Ο πράκτορας που χειρίστηκε το μεγαλύτερο κατάσκοπο του Ισραήλ λύνει τη σιωπή του. Τι οδήγησε τον κατάσκοπο να προδώσει τη χώρα του; Πώς έκανε τις επαφές του με τους Ισραηλινούς; Ήταν διπλός πράκτορας; Σε μια αποκλειστική συνέντευξη, ο άνθρωπος που χειριζόταν τον Αιγύπτιο Ασράφ Μαρουάν (Ashraf Marwan) μιλάει για τα πάντα. Haaretz. Του Yossi Melman, 16 Ιανουαρίου 2020.
Ένα παγωμένο απόγευμα του Δεκέμβρη του 1970 στο Λονδίνο, δύο ψηλοί, αδύνατοι άνδρες μπήκαν στο λόμπι του ξενοδοχείου Royal Lancaster, δίπλα στο Hyde Park, ξεχωριστά, ο ένας μετά τον άλλον. Ο ένας ήταν σκουρόχρωμος, με μαύρα μάτια και παχύ σκελετό γυαλιών. Ο άλλος ήταν λευκός και με μπλε μάτια. Αν και ήταν πολύ φορτισμένοι, έκαναν προσπάθεια να συμπεριφερθούν με έναν χαλαρό, φυσικό τρόπο μεταξύ τους. Στην είσοδο του ξενοδοχείου καθόταν ένας ακόμα άνδρας, ελαφρώς μεγαλύτερος από αυτούς τους δύο, παρακολουθώντας τη συνάντηση χωρίς να αποκαλυφθεί. Ο σκουρόχρωμος άνδρας ήταν ο Ασράφ Μαρουάν, ένας 26χρονος Αιγύπτιος αξιωματικός του στρατού και επιχειρηματίας. Έμελλε να απογίνει ένας από τους πιο πολύτιμους πράκτορες του Ισραήλ. Ο ανοιχτόχρωμος άνδρας λεγόταν «Ντούμπι» («Dubi»), ένας 36χρονος πράκτορας της Μοσάντ, του οποίου ο επίσημος τίτλος ήταν αυτός του «αξιωματικού υποθέσεων».
«Καθόμασταν εκεί, οι δυο μας, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον και έπειτα πήγα κοντά του και του έσφιξα το χέρι», λέει ο Ντούμπι, ενθυμούμενος την πρώτη τους συνάντηση. «Του είπα στα αραβικά: “Ας πάμε να κάτσουμε εκεί πέρα”. Υπήρχε ένα βλέμμα έκπληξης στα μάτια του. Συνέχισα να του μιλάω στα αραβικά. Με τράβηξε πιο πέρα σε μια γωνία και με ρώτησε: που τα έμαθες τα αραβικά σου; Αλλά πριν προλάβω να απαντήσω, μου είπε ψιθυριστά να μην του μιλάω στα αραβικά. Το περάσαμε στα αγγλικά αμέσως».
Μετά από δέκα λεπτά χαζοκουβέντας, όπως λέει ο Ντούμπι, οι δυο τους πήγαν σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου που είχε κλείσει την προηγούμενη μέρα ο σταθμός της Μοσάντ στο Λονδίνο, όπου και η έδρα του Ντούμπι. Η Μοσάντ ανέμενε πολλά από αυτό το ραντεβού. «Μπήκαμε και οι δύο στο δωμάτιο», λέει ο Ντούμπι. «Από την τσάντα του έβγαλε έγγραφα στα αραβικά και μου είπε: θα σου διαβάζω και θα κρατάς σημειώσεις. Μου διάβασε τους αριθμούς όλων των μονάδων του αιγυπτιακού στρατού. Μεραρχίες, τάγματα και ταξιαρχίες. Δίπλα στον αριθμό κάθε μονάδας, μου διάβαζε τα ονόματα των διοικητών. Το όνομα της τάδε και της δείνα μεραρχίας είναι αυτό κι αυτό, κι ούτω καθεξής. Εκείνος διάβαζε κι εγώ έγραφα. Ξαφνικά βρέθηκα με ένα σωρό πληροφορίες. Ήταν το όνειρο κάθε αξιωματικού μυστικών υπηρεσιών να του συμβεί αυτό το πράγμα, αλλά εγώ είχα μια πολύ ήρεμη φάτσα, σα να μη συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο. Μου διάβασε φωναχτά ολόκληρη τη διάταξη του στρατού σε περίπτωση μάχης που έχει ο Αιγυπτιακός στρατός».
Ο ελαφρώς μεγαλύτερος άνδρας που παρακολουθούσε τους δύο άνδρες προτού ανέβουν πάνω ήταν ο Σμουέλ Γκορέν (Shmuel Goren), 41 ετών σε εκείνη τη φάση. Ένας πολύ έμπειρος αξιωματικός των μυστικών υπηρεσιών και διοικητής των ευρωπαϊκών σταθμών της Μοσάντ – του Ινστιτούτου Πληροφοριών και Ειδικών Επιχειρήσεων, από τη βάση του στις Βρυξέλλες. Για να προετοιμαστούν για αυτή τη συνάντηση με τον Μαρουάν ο Γκορέν και ο σταθμός του Λονδίνου είχαν ζητήσει από το γραφείο έρευνας του τμήματος των μυστικών υπηρεσιών του ισραηλινού στρατού να διαμορφώσει ερωτήματα και θέματα συζήτησης. Κάτι που ενδιέφερε συγκεκριμένα τις μυστικές υπηρεσίες του ισραηλινού στρατού ήταν οι δυνατότητες χημικού πολέμου από πλευράς αιγυπτιακού στρατού.
«Τον ρώτησα λοιπόν για τις χημικές πολεμικές βιομηχανίες στην Αίγυπτο και εξεπλάγη από αυτή την ερώτηση – δεν είχε προετοιμαστεί για αυτό», λέει ο Ντούμπι. «Δεν μπορούσε να απαντήσει. Του έδωσα ένα συστηματικό ερωτηματολόγιο που είχα μαζί μου και υποσχέθηκε να μας απαντήσει στο επόμενο ραντεβού. Και πράγματι στο επόμενο ραντεβού μας ανέφερε όλα όσα είχε συγκεντρώσει σαν πληροφορίες». Η πρώτη συνάντησή των δύο ανδρών στο Λονδίνο κράτησε δύο ώρες και έλαβε χώρα τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Αιγύπτιου Προέδρου Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ (Gamal Abdel Nasser) και το διορισμό του Ανουάρ Σαντάτ (Anwar Sadat) ως διαδόχου του. Ο Μαρουάν κέρδισε πολύ γρήγορα την εμπιστοσύνη του Σαντάτ και για χρόνια ολόκληρα ήταν ο έμπιστός του, ειδικός σύμβουλος και αξιωματικός επικοινωνίας με τους αρχηγούς των μυστικών υπηρεσιών της Σαουδικής Αραβίας και της Λιβύης –με τους οποίους επίσης έκανε και ιδιωτικές δουλειές, κυρίως σχετικά με αγοραπωλησίες όπλων. Ο Μαρουάν, όπως λέει ο Ντούμπι, ήταν κάτι σαν «αδερφός» του Λίβυου ηγέτη Μουαμάρ Γκαντάφι (Muammar Gadhafi), «παρόλο που μου ‘χε πει πολλές φορές ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν majnun [τρελός]».
Για αρκετό καιρό μετά την αρχική τους συνάντηση η επαφή ανάμεσα στον Ντούμπι και τον Μαρουάν είχε μια σταθερή συχνότητα. Λάμβανε χώρα μέσω της S., μιας Βρετανίδας Εβραίας που συμφώνησε το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού της να χρησιμοποιείται για να μεταδίδονται κρυφά μηνύματα. Ο Μαρουάν έπαιρνε τηλέφωνο και άφηνε ένα τυπικό, αδιάφορο μήνυμα που ωστόσο περιείχε μια κωδική λέξη. Αυτό ήταν το σινιάλο για αυτήν για να πάρει με τη σειρά της τον Ντούμπι και να του πει να έρθει στο διαμέρισμα, όπου αυτός περίμενε το τηλέφωνο να χτυπήσει ξανά.
Λεφτά, Θαυμασμός και Εκδίκηση
Μέσα στα χρόνια, η Μοσάντ και το προσωπικό των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, δημοσιογράφοι και ακαδημαϊκοί έχουν εκδώσει άρθρα και βιβλία και έχουν δώσει συνεντεύξεις στα ΜΜΕ για τον Μαρουάν, τη Μοσάντ και τις γκάφες του πολέμου του Γιομ Κιπούρ.
Σήμερα, μετά από πολλή σκέψη, ο Ντούμπι συμφώνησε να μιλήσει δημόσια για πρώτη φορά σε μια αποκλειστική συνέντευξη στην Haaretz και να δώσει τη δική του πλευρά σε σχέση με τις συναντήσεις του με τον Μαρουάν και τη μυστική του σχέση μαζί του. Για την προσωπική του ασφάλεια, όμως, ο Ντούμπι, που θα γίνει 86 ετών φέτος, δεν θέλει να δημοσιευτεί το πλήρες όνομά του. Για περισσότερο από 25 χρόνια ήταν ο μοναδικός χειριστής του Μαρουάν, συναντώντας τον 100 περίπου φορές σε δωμάτια ξενοδοχείων και ασφαλή σπίτια. Ο κύριος τόπος συνάντησής τους, όπου δαπάνησαν μαζί εκατοντάδες ώρες, ήταν το Λονδίνο, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις βρέθηκαν και στη Ρώμη, το Παρίσι και την Πάλμα ντε Μαγιόρκα.
Με τα χρόνια, οι δυο τους βρήκαν μια κοινή γλώσσα και κέρδισε ο ένας τον σεβασμό του άλλου, αλλά ο Ντούμπι δεν επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του να ξεχάσει ότι αυτό δεν ήταν μια φιλία αλλά μια σχέση βασισμένη σε συμφέροντα. Η αποστολή του ήταν να προμηθεύεται με πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις και τις δυνατότητες της Αιγύπτου, του μεγαλύτερου και του πλέον άσπονδου εχθρού του Ισραήλ εκείνη την εποχή. Ο Μαρουάν από πλευράς του κινούταν από μια μεγαλύτερη κλίμακα προσωπικών κινήτρων: ανάγκη χρημάτων, θαυμασμό και σεβασμό για τη Μοσάντ, προσωπικό εκνευρισμό και επιθυμία εκδίκησης. Το βασικό του κίνητρο θα παραμείνει μάλλον αινιγματικό. Στις 27 Ιουνίου του 2007 το σώμα του Μαρουάν βρέθηκε πεσμένο στον κήπο με τα κίτρινα τριαντάφυλλα που βρισκόταν κάτω από το διαμέρισμά του 5ου ορόφου όπου έμενε στο Λονδίνο. Η αστυνομία του Λονδίνου δεν συμπέρανε με ευκολία ότι αυτοκτόνησε, δεν μπορούσε να γνωρίζει με σιγουριά ότι έπεσε από το μπαλκόνι του ή σπρώχτηκε από κάποιον που έστησε την πράξη του αυτή ώστε να μοιάζει με αυτοκτονία. Πρώην υψηλόβαθμα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ δεν έχουν καμιά αμφιβολία ότι αυτός ο «κάποιος» θα ήταν μέλος των αιγυπτιακών μυστικών υπηρεσιών που αποφάσισαν να πάρουν μια καθυστερημένη εκδίκηση εναντίον του Μαρουάν για την προδοσία της πατρίδας του. Αργότερα ο πρώην αρχηγός της Μοσάντ Τσβι Ζαμίρ (Zvi Zamir) κατηγόρησε τον ταγματάρχη Ελί Ζείρα (Eli Zeira), πρώην επικεφαλής των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών, θεωρώντας ότι ο τελευταίος δρούσε αδιάκοπα με στόχο να γίνει γνωστό δημόσια το όνομα του Μαρουάν, μέχρι που αυτό συνέβη το 2002.
Ο Ζείρα ήταν αυτός που το πρωί της 6ης Οκτωβρίου του 1973 είχε προβλέψει «μικρή πιθανότητα» ξεσπάσματος πολέμου. Με το που ξεκίνησε ο πόλεμος η ειδική επιτροπή ερευνών με επικεφαλής τον Πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σιμόν Αγκρανάτ (Shimon Agranat) έκρινε τον Ζείρα υπεύθυνο για την αποτυχία των υπηρεσιών πληροφοριών σε σχέση με τον πόλεμο και αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Για τα τελευταία 25 χρόνια, ο Ζείρα προσπαθούσε να αποκαταστήσει τη φήμη του, εν μέρει προσπαθώντας να ρίξει την ευθύνη για την αποτυχία σε επίπεδο πληροφοριών στην Μοσάντ. Έχοντας έναν τέτοιο σκοπό, ήταν ο βασικός άνθρωπος που διέδιδε τη θεωρία πως ο Ασράφ Μαρουάν ήταν διπλός πράκτορας. Με τη λογική του, αν η Μοσάντ και ο αρχηγός της αποφάσισαν να συνεργαστούν με έναν διπρόσωπο παίκτη σαν τον Μαρουάν, ήταν ευθύνη αυτής της υπηρεσίας το ότι το Ισραήλ δεν ανέμενε την αραβική επίθεση εκείνη τη μέρα του Οκτώβρη.
«Χημική» Προειδοποίηση
Οι συναντήσεις του Ντούμπι με τον Μαρουάν κορυφώθηκαν τρεις δεκαετίες αργότερα –πιο συγκεκριμένα, πριν τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, που ξέσπασε το Σάββατο 6 Οκτωβρίου του 1973. Δύο μέρες πριν, είχε χτυπήσει το τηλέφωνο στο διαμέρισμα της «S»: ήταν ο Μαρουάν στη γραμμή από το Παρίσι. «Χημικά», είπε στον Ντούμπι, που περίμενε το τηλεφώνημά του: χρησιμοποίησε δηλαδή μια προκαθορισμένη λέξη κωδικού που σήμαινε ότι ο πόλεμος ήταν προ των πυλών. Φωνές ανθρώπων κοντά στον Μαρουάν ακούγονταν από πίσω. «Τι χημικά;» ρώτησε γρήγορα ο Ντούμπι. «Πολλά χημικά, πάρα πολλά», απάντησε ο Μαρουάν, για να δώσει έμφαση στο επείγον της κατάστασης.
Οι κωδικοί που είχαν επιλέξει ήταν ονόματα χημικών υλικών. Η ιδέα ήταν να δώσουν στον Μαρουάν που είχε πτυχίο στη Χημεία μια ιστορία κάλυψης και μια εξήγηση σε περίπτωση που κάποιος καχύποπτος στεκόταν δίπλα του για να μάθει γιατί μιλούσε για χημικά στοιχεία στο τηλέφωνο.
Τα ονόματα των χημικών περιείχαν κρυφά μηνύματα, απαντώντας σε υπο-ερωτήσεις όπως το αν θα ξεσπάσει πόλεμος σε μία-δύο μέρες, αν θα συνέβαινε με βομβαρδισμό από τεθωρακισμένα ή με εναέρια επίθεση κι ούτω καθεξής. Η χρήση του όρου «χημικά», όμως, ήταν η πιο κρίσιμη από όλους. Ο Μαρουάν έκανε το τηλεφώνημα από το Παρίσι με το που επέστρεψε από μια επίσκεψη στη Λιβύη όπου είχε επιδιώξει έναν συντονισμό ανάμεσα στον Σαντάτ και τον Γκαντάφι, επιχειρώντας να κανονίσει τη μεταφορά κάθε αεροπλάνου που ανήκε στις εθνικές αερογραμμές, την Egypt Air, στον ασφαλή λιμένα του Tobruk. Η αποθήκευση ουσιαστικά αεροπλάνων και πλοίων συνέβαινε για να προστατευτούν από εναέρια επίθεση από το Ισραήλ και συνιστούσε ένα σημείο-κλειδί για την προετοιμασία πολέμου που η Αίγυπτος είχε ξεκινήσει. Οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες γνώριζαν τις κινήσεις τους.
Κατά τη διάρκεια του τηλεφωνήματος της 4ης Οκτώβρη, ο Μαρουάν είπε ότι δεν μπορούσε να μιλήσει πολύ γιατί ήταν κόσμος γύρω του. Συμφώνησαν με τον Ντούμπι να βρεθούνε την επόμενη μέρα στο Λονδίνο, με τη συμμετοχή του «στρατηγού»: του αρχηγού της Μοσάντ, Ζαμίρ.
Με το που έφτασε στο Λονδίνο, ο Μαρουάν, μεταξύ άλλων, συναντήθηκε με τον τοπικό διευθυντή της Egypt Air που του επιβεβαίωσε πως το Κάιρο είχε διατάξει τα αεροπλάνα της εταιρείας να κατευθυνθούν στη Λιβύη. Η συνάντηση με τον Ντούμπι και τον Ζαμίρ κανονίστηκε για τις 9 το βράδυ αλλά ο Μαρουάν άργησε, καθώς ήθελε να μαζέψει και τα τελευταία νέα μέσω τηλεφωνημάτων με Κάιρο. Έφτασε στο καταφύγιο, που δεν ήταν μακριά από το «Lord’s», το γήπεδο κρίκετ στο βορειοδυτικό Λονδίνο, στις 11 το βράδυ στις 5 Οκτώβρη. Ο Ντούμπι και ο Ζαμίρ περιμένανε στο διαμέρισμα, οι φρουροί της Μοσάντ βρίσκονταν απ’ έξω. Η συνάντηση διήρκησε τρεις ώρες.
Ο Ντούμπι έφτιαξε μια αναλυτική αναφορά βασισμένη στις λεπτομέρειες που κράτησε από τη συνάντηση αλλά αρνείται ακόμα και σήμερα να διαθέσει το χειρόγραφο (το οποίο βρίσκεται στα αρχεία της Μοσάντ) και είναι πρόθυμος σήμερα μονάχα να αναπαράγει από μνήμης αυτή τη συζήτηση.
Προς μεγάλη του έκπληξη, λέει, ο Ζαμίρ δεν ρώτησε αμέσως τον Μαρουάν για τον πόλεμο παρά την προειδοποίηση του Μαρουάν την προηγούμενη μέρα και την πληθώρα των αναφορών που είχε λάβει τις προηγούμενες μέρες από άλλες πηγές των μυστικών υπηρεσιών. Προφανώς δεν πίστευε πως ο πόλεμος ήταν προ των πυλών. Τον ρωτούσε για την τριπλή ένωση Αιγύπτου, Λιβύης και Συρίας και έπειτα για μια απόπειρα ανατίναξης ενός αεροσκάφους της El Al στο αεροδρόμιο Fiumicino της Ρώμης που είχε προετοιμαστεί πριν λίγο καιρό από Παλαιστίνιους τρομοκράτες και την οποία ο Μαρουάν είχε βοηθήσει να αποτύχει. Ωστόσο, ο Αιγύπτιος πράκτορας ήταν ανυπόμονος. «Ας μιλήσουμε για τον πόλεμο», είπε στον Ζαμίρ.
Υπήρχε μια πιθανότητα 99% να ξεσπάσει πόλεμος την επόμενη μέρα, είπε ο Μαρουάν. Ο Ζαμίρ ρώτησε γιατί το Σάββατο. «Επειδή έτσι αποφασίστηκε», απάντησε ο Μαρουάν. «Είναι αργία στη χώρα σας», είπε αναφερόμενος στο Γιομ Κιπούρ, η ιερότερη μέρα στο εβραϊκό και ισραηλινό ημερολόγιο.
Ο Ζαμίρ τον πίεσε: πως θα ξεκινήσει ο πόλεμος; Ο Μαρουάν απάντησε ότι θα γινόταν ταυτόχρονα από την Αίγυπτο και τη Συρία. Σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς πολλών ατόμων μέσα στα χρόνια, μεταξύ των οποίων και το Ζαΐρα, ο Ντούμπι λέει ότι κανείς από τους συμμετέχοντες στη δραματική συνάντηση του Λονδίνου δεν γνώριζε ότι ο πόλεμος θα ξεσπούσε στις 6 το απόγευμα. Στην ερώτηση του Ζαμίρ γύρω από το πότε θα ξεσπάσει ο πόλεμος, ο Μαρουάν απάντησε «με τη δύση του ηλίου». Ο Αιγύπτιος πράκτορας είπε ότι ο πόλεμος σχεδιαζόταν εδώ και μισό χρόνο και ότι ο Σαντάτ είχε αποφασίσει την τελική ημερομηνία στις 25 Σεπτεμβρίου χωρίς να το πει σε κανέναν. Σύμφωνα με τον Μαρουάν, ολόκληρος ο αιγυπτιακός στρατός είχε μεταφερθεί στα σύνορα. Ο Ζαμίρ συνέχιζε τις ερωτήσεις. Ένα από αυτά που του είπε ο Μαρουάν ήταν ότι ο αιγυπτιακός στρατός θα επιχειρούσε να διασχίσει τη διώρυγα του Σουέζ προς το Σινάι. Το αιγυπτιακό σχέδιο, είπε, ήταν να παραβιαστεί η εκεχειρία του πολέμου του 1970 με εναέρια μέσα και χτυπήματα τεθωρακισμένων και έπειτα να περάσουν το κανάλι μέσα από πέντε ή έξι γέφυρες. Η ιδέα αρχικά ήταν να καταλάβουν το Σινάι για δέκα χιλιόμετρα και μετά αν μπορούσαν να προχωρήσουν προς τα περάσματα της Mitla και του Gidi, 35 ακόμα χιλιόμετρα μέσα στη χερσόνησο. Στο βορρά οι Σύριοι σκόπευαν να πάρουν όσο μεγαλύτερο κομμάτι μπορούσαν από τα Υψώματα του Γκολάν.
Αφού έφυγε ο Μαρουάν, ο Ντούμπι και ο Ζαμίρ περπατήσανε μέχρι το διαμέρισμα του αρχηγού του βρετανικού σταθμού της Μοσάντ, Ράφι Μεϊντάν, λίγα λεπτά πιο πέρα. Στο δρόμο, ο Ζαμίρ αναρωτήθηκε –ίσως μιλώντας με τον εαυτό του, ίσως με τον Ντούμπι– τι μήνυμα έπρεπε να στείλει στο Ισραήλ. Είπε ότι αν ανακοίνωνε στο Ισραήλ ότι ο πόλεμος ήταν προ των πυλών και μετά δεν ξεσπούσε, όπως είχε γίνει ήδη δύο φορές, τον Μάιο του 1972 και σε κάποια φάση ανάμεσα στον Απρίλη και τον Ιούνη του 1973, θα γελοιοποιούταν και θα δεχόταν κατηγορίες πως προκαλούσε συνεχώς τον πανικό. Από την άλλη, αν έλεγε πως δεν περιμέναμε πόλεμο και ξεσπούσε πόλεμος, η κατάσταση θα ήταν αρκετά απελπιστική.
Με το που έφτασε στο διαμέρισμα του Μεϊντάν, ο Ζαμίρ πήρε την απόφασή του. Συνδέθηκε με το γραφείο στο Ισραήλ και έδωσε στον επικεφαλής του γραφείου, Freddy Eini, ένα κωδικοποιημένο μήνυμα. Πόλεμος, είπε στον Eini, θα ξέσπασε (σήμερα, Σάββατο) «στο ηλιοβασίλεμα». Το μήνυμα πέρασε στην πρωθυπουργό Γκόλντα Μέιρ.
Όπως φάνηκε, κάποιοι Ισραηλινοί ηγέτες, κυρίως ο Υπουργός Άμυνας Μοσέ Νταγιάν και αρκετοί στρατηγοί του στρατού υποτίμησαν τα λόγια του Μαρουάν, συμπεριλαμβανόμενης της βεβαίωσής του ότι ελάχιστοι στην Αίγυπτο διαφωνούν με την προοπτική του πολέμου. Έτσι, την τρίτη μέρα του πολέμου πανικοβλήθηκαν και μίλησαν με όρους «καταστροφής του Τρίτου Ναού», με το οποίο εννοούσαν την καταστροφή του ίδιου του Κράτους του Ισραήλ. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στη δεκαετία του 1990 από τον ιστορικό Avner Cohen, το Ισραήλ σκεφτόταν την ενεργοποίηση του πυρηνικού του οπλοστασίου, σε περίπτωση που χρειαζόταν.
Από το ένα «Γραφείο», στο άλλο
Ο Ντούμπι γεννήθηκε το 1934 στο Τελ Αβίβ. Ο πατέρας του ήταν τραπεζικός υπάλληλος στην αγροτική τράπεζα Bnei Binyamin Bank και η μητέρα του νοικοκυρά. Όταν ήταν 6 ετών, η οικογένεια μετακόμισε στη Χάιφα. Μέχρι την τρίτη γυμνασίου παρακολουθούσε το γνωστό σχολείο Reali School αλλά μετά πήγε σε επαγγελματικό λύκειο. Μπήκε στο στρατό το 1952. «Τότε ήμουν σαν ξυλάγκουρο και είχα φύσημα στην καρδιά οπότε δεν με βάλανε σε μονάχα μάχης αλλά με στείλανε στην αεροπορία», στον τομέα της υποστήριξης μιας μονάδας. Αφού έκανε τη θητεία του πήγε σε μια εκπαίδευση εφέδρων στο Τμήμα Τεθωρακισμένων και το Τμήμα Μηχανικών. Παντρεύτηκε το 1958 και ο πρωτότοκος γιος του ζεύγους έφτασε δύο χρόνια αργότερα και δύο ακόμα παιδιά ακολούθησαν. Ο Ντούμπι εκείνη την εποχή σπούδαζε λογοτεχνία και αραβική γλώσσα στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο της Ιερουσαλήμ. «Από μικρός ενδιαφερόμουν για την αραβική λογοτεχνία», λέει. «Ο πατέρας μου με ενθάρρυνε σε αυτό. Μιλούσε αραβικά και το ήξερα ότι είχε καλούς δασκάλους. Τη λάτρευε αυτή τη γλώσσα και ήταν σχολαστικός στα θέματα της προφοράς». Όπως και ο πατέρας του, ο Ντούμπι ήταν επίσης αρκετά αυστηρός για τη σωστή προφορά των αραβικών, «γιατί το να μιλάς αραβικά σαν Ισραηλινός είναι σαν ανέκδοτο».
Κατά τη διάρκεια των σπουδών πήρε μια δουλειά στο γραφείο του πρωθυπουργού: τη μετάφραση γραμμάτων που στέλνονταν στον πρωθυπουργό Νταβίντ Μπεν Γκουριόν από Άραβες πολίτες. «Κάποια γράμματα ήταν δυσανάγνωστα και έμαθα από αυτά πώς να αποκωδικοποιώ στην ουσία τα χειρόγραφα στα αραβικά, που με βοήθησε αρκετά αργότερα όταν μπήκα στο “Γραφείο”, όπως αποκαλούν οι εργαζόμενοι της Μοσάντ τον τόπο εργασίας τους ακόμα και σήμερα».
Η κατεύθυνση της δουλειάς του άλλαξε το 1960 όταν ο Ντούμπι δέχτηκε μια δουλειά στη στρατιωτική διοίκηση που τότε υπήρχε για να ελέγχει τον πληθυσμό των Ισραηλινών Αράβων. Υπηρέτησε εκεί για έξι χρόνια, μέσα στα οποία πέρασε και από μια εκπαίδευση σε ζητήματα μυστικών υπηρεσιών, μέχρι που το συμβόλαιό του έληξε, όπως και η ίδια η ζωή αυτής της συγκεκριμένης υπηρεσίας, που καταργήθηκε.
Το 1966 τον πήρανε στη Μοσάντ και μπήκε στο τμήμα Tzomet που είναι υπεύθυνο για τη στρατολόγηση και τη διαχείριση πρακτόρων, όπου τότε ήταν εκεί επικεφαλής ο Rehavia Vardi. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών που ακολούθησε την επόμενη χρονιά, ο Ντούμπι βρισκόταν στη Δυτική Όχθη. «Η αποστολή μας ήταν να χαρτογραφήσουμε την περιοχή με τη βοήθεια γνωστών και οι συζητήσεις με μέλη οικογενειών στη Γιουντέα και τη Σαμάρια, βολιδοσκοπώντας ποιον θα μπορούσαμε να στρατολογήσουμε ως πηγή μεταξύ των Παλαιστινίων στην Ευρώπη». Έπειτα έκανε μια ακόμα σύντομη εκπαίδευση σε σχέση με τη συγκέντρωση πληροφοριών αλλά πριν από αυτό είχε γνωρίσει τον Σιμόν Γκουρ (Shimon Gur) που είχε υπηρετήσει προηγουμένως στη μονάδα μυστικών υπηρεσιών 154 του ισραηλινού στρατού. Το 1968 ο Γκουρ, ως αρχηγός του σταθμού της Μοσάντ στο Λονδίνο, έφερε τον Ντούμπι εκεί ως αξιωματικό για να χειριστεί την υπόθεση.
Ο σταθμός του Λονδίνου είχε συνολικά πενιχρά αποτελέσματα για την υπηρεσία. Υψηλού επιπέδου πράκτορες δύσκολα περνούσαν από εκεί. «Η επιχείρηση ήταν αρκετά τσαπατσούλικη», θυμάται ο Ντούμπι. «Ελάχιστη φροντίδα δόθηκε για την ασφάλεια των μετακινήσεων ή τη λαθρακρόαση των συνομιλιών και ο κόσμος εκεί φερόταν λες και ήμασταν στο Τελ Αβίβ. Δεν έχω καμία απολύτως αμφιβολία ότι οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες μας ακούγανε και μάθαιναν πολλά. Είμαι βέβαιος ότι σήμερα πια οι άνθρωποί μας εκεί κάνουν καλύτερη δουλειά και είναι πιο προσεκτικοί».
Σε κάποια φάση αργότερα, μέσα στο 1969, ή στις αρχές του 1970, ο Γκουρ αντικαταστάθηκε από τον Μπαρούχ Μπαρντίν (Baruch Bardin) και ο Σμούελ Γκόρεν (Shmuel Goren) ανέλαβε στη θέση του Ράφι Εϊτάν (Rafi Eitan) στις Βρυξέλλες ως επικεφαλής του ευρωπαϊκού γραφείου. «Ο Γκόρεν ήταν αρκετά αξιόπιστος αλλά και δημιουργικός, ένας διοικητής που ήξερε πώς να παίρνει αποφάσεις», λέει ο Ντούμπι «αλλά επίσης ήταν σκληρός».
Το σημείο καμπής στη ζωή του Ντούμπι συνέβη τελείως τυχαία τον Δεκέμβριο του 1970. Ο Γκόρεν έκανε μια τουρ από όλους τους σταθμούς της Μοσάντ στην Ευρώπη και είχε φτάσει τότε στο Λονδίνο. Με την ευκαιρία μιας μικρής κουβέντας, ο στρατιωτικός ακόλουθος ταγματάρχης Σμούελ Εγιάλ (Shmuel Eyal), του είπε ότι τις τελευταίες μέρες έπαιρνε τηλεφωνικές κλήσεις στην πρεσβεία στο γραφείο του αλλά και στο σπίτι του από κάποιον Ασράφ Μαρουάν «που μας έχει πρήξει και ενοχλεί τη γυναίκα μου».
Ο Γκόρεν έμεινε έκπληκτος. Τον ρώτησε με εκνευρισμό «γιατί δεν πέρασες τη συνομιλία στη Μοσάντ, όπως θα πρεπε να χες κάνει;» Ο Εγιάλ απάντησε «Δεν ξέρω ποιος είναι αυτός και είναι διάφοροι τύποι που μου τηλεφωνούν όλη την ώρα».
Ο Γκόρεν αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα παραπάνω. Ανακάλυψε ότι ο Μαρουάν, που το όνομά του το γνώριζε από τους φακέλους, είχε καλέσει πολλές φορές στο γραφείο του στρατιωτικού ακόλουθου και τα μηνύματά του δεν είχαν απαντηθεί. Τα μηνύματα έδειχναν πως θα έφευγε από το Λονδίνο την επόμενη ημέρα. Ο Γκόρεν αποφάσισε να μη χάσει χρόνο. Προχώρησε με βάση το επιχειρησιακό πρωτόκολλο με βάση το οποίο ένας πράκτορας πρέπει να οργανώσει σωστά μια συνάντηση, να εξετάσει το προφίλ του ανθρώπου που θα συναντήσει, να βεβαιωθεί ότι δεν παρακολουθείται και να λάβει μέτρα προστασίας. «Πήρα ένα μεγάλο ρίσκο», είπε ο Γκόρεν στην Haaretz πρόσφατα, «αλλά δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία».
Επειδή όλοι οι άλλοι στην αποστολή ήταν απασχολημένοι με άλλα καθήκοντα, ο Γκόρεν ανέθεσε στον Ντούμπι τη θέση του αναπληρωτή επικεφαλής της αποστολής και το ρόλο του συνδέσμου με τον Μαρουάν. Ο Γκόρεν δεν ήταν τελείως ικανοποιημένος με αυτή του την επιλογή, καθώς ο Ντούμπι ήταν νέος και δεν είχε εμπειρία με υποθέσεις, αλλά στα μάτια του η αποστολή αυτή ήταν «μια ευκαιρία ζωής που δεν έπρεπε να χαθεί».
Ο Γκόρεν και ο Μπαρντίν, ο αρχηγός του σταθμού, οργανώθηκαν γρήγορα. Ο τηλεφωνικός αριθμός που τους είχε δώσει ο Μαρουάν ήταν αυτός του Αιγύπτιου στρατιωτικού ακόλουθου στο Λονδίνο. Αυτό και μόνο συνιστούσε απόδειξη του θράσους του, του θάρρους του, της αυτοπεποίθησής του και, πάνω από όλα, της απροσεξία του – χαρακτηριστικά που τον συνόδευαν όλα τα χρόνια που συνεργάστηκε με τον Ντούμπι. Με τη βοήθεια ενός συνεργάτη του σταθμού, υπήρξε επαφή με τον Μαρουάν και κανονίστηκε η συνάντηση στο Royal Lancaster.
Κλάμπινγκ και Τζόγος
Και μόνο από τη βιογραφία του Μαρουάν θα είχαμε ενδείξεις για το τι ακολούθησε. Γεννήθηκε στις 2 Φεβρουαρίου του 1944 στο Κάιρο. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός καριέρας στο στρατό, που είχε φτάσει στο βαθμό του στρατηγού (liwwa). Δεν είχε πάρει μέρος στο πραξικόπημα των Ελεύθερων Αξιωματικών που ανέτρεψαν τον Βασιλιά Φαρούκ το 1952 αλλά η οικογένεια ήταν κοντά στους υψηλόβαθμους αξιωματικούς που κρατούσαν θέσεις-κλειδιά στην αιγυπτιακή κυβέρνηση. Ο Μαρουάν αποφοίτησε από το λύκειο του Kubri al-Quba με μεγάλους βαθμούς στα επιστημονικά μαθήματα, κάτι που του επέτρεψε να αφήσει στην άκρη τη στρατιωτική θητεία και να στραφεί στις προπτυχιακές πανεπιστημιακές σπουδές στη Χημεία. Το 1965 ξεκίνησε να εργάζεται σαν αξιωματικός του στρατούς και χημικός μηχανικός σε μια στρατιωτική βιομηχανική εγκατάσταση της Αιγύπτου. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του ο Μαρουάν ανέπτυξε αγάπη για τα σπορ και την καλοπέραση. Έπαιζε τένις συχνά στο πασίγνωστο σπορτ κλαμπ της συνοικίας Heliopolis του Κάιρο. Εκεί το 1965 στο κλαμπ γνώρισε τη Μόνα που έπειτα θα γινόταν σύζυγός του και το εισιτήριό του για το πολιτικό, στρατιωτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο της χώρας. Τρία χρόνια νεότερη από τον Μαρουάν, η Μόνα ήταν η πιο μικρή κόρη του Νάσερ, του πανίσχυρου και χαρισματικού προέδρου της Αιγύπτου. Φοιτήτρια εκείνη την εποχή, ερωτεύτηκε τον Μαρουάν με την πρώτη ματιά. Όταν εξομολογήθηκε τα συναισθήματά της στον καχύποπτο πατέρα της, εκείνος διέταξε τον επικεφαλής του γραφείου του, Σάμι Σαράφ (Sami Sharaf) να αρχίσει να παρακολουθεί αυτό τον άνδρα που εκείνη αγαπούσε. Η αναφορά του Σαράφ ζωγράφιζε τον Μαρουάν σαν έναν φιλόδοξο και επιπόλαιο νεαρό που είχε μια έλξη προς τα λεφτά, την καλοπέραση και την αισθησιακότητα. Ο Νάσερ διαφώνησε με την επιλογή της κόρης του, αλλά μάταια: ο Μαρουάν και η Μόνα παντρεύτηκαν τον Ιούλιο του 1966.
Ο Νάσερ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι τα αρχικά του ένστικτα ήταν σωστά. Όλα που είχαν γραφτεί για τον Μαρουάν και επιπρόσθετες πληροφορίες είχαν επιβεβαιώσει τα ευρήματα του Σαράφ. Ο Μαρουάν επισκεπτόταν το Λονδίνο πολλές φορές αφότου παντρεύτηκε, περνούσε την ώρα του στα κλαμπ και στα καζίνο. Σώρευε χρέη και δανειζόταν λεφτά από φίλους. Ο Νάσερ έκανε τα πάντα για να τον έχει υπό παρακολούθηση. Σκέφτηκε ακόμα και να εξαναγκάσει την κόρη του να πάρει διαζύγιο, αλλά μάταια.
Μέσα σε όλα αυτά, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών τον Ιούνιο του 1967 προσέδωσε στην Αίγυπτο μια ντροπιαστική ήττα και άφησε τον Νάσερ ταπεινωμένο. Ο Αιγύπτιος ηγέτης δεν μπόρεσε να ξεπεράσει αυτό το φιάσκο και πέθανε από ανακοπή τον Σεπτέμβριο του 1970. Ήταν μόνον 52 ετών. Ο Ανουάρ Σαντάτ ορίστηκε να τον διαδεχθεί.
Προσοχή: Εθελοντής Ενόψει
Αυτά είναι όλα όσα οδήγησαν στη συνάντηση του ξενοδοχείου του Λονδίνου. Αποδείχθηκε αργότερα ότι ο Μαρουάν είχε προσπαθήσει να κάνει επαφή με το Ισραήλ ενώ ο Νάσερ ήταν ακόμα ζωντανός. Την Άνοιξη του 1970, λίγους μήνες πριν το θάνατο του πεθερού του, κάλεσε τον ταξίαρχο Aharon Avnon, τον στρατιωτικό ακόλουθο της πρεσβείας του Ισραήλ στο Λονδίνο αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Παρά την απογοήτευσή του, δεν τα παράτησε. Μισό χρόνο αργότερα, δοκίμασε ξανά την τύχη του, αυτή τη φορά με επιτυχία χάρη στην ευρηματικότητα του Γκόρεν. Ο Μαρουάν έγινε κατάσκοπος των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Ο Ντούμπι θυμάται ότι ο Μαρουάν προσπαθούσε να δημιουργήσει επαφή με τους στρατιωτικούς ακόλουθους του Ισραήλ γιατί οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ότι είναι πράκτορες της Μοσάντ. Ηaaretz: Τι κίνητρο πιστεύεις είχε ο Μαρουάν για να επικοινωνήσει με το Ισραήλ Ντούμπι: «Ποτέ δεν ρώτησα ποια ήταν τα κίνητρά του. Αυτές τις ερωτήσεις ο χειριστής ενός πράκτορα δεν τις κάνει σε έναν πράκτορά του. Φυσικά, το ζήτημα των κινήτρων του απασχολούσε πολύ το αρχηγείο στο Τελ Αβίβ και τους ανθρώπους μας στις Βρυξέλλες επίσης. Θέλανε να ξέρουν πάρα πολύ γιατί είχε έρθει σε εμάς. Το προσωπικό των μυστικών υπηρεσιών δεν θέλει εθελοντές και ανησυχεί όταν έρχονται». Η: Παρόλα αυτά, από τη μεγάλη σου γνωριμία μαζί του, τι τον έφερε σε εσάς; Ντ: «Συμφωνώ με τον Γκόρεν που είπε σε διάφορες περιστάσεις ότι ήθελε λεφτά και μάλιστα πολλά. Υπήρχαν κι άλλα πράγματα επίσης. Η Μοσάντ είχε μια ισχυρή εικόνα στον κόσμο μετά το 1967. Ο Μαρουάν θαύμαζε τη Μοσάντ. Κατά τη γνώμη μου, ο Νάσερ που είχε ενσπείρει τον φόβο στον Μαρουάν είχε αποδυναμωθεί πάρα πολύ μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, εν μέρει λόγω της ασθένειάς του. Ο Μαρουάν τότε έχασε τον φόβο του για τον Νάσερ και θέλησε να τον εκδικηθεί [για την εχθρότητα εις βάρος του, επειδή δεν πήρε ποτέ στα σοβαρά και ήθελε να διαλύσει τον γάμο του]. Αυτός προφανώς είναι ακόμα ένας λόγος που προσπάθησε αρχικά να έρθει σε επαφή με εμάς όταν ο Νάσερ ήταν ακόμα ζωντανός. Ο Νάσερ τον περιφρονούσε και δεν τον είχε σε καμία εκτίμηση». Η εμπιστοσύνη του προέδρου Σαντάτ αυξήθηκε στο πρόσωπό του όταν τον Χειμώνα του 1971 ο Σάμι Σαράφ και άλλα στελέχη των νασερικών προσπάθησαν να εκθρονίσουν τον Σαντάτ. «Φέρανε τον Μαρουάν μέσα στο προεδρικό μέγαρο ο οποίος γρήγορα ανέφερε στον Σαντάτ τις προθέσεις τους», προσθέτει. «Χάρη στις πληροφορίες του Μαρουάν, ο Σαντάτ αντιμετώπισε τους αντιπάλους του και έκανε τον Μαρουάν ειδικό σύμβουλό του». Ωστόσο, «το γεγονός ότι ο Σαντάτ τον έφερε πιο κοντά του, δεν αλλοίωσε τον φθόνο του Μαρουάν για τον ίδιο ή και τη σύζυγό του, Jehan, και τα παιδιά τους. Ο Μαρουάν μου είπε πολλές φορές πριν τον πόλεμο ότι ο Σαντάτ ήταν διστακτικός και δυσκολευόταν πολύ να πάρει αποφάσεις». Σύμφωνα με τον Ντούμπι ένας ακόμη λόγος για τον θυμό του Μαρουάν προς τον Σαντάτ ήταν ότι σε κάποια φάση άρχισε να του αναθέτει καθήκοντα όπως τη συνοδεία της συζύγου του και των κορών του στα ψώνια στο Κάιρο και το εξωτερικό –κάτι σαν τον οικογενειακό τους μπάτλερ.
Έτσι ξεκίνησε η σχέση του με τη Μοσάντ. Φυσικά δεν προμήθευε τις πολύτιμές του πληροφορίες δωρεάν, για να το θέσουμε επιεικώς. Έλεγε ότι χρειαζόταν μεγάλα ποσά χρημάτων επειδή έπρεπε να διασφαλίσει τον εαυτό του, να φροντίσει για την ασφάλειά του. «Μου μιλούσε για ασφάλεια», θυμάται ο Ντούμπι, «λες και θα τον καταλάβαιναν και δεν θα ήταν δυνατόν να γυρίσει στην Αίγυπτο ή σα να είχε περιέλθει σε ένα καθεστώς υποψίας από τους Αιγύπτιους». Του απαντούσα με μια ερώτηση – “Πόσα νομίζεις ότι πρέπει να έχεις;” -και η απάντησή του ήταν “Αυτό το αφήνω σε σένα”». Σε πρώτη φάση αποφασίστηκε να πληρώνεται ο Μαρουάν λίγες χιλιάδες δολάρια κάθε φορά που παρείχε πληροφορίες αλλά αυτό του την έδινε στα νεύρα. «Σας δίνω τόσο καλό υλικό και αυτό είναι που παίρνω εγώ; Θέλω 20.000», θυμάται ο Ντούμπι τον Μαρουάν να λέει. Ο Γκόρεν και άλλοι υψηλόβαθμοι αντιτέθηκαν σθεναρά: τέτοια ποσά ήταν άνευ προηγουμένου. Κανένας πράκτορας δεν έπαιρνε τόσα λεφτά ποτέ. Με σημερινούς όρους, το ποσό που λέγεται ότι ζήτησε ο Μαρουάν θα ήταν ίσο ή και παραπάνω με 100.000 δολάρια. «Συμβούλευσα να συναινέσουμε στην απαίτησή του, δίνοντας βάση στο ότι αυτή θα ήταν μια μακρόχρονη σχέση και θα άξιζε μια τέτοια καρποφόρα επένδυση, συνεπώς να μην παζαρέψουμε μαζί του», εξήγησε ο Ντούμπι. Ο Ζαμίρ ενέκρινε την απαίτηση του Μαρουάν. Οι πληρωμές που αυξάνονταν με τα χρόνια ήταν πάντοτε σε μετρητά (μόνο μία φορά του δόθηκαν χρήματα σε τραπεζικό λογαριασμό). Το αρχηγείο της Μοσάντ ετοίμαζε τα χαρτονομίσματα και, όπως στις ταινίες, τα τοποθετούσε σε τσάντες Samsonite, που στέλνονταν στον Ντούμπι και έπειτα περνούσαν στα χέρια του Μαρουάν. «Ποτέ δεν μετρούσε τα χρήματα, εκτός από μία φορά», προσθέτει ο Ντούμπι ανέκφραστα ενθυμούμενος ένα αστείο περιστατικό σε μία από τις συναντήσεις τους. «Η βαλίτσα έφτασε με ένα σχετικά μεγάλο ποσό, ίσως 50.000 σε λίρες και δολάρια. Προς δική μου έκπληξη ο Μαρουάν μου λέει: “Κάτσε να τα δούμε.” Οπότε ανοίγω τη βαλίτσα και είδαμε να είναι ασφυκτικά γεμάτη με λεφτά σε δέσμες. “Πολύ ωραία”, είπε ο Μαρουάν αλλά μετά δεν μπορούσε να κλείσει τη βαλίτσα. Κάθισα πάνω της και μαζί προσπαθούσαμε και σπρώχναμε και σπρώχναμε μέχρι που καταφέραμε και την κλείσαμε». Ο Γκόρεν και ο Ντούμπι υπολογίζουν ότι σε όλα αυτά τα χρόνια δόθηκαν στον Μαρουάν σχεδόν ένα εκατομμύριο δολάρια σημερινά χρήματα.
Μετά τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και αφού είχε γίνει πάμπλουτος μέσα από το εμπόριο όπλων με τον αραβικό κόσμο, ο Μαρουάν ανακοίνωσε πως δεν υπήρχε πλέον ανάγκη να τον πληρώνουμε. «Είμαι ευγνώμων για ό,τι κάνατε για εμένα αλλά πλέον έχω τη δική μου ασφάλεια», είπε στον Ντούμπι. «Δεν θέλω να είμαι έμμισθος εργαζόμενος σε εσάς και από δω και πέρα θα το κάνω εθελοντικά, από φιλία».
Από αυτό το σημείο ο Μαρουάν σταμάτησε πράγματι να είναι πράκτορας και μας περνούσε τις αναφορές του χωρίς να παίρνει κάτι για αντάλλαγμα. «Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ήταν ένας πλούσιος άνθρωπος», σημειώνει ο Ντούμπι. «Εκμεταλλευόταν τη θέση του στην κυβέρνηση και τις διασυνδέσεις του για να πλουτίζει».
Προσωπικό Πιστόλι
Η συνέντευξη με τον Ντούμπι κράτησε αρκετές μέρες σε ένα καφέ του Τελ Αβίβ. Ένα από τα θέματα που ανέκυψε ήταν ότι ο Μαρουάν δεν ήταν μόνο σε επαφή με τη Μοσάντ αλλά και με άλλες μυστικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιταλίας. «Είναι αλήθεια!», λέει ο Ντούμπι. «Είχε διασυνδέσεις με πολλούς ανθρώπους και στις δυτικές υπηρεσίες. Αυτή ήταν η δουλειά του όταν ήταν ειδικός σύμβουλος του Σαντάτ. Αλλά η Μοσάντ ήταν η μόνη από την οποία έπαιρνε χρήματα και μπορεί να ονομαστεί έμμισθος πράκτορας». Μέσα στα χρόνια ο Ντούμπι και οι διευθυντές του, όπως συνηθίζεται στον κόσμο της κατασκοπίας, έδιναν στον Μαρουάν έναν αριθμό από κωδικοποιημένα ονόματα, μεταξύ των οποίων τα «Atmos», «Pacety», «The Angel», «Hutel» και «Rashash». Ο Ντούμπι πάντοτε του συστηνόταν ως «Άλεξ». «Κάποια μέρα με ρώτησε αν αλήθεια με λένε Άλεξ και του είπα όχι, είναι το ψεύτικό μου όνομα και με ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά μου». Ρώτησα τον Ντούμπι αν μπορούσε να θυμηθεί κάποια ενδιαφέρουσα ιστορία από τις συναντήσεις του με τον Μαρουάν. «Ναι», απάντησε με ένα χαμόγελο και με τη σβελτάδα ενός έμπειρου πιστολέρο τράβηξε ένα μικρό πιστόλι από την τσέπη του παλτού του και το άφησε στο τραπέζι. Σε μια από τις συναντήσεις τους, ο Μαρουάν άνοιξε το σακάκι του και ο Ντούμπι είδε ένα όπλο να κρέμεται από την τσέπη του. «Τι είναι αυτό το όπλο; Θες να με σκοτώσεις;», είπε ο Ντούμπι με ένα χαμόγελο που έκρυβε φόβο και ανησυχία. Ο Μαρουάν έβγαλε ένα μικρό αλλά γεμάτο πιστόλι Smith & Wesson απ’ την τσέπη του. Ο Ντούμπι προσπάθησε να τον πείσει ότι είναι επικίνδυνο να κυκλοφορεί στο Λονδίνο με ένα όπλο και επίσης είναι παράνομο. Ο Μαρουάν δεν πείσθηκε. «Αυτό το ρεβόλβερ είναι πάντοτε μαζί μου. Μην ανησυχείς, είμαι προσεκτικός», είπε ο Μαρουάν καθησυχάζοντάς τον και επιπλέον του είπε «Ana ma bathfatas» – «Εμένα δεν με ψάχνουν».
Στην επόμενή τους συνάντηση ο Μαρουάν έβγαλε ένα κουτί. «Το άνοιξα και είδα ένα Smith & Wesson. Μου λέει “είναι για σένα”. Αρνήθηκα να το πάρω αλλά κι αυτός δεν δέχτηκε να το πάρει πίσω. Προκειμένου να μην μαλώσουμε ή να τον προσβάλω, συμφώνησα να το πάρω. Έστειλα το πιστόλι στο Γραφείο και ο Σμούλικ [ο Γκόρεν] μου επέτρεψε να το κρατήσω».
Ο Ντούμπι δεν έχασε ούτε ένα ραντεβού στα 28 χρόνια που συναντούσε τον Μαρουάν σαν χειριστής του, ακόμα και μετά τη συνταξιοδότησή του. Σε κάποιες από τις συναντήσεις αυτές τον συνόδευε ο «Υ», ένας τεχνικός ραδιοφώνου και με πείρα με τα της τεχνολογίας. Η δουλειά του ήταν να μάθει στον Μαρουάν πως δουλεύει μια ασύρματη ραδιοεπικοινωνία και άλλα μέσα επικοινωνίας. Η Μοσάντ κανόνισε ο Μαρουάν να πάρει μια συσκευή μαζί του στο Κάιρο αλλά δεν τη χρησιμοποίησε ποτέ. Πολύ καιρό αργότερα όταν ερωτήθηκε τι απέγινε αυτή η συσκευή, απάντησε ότι την πέταξε στο Νείλο. Σκέφτηκα ότι ήταν τόσο επικίνδυνο να την έχω πάνω μου ή να τη χρησιμοποιώ που την πέταξα.
Πέρα από τον Ντούμπι, το άτομο της υπηρεσίας που πέρασε τον περισσότερο χρόνο με τον Μαρουάν ήταν ο Ζαμίρ που τον συνάντησε έξι ή επτά φορές. Ο Ζαμίρ μας εξήγησε ότι είχε ζητήσει να είναι στις συναντήσεις προκειμένου να γνωρίσει καλύτερα τον πράκτορα-άσσο του, αν και παραδέχτηκε ότι ήταν μάλλον σπάνιο ο αρχηγός της Μοσάντ να έρχεται σε συναντήσεις των πρακτόρων του. «Από την άλλη μεριά», τονίζει ο Ντούμπι, «το γεγονός ότι ο αρχηγός της Μοσάντ έμπαινε προσωπικά στον κόπο να τον συναντήσει, κολάκευε τον Μαρουάν και ενίσχυε τους δεσμούς μας μαζί του».
Ο Ζαμίρ έφτασε μέχρι να λέει ότι θεωρούσε τον εαυτό του «φίλο του Μαρουάν». Ο Γκόρεν δεν το πιστεύει αυτό –θεωρεί ότι ο Ζαμίρ δεν σοβαρολογούσε όταν τα έλεγε αυτά και ότι σε κάθε περίπτωση θα ήταν λάθος να το πιστεύει αυτό. «Οι πράκτορες, ακόμα και οι σημαντικότεροι από αυτούς, δεν είναι φίλοι και δεν θα έπρεπε να είναι φίλοι του αρχηγού της Μοσάντ».
Ο Ζαμίρ παραιτήθηκε από τη Μοσάντ το 1974. Ο διάδοχός του, Γιτζάκ Χόφι (Yitzhak Hofi), επίσης αποφάσισε να συναντηθεί μια φορά με τον Μαρουάν, με την παρουσία του Ντούμπι. Μέσα στα χρόνια δεν ήταν λίγοι μέσα στη Μοσάντ που εποφθαλμιούσαν τη θέση του Ντούμπι και ήθελαν να τον αντικαταστήσουν. «Οι αξιωματικοί των υποθέσεων με ζήλευαν» λέει. Σε τρεις περιπτώσεις ο Γκόρεν, ο Ζαμίρ, ο Χόφι και ο Ντάνι Γιατόμ (Danny Yatom), αρχηγός της Μοσάντ κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισό της δεκαετίας του 1990, προσπάθησαν να βάλουν νέο χειριστή του Μαρουάν. Και κάθε φορά αποτύγχαναν. Σε μία από αυτές τις περιπτώσεις ο Μαρουάν δεν ήθελε κάποιον ιρακινής καταγωγής να αντικαταστήσει τον «Άλεξ». Σε μια άλλη, ένας Αγγλο-Σάξονας πράκτορας στάλθηκε αλλά ήταν αδύνατον να κερδίσει την εμπιστοσύνη του Αιγύπτιου κατασκόπου. Η τρίτη προσπάθεια έγινε το 1997, σχεδόν μια δεκαετία μετά τη συνταξιοδότηση του Ντούμπι ως χειριστή. Ήταν η περίοδος του επεισοδίου του Γιεχούντα Γκιλ (Yehuda Gil) –του αξιωματικού υποθέσεων της Μοσάντ που επί 20 χρόνια κατασκεύαζε αναφορές που υποτίθεται προέρχονταν από τον κατάσκοπό του, έναν Σύριο στρατηγό που ήταν πρόθυμος να συναντηθεί μόνον με τον ίδιο. Στη δίκη του Γκιλ, με τις κατηγορίες της κατασκοπίας και της απάτης, στην οποία καταδικάστηκε σε πενταετή φυλάκιση, αποδείχθηκε ότι πράγματι πραγματοποιούσε συναντήσεις με έναν Σύριο, αλλά ποτέ δεν είχε καταφέρει να τον στρατολογήσει και να τον χειρίζεται ως κατάσκοπο. Ο στρατηγός τον έβλεπε σαν φίλο και τίποτα παραπάνω. Ο Γκιλ που ντρεπόταν να παραδεχθεί την αποτυχία του, επινοούσε τις αναφορές αυτές στις οποίες κατασκεύαζε με μεγάλη λεπτομέρεια τις συνομιλίες του με τον στρατηγό. Υψηλόβαθμα στελέχη της Μοσάντ και των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών έχαψαν την όλη ιστορία και δεν υποψιάζονταν τον Γκιλ.
Σε ένα τέτοιο φόντο, ο αρχηγός της Μοσάντ Γιατόμ αποφάσισε ότι οι αξιωματικοί υποθέσεων δεν θα χειρίζονται κατασκόπους για πάνω από λίγα χρόνια. «Αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη μέθοδο», εξήγησε. Αντίστοιχα λοιπόν, ο Ντούμπι πήρε εντολές να συναντήσει τον Μαρουάν σε ένα ξενοδοχείο στην Πάλμα ντε Μαγιόρκα. Εκεί του ειπώθηκε μόλις μπει στο λόμπι του ξενοδοχείου να ζητήσει από τον Μαρουάν να τον συναντήσει κάτω για πρωινό και όχι πάνω στο δωμάτιό του, όπως γινόταν συνήθως. Ο Μαρουάν έκανε μια γκριμάτσα αλλά συμφώνησε. Αλλά ενώ συζητούσαν, ο Μαρουάν πρόσεξε ένα ζευγάρι, έναν άνδρα και μια γυναίκα που τους παρατηρούσαν με ύποπτα βλέμματα. «Μας ακούνε», είπε ο Μαρουάν στον Ντούμπι και οι δύο τους πήγανε μετά πάνω στο δωμάτιο.
Με το που συνέβη αυτό, επειδή ο Μαρουάν δεν ήθελε να δουλέψει με κάποιον άλλον, ο Ντούμπι τον ενημέρωσε ότι οι σχέσεις τους έφτασαν στο τέλος τους. «Αγκαλιαστήκαμε και χωριστήκαμε ως φίλοι», θυμάται ο Ντούμπι. Ωστόσο, συναίνεσε στο αίτημα της Μοσάντ να διατηρήσει επαφή με τον Μαρουάν για μια ορισμένη περίοδο.
Ωστόσο τα χρόνια αυτά δεν υπήρχε πια έντονη σύνδεση μεταξύ Μαρουάν και Μοσάντ. Η σχέση αυτή είχε ήδη γίνει εξάλλου πιο χαλαρή από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Η μεγάλη σημασία του Μαρουάν βρισκόταν σε εκείνη τη δεκαετία, όχι μόνο κατά τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, αλλά και μετά από αυτόν, κατά τη διάρκεια της συνθήκης συμφωνίας μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ για το Σινάι και μέχρι να υπογραφεί η μεταξύ τους συμφωνία ειρήνης το 1979. Έπειτα, η θέση του την εποχή του Σαντάτ παρήκμας και ο Μαρουάν αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη των επιχειρήσεών του –οπότε και η συνεισφορά του έγινε μικρότερη. Οι πληροφορίες που συνέχισε να παρέχει για την Αίγυπτο την εποχή της ειρήνης και των σχέσεων με τον αραβικό κόσμο ήταν πράγματι σημαντικές, αλλά ήταν φανερό ότι δεν ήταν του επιπέδου και της ποιότητας της εποχής του πολέμου. Ο Ντούμπι, ωστόσο, αναμείχθηκε και με άλλα θέματα μέσα στα χρόνια αυτά, πέραν των συναντήσεών του με τον Μαρουάν και το έκανε όλο και περισσότερο όσο η αξία του Μαρουάν ως κατασκόπου έφθινε. Κατά την περίοδο του πρώτου πολέμου του Λιβάνου, για παράδειγμα, στάλθηκε ως αξιωματικός να ενισχύσει τις επιχειρήσεις της Μοσάντ στη γείτονα χώρα.
Η μάχη για την υστεροφημία
Αφού οι σχέσεις μεταξύ Ντούμπι και Μαρουάν τερματίστηκαν, ο Ντούμπι είχε τσατιστεί. Όχι επειδή δεν συναντούσε πια τον Αιγύπτιο αλλά από ανησυχία για την προσωπική του ασφάλεια. Ο βασικός λόγος για αυτό, λέει ο Ντούμπι, ήταν οι διαρροές του πρώην διοικητή των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών Ελί Ζείρα και μιας δράκας των ακολούθων του που οδήγησαν εν τέλει στη δημοσιοποίηση του ονόματος του Μαρουάν. Αυτό συνέβη το Δεκέμβριο του 2002 όταν ο Μαρουάν πρώτα ταυτοποιήθηκε ως Ισραηλινός πράκτορας στην αιγυπτιακή εφημερίδα Al Ahram. Η εφημερίδα, όπως αποδείχθηκε, είχε προσεγγίσει τον Αχρόν Μπρέγκμαν (Ahron Bregman), έναν Ισραηλινό πολιτικό επιστήμονα στο Πανεπιστήμιο King’s College του Λονδίνου για να επιβεβαιώσει ότι ο Αιγύπτιος που κατασκόπευε υπέρ του Ισραήλ και τον οποίο ο Μπρέγκμαν θεωρούσε διπλό πράκτορα, ήταν ο Μαρουάν. Το όνομα στη συνέχεια διαδόθηκε και από τον διεθνή Τύπο και τελικά από τον ισραηλινό. Μέχρι τον τραγικό θάνατο του Μαρουάν το 2007, ο Ντούμπι προσπάθησε πολλές φορές, σε συζητήσεις με τον Ζαμίρ και άλλους υψηλόβαθμους της Μοσάντ, να προειδοποιήσει για τις δράσεις του Ζείρα. «Έγραψα δύο φορές προς τη διοίκηση ότι επρόκειτο να υπάρξει καταστροφή. Την πρώτη δεν απάντησαν καν και τη δεύτερη φορά έλαβε χώρα μια συνάντηση του τμήματος Tzomet με την παρουσία του αρχηγού της Μοσάντ, Μείρ Νταγκάν (Meir Dagan). Δεν ήμουν παρών στη συνάντηση αλλά είδα την περίληψη των πρακτικών στην οποία αποφασίστηκε να υπάρξει αδράνεια από την υπηρεσία».
Δεκαετίες πέρασαν από τα γεγονότα αυτά και ο Ντούμπι είχε παραμείνει σιωπηλός. Για να δεχθεί σήμερα αυτή τη συνέντευξη που του πήραμε δεν είναι μόνον ότι πέρασαν 50 χρόνια αλλά και ότι «πολλοί άνθρωποι της Μοσάντ δίνουν συνεντεύξεις όλη την ώρα». Ο επιπλέον, βασικός λόγος είναι η επιθυμία του να αντικρούσει έναν ισχυρισμό που άρχισε να αναπτύσσεται, σύμφωνα με τον οποίο ο Μαρουάν ήταν «διπλός πράκτορας». Ακόμα και αν η πλειοψηφία των ειδικών στο Ισραήλ έχουν βεβαιώσει ξανά και ξανά στο παρελθόν ότι πρόκειται για μια αστήρικτη, αβάσιμη κατηγορία για την οποία δεν υπάρχουν στοιχεία, τα τελευταία χρόνια επανέρχεται και κερδίζει έδαφος, περισσότερο ή λιγότερο, από διάφορους δημοσιογράφους και μια μικρή μερίδα αξιωματικών των μυστικών υπηρεσιών. Εδώ, επίσης, κεντρική φιγούρα είναι ο Ζείρα ο οποίος καθαιρέθηκε από τη θέση του λόγω των αστοχιών του στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ.
To 2007 το όλο θέμα κρίθηκε και δικαστικά. Ο πρώην πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας Θέοντορ Ορ (Theodor Or) ήταν αυτός που έκρινε τις αμοιβαίες μηνύσεις περί συκοφαντίας που κατατέθηκαν μεταξύ Ζαμίρ και Ζείρα. Ο Ορ έκρινε με σαφήνεια πως ο Μαρουάν δεν ήταν διπλός πράκτορας και ότι ο Ζείρα είχε διαρρεύσει το όνομα του σε δημοσιογράφους και συγγραφείς. Αυτές οι διαρροές ή οι συστηματικές προσπάθειες του Ζείρα να αποκαλυφθεί η ταυτότητα του Μαρουάν, όπως τις περιγράφουν οι Ντούμπι και Ζαμίρ, οδήγησαν στο θάνατό του, λένε. «Εμείς [το Ισραήλ] τον δολοφονήσαμε», μου είπε ο Ζαμίρ εκείνη την εποχή, αναγνωρίζοντας ότι αναφερόταν στην πραγματικότητα στον Ζείρα.
Η εισαγγελία έπειτα διερεύνησε το ενδεχόμενο κίνησης ποινικής δίωξης εναντίον του Ζείρα στη βάση της παραβίασης της κρατικής ασφάλειας και της αποκάλυψης κρατικών μυστικών. Το 2012, ωστόσο, ο γενικός εισαγγελέας Γεχούντα Βάϊνσταιν (Yehuda Weinstein) ανακοίνωσε πως αποφάσισε να μην διώξει τον Ζείρα. Έγραψε ότι, παρόλο που «η σοβαρότητα των πράξεων» που φέρεται να έκανε ο Ζείρα δεν μπορούν να αμφισβητηθούν, έλαβε υπόψη του την ηλικία του (84 ετών) και το γεγονός ότι «είχε κάνει πολλά στο παρελθόν στον αγώνα για τη συγκρότηση του κράτους και τη διατήρηση της ασφάλειάς του».
Ο Ντούμπι ελπίζει ότι η παρούσα συνέντευξη θα αντικρούσει μια και καλή τα «ψέματα του Ζείρα», όπως το θέτει. «Ήταν ο πιο σημαντικός κατάσκοπος που είχαμε και οι πληροφορίες που έδινε συνεισέφεραν στην ασφάλεια του Ισραήλ», λέει ο Ντούμπι. «Δυστυχώς, στην πιο κρίσιμη στιγμή, στον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, το Ισραήλ απέτυχε επειδή δεν έλαβε υπόψη τις προειδοποιήσεις που μας έδωσε».
Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεωρίας του «διπλού-πράκτορα» έχει να κάνει με τους τρόπους που κινούταν γενικά ο Μαρουάν. Τα πολλά του ταξίδια στο εξωτερικό, στη βάση των επιχειρηματικών του ταξιδιών, για διπλωματικές συναντήσεις και για συναντήσεις με το προσωπικό της Μοσάντ, ο πράκτορας κουβαλούσε αιγυπτιακό διπλωματικό διαβατήριο. Σε μια περίπτωση οδηγήθηκε σε μια συνάντηση από έναν οδηγό της αιγυπτιακής πρεσβείας στο Λονδίνο με αμάξι που έφερε διπλωματικές πινακίδες. Ο Μαρουάν αφέθηκε από τον οδηγό να περπατήσει μέχρι το σημείο συνάντησης με τη Μοσάντ και ο οδηγός έφυγε. Έπειτα, ο Τσβι Μαλχίν (Zvi Malhin), ο οποίος ίδρυσε το τμήμα Keshet της Μοσάντ, αρμόδιο για την τήρηση ασφάλειας, και ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια των συναντήσεων με τον Μαρουάν, ισχυρίστηκε ότι αυτή η κίνηση του Μαρουάν έδειχνε πως ήταν διπλός πράκτορας. Ο Ντούμπι, ο Ζαμίρ και ο Γκόρεν αλλά και άλλοι βλέπουν ότι η συμπεριφορά του Μαρουάν έδειχνε ακριβώς το αντίθετο. «Αν ήταν διπλός πράκτορας, πιστός στην Αίγυπτο, θα ήταν προσεκτικός σε σχέση με κάθε τέτοια ένδειξη, όπως το να χρησιμοποιεί οδηγούς της αιγυπτιακής πρεσβείας, γιατί το Ισραήλ θα τον υποψιαζόταν».
Άλλο ένα παράδειγμα που χρησιμοποιείται για να στηρίξει αυτή τη θεωρία είναι ο θάνατος του Μαρουάν και πιο συγκεκριμένα η σπουδαία κηδεία που του έκαναν στην Αίγυπτο με τη συμμετοχή του Προέδρου Χόζνι Μουμπάρακ (Hosni Mubarak) και σύσσωμης της αιγυπτιακής πολιτικής ιεραρχίας. «Ήταν σαν σκηνή από ταινία», λέει ο Ντούμπι. «Το κεφάλι της μαφίας εξολοθρεύει τον βοηθό του, πάει στην κηδεία και λέει στη χήρα του και τους φίλους του νεκρού τι θαυμάσιος και σημαντικός άνθρωπος ήταν, πόσο βοήθησε την κοινωνία. Ο Μαρουάν ήταν σάρκα από τη σάρκα των ανώτατων κλιμακίων του αιγυπτιακού κατεστημένου. Στα μάτια των Αιγυπτίων ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ ήταν μια ένδοξη νίκη. Οπότε γιατί να αμαυρωθεί το γεγονός αυτό με μια ιστορία ενός κατάσκοπου και προδότη;»
Στην τελική, προσθέτει ο Ντούμπι, ο ίδιος αλλά και άλλοι «που έχουν αναμειχθεί στο ζήτημα έχουν στην κατοχή τους αδιάσειστες αποδείξεις πως ο Μαρουάν ήταν ένας αυθεντικός, υψηλής ποιότητας πράκτορας που βοήθησε το Ισραήλ». Τι αποδείξεις είναι αυτές; Ποικίλες. Πρώτον, σημειώνει ο Ντούμπι το γεγονός πως ο Μαρουάν προσπάθησε να κάνει επαφή με το Ισραήλ αρκετά νωρίς, από την περίοδο του προέδρου Νάσερ. Επειδή η δυσαρέσκεια του Νάσερ προς τον γαμπρό του ήταν τόσο ισχυρή, προσπάθησε να τον απομακρύνει από τα κέντρα της κυβέρνησης και «άρα είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι ο Νάσερ θα πρότεινε τον Μαρουάν ως κατάσκοπο υπέρ της Αιγύπτου».
Αλλά το σημαντικότερο, επιμένει, είναι ότι «Οι αναφορές που μας παρείχε ο Μαρουάν ήταν και ποιοτικές και συνεισέφεραν στην ασφάλεια του Ισραήλ και αυτό δεν μπορούμε να το αρνηθούμε. Έδωσε πληροφορίες για την αιγυπτιακή διάταξη μάχης και για τα πολεμικά τους σχέδια, συμπεριλαμβανόμενης της λαθραίας αποθήκευσής των αεροπλάνων και πλοίων τους στη Λιβύη προ του πολέμου. Δύο φορές έδωσε αναφορά για σχέδια τρομοκρατικών οργανώσεων και του κράτους της Λιβύης να ρίξουν αεροπλάνα της El Al με εκτοξευτήρες ρουκετών. Όλες οι πληροφορίες του ήταν σωστές και ακριβείς».
Σε σχέση με την Αίγυπτο, επίσης, θυμάται ότι ακόμα και πριν τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ ο Μαρουάν «παρείχε έναν αριθμό προειδοποιήσεων και πληροφοριών που αποδείχθηκαν σωστές». Μεταξύ άλλων, μας πληροφόρησε, εβδομάδες πριν τον πόλεμο, ότι στις 24 Οκτωβρίου του 1972, ένα χρόνο νωρίτερα, ο Σαντάτ αποφάσισε να επισπεύσει τον ρυθμό των προετοιμασιών πολέμου και για αυτό το λόγο απάλλαξε από τα καθήκοντά του στον Υπουργό Άμυνας Σάντεκ (Sadek). Τον Απρίλιο του 1973 μας πληροφόρησε ότι ο Σύριος Πρόεδρος Χαφέζ Ασάντ (Hafez Assad) συναντήθηκε στο Κάιρο με τον Σαντάτ και οι δυο τους συντόνισαν τις κινήσεις τους για τον πόλεμο –στην συνάντησή τους αποφάσισαν την αναβολή της ημερομηνίας, από τον Απρίλη στον Ιούνη, με σκοπό να αποκτήσουν ακόμα λίγα όπλα. Έπειτα μας ενημέρωσε ότι η ημερομηνία του Ιουνίου αναβλήθηκε επίσης ώστε η Αίγυπτος να προλάβει να εγκαταστήσει αντι-αεροπορικές συστοιχίες και πυραύλους Σκουντ που αγόρασε από τους Σοβιετικούς. Και τον Ιούλιο μας ενημέρωσε πως ο Σαντάτ πρότεινε στον Ασάντ άλλη ημερομηνία για τον πόλεμο, στο τέλος του Σεπτέμβρη ή στις αρχές Οκτώβρη».
Και έπειτα ήρθε ο πόλεμος. «Ο Μαρουάν ενημέρωσε το βράδυ μεταξύ Παρασκευής και Σαββάτου ότι ο πόλεμος θα ξέσπαγε με τη δύση του ηλίου», θυμάται ο Ντούμπι. «Δεν γνώριζε ότι ο Σαντάτ θα ξεκινούσε στις 2 το μεσημέρι, καθώς ο Ασάντ του το είχε ζητήσει αυτό λίγες μέρες πριν. Και σε κάθε περίπτωση, θα άλλαζαν αυτές οι τέσσερις ώρες τίποτα; Ή θα διακινδύνευε ο Σαντάτ το στρατηγικό του σχέδιο πολέμου, που δούλευε για χρόνια ολόκληρα διαρρέοντας επίτηδες μέσω του Μαρουάν μια προειδοποίηση για την ακριβή μέρα που θα ξεσπούσε ο πόλεμος; Γνώριζε ο Σαντάτ ότι η κυβέρνηση του Ισραήλ θα αποφάσιζε να μην προχωρήσει σε προληπτικό χτύπημα το Σάββατο το πρωί αφού πια είχε οριστικές πληροφορίες που έφτασαν σε αυτήν μέσω του Μαρουάν και του Ζαμίρ;»
Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Ντούμπι, το αδιάσειστο της απόδειξης της αξιοπιστίας του Μαρουάν βρίσκεται στο κεντρικό επιχείρημα του Ζείρα περί του Μαρουάν ως διπλού πράκτορα. Τον Αύγουστο του 1973 ο Σαντάτ συναντήθηκε με τον Σαουδάραβα βασιλιά Φεϊζάλ στο Ριάντ. Ο Μαρουάν ήταν παρών στη συνάντηση. Ο στόχος του Σαντάτ ήταν να ζητήσει επιπλέον οικονομική βοήθεια από τον Φεϊζάλ ώστε να αγοράσει όπλα και να προετοιμάσει την Σαουδική Αραβία να επιβάλει εμπάργκο πετρελαίου με το ξεκίνημα του πολέμου. Ο Ζείρα ισχυρίζεται συνεχώς ότι ο Μαρουάν δεν ενημέρωσε τη Μοσάντ για αυτή τη συνάντηση. «Και αυτό είναι ένα ψέμα. Ο Ζείρα λέει ψέματα με μόνο σκοπό να ξεμπλέξει τον εαυτό του από κάθε ευθύνη και να τη μεταβιβάσει στη Μοσάντ», τονίζει ο Ντούμπι. «Συνάντησα τον Μαρουάν μετά τη συνάντηση του Ριάντ και με τα μάτια μου είδα το υλικό που μας αποκάλυψε για τη συνάντηση αυτή». Η Haaretz ζήτησε από τον Ζείρα να μας κάνει κάποιο σχόλιο για αυτό αλλά αρνήθηκε.
Comments