Ένας μάρτυρας του εκτοπισμού των Εβραίων της Λιβύης που έχασε το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του σε ένα βομβαρδισμό προαστίου της Τύνιδας το 1943, θυμάται την ιστορία μιας πλέον ανύπαρκτης κοινότητας, θύματα και αυτά της Τελικής Λύσης. Του Maurice M. Roumani, 8 Φεβρουαρίου 2020.
Ήμουν παιδί όταν εκτοπίστηκα με ένα φορτηγό μαζί με τους γονείς μου από τη Βεγγάζη στην Τυνησία και υπήρξα μάρτυρας του βομβαρδισμού της Λα Μάρσα, ενός προαστίου της Τύνιδας, στις 10 Μαρτίου του 1943. Δεκατρία μέλη της οικογένειάς μου δολοφονήθηκαν εκεί, μεταξύ των οποίων η γιαγιά μου, οι θείες μου και οι θείοι μου, καθώς και άλλοι συγγενείς. Για πολλά χρόνια αντιμετώπισα τις επιπτώσεις αυτού του βομβαρδισμού και στην πορεία της προσωπικής μου έρευνας ανακάλυψα και επεξεργάστηκα νέες λεπτομέρειες από αρχειακές πηγές γύρω από την εκκένωση και τον εκτοπισμό του εβραϊσμού της Λιβύης προς τη γαλλοκρατούμενη βόρεια Αφρική κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου.
Όλα ξεκίνησαν το 1938 όταν η φασιστική Ιταλία υπό τον Μουσολίνι ενεργοποίησε τους Φυλετικούς Νόμους εναντίον των Εβραίων. Αν και η Λιβύη βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή, οι νόμοι αυτοί δεν είχαν ακόμα εφαρμοστεί εκεί χάρη στον Ιταλό γενικό κυβερνήτη της Λιβύης, τον Ίταλο Μπάλμπο (Italo Balbo), ο οποίος θεωρούσε τους Εβραίους σημαντικό στοιχείο για την λιβυκή οικονομία. Προσπάθησε έτσι να περιορίσει τα μέτρα διακρίσεων που πάρθηκαν εναντίον των Εβραίων. Μετά τον τραγικό θάνατο του Μπάλμπο το 1940 δύο προσωρινοί κυβερνήτες της χώρας διορίστηκαν και καθαιρέθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες προτού τελικά διοριστεί στη θέση τους ο στρατηγός Ετόρε Μπαστίκο (Ettore Bastico) τον Ιούλιο του 1941.
Τον Σεπτέμβριο ο Μπαστίκο απαίτησε οι 7.000 ξένοι που βρίσκονταν στη χώρα, μεταξύ των οποίων και αρκετοί Εβραίοι, να μεταφερθούν στην Ιταλία. Ο Μπαστίκο ισχυρίστηκε ότι η πίστη τους στη χώρα ήταν αμφιλεγόμενη και ότι η παρουσία τους επιβάρυνε τα αποθέματα τροφίμων. Ο Ιταλός Υπουργός Εσωτερικών άσκησε βέτο σε αυτή την ιδέα με τα επιχειρήματα ότι στην Ιταλία δεν υπήρχε αρκετός χώρος στις φυλακές για όλους αυτούς, υπήρχε έλλειψη οικοδομικών υλικών για να φτιαχτούν νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης και προβλήματα μεταφοράς όλου αυτού του πληθυσμού. Το υπουργείο πρότεινε ότι «οι επικίνδυνες εθνικότητες» θα έπρεπε να κλειστούν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Λιβύη –και αν δεν συμβεί αυτό, οι Γάλλοι και Τυνήσιοι πολίτες (Εβραίοι και Μουσουλμάνοι) μεταξύ τους να απελαθούν στις χώρες καταγωγής τους: Τυνησία, Αλγερία και Μαρόκο. Παρότι το σχέδιο αυτό είχε την επίσημη έγκριση του ίδιου του Μουσολίνι, στις 20 Σεπτέμβρη του 1941, η επιχείρηση στην πράξη ήταν αρκετά περίπλοκη και δύσκολο να εκτελεστεί.
Μέσα σε μια περίοδο σχεδόν δύο χρόνων, μεταξύ Φεβρουαρίου 1941 και Νοεμβρίου 1942, η περιοχή της Κυρηναϊκής στην ανατολική Λιβύη, όπου βρίσκεται η Βεγγάζη, άλλαξε χέρια πέντε φορές μεταξύ των εμπόλεμων πλευρών. Όταν οι Ιταλοί ξαναπήραν τη Βεγγάζη τον Απρίλιο του 1941, οι Ιταλοί κάτοικοι της πόλης λεηλάτησαν τα εβραϊκά σπίτια και καταστήματα με τη δικαιολογία ότι οι Εβραίοι είχαν βοηθήσει τους Συμμάχους και κερδοσκοπούσαν στις τιμές των τροφίμων. Δύο Εβραίοι που προσπάθησαν να αποτρέψουν τους εξεγερμένους, δολοφονήθηκαν.
Υπό την προοπτική της απέλασης των Γάλλων πολιτών από τη Λιβύη, το γαλλικό καθεστώς του Βισύ προσπάθησε να υποχρεώσει τους Ιταλούς να διεξάγουν την εκκένωση με σεβασμό και ανθρωπιά απέναντι στους πολίτες του, να ασφαλίσει και να καταγράψει τις περιουσίες τους και να μεταφέρει το εισόδημα τους στα μέρη όπου θα εκτοπίζονταν. Κανένα από αυτά τα αιτήματα δεν πραγματοποιήθηκε. Οι απαγορεύσεις και τα μέτρα εναντίον των Εβραίων απελαθέντων ήταν σκληρά. Τον Δεκέμβριο του 1941 οι Σύμμαχοι ξαναπήραν την Βεγγάζη, αλλά σύντομα την ξαναπήραν οι γερμανικές και οι ιταλικές στρατιωτικές δυνάμεις. Σε αυτή τη φάση, οι φασιστικές αρχές θέλησαν να εφαρμόσουν επειγόντως το σχέδιο εκκένωσης των υπηκόων ξένων εθνικοτήτων από τη Λιβύη με τον ταυτόχρονο εγκλεισμό των υπόλοιπων Εβραίων της Βεγγάζης σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο εσωτερικό της Τριπολιτάνια. Μόνο μέσα στον Μάρτιο του 1942 υπογράφηκε μια συμφωνία ανάμεσα στις ιταλικές αρχές και μια γαλλική επιτροπή σχετικά με την οργανωμένη και σε τάξη μεταφορά όλων των Γάλλων πολιτών στην Τυνησία. Οι επιχειρήσεις θα ξεκινούσαν στα μέσα Απριλίου αλλά στην πραγματικότητα διήρκησαν πολύ περισσότερο απ’ ότι προβλεπόταν.
Εντωμεταξύ, στους πρώτους μήνες του 1942, ο αντισημιτισμός είχε ήδη κατοχυρωθεί στη νομοθεσία της Λιβύης και διαδόθηκαν οι Φυλετικοί Νόμοι για τους Εβραίους της Λιβύης -των οποίων τα 25 άρθρα καθόριζαν διακρίσεις εις βάρος των Εβραίων, σε αντίθεση με τους Μουσουλμάνους . Ο αντισημιτισμός κορυφώθηκε όταν τρεις Εβραίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο με την κατηγορία της συνεργασίας με τους Βρετανούς. Τα αδέρδια Shalom και Yona Berrebi και ο Avraam Bedussa εκτελέστηκαν στη Βεγγάζη στις 12 Ιουνίου του 1942. Στο τέλος της χρονιάς, οι Ιταλικοί Φυλετικοί Νόμοι του 1938 υιοθετήθηκαν πλήρως.
Στις 15 Ιουλίου του 1942, οι υπήκοοι Γαλλίας και Τυνησίας περικυκλώθηκαν και εκκενώθηκαν στην Τυνησία, την Αλγερία και το Μαρόκο. Σύμφωνα με μαρτυρίες των απελαθέντων, ολόκληρες οικογένειες πακτώθηκαν σε φορτηγά για τη μεταφορά. Μια μέρα νωρίτερα, μια πρώτη μεταφορά 203 Γάλλων Εβραίων είχε σταλεί δυτικά, από την Τρίπολη προς την Ζουάρα, κοντά στα σύνορα με την Τυνησία. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, 591 Εβραίοι της ανατολικής επαρχίας της Κυρηναϊκής συγκεντρώθηκαν στην Τρίπολη και από εκεί στάλθηκαν στα σύνορα με την Τυνησία. Τα φορτηγά οδηγούσαν σε κομβόι μέσα από ανώμαλους δρόμους, αφήνοντας τελικά τους Εβραίους στο συνοριακό σταθμό του Ben Gardane. Με αυτό τον τρόπο, οι Εβραίοι, κυρίως μέσω τέτοιων μέτριων σε δυσκολία μέσων, απελάθηκαν στην Τυνησία κατά τη διάρκεια του Ιουλίου και του Αυγούστου του 1942.
Σύμφωνα με τα αρχεία της Ιταλικής Αφρικάνικης Αστυνομίας στη Λιβύη, η επιχείρηση της απέλασης περιλάμβανε «2.542 Γάλλους και υπηκόους υπό γαλλική προστασία, από τους οποίους 691 ήταν Μουσουλμάνοι και 1.861 ήταν Εβραίοι.» Από αυτούς 514 πήγανε στην Αλγερία και έλαβαν εκεί βοήθεια από έναν εκπρόσωπο της Joint Distribution Committee, της νεουρκέζικης, εβραϊκής φιλανθρωπικής οργάνωσης, και από την Ένωση για τη Μελέτη, τη Βοήθεια και την Υποστήριξη (Association for Study, Aid and Support) του Εβραίου ακτιβιστή Elie Gozlan. Ακόμη 31 Εβραίοι πήγαν στο Μαρόκο όπου στεγάστηκαν στην Καζαμπλάνκα. Στην Τυνησία οι Εβραίοι διασκορπίστηκαν σε διάφορες πόλεις: 656 στάλθηκαν στην Τύνιδα, οι περισσότεροι σε ένα προάστιο της πόλης που ονομαζόταν Λα Μάρσα, 573 μεταφέρθηκαν σε ένα στρατόπεδο στην περιοχή του Sfax, 35 Εβραίοι έφτασαν στο Sousse και 29 στο Gabes.
Οι Εβραίοι της Λιβύης δεν ήταν καλοδεχούμενοι στην Τυνησία. Έγγραφα της Joint δείχνουν πως η γαλλική διοίκηση του Βισύ τους έβλεπε σαν πολίτες εχθρικής χώρας και τους περιόρισε σε στρατόπεδα κράτησης. Στη Λα Μάρσα η πλειοψηφία των Εβραίων κρατήθηκε σε ένα υπερπληθές κτίριο όπου σε κάθε οικογένεια αντιστοιχούσε ένα δωμάτιο, δίχως επαρκή τροφή και με αποκρουστικές συνθήκες υγιεινής. Η αποφασιστική στρατιωτική καμπάνια για τη Βόρεια Αφρική ξεκίνησε το Νοέμβριο του 1942. Στον όγδοο μήνα της εκστρατείας, οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν την Καζαμπλάνκα και το Οράν και αναπτύχθηκαν προς την Αλγερία, νικώντας τις δυνάμεις του Βισύ στην Επιχείρηση Πυρσός. Την επόμενη μέρα, ωστόσο, γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Τυνησία και στη συνέχεια κατέλαβαν μια σειρά πόλεων, συμπεριλαμβανόμενης της περιοχής της Λα Μάρσα. Η κατάκτηση της χώρας ολοκληρώθηκε μέσα σε έναν μήνα και οι γερμανικές δυνάμεις των S.S. άρχισαν να εφαρμόζουν τα αντι-εβραϊκά μέτρα. Οι αντι-εβραϊκές ντιρεκτίβες ενεργοποιήθηκαν με το διάταγμα της 6ης Δεκεμβρίου του στρατηγού Nehring: το εβραϊκό συμβούλιο της κοινότητας διαλύθηκε, ένα διάταγμα επέβαλε την καταναγκαστική εργασία για 2.000 Εβραίους με σκοπό την κατασκευή οχυρωματικών έργων για τους Γερμανούς και οι Εβραίοι απαιτήθηκε να φορούν το κίτρινο αστέρι. Τα μέλη της ισχυρής εβραϊκής κοινότητας των σχεδόν 100.000 μελών υπέφερε βαριά από τη συστηματική τρομοκρατία, τις συλλήψεις στον σωρό, στους δρόμους και τις συναγωγές, και τη λεηλασία της περιουσίας τους.
Ταυτόχρονα, οι Σύμμαχοι συνέχιζαν να βομβαρδίζουν την Τυνησία από αέρος και θαλάσσης. Στην αρχή οι αμερικάνικες και βρετανικές αεροπορικές δυνάμεις το κάνανε ξεχωριστά, αλλά τον Ιανουάριο του 1943 οι αποστολές τους συντονίστηκαν και τέθηκαν υπό ενιαίες διαταγές. Στις 24 Ιανουαρίου όλες οι γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις της αεροπορίας που βρίσκονταν στη Λιβύη μεταφέρθηκαν δυτικά σε βάσεις της Τυνησίας. Δύο γερμανικές μοίρες στάθμευσαν στην El Aouina και κοντά στη Λα Μάρσα. Συνέπεια αυτού του γεγονότος, και οι δύο αυτές βάσεις βομβαρδίστηκαν επανειλημμένα από τους Συμμάχους. Μια συγκεκριμένη μαζική επιδρομή έγινε από αμερικάνικα αεροπλάνα στις 10 Μαρτίου εναντίον και των δύο πόλεων ταυτόχρονα για να αποκλείσουν κάθε προσπάθεια μεταξύ τους αλληλοβοήθειας. Ωστόσο, οι 4.392 βόμβες θραυσμάτων που ρίχτηκαν στη Λα Μάρσα δεν χτύπησαν τον αεροδιάδρομο των Γερμανών αλλά την ίδια την πόλη, σκοτώνοντας 200 άτομα, μεταξύ των οποίων και 50 Εβραίους της Λιβύης –και μεταξύ τους 13 μέλη της οικογένειάς μου.
Μετά την απελευθέρωση της Κυρηναϊκής από τους Βρετανούς στις 20 Νοέμβρη του 1942, η Τζόιντ ξεκίνησε μια επιχείρηση για τον επαναπατρισμό των Γάλλων Εβραίων της Λιβύης και αυτών που είχαν κλειστεί σε στρατόπεδα συγκέντρωσης μέσα στη Λιβύη. Στο τέλος του 1942, ο Elie Gozlan περιέγραψε την κατάσταση των Εβραίων στην Τυνησία σε ένα γράμμα που έστειλε από την Αλγερία στην Τζόιντ, στη Νέα Υόρκη. Οι επιδρομές βομβαρδισμού είχαν αφήσει πολλούς άστεγους, έγραφε, προσθέτοντας ότι οι γερμανικές κλοπές είχαν αφήσει την κοινότητα πάμφτωχη και οι συνθήκες υγιεινής συνολικά ήταν ακόμα τρομακτικές.
Μονάχα σε μια αναφορά της εβραϊκής κοινότητας της Βεγγάζης στις αρχές του 1944 σημειώνεται ότι χίλιοι Εβραίοι της Λιβύης τελικά επέστρεψαν στην Τρίπολη από την Τύνιδα και τη Sfax, αφού οι Βρετανοί καθυστέρησαν πολλές φορές την αναχώρησή τους, κλείνοντας τα σύνορα μεταξύ Τυνησίας και Λιβύης. Η Τζόιντ ανέλαβε την οικονομική φροντίδα των Εβραίων που είχαν γυρίσει στη Λιβύη. Το αρχικό κόστος της στέγασης των επαναπατρισμένων στην Τρίπολη υπολογίστηκε στα 80,600 MAL (Λίρες Στρατιωτικής Διοίκησης, 700 δολάρια εκείνη την εποχή ). Μέχρι τον Νοέμβριο του 1944, σχεδόν όλοι οι Λίβυοι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει, μετά από επιβεβλημένη εξορία τριών ετών.
Αυτή η δημοσίευση επιβεβαιώνει αυτό που και άλλοι έχουν ισχυριστεί σχετικά με τον αντισημιτισμό που ριζώνει στη φασιστική ιδεολογία. Τα αρχεία του φασιστικού καθεστώτος σχετικά με τον εκτοπισμό των Εβραίων από τη Λιβύη ή τον εγκλεισμό τους στη Λιβύη, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία σχετικά με την ιδεολογία που κατηύθυνε τις πολιτικές του. Αν η μοίρα των Εβραίων της Λιβύης ήταν καλύτερη από αυτήν στην Ευρώπη αυτό συνέβη καθαρά λόγω τύχης, καθώς κι αυτοί περιλαμβάνονταν στο σχέδιο εφαρμογής της Τελικής Λύσης του Εβραϊκού Ζητήματος. Ο Maurice M.Roumani είναι επίτιμος καθηγητής πολιτικών επιστημών και μεσανατολικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπεν Γκουριόν στο Μπε’ερσεβά, και ιδρυτής του Κέντρου J.R. Elyachar για τη Μελέτη της Σεφαρδίτικης Κληρονομιάς. Αυτό το κείμενο είναι μέρος μιας μεγαλύτερης μελέτης για το ζήτημα αυτό. Πηγή: https://www.haaretz.com/world-news/.premium.MAGAZINE-first-libya-s-jews-were-deported-then-the-s-s-stepped-in-1.8504840
Comentarios