top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Στη μνήμη της Λότε Βάις, της επιζήσασας που έζησε δύο αξιοθαύμαστες ζωές

Updated: May 21, 2021

Η Χέδερ Μόρις (Heather Morris), συγγραφέας του «Δερματοστίκτη του Άουσβιτς», αποτίει φόρο τιμής στην εκλιπούσα Λότε Βάις (Lotte Weiss), επιζήσασα του Άουσβιτς, η οποία μετανάστευσε για να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή και εξασφάλισε ότι οι εμπειρίες της θα καταγραφούν για τις επόμενες γενιές στο μέλλον. Χέδερ Μόρις, 12-03-2021.

Η Lotte Weiss (Credit: Sydney Jewish Museum).

Η Λότε Βάις ήταν ένα αληθινά ξεχωριστό άτομο. Η Λότε ήταν μία από τις πρώτες Εβραίες κρατούμενες του Άουσβιτς. Στην ηλικία των 18 εκτοπίστηκε με τη βία σε βαγόνια για ζώα στο Άουσβιτς τον Μάρτιο του 1942, μαζί με τις δύο μεγαλύτερες αδερφές της. Ο αριθμός της, 2065 – ανεξίτηλα χαραγμένος στο αριστερό της μπράτσο από τον δερματοστίκτη του Άουσβιτς, Λέιλ Σοκολόφ (Lale Sokolov) – κουβαλούσε μαζί του τη διαρκή μαρτυρία του εγκλεισμού της στα νιάτα της στο στρατόπεδο θανάτου. Από θαύμα, μέσα από τύχη και την καθαρή της αποφασιστικότητα να επιζήσει, η Λότε αναδύθηκε από το Άουσβιτς για να βρει τον εαυτό της μόνη της σε ολόκληρο τον κόσμο, με κατεστραμμένη μια μέχρι πρότινος στενή και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή και με τις ελπίδες της και τα όνειρά της συντετριμμένα. Είναι στ’ αλήθεια ένα εκπληκτικό χαρακτηριστικό της Λότε Βάις ότι ήταν ικανή να συζητήσει ένα θέμα τόσο επώδυνο όσο το Ολοκαύτωμα και την προσωπική της οικογενειακή τραγωδία και να αφήσει τους πάντες με μια αίσθηση πλήρους ελπίδας, με σκοπό στη ζωή και με πίστη στην καλοσύνη των ανθρώπων. Αυτό είναι το χάρισμα που η Λότε Βάις έδωσε σε όποιον γνώριζε, στο πλήθος των επισκεπτών στους οποίους μίλησε, στα παιδιά, τους πολιτικούς, τους διάσημους, τους μεγιστάνες. Από την ηθοποιό Νικόλ Κίντμαν μέχρι τον πρωθυπουργό της Νέας Ζηλανδίας Σερ Τζον Κέι, κυριολεκτικά χιλιάδες άνθρωποι – πολλοί εκ των οποίων παιδιά του σχολείου – άκουσαν και έμαθαν και εμπνεύστηκαν από τα λόγια της Λότε. Ο ισραηλινός πρόεδρος Ρούβεν Ρίβλιν αναγνώρισε τον θάνατο της Λότε παραθέτοντας «την αφοσίωσή της στη μνήμη του Ολοκαυτώματος και στην εκπαίδευση των νέων ανθρώπων σαν ένα λαμπερό παράδειγμα για όλους». Η Λότε αναπαύθηκε εν ειρήνη, με την οικογένειά της δίπλα της, στις 12 Φεβρουαρίου του 2021, ετών 97, στο Σίδνεϋ της Αυστραλίας. Είχε ζήσει δύο ζωές, καταγράφοντας και τις δυο στα απομνημονεύματά της «Οι Δύο μου Ζωές», που εκδόθηκαν το 2003.

Ένα tweet του Auschwitz Memorial στη μνήμη της Λότε Βάις (Screenshot).

Η Λότε (Σαρλότ Φρανκλ) γεννήθηκε στην Μπρατισλάβα (τότε μέρος της Τσεχοσλοβακίας) στις 28 Νοεμβρίου του 1923. Ήταν η τρίτη κόρη της Μπέρθα και του Ίγκνατζ. Η Λίλι και η Έρικα ήταν τέσσερα και δύο χρόνια μεγαλύτερες αντίστοιχα. Ακόμα μια αδερφή, η Ρενέ, και οι αδερφοί της Καρλ και Μόρις ακολούθησαν. Αυτή η αγαπημένη οικογένεια αποτελούσε την πρώτη από τις δύο ζωές της Λότε. Ο πατέρας της ήταν λογιστής με απίστευτη μνήμη για αριθμούς και ημερομηνίες. Αυτό ήταν ένα χάρισμα με το οποίο ήταν προικισμένη η Λότε, που την κατέστησε ικανή να θυμάται τα χρόνια της κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος με μεγάλη λεπτομέρεια, σε σχέση με τους χρόνους και τους τόπους, τα γεγονότα και τα πρόσωπα. Απ’ τη μητέρα της κληρονόμησε την αγάπη της για τις ταινίες, αφού συχνά την έπαιρνε με τις μεγαλύτερες αδερφές της και κάθονταν πίσω στα σκοτεινά, στο τοπικό σινεμά, και χάνονταν μέσα στις ζωές των άλλων που εκτυλίσσονταν μπροστά στα μάτια τους. Βλέπανε μόνο ταινίες με χαρούμενο τέλος, συχνά μιούζικαλ, και η Λότε ονειρευόταν το ερχόμενο σαββατοκύριακο, την Κυριακή, και την ευκαιρία της να αποδράσει. Όταν ο αγαπημένος της καρδιοκατακτητής στην εφηβεία της πρωταγωνιστούσε σε μια ταινία κατάλληλη για άνω των 16 ετών, η Λότε «δανειζόταν» το ναυτικό καπέλο της μητέρας της με ταιριαστά ψηλοτάκουνα παπούτσια και μπορούσε μόνη της να αγοράσει εισιτήριο. Ο ταξιθέτης βέβαια την αναγνώριζε, και ήξερε ότι εκείνη ήθελε ακόμη δυο χρόνια για να μπορεί να πηγαίνει στα σινεμά, δείχνοντάς της κατευθείαν την πόρτα του σινεμά. Στις 11.30 το πρωί μιας Κυριακής στις 22 Μαρτίου του 1942, η ζωή της Λότε άλλαξε για πάντα. Αξιωματικοί της Φρουράς Χλίνκα, της κρατικής ασφάλειας της Σλοβακίας, δραστήριοι συνεργάτες των Ναζί – χτύπησαν την πόρτα του διαμερίσματος της οικογένειάς της. Επέδειξαν μια κλήτευση για τη Λίλυ, την Έρικα και τη Λότε ώστε να εμφανιστούν το επόμενο πρωί στις 7 σε ένα παλιό εργοστάσιο πυρομαχικών 6 χιλιόμετρα από την πόλη. Το τελευταίο της βράδυ στο σπίτι της οικογένειάς της ήταν το χειρότερο της ζωής της. Η μητέρα της γέμιζε σάκους με τρόφιμα και ρούχα για τα τρία κορίτσια. Ξενύχτησαν όλο το βράδυ, αρκετά ανήσυχες για να κοιμηθούν. Έφυγαν απ’ το σπίτι στις 6 το πρωί, με ραγισμένες τις καρδιές τους, αφήνοντας τους γονείς τους και τα νεότερα αδέρφια τους μέσα στα δάκρυα. Ο Ίγκνατζ ευχήθηκε στις κόρες του με δάκρυα στα μάτια, λέγοντάς τους να πιστεύουν πάντα στον Θεό και να θυμούνται να παραμένουν αξιοπρεπείς και καλές. Η Μπέρθα ήταν τόσο ανήσυχη που δεν μπορούσε να πει λέξη. Αυτή η σπαραξικάρδια σκηνή έμεινε για πάντα και με απερίγραπτο πόνο στη μνήμη της Λότε. Οι τρεις αδερφές εκτοπίστηκαν και δεν θα ξανάβλεπαν τους γονείς και τα αδέρφια τους ποτέ ξανά. Στις 27 Μαρτίου οι αδερφές ενώ κατέβηκαν πηδώντας από το βαγόνι του τρένου, είδαν για πρώτη φορά τις διαβόητες λέξεις «ARBEIT MACHT FREI» να διακοσμούν τις πύλες καθώς έμπαιναν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς. Με όλα τα υπάρχοντά τους κλεμμένα, ξυρισμένες και ντυμένες με βρώμικες ρωσικές στολές, η Λίλυ, η Έρικα και η Λότε έγιναν οι κρατούμενες με τους αριθμούς 2063, 2064 και 2065.

Η κύρια είσοδος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Άουσβιτς (Credit: AFP).

Η Λίλυ και η Έρικα τον Αύγουστο του 1942 μεταφέρθηκαν στο Μπίρκεναου και χτυπήθηκαν από τον τύφο τον επόμενο μήνα. Στο Μπλοκ 26 (στο νοσοκομείο) τους ακολούθησε και η Λότε. Κοιτάζοντας μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο είδε τις αδερφές της να κείτονται ακούνητες, μαζί πάνω σε μια μονή κουκέτα. Δύο μέρες αργότερα επέστρεψε στο σπασμένο παράθυρο για να δει την κουκέτα να έχει καταληφθεί από άλλους. Ρώτησε τον αρχηγό του μπλοκ που ήταν οι αδερφές της προκειμένου να εισπράξει κυνηγητό και απειλή τιμωρίας. Απομονωμένη και βάζοντας τα κλάματα η Λότε παρέμεινε κοντά στο μπλοκ του νοσοκομείου. Μια φίλη από την Μπρατισλάβα που περνούσε από εκεί μαζί με ένα άλλο κορίτσι, μεταφέροντας ένα τελάρο με μια στοίβα βρώμικες στολές. Προειδοποίησαν τη Λότε ότι δεν έπρεπε να κάτσει εκεί, έπρεπε να πάει στον χώρο εργασίας της. Ενώ στεκόταν εκεί και μιλούσε με τα κορίτσια, η Λότε κοίταξε στο σωρό με τα ρούχα και είδε το πουκάμισο με τον αριθμό της αδερφής της, 2063, τυπωμένο πάνω του. Τραβώντας τα ρούχα με ένταση έξω από τη στοίβα και ψάχνοντας, ήλπιζε ότι δεν θα βρει και το πουκάμισο με τον αριθμό της Έρικα. Προς τον πάτο της στοίβας η Λότε βρήκε και το πουκάμισο με τον αριθμό 2064. Και οι δύο αδερφές της ήταν νεκρές. Από έγγραφα που απέκτησε η Λότε μετά την απελευθέρωση, έμαθε ότι η Λίλυ πέθανε στις 27 Σεπτεμβρίου και η Έρικα στις 29. Χωρίς να το γνωρίζει η ίδια η Λότε, τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς της είχαν σταλεί στο Άουσβιτς τον Ιούνιο του 1942. Τα έγγραφα έδειχναν ότι ο Ίγκνατζ είχε δολοφονηθεί στις 24 Ιουνίου, ο Καρλ στις 16 Αυγούστου. Δεν υπήρχαν έγγραφα σχετικά με τη μητέρα της Μπέρθα, την αδερφή της Ρενέ και τον αδερφό της Μορίς. Πιστεύεται ότι δολοφονήθηκαν άμα τη αφίξει τους. Η Λότε επιβίωσε του Άουσβιτς-Μπίρκεναου μέσα από μια σειρά θαυμάτων και τύχης, όπως το περιγράφει. Έφυγε με την εκκένωση του στρατοπέδου στις 18 Ιανουαρίου του 1945 και μετά τη μεταφορά της σε μια σειρά στρατοπέδων, απελευθερώθηκε από το Τερέζιενσταντ από τον Κόκκινο Στρατό στις 9 Μαΐου του 1945. Αυτή ήταν η μέρα που ξεκίνησε η δεύτερη ζωή της. Φτωχοί, μα ευτυχισμένοι Επιστρέφοντας στην Μπρατισλάβα, η Λότε συνδέθηκε με έναν θείο και μια θεία της που είχαν αποφύγει τον εκτοπισμό ζώντας με πλαστά χαρτιά, αλλά και με πολύ λίγους φίλους που επέστρεφαν αρχίζοντας να ψάχνουν για τους δικούς τους. Δύο αδέρφια, ο Λεό και ο Άλφρεντ (Άλι) Βάις μπήκαν στη ζωή της. Ήταν κι αυτοί επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, αρχικά στο Άουσβιτς, μετά στο Μπούχενβαλντ ως σκλάβοι-εργάτες. Η Λότε ερωτεύτηκε τον Άλι και παντρεύτηκαν στις 3 Αυγούστου του 1947. Καθώς η Τσεχοσλοβακία περνούσε υπό κομμουνιστικό έλεγχο, πολλοί από τους νέους επιζώντες πήραν την απόφαση να εγκαταλείψουν τη χώρα καταγωγής τους. Ο Λεό και η σύζυγός του, Γκέρτι, μπόρεσαν να μεταναστεύσουν στη Νέα Ζηλανδία. Μετά από μια σειρά αναποδιών, κλεμμένων διαβατηρίων, εξωφρενικών δωροδοκιών και κλοπών, η Λότε θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα της καθώς ικέτευε τις αρχές να δώσουν στον Άλι και σε εκείνη άδειες να φύγουν: αν θες κάτι από έναν κακό άνθρωπο, απλά πες του πόσο καλός είναι. Η στρατηγική δούλεψε και στις 4 Ιανουαρίου του 1949, η Λότε και ο Άλι έφυγαν με το νυχτερινό τρένο για το Μιλάνο. Μια εβδομάδα αργότερα, επιβιβάστηκαν στο πλοίο Ουγκολίνο Βιβάλντι για το πέντε εβδομάδων ταξίδι προς τη Μελβούρνη της Αυστραλίας, όπου παρέμειναν για έξι μήνες, περιμένοντας τις βίζες τους για τη Νέα Ζηλανδία. Ενωμένοι ξανά με τον Λέο και την Γκέρτι στο Ουέλινγκτον, μοιράζονταν από κοινού ένα σπίτι – ήταν φτωχοί αλλά χαρούμενοι. Για άλλη μια φορά ήταν τα λόγια του πατέρα της που η Λότε θυμόταν. Δεν χρειάζεται να είσαι πλούσια για να γελάς. Με τα λόγια της Λότε, εκείνη και ο Άλι έγιναν το ευτυχέστερο ζευγάρι σε ολόκληρο τον κόσμο στις 25 Αυγούστου του 1951 καθώς κρατούσαν στην αγκαλιά τους για πρώτη φορά το νεότοκο γιο τους, Τζόνι. Καθώς η Λότε κοιτούσε το βρέφος, εμφανίστηκε στο πρόσωπό του ο Καρλ. Στις 25 Μαΐου του 1953 η Λότε και ο Άλι καλωσόρισαν τον αδερφό του Τζόνι, τον Γκάρι, νιώθοντας την ίδια ευτυχία, χαρά και ευγνωμοσύνη στον Θεό για το όμορφο δώρο της ζωής. Τον Φεβρουάριο του 1979 το Εθνικό Ραδιόφωνο της Νέας Ζηλανδίας προσέγγισε τη Λότε για να πει την ιστορία της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που η Λότε μιλούσε δημοσίως για την επιβίωσή της στο Ολοκαύτωμα. Δεν θα ήταν η τελευταία. Τηλεοπτικά, ραδιοφωνικά και έντυπα μέσα του Τύπου της Νέας Ζηλανδίας την αναζητούσαν έκτοτε. Όσο περισσότερο μιλούσε, τόσο περισσότερο οι άνθρωποι θέλανε να την ακούνε. Το έδαφος σείστηκε κάτω απ’ τα πόδια της στις 27 Ιουνίου του 1982 όταν μετά από πολλά χρόνια ασθένειας, ο αγαπημένος της Άλι πέθανε. Η αγάπη της ζωής της, ο πατέρας των δυο της γιων, ο σύζυγος ενώπιον του οποίου δεν μπορούσε ποτέ να γδυθεί εξαιτίας της τραυματικής της εμπειρίας στο Άουσβιτς, είχε φύγει για πάντα.

«Οι Δύο Ζωές μου», της Λότε Βάις (Credit: Griffin Press).

Φως που έλαμπε Ο Τζόνι και ο Γκάρι ακολούθησαν καριέρα στο Σίδνεϋ. Τον Μάρτιο του 1986 η Λότε πήρε τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει οικογένεια και φίλους, τη χώρα που της είχε δώσει άσυλο, και να μετακομίσει στο Σίδνεϋ. Εντάχθηκε στην Ένωση Εβραίων Επιζώντων της Αυστραλίας και, μαζί με άλλους και άλλες, βοήθησε να δημιουργηθεί το Εβραϊκό Μουσείο του Σίδνεϋ, το οποίο άνοιξε στις 18 Νοεμβρίου του 1992. Η ζωή της Λότε έκτοτε έγινε ακόμα πιο πολυάσχολη, καθώς έγινε εθελόντρια συνοδός στο μουσείο. Μιλώντας στο μουσείο, βοήθησε την ίδια· μιλούσε για αυτούς που τόσο βάναυσα αναγκάστηκαν στη σιωπή και δεν μπορούσαν να μιλήσουν για τον εαυτό τους. Οι γονείς της, οι αδερφές της και οι αδερφοί της, και τα έξι εκατομμύρια αθώοι άνδρες, γυναίκες και παιδιά που καταδικάστηκαν σε θάνατο μόνο και μόνο επειδή γεννήθηκαν Εβραίοι. Τα ΜΜΕ της Αυστραλίας σύντομα ανακάλυψαν αυτή την εκπληκτική γυναίκα που ονομαζόταν Λότε Βάις, που μπορούσε να υπνωτίσει ένα κοινό, να εκπαιδεύσει ένα κοινό σχετικά με το Ολοκαύτωμα. Η ενέργεια και η ζωντάνια της εξέπεμπαν μια αγάπη για τη ζωή και μια ευγνωμοσύνη για τα πάντα και τους πάντες που γνώριζε, παρά τον τρόμο που συνάντησε και κατάφερε να επιβιώσει κατά τη διάρκεια των τριών σχεδόν χρόνων που έζησε στο Άουσβιτς. Η αιώνια αισιοδοξία της και η χαρά της αναδυόταν όπου κι αν πήγαινε. Ήταν το ουράνιο τόξο στα σύννεφα του καθενός, ένα φως που έλαμπε και αναδυόταν από τα μεγαλύτερα βάθη του σκοταδιού. Η Λότε συνέχισε τις εβδομαδιαίες εμφανίσεις της στο μουσείο για πάνω από 25 χρόνια, μέχρι που έγινε 95 χρονών – μόνο τα προβλήματα υγείας την απέτρεψαν να πηγαίνει στο δεύτερο σπίτι της. Οι φωτογραφίες της κρατούμενης Λότε, που πάρθηκαν στο Άουσβιτς, αποτελούν μέρος της μόνιμης έκθεσης του Μουσείου Ιστορίας Γιαντ Βασέμ στην Ιερουσαλήμ. Αίσθηση του χιούμορ Η οικογένειά της θυμάται τη Λότε για την αγάπη της για τα αθλήματα. Συχνά σηκωνόταν μέσα στη μέση της νύχτας για να παρακολουθήσει διεθνείς αγώνες, μασουλώντας μια ολόκληρη σοκολάτα, ενθουσιασμένη όποιος κι αν έπαιζε, όποιος κι αν κέρδιζε. Ήταν επίσης μια αυτοομολογούμενη σνομπ των καφέ, αναζητώντας και στηρίζοντας τα τοπικά καφέ που της άρεσαν. Η αίσθηση του χιούμορ της επίσης την έκανε να τα καταφέρει μέσα από ζόρικες καταστάσεις. Για τα ογδοηκοστά γενέθλιά της, ο Τζόνι, ο Γκάρι και τα εγγόνια της Ντάνιελ και Ράμι επέστρεψαν τη Λότε στις ρίζες της, επισκεπτόμενοι όλοι μαζί την Μπρατισλάβα και τις γύρω χώρες. Σε ένα ταξίδι με τρένο από τη Βιέννη στη Βουδαπέστη, τους σταμάτησαν στα σύνορα. Ένοπλες ουγγρικές δυνάμεις επιβιβάστηκαν στο τρένο ζητώντας να δούνε διαβατήρια και βίζες. Ο Γκάρι, ο Ντάνιελ και ο Ράμι ήταν εντάξει, ταξιδεύοντας με διαβατήρια Νέας Ζηλανδίας. Η Λότε και ο Τζόνι είχαν διαβατήρια Αυστραλίας τα οποία δεν τους έδιναν αυτόματα είσοδο στην Ουγγαρία. Συλληφθέντες ως λαθραίοι, η Λότε και ο Τζόνι απομακρύνθηκαν από το τρένο και μεταφέρθηκαν βίαια σε ένα κελί στο σταθμό του τρένου. Η Λότε μιλούσε στους στρατιώτες στα ουγγρικά όλη την ώρα, λέγοντάς τους ότι δεν αποτελούσε απειλή για αυτούς. Για έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος αυτή η εμπειρία θα ήταν τρομακτική. Η Λότε τη βρήκε ξεκαρδιστική. Η Λότε ενέπνευσε αμέτρητους ανθρώπους με το πνεύμα της και την εμπειρία της να χάσει και να ξαναχτίσει τη ζωή της. Όλοι ένιωθαν καλύτερα από την αγάπη της και την ευγνωμοσύνη της για αυτά που είχε, όχι για αυτά που έχασε. Αυτό είναι το δώρο που έδωσε και θα συνεχίσει να δίνει σε όλους μας. Τα λόγια του επιζώντα του Ολοκαυτώματος Βίκτορ Φρανκλ αντανακλούν τη ζωή που έζησε η Λότε: «Όλα μπορεί να τα πάρει κανείς από έναν άνθρωπο εκτός από ένα πράγμα: η τελευταία των ανθρώπινων ελευθεριών – να διαλέξει κανείς τη συμπεριφορά του σε ένα δοσμένο σύνολο καταστάσεων, να διαλέξει κανείς τον τρόπο του.» Η Λότε ήταν αποφασισμένη να εξασφαλίσει ότι η ιστορία της θα καταγράφοταν ώστε οι μελλοντικές γενιές θα γνώριζαν τα μαθήματα του Ολοκαυτώματος. Έχοντας γράψει το «Οι Δύο Ζωές μας» ενώ ήταν 80 χρονών και ενώ η μνήμη της ήταν ακόμα δυνατή, ενθουσιάστηκε όταν ο εγγονός της Μπέντζι μετέφρασε το βιβλίο της στα γερμανικά με την υποστήριξη του προέδρου της Αυστρίας αφού πρώτα δεν μεταπείστηκε από τις αρνητικές εισηγήσεις των εκδοτικών οίκων. Η νύφη της, Τέα Βάις, εμπνευσμένη από το βιβλίο της Λότε, της απέδωσε φόρο τιμής μέσα από μια σειρά καλλιτεχνικών εκθέσεων, στις οποίες η Λότε τη συνόδευε λέγοντας την ιστορία της σε εκατοντάδες επισκέπτες. Μια μικρή ταινία της Τέα και της Λότε με τίτλο «Δημιουργικές Απαντήσεις στο Ολοκαύτωμα» προβλήθηκε σε φεστιβάλ ταινιών σε όλο τον κόσμο. Αυτός ο συνδυασμός αγγλόγλωσσων και γερμανόγλωσσων βιβλίων και δημιουργικής τέχνης θα συνεχίσει να εξασφαλίζει ότι η ιστορία της Λότε θα βλέπεται και θα ακούγεται από πολλούς ακόμη ανθρώπους παγκόσμια στο μέλλον.


Dakujem (ευχαριστώ στα σλοβάκικα) Λότε που μοιράστηκες μαζί μας την αξιοθαύμαστη ζωή σου, την ασυμβίβαστη αγάπη με την οποία έλουσες την οικογένειά σου, παρά τα βάσανα και τη μεγάλη απώλεια που υπέστης, που παρέμεινες άνθρωπος γεμάτος ελπίδα και πίστη ότι η πλειοψηφία των ανθρώπων είναι καλοί κι αξιοπρεπείς, που κράτησες ζωντανές τις ιστορίες του τρόμου του Ολοκαυτώματος, ώστε ΝΑ ΜΗΝ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ. Η Λότε Βάις άφησε πίσω της τους γιους της Τζόνι και Γκάρι, έξι εγγόνια και οκτώ δισέγγονα. Η Χέδερ Μόρις είναι η συγγραφέας των διεθνών μπεστ-σέλερ «Ο Δερματοστίκτης του Άουσβιτς» (εκδ. Ωκεανός, στα ελληνικά) και «Το Ταξίδι της Τσίλκα», που εκδόθηκαν στα εβραϊκά από τις εκδόσεις Schoken. Πηγή: https://www.haaretz.com/jewish/.premium-remembering-lotte-weiss-a-holocaust-survivor-who-lived-two-remarkable-lives-1.9611455?fbclid=IwAR0NMxk1BN0sbsgE7umwj3DzBDgQ9Qxt9_C2adlKxz-SNw6WU1Qkv2vI7jU

84 views0 comments
bottom of page