top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Lore Krüger: τα ταραχώδη χρόνια μιας Εβραίας εξόριστης φωτογράφου την εποχή των Ναζί

Updated: Jan 18, 2021

Η Lore Krüger (Λόρε Κρούγκερ) ως φωτογράφος είχε μονάχα 250 φωτογραφίες στο πορτφόλιό της από την περίοδο 1934-1944, αλλά η έκθεση των έργων της είναι το καυτό θέμα για όλη την καλλιτεχνική σκηνή του Βερολίνου. Haaretz. Του Avner Shapira, 7 Απριλίου 2015.


Παρίσι 1935, φωτογραφία της Lore Krüger, μέρος της βερολινέζικης έκθεσης «Μια Βαλίτσα Γεμάτη Εικόνες» (credit: Lore Krüger).

ΒΕΡΟΛΙΝΟ – Στο σπίτι του Willy Brandt φιλοξενήθηκε μια έκθεση φωτογραφιών των δρόμων των Η.Π.Α. από την Vivian Maier, η οποία απέκτησε φήμη μόνον μετά το θάνατό της. Σε μια άλλη τοποθεσία στην πόλη, εντωμεταξύ, εκτίθεται η δουλειά μιας καλλιτέχνιδας εφάμιλλης της Maier. Το μουσείο φωτογραφίας «C|O Berlin» εκθέτει για πρώτη φορά παγκοσμίως τη ρετροσπεκτίβα της Γερμανοεβραίας Lore Krüger. Με τίτλο «Μια Βαλίτσα Γεμάτη Εικόνες», η έκθεση που άνοιξε τον Ιανουάριο θα ολοκληρωθεί στις 10 Απριλίου –και το γεγονός αποτελεί καυτό θέμα για την καλλιτεχνική σκηνή του Βερολίνου. Η Krüger, όπως και η Maier, πέθανε το 2009. Και οι δύο καλλιτέχνιδες άφησαν πίσω τους ένα οπτικό αρχείο που αναδείκνυε το μεγάλο τους ταλέντο που παρέμεινε αθέατο κατά τη διάρκεια των ζωών τους. Το γεγονός ότι η Krüger (το γένος Heinemann), μέσα από τις φωτογραφίες της, εστίασε σε μια σκοτεινή εποχή της ιστορίας συνδέθηκε άρρηκτα με τη βιογραφία της ως Εβραίας πρόσφυγα που δραπέτευσε από τη ναζιστική Γερμανία, έγινε εκπρόσωπος του κομμουνισμού, κατέγραψε με τη μηχανή της τις ιστορικές αλλαγές μιας διαλυμένης Ευρώπης στη δεκαετία του 1930 και συνέχισε την καλλιτεχνική της δουλειά και την πολιτική της ενασχόληση ακόμα και όταν εγκατέλειψε τις Ηνωμένες Πολιτείες το 1941. Αλλά όταν επέστρεψε στη Γερμανία μετά τον πόλεμο, εγκατέλειψε τη φωτογραφία. Ό,τι αφέθηκε πίσω όλο κι όλο απ’ αυτή την περίοδο ήταν μια βαλίτσα γεμάτη με 250 φωτογραφίες που έφερε μαζί της και πάνω στις οποίες είναι βασισμένη η τρέχουσα έκθεση. Οι 100 και πλέον φωτογραφίες στην έκθεση τραβήχτηκαν στη δεκαετία 1934-1944 και προτείνουν τις κατευθύνσεις που η Krüger θα έπαιρνε έπειτα, αν δεν είχε εγκαταλείψει τη φωτογραφική της μηχανή, σύμφωνα με τον Felix Hoffmann, τον επιμελητή της έκθεσης εκ μέρους του Ιδρύματος C|O Berlin Foundation. «Δέκα χρόνια, δέκα ταραχώδη και δραματικά χρόνια, επιπλέον, είναι μάλλον ένας λιγοστός χρόνος για να αναπτυχθείς σαν καλλιτέχνης και να βρει κανείς τι θέλει και τι είναι ικανός να κάνει», έγραψε ο Hoffmann στον κατάλογο της έκθεσης. Ωστόσο ο ίδιος βρίσκει στο έργο αυτό τις αισθητικές επιρροές του Bauhaus, του κινήματος «της νέας όρασης», του κυβισμού, του Νταντά, του σουρεαλισμού και ακόμη και του ρωσικού κονστρουκτιβισμού. Από την άλλη μεριά ωστόσο, o ίδιος βλέπει μια οξεία κοινωνική και πολιτική ευαισθησία που αντανακλάται στις φωτογραφίες της από τους Ρομά, τους εργάτες και τους πολιτικούς εξόριστους. Παιχνίδια με φως και σκιά. Η Λόρε Χάινεμαν γεννήθηκε στις 11 Μαρτίου του 1914 στο Μαγδεμβούργο της κεντρικής Γερμανίας, πρώτο παιδί του Ερνστ Χάινεμαν, ενός μηχανικού, και της Irene Rosenbaum. Για τα δέκατά της γενέθλια ο πατέρας της, της πήρε δώρο μια φωτογραφική μηχανή. Το 1932 ξεκίνησε να δουλεύει σαν στενογράφος σε τράπεζα. Όμως ένα χρόνο αργότερα, όταν οι Ναζί ανέβηκαν στην εξουσία, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη δουλειά της λόγω της εβραϊκής της καταγωγής. Οι γονείς της και η αδερφή της έφυγαν για το ισπανικό έδαφος του νησιού της Μαγιόρκα και εκείνη πήγε στην Αγγλία όπου βρήκε δουλειά ως εσωτερική νταντά, συνεχίζοντας να σπουδάζει φωτογραφία ενώ πρόσεχε μικρά παιδιά. Αλλά το 1934 ενώθηκε με την υπόλοιπη οικογένειά της για να αποκτήσει επέκταση της βίζας της. Συνέχισε τις σπουδές φωτογραφίας στη Βαρκελώνη και το 1935 μετακόμισε στο Παρίσι όπως τόσοι άλλοι πρόσφυγες Ευρωπαίοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι της εποχής. Ανάμεσα στις φιγούρες με τις οποίες έπιασε φιλίες ήταν δύο άνθρωποι που έμεναν στο ίδιο κτίριο με αυτήν: ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin) και ο συγγραφέας Άρθουρ Κέστλερ (Arthur Koestler). Στο Παρίσι ήταν που συνειδητοποιήθηκε σε σχέση με το διττό μονοπάτι που θα καθόριζε τον ρου της ζωής της στην εξορία – τον Μαρξισμό [εγγράφηκε στα σεμινάρια διαλεκτικού υλισμού που δίδασκε ο Ούγγρος κοινωνιολόγος Laszlo Radvanyi, σύζυγος της συγγραφέως Άννα Ζέγκερς (Anna Seghers)] και τη φωτογραφία. Σπούδασε μαζί με τη φωτογράφο Florence Henri, η οποία είχε μελετήσει το Bauhaus στο Dessau μαζί με τον László Moholy-Nagy. Όταν ξέσπασε ο Ισπανικός Εμφύλιος το 1936, συνέδραμε και η ίδια για να υποστηριχθεί η πλευρά των Δημοκρατικών και των Κομμουνιστών και εκεί ήταν που γνώρισε τον μέλλοντα σύζυγό της Ερνστ Κρούγκερ (Ernst Krüger) που εκείνη την εποχή πολεμούσε μέσα από τις τάξεις τους. Επισκέφτηκε τότε και τους γονείς της στη Μαγιόρκα ενώ οι μάχες μαίνονταν στο νησί και ήταν με τρομακτική δυσκολία που κατάφερε να επιστρέψει στη Γαλλία. Οι φωτογραφίες της από αυτή την περίοδο περιείχαν πολλές πινελιές του στυλ των πρωτοποριών, δείχνοντας και τις επιρροές της Henri. Αυτές συμπεριλάμβαναν τη χρήση πολλαπλής έκθεσης και συναρπαστικές συνθέσεις αντικειμένων όπως φωνόγραφοι, εργαλεία κουζίνας, χαλιά και αφρικάνικες μάσκες. Επίσης, ντελικάτα παιχνίδια με το φως και τις σκιές. Πειραματίστηκε επίσης με τα φωτογράμματα (φωτογραφικές εικόνες χωρίς να έχουν προκύψει από την κάμερα, τοποθετώντας ουσιαστικά αντικείμενα πάνω σε φωτογραφικό χαρτί και εκθέτοντάς τα στο φως, δημιουργώντας έτσι σουρεαλιστικές ψευδαισθήσεις). Αλλά σε αντίθεση με την Henri, η Krüger οδηγούταν σε εξορμήσεις στον έξω από το στούντιο κόσμο με την κάμερά της –στην θλιβερή, αδιέξοδη πραγματικότητα της φτώχιας των δρόμων και των ζοφερών σπιτιών. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, τράβηξε σκηνές δρόμου από το Παρίσι: πάμφτωχους ανθρώπους να ξεκουράζονται στις όχθες του Σηκουάνα, οικοδόμους στην ανάπαυλά τους πάνω σε ένα σωρό από τούβλα, την εντυπωσιακή σειρά «Gitanes» του 1936 που καταγράφει μέλη των κοινοτήτων των Σίντι και των Ρομά στο Νότο της Γαλλίας σε μια σειρά περιστάσεων, έναν άνδρα να ξυρίζεται, νήπια να ταξιδεύουν με βαγόνια, έναν έφηβο με ένα άλογο, ένα μωρό που θηλάζει, ένα αγόρι να σηκώνει ένα λάστιχο νερού, μεγάλους ανθρώπους που τα πρόσωπά τους έχουν σημαδευτεί από τις ζάρες. Σε μια συγκεκριμένη συγκλονιστική εικόνα, ένα νήπιο Ρομά με ένα εμφανές σημάδι εκ γενετής στο πρόσωπό του, υπενθυμίζει στους θεατές το πολιτικό πλαίσιο της εποχής – τόσο οι Ρομά όσο και οι άνθρωποι με αναπηρίες διώκονταν από τους Ναζί.

Ανθρωπιστικό Μήνυμα «Όταν διαβάζετε αυτές τις γραμμές, δεν θα είμαστε πια ζωντανοί», έγραψαν οι γονείς της Κρούγκερ σε ένα γράμματ ους προς αυτήν και την αδερφή της Gisela τον Ιούλιο του 1940. Το γράμμα εκτίθεται στην έκθεση του Βερολίνου. Το καθεστώς του Φράνκο συνεργάστηκε με τους Ναζί. Η αστυνομία της Μαγιόρκα συνέλαβε το ζευγάρι των Εβραίων προσφύγων και απαίτησε να εγκαταλείψουν αμέσως το νησί. Οι γονείς, συνειδητοποιώντας ότι δεν είχαν χρόνο να αποκτήσουν άλλες βίζες, αποφάσισαν να αυτοκτονήσουν. Η Κρούγκερ και η αδερφή της επίσης υπέφεραν κατά τη διάρκεια του πολέμου. μετά τη γερμανική εισβολή στη Γαλλία τον Μάη του 1940 φυλακίστηκαν σε στρατόπεδο κράτησης, δραπέτευσαν στη Μασσαλία χρησιμοποιώντας ψεύτικα χαρτιά και μετά από μεγάλη αναμονή σε κρυψώνες, πήραν βίζες για το Μεξικό. Το πλοίο τους ωστόσο έπεσε στα χέρια του ολλανδικού στρατού και στάλθηκαν σε βρετανικό στρατόπεδο κράτησης στο Τρινιντάντ. Τον Ιούνιο του 1941 επιτέλους έφτασαν στη Νέα Υόρκη όπου η Λόρε και ο Ερνστ παντρεύτηκαν και έκαναν το πρώτο τους παιδί, ένα κορίτσι.

Στη Νέα Υόρκη η Κρούγκερ άνοιξε ένα στούντιο φωτογραφίας όπου εξειδικεύτηκε στα πορτρέτα. Τα θέματά της συμπεριλάμβαναν Γερμανούς εξόριστους στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως ο συγγραφέας και εκδότης Alfred Kantorowicz και ο Kurt Rosenfeld, ένας σοσιαλιστής πολιτικός και πρώην υπουργός δικαιοσύνης της Πρωσίας που υπήρξε ο δικηγόρος της μαρξίστριας θεωρητικής Ρόζα Λούξεμπουργκ (Rosa Luxemburg). Το ζεύγος Κρούγκερ βοήθησε να ιδρυθεί η αντιφασιστική εφημερίδα «The German American» (Η Γερμανο-Αμερικανική) και η Λόρε Κρούγκερ δούλεψε εκεί μέχρι το 1944. Μεταξύ των πιο επιφανών συγγραφέων της εφημερίδας ήταν οι Μπέρολντ Μπρεχτ (Bertolt Brecht), Χάϊνριχ Μαν (Heinrich Mann) και Λίον Φόιχτβάνγκερ (Lion Feuchtwanger). Αν και πολλοί εκ των Γερμανών φίλων τους – όπως και η αδερφή της Λόρε – παρέμειναν στις Ηνωμένες Πολιτείες μετά την ήττα των Ναζί, οι Κρούγκερ αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους το 1946. Εξηγώντας την απόφασή τους, η Κρούγκερ έγραψε «Ποιος θα φέρει την αλλαγή στη Γερμανία… αν όχι οι Γερμανοί αντι-φασίστες απανταχού στον κόσμο που τώρα πρέπει να επιστρέψουν;» Επειδή η καρδιά της όμως είχε πάθει ζημιά από μια διφθερίτιδα, αποφάσισε να σταματήσει να κάνει φωτογραφία. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο ανατολικό Βερολίνο όπου η Λόρε γέννησε και τον γιο της και, αφότου η χώρα χωρίστηκε στα δύο, αποφάσισαν να μείνουν μόνιμα στην ανατολική κομμουνιστική Γερμανία. Η Κρούγκερ έγινε μεταφράστρια αγγλικών για τις εκδόσεις Aufbau Verlag και κάποια από τα βιβλία που μετέφρασε βρίσκονται σήμερα στην έκθεση: «Ροβινσώνας Κρούσος», «Οι Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ», «Οι Περιπέτειες του Χάκλμπέρι Φιν», καθώς και βιβλία της Ντόρι Λέσσινγκ, του Τζόζεφ Κόνραντ και του Χένρι Τζέϊμς. Όταν πια η Κρούγκερ είχε μεγαλώσει αρκετά, ο γιος της πρότεινε σε εκείνη μια έκθεση των φωτογραφιών της από την εποχή της εξορίας της, αλλά τελικά πέθανε πριν προλάβει να την κάνει, στις 3 Μαρτίου του 2009. Μαζί με τις φωτογραφίες της, τα βιβλία και τα ντοκουμέντα που αναφέρονται παραπάνω, τα όλα εκθέματα συμπληρώνει μια φωτογραφική μηχανή 35mm που της ανήκε και τα απομνημονεύματά της που έγραψε αργότερα στη ζωή της. Μέσα σε αυτά περιέγραψε το ανθρωπιστικό μήνυμα που αποτελούσε το φως καθοδήγησης του καλλιτεχνικού της εγχειρήματος, σημειώνοντας πως η φωτογραφία θα έπρεπε να δίνει μαρτυρίες των κοινών δεσμών μεταξύ των ανθρώπων. Του Avner Shapira, συνεργάτη της Haaretz. Πηγή: https://www.haaretz.com/.premium-german-jewish-exiles-photography-1.5348111

88 views0 comments
bottom of page