συλλογική ανδρική εμπειρία των χαρακωμάτων του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Σε αντίθεση με την «ανδρεία», ο Roehm ταύτιζε το «θηλυκό» με τη δειλία, το συμβιβασμό, την υποκρισία – ειδικά αυτήν της αστικής τάξης – καθώς και τον πασιφισμό.
Ο Roehm ήταν μια μπερδεμένη και ίσως παράδοξη φιγούρα. Του άρεσε ο νόμος και η τάξη, αρκεί βέβαια να κανόνιζε αυτός τι ήταν νόμος και τάξη. Ήταν αντίθετος στο πολιτικό και κοινωνικό χάος που χαρακτήριζε τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά πάντοτε μπορούσες να τον βρεις στην κατάλληλη ώρα και μέρος όταν κάποιο είδος επανάστασης ετοιμαζόταν, συμπεριλαμβανόμενης βέβαια του αποτυχημένου «πραξικοπήματος της μπυραρίας» στο Μόναχο το 1923, κατά το οποίο ηγήθηκε μιας των στρατιωτικών ομάδων.
Ο Roehm παρασημοφορήθηκε ως στρατιώτης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κερδίζοντας ακόμα και μια ουλή πάνω στο πρόσωπό του. Από την πλευρά του, η εμπειρία του μετώπου ξεσκέπασε τη μάσκα του υποκριτικού προσώπου της κοινωνίας. Αυτός, υποστήριζε, ήταν ο σωστός τρόπος να βλέπεις τη ζωή γενικά: ως μια συνεχή επανάσταση, μία που να περιλαμβάνει την απελευθέρωση των σεξουαλικών επιθυμιών. Όπως το έβλεπε, η πολιτική και η κοινωνία ήταν βασισμένες και το αξίζανε να είναι βασισμένες πάνω στην αδελφοσύνη μεταξύ ανδρών. Όπως έγραψε ο Roehm στα απομνημονεύματά του το 1928 «Ο αγώνας ενάντια στην αερολογία, την εξαπάτηση και την υποκρισία της σημερινής κοινωνίας πρέπει να ξεκινήσει με ό,τι είναι το βασικότερο στη ζωή, δηλαδή τις σεξουαλικές ορμές… Αν αυτός ο αγώνας επιτύχει, μόνο τότε θα είναι δυνατόν να ξηλώσουμε τις μάσκες των ψευδαισθήσεων όλων των κοινωνικών και νομικών διατάξεων». Ο Roehm παρουσιάζει μια ριζοσπαστική αντίληψη εδώ, μια που και εγώ θα τολμούσα να ονομάσω «προοδευτική», σε σχέση με το σεξ και τη σεξουαλικότητα.
Ο Roehm δούλεψε επίσης στον έναν ή τον άλλο βαθμό για την εξέλιξη των gay. Οι ομοφυλόφιλοι, έλεγε, θα έπρεπε να αποδεχτούν τον εαυτό τους, αν και ο ίδιος αναγνώριζε τον εαυτό του περισσότερες από μία φορά ως αμφισεξουαλικό κατά τη διάρκεια αστυνομικών ανακρίσεων. Πάλεψε ενάντια στην Παράγραφο 175 του γερμανικού Ποινικού Κώδικα, που ποινικοποιούσε τις ομοσεξουαλικές πράξεις, και έκανε εκκλήσεις για κρατικές μεταρρυθμίσεις στη στάση του κράτους απέναντι στους gay. Ήταν μέλος μιας Κοινωνίας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, της μεγαλύτερης οργάνωσης ομοφυλόφιλων κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν πολλοί ομοφυλόφιλοι της περιόδου εκείνης ήταν απολίτικοι ή/και φοβούνταν να ανοιχτούν δημόσια.
«Ιδιωτικός» και δημόσιος Ναζί
Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 ο Roehm αλληλογραφούσε με τον Karl-Günther Heimsoth ο οποίος ήταν δραστήριος στον τομέα των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων. Ο Heimsoth, σύμφωνα με τον Hancock, ήταν ο πρώτος γιατρός που ισχυρίστηκε πως η ομοφυλοφιλία δεν ανήκε στην παθολογία. Με μια έννοια ήταν ο ακροδεξιός που σημάδεψε το γερμανικό ομοφυλόφιλο κίνημα. Ο Heimsoth επέκρινε τον Röhm για τη μη προώθηση των συμφερόντων των gay στην πολιτική αρένα.
Τον Φεβρουράριο του 1929 ο Roehm έγραψε στον Heimsoth ότι ήταν περήφανος που ήταν ομοφυλόφιλος, κάτι που πρόσθεσε ότι «ανακάλυψε» για πρώτη φορά το 1924. Έγραψε ότι δεν ένιωθε ούτε στο ελάχιστο θλίψη ή δυστυχία λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, παρόλο που συχνά του δημιουργούνταν προβλήματα. Ζήτησε από τον Heimsoth, ο οποίος θεμελίωνε εν μέρει την εξήγησή του για την ομοφυλοφιλία στην αστρολογία και την ψυχανάλυση, να του ετοιμάσει ένα ωροσκόπιο που να του εξηγεί «πως έγινα αυτός που έγινα». Εξομολογούταν στον Heimsoth ότι θυμόταν να έχει φιλομόφυλα συναισθήματα και ακόμη και εμπειρίες κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, αλλά επίσης ότι είχε σεξουαλικές σχέσεις με πολλές γυναίκες, από τις οποίες δεν αντλούσε καμιά ιδιαίτερη απόλαυση. Ως ενήλικας ανέπτυξε μια απέχθεια για τις γυναίκες. Με τον διορισμό του ως επικεφαλής των S.A., ο Roehm έπαψε να είναι ένα ιδιωτικό άτομο και ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί ως «Ναζί της ιδιωτικής σφαίρας»: πλέον ήταν μια διάσημη δημόσια φιγούρα. Τέθηκε επικεφαλής της στρατιωτικής πτέρυγας του ναζιστικού κόμματος και ανέβηκε στα ανώτερα κλιμάκια της ηγεσίας στο πλευρό του Χίτλερ. Οι Σοσιαλδημοκράτες εξέθεσαν την ομοφυλοφιλία του δημοσίως: ξεκινώντας από το 1931, επιτέθηκαν σε αυτόν και το ναζιστικό κόμμα για τη διαφθορά της νεολαίας της χώρας και για το διορισμό του σε μια τόσο υψηλή θέση. Εν τέλει, η αντι-ομοφυλόφιλη εκστρατεία των σοσιαλδημοκρατών δεν έβλαψε ούτε τον Roehm ούτε το κόμμα. Δικάστηκε πέντε φορές με την κατηγορία της παράβασης της Παραγράφου 175 που ποινικοποιούσε τις φιλομόφυλες πράξεις, αλλά αθωώθηκε σε κάθε μία από τις δίκες αυτές.
Ο Roehm επιτίθετο στους διώκτες του αλλά δεν αρνούταν την ομοφυλοφιλία του. Ταυτόχρονα, οι επιθέσεις εναντίον του, τον έβλαπταν και με το ξέσπασμά τους έγινε πιο ευάλωτος με τους όρους της ενδο-κομματικής πολιτικής και όλο και περισσότερο εξαρτώμενος από τον Χίτλερ. Οι συνάδελφοί του στο ναζιστικό κόμμα γνώριζαν για τις σεξουαλικές τους τάξεις από τα μέσα του 1920 και ο Χίτλερ ήταν επίσης ενήμερος για αυτές όταν τον διόρισε επικεφαλής των S.A.
Το 1932 ο Roehm πρόσφερε την παραίτησή του για να μη ζημιώσει το κόμμα αλλά ο Χίτλερ απέρριψε την ιδέα αυτή. Στη συνέχεια, όταν οι Ναζί ανήλθαν στην εξουσία το 1933, ο Φύρερ έκρινε απαραίτητο να υπερασπιστεί τον Roehm ενάντια στους επικριτές του και σημείωσε ότι η ομοφυλοφιλία του δεν είχε καμία σημασία. Ο Χίτλερ, ως χαρισματικός προπαγανδιστής, επιτέθηκε λυσσαλέα στους διάφορους επικριτές του Roehm υπολογίζοντας τις ταυτότητες τους και τις κοσμοθεωρίες τους: στους ομοφοβικούς του αντιπάλους υποστήριξε ότι ο Roehm δεν ήταν στην πραγματικότητα gay, ή ότι είχε υπάρξει μεν gay αλλά είχε υποσχεθεί να σταματήσει να εμπλέκεται σε σεξουαλικές σχέσεις με άνδρες. Στους υπόλοιπους ο Χίτλερ έλεγε ότι δεν τον ενδιέφερε τι έκανε ο Roehm, στο βαθμό που δεν παραπλανούσε παιδιά. Το πιο ουσιώδες επιχείρημα, από πλευράς Φύρερ, ήταν ότι εκτιμούσε τα μεγάλα επιτεύγματα του Roehm και γνώριζε ότι μπορούσε να βασίζεται πάνω του απόλυτα. Εδώ, πιθανόν, βρίσκεται η απάντηση στο ερώτημα του γιατί ο Roehm ήταν τόσο βέβαιος σχετικά με την υποστήριξη του Χίτλερ και δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι ο ηγέτης θα διέταζε ποτέ την εκτέλεσή του, όπως τελικά έκανε στις 30 Ιουνίου 1934, κατά τη «Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών» – όταν υλοποίησε την εκκαθάριση των S.A.
«Αίσθημα Αιδούς»
Ο Χίτλερ διόρισε λοιπόν τον Roehm στην πανίσχυρη θέση του διοικητή των S.A. γνωρίζοντας ότι ήταν gay, χωρίς όμως αυτή η κίνηση να επηρεάσει την γενική αντι-ομοφυλόφιλη στάση των Ναζί. Ο Χίτλερ προφανώς σκέφτηκε ότι αν αγνοούσε το όλο ζήτημα, θα περνούσε στη λήθη. Πράγματι, ο ναζιστικός Τύπος ποτέ δεν αναφέρθηκε ρητά στην ομοφυλοφιλία του Roehm. Οι επιθέσεις εναντίον του θεωρούνταν ως πολιτικές προσπάθειες να ζημιωθεί το κόμμα. Τα S.A., επίσης, δεδομένου του ότι ο ηγέτης τους ήταν ανοιχτά ομοφυλόφιλος, δεν παρενέβαιναν στην ιδιωτική ζωή των μελών τους, άρα και στις σεξουαλικές τους τάσεις. Αυτή η προσέγγιση ήταν διαμετρικά αντίθεση από ότι συνέβαινε με τα S.S., των οποίων ο διοικητής, ο Heinrich Himmler, ήταν ένας ακραίος ομοφοβικός.
Το προηγούμενο που καθιέρωσε ο Roehm αποτέλεσε πηγή ελπίδας για πολλούς ομοφυλόφιλους. Μετά την άνοδο τους στην εξουσία, οι Ναζί έκλεισαν οργανώσεις, απαγόρευσαν εκδόσεις και επιτέθηκαν σε χώρους συνάντησης των gay – αλλά επισήμως, τουλάχιστον, η ομοφυλοφιλία δεν αποτελούσε λόγο δίωξης και σύλληψης. Κυνηγούσαν και φυλάκιζαν τους gay για πολιτικές δραστηριότητες που θεωρούνταν καθαυτές αντι-ναζιστικές, αλλά όχι λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού. Μόνον αφού δολοφονήθηκε ο Roehm, οι Ναζί άρχισαν να διώκουν τους ομοφυλόφιλους λόγω της σεξουαλικής τους ταυτότητας.
Η ναζιστική πολιτική απέναντι στους ομοφυλόφιλους έγινε πιο αυστηρή από τα μέσα του 1934 εξαιτίας, μεταξύ άλλων, της δραστηριότητας του ομοφοβικού Χίμλερ και της αυξανόμενης δύναμης των S.S. υπό την ηγεσία του. Όσο ο Roehm κρατούσε την υψηλή του θέση, οι Ναζί επεδείκνυαν ένα ίχνος «ανοχής» για την ομοφυλοφιλία αν περιοριζόταν αποκλειστικά στην ιδιωτική και ερωτική σφαίρα.
Όπως και να έχει, ο Roehm δεν εκτελέστηκε επειδή ήταν gay. Η ομοφυλοφιλία του εξυπηρέτησε μονάχα ως ρητορικό τέχνασμα για να δικαιολογηθεί προς τα έξω η εκκαθάριση των ψηλότερων κλιμακίων των S.A. Σε ένα βαθμό, ο Roehm και η οργάνωση που διοικούσε είχαν σταματήσει να συνιστούν πολιτικά ατού και είχαν γίνει πολιτικά εμπόδια για τους Ναζί. Μέχρι το 1933 εκείνος και οι μελανοχίτωνές του ήταν στην πραγματικότητα η μόνη στρατιωτική δύναμη των Ναζί: εκτελούσαν τη δύσκολη δουλειά της επιβολής της παρουσίας τους στους δρόμους, οργάνωναν διαδηλώσεις και προβοκάτσιες, «αναλάμβαναν» τους ανθρώπους που συνιστούσαν πρόβλημα κ.ο.κ. όταν οι Ναζί προχώρησαν από τη διοίκηση ενός κόμματος στη διοίκηση της χώρας, τα ίδια τα S.A. έγιναν πρόβλημα.
Η ναζιστική αντι-ομοφυλόφιλη πολιτική κορυφώθηκε το 1935, με τη διεύρυνση της Παραγράφου 175 στον Ποινικό Κώδικα και την εισαγωγή σκληρότερων τιμωριών για σχέσεις μεταξύ ανδρών. Έκτοτε, οι καταδίκες δεν βασίζονταν πλέον μονάχα στις πλήρεις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ δύο ανδρών: ένα απλό φιλί, ή ένα απρεπές βλέμμα, ή αυτό που ορίστηκε ως «προσβολή του αισθήματος της αιδούς», ήταν πλέον αρκετά.
Η μάξιμουμ ποινή ανέβηκε από τους έξι μήνες φυλάκιση στα πέντε χρόνια και με την τροποποίηση του νόμου θα μπορούσε να φτάσει ακόμα και τα δέκα χρόνια, για παράδειγμα, όταν κάποιος άνδρας καταδικαζόταν για σύναψη σεξουαλικών σχέσεων με υπαλλήλους κατώτερους στην ιεραρχία, εκμεταλλευόμενος την εξουσία του, ή σύναψη τέτοιων σχέσεων με άνδρες κάτω των 21 ετών ή για την περίπτωση της φιλομόφυλης πορνείας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η ναζιστική πολιτική απέναντι στους ομοφυλόφιλους υπέστη μια ριζική αλλαγή. Πλέον διώκονταν και στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης αποκλειστικά και μόνο επειδή ήταν ομοφυλόφιλοι. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι δεν διώκονταν με τον ίδιο τρόπο που διώκονταν άλλες ομάδες – και ιδιαίτερα βέβαια οι Εβραίοι. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι η προσέγγιση του καθεστώτος απέναντι στις λεσβίες, με τις οποίες δεν ασχολήθηκα σε αυτό το άρθρο, ήταν διαφορετική και πολύ πιο μετριοπαθής από ότι αυτή απέναντι στους άνδρες ομοφυλόφιλους.
Οι Ναζί σχεδίασαν την εξόντωση του κάθε ένα Εβραίου της Ευρώπης, αν όχι και πιο πέρα από την Ευρώπη. Αντιθέτως εφάρμοσαν τις διώξεις εναντίον των ομοφυλόφιλων μονάχα στη Γερμανία και δίχως κάποιο σχέδιο «τελικής λύσης». Οι ηγέτες του κόμματος που ηγούταν ο Χίτλερ ήταν εμμονικοί με τους Εβραίους, αλλά όχι με τους ομοφυλόφιλους. Υπήρξαν ομοφυλόφιλοι που δεν υπέστησαν διώξεις, άλλοι που υπέστησαν αλλά με σχετική μετριοπάθεια και κάποιοι δέχτηκαν βάναυση καταπίεση. Πολλές φορές η συμπεριφορά προς έναν συγκεκριμένο ομοφυλόφιλο είχε να κάνει με την ατομική του κοινωνική και πολιτική στάση. Οι Εβραίοι διώκονταν παντού, ενώ οι ομοφυλόφιλοι θυματοποιήθηκαν κυρίως στις μεγάλες πόλεις, όπου η υπο-κουλτούρα τους ήταν συνήθως αρκετά ανεπτυγμένη. Εν τέλει, υπολογίζεται ότι το 70% των ομοφυλόφιλων που δικάστηκαν και καταδικάστηκαν με την Παράγραφο 175 εξέτισε την ποινή του και με την αποφυλάκισή του, κατετάγη στο γερμανικό στρατό της Βέρμαχτ, μέσα από τον οποίο υπηρέτησαν με αφοσίωση τη Γερμανία.
Κληρονομικότητα έναντι Κουλτούρας.
Το κρίσιμο σημείο στην προσέγγιση των ομοφυλόφιλων από τους Ναζί ήταν η αντίληψή τους για την ομοφυλοφιλία όχι ως βιολογική-κληρονομική αλλά ως αυτό που θα ονομάζαμε σήμερα κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή. Πολλοί ειδικοί των Ναζί έβλεπαν την έννοια της σεξουαλικότητας συλλήβδην ως μια κοινωνικο-πολιτισμική κατασκευή και το ίδιο αντιλαμβάνονταν και για την φιλομόφυλη σεξουαλικότητα. Γινόταν αντιληπτή ως μία από τις πολλές εκφράσεις της ανθρώπινης σεξουαλικής εμπειρίας, διάχυτη και πολυπρόσωπη. Και ακριβώς για αυτόν τον λόγο, η ομοφυλοφιλία γινόταν αντιληπτή ως απειλή για κάθε Γερμανό, γιατί δεδομένων των κατάλληλων κοινωνικο-πολιτισμικών περιστάσεων μπορούσε να οδηγηθεί ο καθένας να αλλάξει τη σεξουαλική του τάση.
Αντίστοιχα, θεωρούταν εφικτό και επιθυμητό να «επαν-εκπαιδευτούν» οι ομοφυλόφιλοι, το οποίο είναι αυτό που έκαναν οι Ναζί. Στο Ινστιτούτο Goering Institute στο Βερολίνο (που πήρε το όνομά του από τον επικεφαλής του Matthias Goering, έναν Γερμανό ψυχίατρο και ξάδερφο του Hermann Goering) οι καταδικασμένοι ομοφυλόφιλοι αναγκάζονταν να κάνουν σεξ με πόρνες ενώ οι ερευνητές τους παρατηρούσαν. Όσοι το καταφέρνανε και έδειχναν να λαμβάνουν σεξουαλική ευχαρίστηση, απελευθερώνονταν. Αυτοί που αποτύχαιναν και έδειχναν αθεράπευτοι, στέλνονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Η εξάλειψη της ομοφυλοφιλίας δεν συμπεριλάμβανε λοιπόν την εξόντωση του ομοφυλόφιλου, καθώς η ταυτότητα αυτή δεν θεωρούταν βιολογική-κληρονομική. Έτσι εκκινούσε μια «επαν-εκπαίδευση» και, σε ακραίες περιπτώσεις όπου η πρώτη αποτύγχανε, προβλεπόταν ευνουχισμός. Αντιθέτως, ο Εβραίος, ακόμα και αν αρνούταν την εβραϊκότητά του ή σταματούσε να είναι Εβραίος, και ακόμα και αν γινόταν ένθερμος Ναζί, ακόμη θεωρούταν Εβραίος.
Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάσταση των ομοφυλόφιλων στη ναζιστική Γερμανία ήταν φρικτή. Πέρα από τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και τις ανηλεείς διώξεις, η ζωή τους και ο θάνατός τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν φρικιαστικά. Πέραν της αντοχής όλων των μαρτυρίων που υφίσταντο οι κρατούμενοι που δεν ήταν ομοφυλόφιλοι, οι τελευταίοι υπέφεραν διπλά – τόσο ως κρατούμενοι των Ναζί όσο και ως ομοφυλόφιλοι. Το ποσοστό θνησιμότητάς τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης ήταν υψηλό σε σχέση με κάθε άλλη ομάδα. Ο ιστορικός Wolfgang Roell που διερεύνησε τη μοίρα των ομοφυλόφιλων στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ έδειξε ότι ανήκαν στις ομάδες που αποτελούσαν τον πάτο της ιεραρχίας του στρατοπέδου και ως τέτοιοι ήταν πιθανότερο να υποστούν βία. Οι ομοφυλόφιλοι εκεί υπάγονταν γενικά στην «εξόντωση μέσω εργασίας».
Το σύστημα του στρατοπέδου επίσης διέκρινε μεταξύ των ομοφυλόφιλων και δημιουργούσε ιεραρχίες μέσα στην κοινότητά τους. Υπήρχαν οι «κανονικοί ομοφυλόφιλοι», οι «ομοφυλόφιλοι που κατρακυλούσαν στον κακό τους εαυτό» και οι «φιλομόφυλοι Εβραίοι». Προφανώς η τελευταία κατηγορία υπέστη τα χειρότερα.
Φυλετική Πορνεία.
Θα στραφώ τώρα εδώ σε μια συζήτηση γύρω από τη στάση και την πολιτική των Ναζί απέναντι στις πόρνες για να συμπληρώσω τη μεγαλύτερη εικόνα σε σχέση με την προσέγγισή τους για τις σεξουαλικές μειονότητες. Η συζήτηση αυτή βασίζεται κυρίως στην έρευνα της ιστορικού Julia Roos. Όπως και στην περίπτωση των ομοφυλόφιλων, και αυτή είναι επίσης μια σύνθετη ιστορία, δόλια και αρκετά πρωτότυπη. Μέχρις ενός σημείου οι Ναζί ασκούσαν διώξεις στις πόρνες αλλά εκκινώντας από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 άρχισαν να θεσπίζουν την πορνεία.
Η ιστορία ξεκινάει την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Το 1927 η γερμανική κυβέρνηση θέσπισε το Νόμο για την Αντιμετώπιση των Αφροδίσιων Νοσημάτων. Μέχρι τότε η πορνεία ήταν παράνομη στη Γερμανία. Ο νόμος αποποινικοποίησε το φαινόμενο της πορνείας και οι γυναίκες μπορούσαν πια να εμπλακούν νόμιμα με την πορνεία. Ακόμα και πριν το νόμο βέβαια, σε κάποιες μεγάλες πόλεις το φαινόμενο επιτρεπόταν, με τον όρο της επιτήρησης των πορνών μέσω υποχρεωτικών ιατρικών εξετάσεων, περιορισμού τους σε συγκεκριμένες περιοχές των πόλεων κι ούτω καθεξής. Με άλλα λόγια η πορνεία ήταν παράνομη αλλά ταυτόχρονα ήταν και καθιερωμένη με έναν ανεπίσημο τρόπο. Ο νόμος του 1927, τερματίζοντας την παρανομοποίηση της πορνείας, αντανακλούσε το φιλελεύθερο πνεύμα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, σε αυτή την περίπτωση με τη μορφή της ελευθερίας του επαγγέλματος.
Οι λόγοι για αυτή την αλλαγή ήταν πολλοί και ποικίλοι. Ο πρώτος ήταν η αυξανόμενη πολιτική δύναμη των γυναικών με την έλευση της χειραφέτησής τους το 1919 με το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Οι Γερμανίδες φεμινίστριες της εποχής επιτίθονταν στην εγγενή υποκρισία και τη διττή ηθικότητα του νόμου. Ισχυρίζονταν ότι μια συνθήκη στην οποία η πόρνη θεωρούταν εγκληματίας αλλά όχι και ο πελάτης, ήταν απαράδεκτη. Οι Σοσιαλδημοκράτες και οι φιλελεύθεροι ήταν ιδιαίτερα επικριτικοί απέναντι στην αστυνομία ηθών η οποία κυνηγούσε τις πόρνες και της οποίας η ύπαρξη ερχόταν σε σύγκρουση με το δημοκρατικό πνεύμα της νεαρής δημοκρατίας. Επιπλέον, η εγκληματοποίηση της πορνείας που στόχο είχε, μεταξύ άλλων λόγων, να αποτρέψει τη διάδοση των αφροδίσιων νοσημάτων, είχε αποτύχει.
Στην πράξη αυτό που συνέβαινε ήταν οι περισσότερες πόρνες να μη δηλώνονται επίσημα αλλά να πουλάνε τις υπηρεσίες τους ελεύθερα. Η εκτίμηση των νομοθετών του νόμου του 1927 ήταν ότι η νομιμοποίηση του επαγγέλματος θα οδηγούσε σε μείωση των ρυθμών επιμόλυνσης επιτρέποντας οικονομική βοήθεια σε όσους μολύνονταν από αφροδίσια και τιμωρώντας αυτούς που συνειδητά μετέδιδαν σεξουαλικές ασθένειες. Ο νόμος του 1927 εξάλλου κατήργησε την αστυνομία ηθών και παρανομοποίησε τους οίκους ανοχής. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αστυνομία ήταν απολύτως ενάντια στην φιλελεύθερη αυτή νομοθεσία, την οποία θεωρούσαν επικίνδυνη και μη ρεαλιστική. Η κύρια ανησυχία τους ήταν ότι ο φιλελεύθερος νόμος θα οδηγούσε στο να πλημμυρίσουν οι δρόμοι με πόρνες με αποτέλεσμα οι αρχές ασφαλείας να μην μπορούν να περιορίσουν το φαινόμενο. Με το που ψηφίστηκε ο νόμος, οι πόρνες ξεκίνησαν να σχηματίζουν ενώσεις και να φτιάχνουν οργανώσεις για να προστατεύσουν τα οικονομικά και κοινωνικά τους δικαιώματα.
Το ναζιστικό κόμμα λοιπόν έδρασε ενάντια στο περιβάλλον της φιλελεύθερης ατμόσφαιρας της Βαϊμάρης την οποία θεωρούσε χαλαρή, ανεκτική και έκφυλη. Ήδη στο «Ο Αγών μου», ο Χίτλερ ισχυριζόταν ότι η μάχη ενάντια στην πορνεία και τη σύφιλη ήταν μια από τις σημαντικότερες αποστολές της ανθρωπότητας. Όπως το έβλεπε, η ανικανότητα των νομοθετών την περίοδο της Βαϊμάρης να αντιμετωπίσουν τη διάδοση των αφροδίσιων νοσημάτων ήταν ένα σύμπτωμα της βαθιάς ηθικής και φυλετικής κρίσης στην οποία είχε βουλιάξει η Γερμανία. Σύμφωνα με τον Χίτλερ, οποιαδήποτε προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πορνεία πρέπει να ξεκινήσει από το ξερίζωμα της πνευματικής της βάσης, δηλαδή της ηθικής πανούκλας που αναγνώριζε ο ίδιος στον πολιτισμό των μεγάλων πόλεων.
Οι Ναζί κατηγορούσαν, μεταξύ άλλων, τους Εβραίους και τους κομμουνιστές για την εξάπλωση των αφροδίσιων νοσημάτων οι οποίοι κερδοσκοπούσαν πάνω σε αυτά. Οι Εβραίοι κατηγορούνταν επίσης ότι ήταν διακινητές του σεξ. Δεν αποτελεί, λοιπόν, καθόλου έκπληξη που οι Ναζί αποκήρυξαν έντονα το φιλελεύθερο νόμο του 1927. Ήταν ανίκανοι και απρόθυμοι να δεχτούν το γεγονός ότι οι πόρνες θα γέμιζαν τους δρόμους των πόλεων χωρίς επιτήρηση και θα ανέβαζαν τον κίνδυνο της εξάπλωσης ασθενειών. Ο σκοπός των Ναζί ήταν να αντιστρέψουν τη νομοθεσία, να παρανομοποιήσουν την πορνεία και να ασκήσουν διώξεις κατά των πορνών δίχως κανένα έλεος.
Η ασταμάτητη παρενόχληση της πορνείας ασκούταν σύμφωνα με τη ναζιστική, ακροδεξιά, συντηρητική προσέγγιση με τον ίδιο τρόπο που ήταν συνεπές για τους Ναζί να επιτίθενται από θέση αρχής στην ανεκτικότητα της Βαϊμάρης. Αυτή η πολιτική εξάλλου βοήθησε την προσπάθειά τους να εξευμενίσουν και να κερδίσουν την υποστήριξη συντηρητικών πολιτικών δυνάμεων και της Εκκλησίας. Κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής τους, οι Ναζί χρειάζονταν ακόμη την υποστήριξη τέτοιων στοιχείων προκειμένου να σταθεροποιηθούν στην πολιτική αρένα και να διαμορφώσουν το κράτος σύμφωνα με την κοσμοθεωρία τους.
Αρκετά νωρίς λοιπόν, τον Φεβρουάριο του 1933, σύντομα μετά το διορισμό του Χίτλερ ως καγκελάριου, ο υπαρχηγός του Hermann Goering εισηγήθηκε μια αλλαγή στον Ποινικό Κώδικα που διεύρυνε σημαντικά την εξουσία της αστυνομίας στη μάχη της κατά της πορνείας. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, οι Ναζί παρανομοποίησαν το ψωνιστήρι στους δρόμους. Η αστυνομία, από πλευράς της, αύξησε την πίεση. Την Άνοιξη και το Καλοκαίρι του 1933 χιλιάδες, αν όχι δεκάδες χιλιάδες, πόρνες κρατήθηκαν και τέθηκαν σε κατάσταση προστασίας. Κάποιες υποχρεώθηκαν να υποστούν ιατρικές θεραπείες για αφροδίσιες ασθένειες. Οι χριστιανικοί κύκλοι καλωσόρισαν αυτή την εξέλιξη.
Κάπου εδώ θα φαινόταν ότι η ιστορία τελείωσε. Οι Ναζί, όπως το συνήθιζαν, έδρασαν ενάντια στη φιλελεύθερη, χαλαρή προσέγγιση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και άσκησαν ανηλεείς διώξεις ενάντια στις πόρνες. Μέσα σε μια μικρή χρονικά περίοδο ωστόσο συνέβη μια δραματική αλλαγή με το καθεστώς όχι μόνο να αρχίζει να δέχεται την πορνεία ως στοιχείο της καθημερινής ζωής, αλλά και να τη θεσμοθετεί και να τη ρυθμίζει. Το κράτος γρήγορα άρχισε να δημιουργεί μπουρδέλα υπό καθεστώς αστυνομικής επιτήρησης. Αυτή η κίνηση βασίστηκε σε ένα διάταγμα με τη μορφή του κατεπείγοντος στις 28 Φεβρουαρίου του 1933 – το ίδιο διάταγμα με το οποίο ιδρύθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Καθώς οι Ναζί παγίωσαν την εξουσία τους, είχαν όλο και λιγότερη ανάγκη για πολιτικούς συμμάχους, βασικά τους συντηρητικούς και την Εκκλησία. Αντίστοιχα, η αντίθεση των τελευταίων στην κανονικοποίηση της πορνείας δεν επηρέαζε πια τους Ναζί νομοθέτες και πολιτικούς. Ήταν κυρίως τα S.S. και ο ηγέτης τους Χίμλερ που προώθησε αυτή την αλλαγή. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο στρατός επίσης υποστήριξε αυτό το σχέδιο με σκοπό να αποτρέψει τη διάδοση των ασθενειών στις μονάδες και για να αποφύγουν τις ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες. Έτσι, οι πολιτικοί στόχοι των S.S. και οι στρατιωτικοί στόχοι της Βέρμαχτ υπήρξαν ισχυρότερες και περισσότερο σημαντικές από την εξάλειψη της «αμαρτίας» στη Γερμανία.
Το ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιο Πολέμου συνοδεύτηκε από μια επιταχυνόμενη διαδικασία θεσμοποίησης της πορνείας μέσα στο πλαίσιο της πλήρους συνεργασίας ανάμεσα στα S.S., το στρατό, την αστυνομία και τις πολιτικές αρχές. Ταυτόχρονα, η αστυνομία κατέστειλε βάναυσα την πορνεία που διεξαγόταν εκτός αυτού του πλαισίου που δημιουργήθηκε για αυτόν το σκοπό. Οι πόρνες που παραβίαζαν τους κανόνες και τα διατάγματα συχνά κατηγοριοποιούνταν ως «αντι-κοινωνικές» και φυλακίζονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η ναζιστική βαναυσότητα φαίνεται ότι κατάφερε να εξαλείψει την πορνεία στους δρόμους σχεδόν εξολοκλήρου.
Η πρώτη στόχευση της ρύθμισης της πορνείας ήταν, λοιπόν, να προστατευτούν τόσο οι στρατιώτες όσο και οι πολίτες από τη μόλυνση αφροδίσιων νοσημάτων. Για αυτό το σκοπό το κράτος ενίσχυσε την ιατρική επίβλεψη του επαγγέλματος. Έγινε επίσης μια προσπάθεια να διατηρηθεί σε ό,τι αφορά την πορνεία και η φυλετική καθαρότητα. Ιδρύθηκαν συνεπώς μπουρδέλα για Γερμανούς στα οποία εργάζονταν μόνο Γερμανίδες πόρνες. Μια πόρνη που έκανε σεξ με έναν ξένο εργάτη διακινδύνευε να εκτίσει ποινή σε φυλακή ή σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σε πόλεις με ξένο πληθυσμό, συγκεκριμένα εκεί που έμεναν οι σκλάβοι-εργάτες, ιδρύθηκαν ξεχωριστά μπουρδέλα για αυτούς, στα οποία εργάζονταν μη-Γερμανίδες γυναίκες. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, υπήρχαν περίπου 700.000 σκλάβοι-εργάτες στη Γερμανία με τον αριθμό τους να εκτινάσσεται στα περίπου επτά εκατομμύρια προς το τέλος του πολέμου. Οι Ναζί φοβούνταν τη φυλετική μόλυνση μέσω σεξουαλικών σχέσεων ανάμεσα σε Γερμανίδες γυναίκες και ξένους εργάτες, μια ανησυχία που εντεινόταν από την απουσία των Γερμανών ανδρών οι οποίοι είχαν σταλεί στο μέτωπο να πολεμήσουν.
Τον Δεκέμβριο του 1940, ο ίδιος ο Χίτλερ διέταξε την ίδρυση ειδικών μπουρδέλων για τους ξένους εργάτες. Το πρώτο άρχισε να λειτουργεί λίγο μετά τη διαταγή στο χώρο των Έργων Herman Goering στο Linz της Αυστρίας. Στις 20 Ιανουαρίου 1941, ο Reinhard Heydrich έστειλε ένα επείγον τηλεγράφημα στα σχετικά όργανα του κράτους με σκοπό να επιταχύνει την ίδρυση μπουρδέλων για τους σκλάβους εργάτες, στα οποία θα εργάζονταν μόνο μη-Γερμανίδες ή Ρομνί πόρνες. Οι περισσότερες πόρνες ήταν Πολωνές και Γαλλίδες, καθώς ήταν ευκολότερο για αυτές να μεταφέρουν τα χρήματά τους στις πατρίδες τους.
Ο Heydrich απαγόρευσε με κάθε τρόπο την πρόσληψη Γερμανίδων, Ολλανδών, Νορβηγών και Ιταλίδων πορνών στα μπουρδέλα που εξυπηρετούσαν τους ξένους. Οι Γερμανοί άνδρες απαγορευόταν να μπαίνουν σε αυτά τα κτίρια. Η γερμανική αστυνομία ήταν υπεύθυνη για την πρόσληψη και την επίβλεψη των ξένων πορνών. Τα προγράμματα εργασίας τους και η περιοχή στην οποία επιτρέπονταν να κινηθούν ήταν αυστηρά σχεδιασμένα και περιορισμένα. Υποχρεώνονταν να υποστούν κάθε είδος αναγκαστικής εξέτασης. Αυτές που έμεναν έγκυες έπρεπε να υποστούν έκτρωση και, συχνά, στείρωση. Οι μη συνεργάσιμες πόρνες πετιούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ένας ξένος εργάτης που ανακαλυπτόταν να έχει σεξουαλική επαφή με Γερμανίδα πόρνη ρίσκαρε την ποινή του θανάτου. Η εβραϊκή πορνεία απαγορευόταν αυστηρά, καθώς η σεξουαλική επαφή με Εβραίους συνιστούσε φυλετική επιμόλυνση και παραβίαζε το Νόμο για την Προστασία του Γερμανικού Αίματος και της Γερμανικής Τιμής. Μπουρδέλα Εβραίων γυναικών για Εβραίους πελάτες δεν υπήρχαν.
Η Μαύρη Αγορά στο Άουσβιτς.
Στις 9 Σεπτέμβρη του 1939 κάθε πόλη χωρίς οίκο ανοχής ήταν υποχρεωμένη να ιδρύσει έναν. Η εφαρμογή αυτής της ρύθμισης δεν πέρασε χωρίς ενστάσεις από τους κληρικούς, τους συντηρητικούς αξιωματούχους και ακόμη και τους συνηθισμένους πολίτες. Σε πολλές περιπτώσεις η αντίθεση σε αυτά τα μέτρα πήγαζε από την έλλειψη κτιρίων, αλλά για όσους έπαιρναν τις αποφάσεις ήταν πολύ πιο σημαντικό να παρέχουν προσβάσιμο και ασφαλές σεξ στους στρατιώτες, τους πολίτες και τους σκλάβους-εργάτες.
Ο Χίμλερ δικαιολογούσε την ενίσχυση και τη θέσπιση της πορνείας ως μέσου για την καταπολέμηση της ομοφυλοφιλίας. Σύμφωνα με αυτόν ένας νέος που θα έτεινε να αναπτύξει ομόφυλες σχέσεις – στην τελική σύμφωνα με τη ναζιστική αντίληψη η ομοφυλοφιλία ήταν ένα κοινωνικο-πολιτισμικό ζήτημα παρά βιολογικό-κληρονομικό – θα ξανασκεφτόταν τις τάσεις τους αν είχε κάνει σεξ με το άλλο φύλο, ακόμα και με πληρωμή. Η ομοφυλοφιλία θεωρούταν επίσης τεράστια απειλή για το Ναζισμό ακριβώς εξαιτίας του ανδρικού δεσίματος ή ομοερωτισμού πάνω στον οποίο το φασιστικό φαινόμενο πάτησε. Σε έναν λόγο του προς τους διοικητές των S.S. τον Φεβρουάριο του 1937, ο Χίμλερ δήλωσε «Δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ολόκληρη τη νεολαία να παρασυρθεί προς την ομοφυλοφιλία, αν ταυτόχρονα μπλοκάρουμε όλες τις εναλλακτικές».
Στην πραγματικότητα, την εποχή που έβγαλε αυτό τον λόγο, τα κρατικά-επιτηρούμενα μπουρδέλα λειτουργούσαν ήδη στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, όπως ήδη ειπώθηκε, ακόμα και οι πόλεις που αντιδρούσαν έντονα στην ίδρυση των μπουρδέλων μέσα στα αστικά όρια, ήταν αναγκασμένες να συμμορφωθούν με το διάταγμα. Τον Μάρτιο του 1942 ο Χίμλερ διέταξε για πρώτη φορά οι βιομηχανικοί εργάτες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης να ανταμειφθούν με μια επίσκεψη σε μπουρδέλο. Τον Μάρτιο του 1943 ο Χίμλερ επισκέφτηκε το Μπούχενβαλντ και μετάνιωσε που είχαν αποφασίσει να μην υπάρχει μπουρδέλο εκεί. «Αυτό το ζήτημα δεν είναι ιδιαίτερα όμορφο, αλλά είναι θέμα φύσης», είπε, «και αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη φύση ως κίνητρο για καλύτερη απόδοση εργασίας, τότε πιστεύω πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτό το κίνητρο».
Οι ελεγχόμενες σεξουαλικές υπηρεσίες που στόχευαν να προσφέρουν οι Ναζί, ωστόσο, δεν προορίζονταν μονάχα να προστατεύσουν τον πληθυσμό από τη μόλυνση από αφροδίσια νοσήματα, να διατηρήσουν τη φυλετική καθαρότητα και να ανταποκρίνονται στις φυσικές ανάγκες των Γερμανών πολιτικών και ιδιαίτερα των στρατιωτών. Στόχευαν να αυξήσουν επίσης την οικονομική παραγωγή. Από αυτή την πλευρά, το διαθέσιμο σεξ ήταν ένα μεταξύ των πολλών κινήτρων που προσφέρονταν στους σκλάβους εργάτες, μαζί με τα τσιγάρα, την άδεια να γράψουν και να λάβουν γράμματα, ή το δικαίωμα να αγοράσουν φαγητό. Το σεξ και η οικονομία συνυφαίνονταν με έναν εξαιρετικό τρόπο. Μέχρι το καλοκαίρι του 1944 τα μπουρδέλα είχαν ιδρυθεί σε οκτώ μεγάλα στρατόπεδα, συμπεριλαμβανόμενων των Άουσβιτς, Μπούχενβαλντ, Σάξενχάουζεν και Νταχάου.
Για να κατανοήσουμε τη σημασία της ίδρυσης του μπουρδέλου στη ναζιστική Γερμανία συνολικά και στα στρατόπεδα συγκεκριμένα, χρειάζεται να δώσουμε ένα σύντομο ιστορικό των μπουρδέλων στο Άουσβιτς, βασισμένοι στην έρευνα του ιστορικού Robert Sommer. Τα μπουρδέλα ιδρύθηκαν στο στρατόπεδο αρχικά για την ανταμοιβή των μη-Εβραίων κρατουμένων σε περίπτωση υψηλής αποδοτικότητας στην εργασία τους και για να τους δώσουν ένα κίνητρο. Στις 20 Απριλίου του 1943 η διαταγή να ιδρυθεί το πρώτο μπουρδέλο στο Άουβτις Ι αφορούσε στους μη-Εβραίους φυλακισμένους. Το πρώτο λοιπόν από αυτά στεγάστηκε στο Μπλοκ 24α, παρακείμενο στην είσοδο στο στρατόπεδο που έφερε την επιγραφή «Arbeit Macht Frei» πάνω της. Ένας αριθμός δωματίων προσαρμόστηκε για το νέο λόγο χρήσης τους, βάφτηκε με παστέλ και τοποθετήθηκαν ματάκια στις πόρτες. Επιπλέον δωμάτια χρησιμοποιήθηκαν ως κοιτώνες για τις γυναίκες αλλά και μια αίθουσα για ιατρικές εξετάσεις, μια αίθουσα αναμονής και ένα μπάνιο με ντους. Ακόμα ένα μπουρδέλο φτιάχτηκε στο Άουσβιτς ΙΙΙ, τη βιομηχανική περιοχή του στρατοπέδου. Και ένα τρίτο κατασκευάστηκε για τους κρατούμενους από την Πολωνία και την Ουκρανία. Και πάλι δεν υπήρχε μπουρδέλο Εβραίων γυναικών για Εβραίους πελάτες ούτε στο Άουσβιτς ούτε πουθενά αλλού.
Τις γυναίκες που στελέχωναν τα μπουρδέλα, τις έπαιρναν από το στρατόπεδο γυναικών του Μπίρκεναου. Όπως και με τα μπουρδέλα σε άλλα στρατόπεδα, έτσι και στο Άουσβιτς, οι αρχές αρχικά εξανάγκαζαν τις γυναίκες να γίνουν πόρνες, αλλά σύντομα δεν χρειάστηκε να εξαναγκάζουν καμία, καθώς πολλές «δήλωναν εθελόντριες» για τη δουλειά. Δεδομένων των εναλλακτικών οδών, η πορνεία βρισκόταν σε υψηλή ζήτηση, καθώς πρόσφερε στις γυναίκες τις καλύτερες δυνατές συνθήκες εργασίες υπό τις περιστάσεις αυτές. Πριν ξεκινήσουν να δουλεύουν, οι γυναίκες έπρεπε να ελεγχθούν ιατρικά από τον Δόκτωρα Carl Clauberg στο Μπλοκ 10, όπου ο ίδιος επίσης διεξήγαγε πειράματα στείρωσης σε Εβραίες γυναίκες.
Τα μπουρδέλα του Άουσβιτς ξεκίνησαν να λειτουργούν τον Οκτώβρη-Νοέμβρη του 1943 και συνέχισαν να λειτουργούν μέχρι λίγες μέρες πριν την εκκένωση του στρατοπέδου. Κάποιες από τις γυναίκες έμεναν εκεί για λίγες μέρες και άλλες για μήνες ολόκληρους. Συνολικά, 65 γυναίκες δούλευαν στα μπουρδέλα του Άουσβιτς, με τις 40 από αυτές να είναι Γερμανίδες και οι υπόλοιπες Πολωνές και Ουκρανές. Σύμφωνα με μαρτυρίες, έμοιαζαν να έχουν φτάσει εκεί από έναν διαφορετικό κόσμο: τα μαλλιά τους ήταν χτενισμένα, φορούσαν μεικ απ στα μάτια, τα βλέφαρά τους ήταν φροντισμένα, φορούσαν θελκτικά ρούχα και ψηλά τακούνια. Τους προσφερόταν καλύτερο φαγητό από άλλες γυναίκες κρατούμενες, είχαν τα δικά τους κρεβάτια και εργάζονταν σε δωμάτια με καλή θέρμανση. Μετά τον πόλεμο, σύμφωνα με τον Sommer, καμιά τους δεν μίλησε ποτέ για αυτό το ζήτημα. Η έρευνα γύρω από το τι συνέβαινε γύρω και μέσα στα μπουρδέλα έχει προκύψει αποκλειστικά μέσα από δευτερεύουσες καταθέσεις μαρτυριών.
Οι πελάτες ήταν αποκλειστικά Γερμανοί, Πολωνοί και Ουκρανοί κρατούμενοι, με την αρχή της φυλετικής καθαρότητας να τηρείται και εδώ εξίσου αυστηρά: ένας Γερμανός πελάτης μπορούσε να επισκεφτεί μόνο μια Γερμανίδα πόρνη, ένας Σλάβος πελάτης μπορούσε να ωφεληθεί μονάχα από τις υπηρεσίες μιας Σλάβας πόρνης. Οι Εβραίοι, οι Ρώσοι και οι Ρομά δεν επιτρεπόταν να επισκέπτονται πόρνες οποιασδήποτε εθνικότητας.
Μια επίσκεψη σε μια πόρνη κόστιζε ένα ή δύο μάρκα του Ράϊχ. Πολύ λίγοι μπορούσαν να έχουν αυτό το προνόμιο, κυρίως φυλακισμένοι με καλές διασυνδέσεις που βρίσκονταν σε οργανικές θέσεις στο στρατόπεδο. Ένας ακόμη πιο κοινότοπος λόγος απέτρεπε την πλειοψηφία των κρατουμένων από το να επισκεφτούν ένα μπουρδέλο: ήταν εξαντλημένοι, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Σύμφωνα με έναν υπολογισμό, από τους 30.000 κρατούμενους που θα μπορούσαν να ωφεληθούν από τις υπηρεσίες μιας πόρνης στο Άουσβιτς, στην πράξη μόνον γύρω στους 100 το εκμεταλλεύονταν. Κάποιοι επιθυμούσαν να κάνουν σεξ μια τελευταία φορά στη ζωή τους, γνωρίζοντας ότι θα πέθαιναν, και άλλοι απλά ήθελαν να συνομιλήσουν με μια γυναίκα. Κάποιοι ερωτεύονταν την πόρνη και την επισκέπτονταν περισσότερες από μία φορά. Κάποιοι κρατούμενοι μπορούσαν να κερδίσουν τη συμπάθεια της γυναίκας, κάνοντάς της δώρα κάποια αντικείμενα που είχαν κλέψει από τις αποθήκες της κατασχεμένης περιουσίας των θυμάτων. Μια μαύρη αγορά αναπτυσσόταν γύρω από τα μπουρδέλα. Κάποιοι φυλακισμένοι κατάφερναν κάπως να βγάλουν αντικλείδια για τα δωμάτια και ακόμη και να λαδώσουν τους φρουρούς των S.S. για να τους επιτρέψουν να επισκεφτούν το μπουρδέλο τη νύχτα. Το να πιαστούν σήμαινε πολύ πιθανόν να εκτελεστούν.
Προτού επισκεφτούν ένα μπουρδέλο, οι κρατούμενοι του Άουσβιτς έπρεπε να εγγραφούν, να υποβάλλουν μια αίτηση από πριν και να υποστούν ιατρική εξέταση και να ενημερωθούν γύρω από μια λίστα περιορισμών που θα υφίσταντο. Ο πελάτης έπρεπε να βγάλει τελείως το παντελόνι του, η συνομιλία απαγορευόταν κατά τη διάρκεια της επίσκεψης και το σεξ επιτρεπόταν μόνο στην ιεραποστολική στάση. Ένας φρουρός S.S. που επέβλεπε τη διαδικασία μέσα από το ματάκι της πόρτας ήταν υπεύθυνος για να εξασφαλίσει ότι οι οδηγίες θα τηρούνταν. Στη βάση των οδηγιών αυτών υπήρχε η ιδέα να αποτραπεί οποιαδήποτε επαφή μεταξύ πελάτη και πόρνης που θα πήγαινε πέρα από τη σεξουαλική πράξη.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες, κάποιες από τις πόρνες ήθελαν να δημιουργήσουν δεσμούς με τους κρατούμενους εν μέρει για να πείσουν τους φίλους τους να μην επισκέπτονται τα μπουρδέλα. Μία περίπτωση σχέσης κρατούμενου και πόρνης φαίνεται ότι έληξε με τη δημιουργία ερωτικής σχέσης που συνεχίστηκε και μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου. Για να αποτραπούν τέτοιες περιπτώσεις, ο πελάτης δεν γνώριζε πριν την επίσκεψή του ποια γυναίκα θα συναντούσε.
Αν και η δραστηριότητα των μπουρδέλων στο Άουσβιτς αποτελούσε ένα εντελώς περιθωριακό φαινόμενο αριθμητικά, αναφέρθηκα σε αυτό επί μακρόν επειδή είναι, κατά τη γνώμη μου, ενδεικτικό με όρους τόπου και στάτους του σεξ και της σεξουαλικότητας στη ναζιστική Γερμανία. Αποδίδει περιληπτικά όλα τα σχετικά στοιχεία του ζητήματος. Πάνω από όλα, τα μπουρδέλα γενικά και αυτά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης συγκεκριμένα αντανακλούσαν την εκμετάλλευση της γυναικείας σεξουαλικότητας στο Τρίτο Ράϊχ. Το σεξ και η σεξουαλικότητα συμπεριλαμβάνονταν επίσης σαν οικονομικά κίνητρα για να αυξηθεί η παραγωγικότητα των συνήθων πολιτών, στρατιωτών και σκλάβων-εργατών. Και, όπως ειπώθηκε, το δίκτυο των μπουρδέλων χρησιμοποιούταν επίσης ως μέρος του αγώνα κατά της ομοφυλοφιλίας και έγινε προσπάθεια να εξασφαλιστεί ότι μονάχα μια μορφή σεξουαλικότητας θα επικρατούσε.
Ενώ οι ομοφυλόφιλοι στη Γερμανία αντιμετώπισαν κάτι σαν ανοχή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και αργότερα τους ασκήθηκαν διώξεις, στην περίπτωση των πορνών συνέβη το αντίστροφο χρονικά. Ασκήθηκαν διώξεις εναντίον τους στην αρχή και έπειτα νομιμοποιήθηκαν, σύμφωνα με τους στόχους του καθεστώτος. Επιπλέον, ο διαχωρισμός ανάμεσα στις διαφορετικές πληθυσμιακές ομάδες του στρατοπέδου αποτελούσε μέρος της ναζιστικής εμμονής να διατηρηθεί η φυλετική καθαρότητα και τα μπουρδέλα εξέφραζαν επίσης τα ολοκληρωτικά χαρακτηριστικά του ναζιστικού κράτους, το οποίο στόχευε να διεισδύσει στα ενδότερα της ανθρώπινης ιδιωτικής σφαίρας. Ως τέτοια, τα μπουρδέλα στα στρατόπεδα ήταν ένας μικρό-κοσμος της Γερμανίας των Ναζί.
Boaz Neumann, Συνεργάτης της Haaretz.
Αυτό το άρθρο είναι προσαρμοσμένη εκδοχή ενός κεφαλαίου του βιβλίου του Boaz Neumann «Νέες Ιστορίες του Ναζισμού» και δημοσιεύεται σε μνήμη του θανάτου του συγγραφέα τρία χρόνια πριν. Το βιβλίο στην εβραϊκή γλώσσα δημοσιεύτηκε από τις εκδόσεις Modan, σε επιμέλεια του Avner Shapira και αποτέλεσε μέρος της σειράς «Το Πανεπιστήμιο στον Αέρα» του Στρατιωτικού Ραδιοφώνου του Ισραήλ.
Comments