top of page
Writer's pictureJewish&IsraelStories

Τι κρύβει η Σιν Μπετ για τη δολοφονία του ανθρώπου που «πούλησε την ψυχή του» στο διάβολο;

Updated: Jan 18, 2021

Τι κρύβει η υπηρεσία ασφαλείας Σιν Μπετ (Shin Bet) για τη δολοφονία του ισραηλινού που κατηγορήθηκε ότι «πούλησε την ψυχή του» στους Ναζί; Το Ανώτατο Δικαστήριο δίνει στη Σιν Μπετ 60 μέρες περιθώριο για να δικαιολογήσει γιατί κράτησε κρυφούς τους φακέλους της υπόθεσης του Ισραέλ (Ρούντολφ) Κάστνερ που δολοφονήθηκε με πυροβολισμούς έξω από το σπίτι του στο Ισραήλ το 1957. Haaretz. Του Offer Aderet, 10-02-2020.


O Israel Kastner στο Kol Yisrael στις αρχές της δεκαετίας του 1950 (Wikimedia Commons).

Ο Ναντάβ Καπλάν (Nadav Kaplan), 75 χρονών, ένας ιστορικός, επιχειρηματίας και συνταγματάρχης των εφέδρων της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας, κατέθεσε την περασμένη Δευτέρα στο Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης. Όπως έκαναν πιο πριν και τα μέλη της υπηρεσίας Ασφαλείας της Σιν Μπετ, μεταξύ των οποίων ο «Ρόνι», που είναι το κωδικό όνομα του διοικητή του τμήματος πεπραγμένων της υπηρεσίας. Μπροστά σε τρεις δικαστές, επικεφαλής των οποίων ήταν η Πρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου Έσθερ Χαγιούτ (Esther Hayut), αυτή η ομάδα ανθρώπων προσπάθησε να πάει 63 χρόνια πριν, σε μια από τις πιο ταραχώδεις, ευαίσθητες και επώδυνες ιστορίες στην εβραϊκή και ισραηλινή ιστορία. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 4ης Μαρτίου του 1957, ο Ισραέλ (Ρούντολφ) Κάστνερ, δημοσιογράφος, αξιωματούχος του υπουργείου εμπορίου και βιομηχανίας και μέλος του κόμματος Mapai, του προκάτοχου κόμματος δηλαδή του σημερινού Εργατικού Κόμματος, πυροβολήθηκε και τραυματίστηκε έξω από το σπίτι του στο Τελ Αβίβ. Λιγότερο από δύο χρόνια πριν το περιστατικό αυτό, το Δικαστήριο της Ιερουσαλήμ έκρινε ότι ο Κάστνερ είχε «πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο», συνεργαζόμενος με τους Ναζί στην περίοδο του πολέμου. Ο Κάστνερ μπήκε στο νοσοκομείο, όπου πέθανε λίγες μέρες αργότερα υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Ο Καπλάν που ερεύνησε το επεισόδιο και ανακάλυψε ορισμένα πράγματα σχετικά με την πιθανή εμπλοκή της Σιν Μπετ στο θάνατο του Κάστνερ ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να ζητήσει την απελευθέρωση εκ μέρους της Σιν Μπετ των απο-χαρακτηρισμένων εγγράφων που διαθέτουν η Σιν Μπετ και το Κρατικό Αρχείο του Ισραήλ. Στην απάντησή του προς το Ανώτατο Δικαστήριο, που δημοσιεύεται εδώ για πρώτη φορά, το κράτος επιχειρηματολογεί εναντίον της δημοσιοποίησης των εγγράφων αυτών ακόμα και σήμερα, ισχυριζόμενο ότι μπορεί να διακινδύνευαν την εθνική ασφάλεια. Υπάρχει κι ένα άλλο πρόβλημα επίσης. Το κράτος παραδέχεται ότι υπάρχουν πολλά έγγραφα και η Σιν Μπετ δεν έχει τις δυνάμεις να τα επεξεργαστεί όλα προτού δημοσιευτούν. Σύμφωνα με το κράτος, το υλικό σχετικά με τη δολοφονία του Κάστνερ είναι τόσο εκτεταμένο και σύνθετο που για να ασχοληθεί με αυτό η Σιν Μπετ, θα έπρεπε να «παρακωλυθεί σοβαρά το έργο της υπηρεσίας κατά την εκπλήρωση των σκοπών της αποστολής της και της ανάληψης του ρόλου της σύμφωνα με τον Νόμο των Γενικών Υπηρεσιών Ασφαλείας». Το κράτος είναι πρόθυμο να προσφέρει επιπλέον εξηγήσεις στο δικαστήριο, αλλά αυτό μονάχα «κεκλεισμένων των θυρών». Δηλαδή, χωρίς την παρουσία του ιστορικού που επιδιώκει να δει το υλικό και να κατανοήσει γιατί δεν δημοσιοποιούνται.


Ο Ναντάβ Καπλάν τον Φεβρουάριο του 2020 στο δρόμο του Τελ Αβίβ όπου πυροβολήθηκε ο Κάστνερ (Moti Milrod).

Το απόγευμα της Δευτέρας το Ανώτατο Δικαστήριο ζήτησε από το κράτος να εξηγήσει γιατί το να δημοσιοποιήσει τα έγγραφα η Σιν Μπετ θα ξεσκεπάσει τις μεθόδους της υπηρεσίας και θα βλάψει την ασφάλεια του κράτους 63 χρόνια μετά το γεγονός. Είναι οι μέθοδοι της Σιν Μπετ που χρησιμοποιήθηκαν πάνω από μισό αιώνα πριν κατά το φόνο του Κάστνερ ακόμα σχετικές με το σήμερα, το 2020; Κατά το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας κεκλεισμένων των θυρών που κράτησε λίγο περισσότερο από μια ώρα, η δικαστής Χαγιούτ είπε ότι η Σιν Μπετ και η κυβέρνηση ακόμα δεν έχουν δώσει μια λογική απάντηση για το λόγο που τα αρχεία της υπόθεσης πρέπει να παραμείνουν σφραγισμένα. Η Σιν Μπετ, αποφάσισε η δικαστής, τώρα έχει 60 μέρες για να καταθέσει ένα γράμμα αιτιολόγησης προς το δικαστήριο για την αντίθεσή της στην απο-σφράγιση του υλικού. Ο Καπλάν, που γεννήθηκε το 1945 στο Moshav Avihayil, υπηρέτησε ως πλοηγός σε λειτουργικές πτήσεις της 109 μοίρας, υπήρξε επικεφαλής της μεραρχίας σχεδιασμού της ισραηλινής πολεμικής αεροπορίας και επικεφαλής του γραφείου του πρώην διοικητή της πολεμικής αεροπορίας Benny Peled. Επικαλέστηκε, λοιπόν, το βιογραφικό του που τον καθιστούσε κατάλληλο για την τήρηση στρατιωτικών μυστικών, ώστε να δείξει ότι «δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία του κόσμου» που να δικαιώνει τις επιφυλάξεις ασφάλειας σε σχέση με την αποτροπή της ιστορικής έρευνας για μια υπόθεση 63 χρόνια πριν. Ο Eviatar Knoller, επικεφαλής της δικηγορικής εταιρείας Knoller & Co., που εκπροσωπεί τον Καπλάν στην υπόθεση, προσθέτει: «Μετά από τόσα χρόνια η επίκληση λόγων ασφαλείας μοιάζει άσχετη». Σύμφωνα με τον Knoller οι πληροφορίες που θα έβγαιναν στο φως, θα ντρόπιαζαν τις υπηρεσίες ασφαλείας, «αλλά η ντροπή δεν είναι λόγος, αλλά μάλλον ευκαιρία να μάθουμε από το παρελθόν και να διορθωθούμε. Μετά από δεκαετίες ολόκληρες υπάρχει πια το έδαφος να ειπωθεί στο κοινό τι πραγματικά έγινε». Ο Καπλάν πιστεύει ότι το κράτος πράγματι έχει κάτι να κρύψει και να αναφέρεται στα διάφορα που έχουν δημοσιοποιηθεί μέσα στα χρόνια, μαζί με στοιχεία που συγκέντρωσε ο ίδιος με την προσωπική του ιστορική έρευνα. Τα στοιχεία δείχνουν την πιθανότητα η Σιν Μπετ να αναμείχθηκε στη δολοφονία του Κάστνερ, πιθανόν εκπροσωπώντας το ίδιο κράτος. Ο Ύποπτος που Εξαφανίστηκε. Για να κατανοήσουμε αυτούς τους ισχυρισμούς πρέπει να επιστρέψουμε στην αμφιλεγόμενη φιγούρα του Κάστνερ. Για να κατανοήσουμε τη βάση αυτών των ισχυρισμών πρέπει κανείς να επιστρέψει στην αμφιλεγόμενη φιγούρα του Κάστνερ, η αναφορά του ονόματος του οποίου πάντα φέρνει αντιπαράθεση γύρω από το τι έκανε ο ίδιος την περίοδο του Ολοκαυτώματος. Ο Κάστνερ, ένας από τους επικεφαλής της Επιτροπής Βοήθειας και Διάσωσης της Βουδαπέστης, απεικονίζεται στην ιστορική έρευνα σαν να έχει σώσει πολλούς Εβραίους αφενός, αλλά να έχει συνεργαστεί και με τους Ναζί αφετέρου – σε έναν βαθμό και υπό συνθήκες που δεν έχουν ακόμα πλήρως αποκαλυφθεί. Οι επικριτές του λένε ότι υπέγραψε μια συμφωνία με τον Άντολφ Άιχμαν που κατέστησε εφικτό να σωθούνε 1.685 Εβραίοι, οι οποίοι μπήκαν σε ένα τρένο και κέρδισαν την ελευθερία τους αντί να σταλούν στους θαλάμους αερίων, αλλά ότι παράλληλα αυτές οι ζωές αγοράστηκαν με το τίμημα της δολοφονίας εκατοντάδων χιλιάδων άλλων Εβραίων. Μαζί με τα ερωτήματα γύρω από τον Κάστνερ και τα κίνητρά του, πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά σχετικά τη δολοφονία του, που συγκλόνισε τη χώρα, και συγκεκριμένα την εμπλοκή της Σιν Μπετ σε αυτήν. Ο δεξιός που τότε δούλευε ως πληροφοριοδότης της Σιν Μπετ, Ze’ev Eckstein, και ομολόγησε και καταδικάστηκε για τη δολοφονία, ακόμα και σήμερα ισχυρίζεται ότι ήταν κι άλλος ένας άνδρας στη σκηνή του φόνου, ο οποίος ποτέ δεν συνελήφθη. Η οικογένεια του Κάστνερ έχει επίσης ισχυριστεί στο παρελθόν ότι ήταν ένας άλλος άνθρωπος που αιφνιδίασε και σταμάτησε τον Κάστνερ την ώρα που πήγε να μπει στο σπίτι του. Ο Καπλάν βρήκε αυτούς τους ισχυρισμούς ενώ έκανε τη δική του έρευνα τα τελευταία χρόνια γύρω από τους Ούγγρους Εβραίους κατά το Ολοκαύτωμα. Το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο της Χάιφα, ήταν πάνω στον Ραούλ Βάλενμπεργκ (Raoul Wallenberg). Όταν πρώτη φορά ήρθε αντιμέτωπος με αυτά τα ανοιχτά ερωτήματα στην Υπόθεση Κάστνερ, αποφάσισε να αφοσιωθεί σε αυτήν επίσης, παρά τα πολλά άρθρα και βιβλία και ντοκιμαντέρ για το ζήτημα. Όταν έσκαψε βαθύτερα, ανακάλυψε ότι το κράτος ακόμα έκρυβε ένα πολύ μεγάλο μέρος του υλικού της υπόθεσης και άρα ότι η ιστορική του έρευνα ήταν πολύ μακριά από το να θεωρείται περατωμένη. Η περιέργεια του Κάστνερ εντάθηκε αφού κατάφερε να βρει και να πάρει στην κατοχή τα αρχεία του νοσοκομείου γύρω από τη νοσηλεία του Κάστνερ στο Hadassah Hospital στην οδό Μπαλφούρ του Τελ Αβίβ, όπου ο Κάστνερ πέθανε 12 μέρες μετά τον πυροβολισμό εναντίον του. Μπόρεσε να μιλήσει με έναν βοηθό εργαστηρίου που δούλευε στο χειρουργικό τμήμα όπου νοσηλεύτηκε ο Κάστνερ αφότου η κατάστασή του βελτιώθηκε. Σύμφωνα με το υλικό που συνέλλεξε ο Καπλάν, το οποίο προς το παρόν δεν έχει επαληθευθεί μέσω άλλων πηγών, μια νοσοκόμα βρήκε τον Κάστνερ νεκρό στο κρεβάτι του με ένα μαξιλάρι πάνω στο πρόσωπό του, δείχνοντας ότι είχε προηγηθεί μάχη. Επιπλέον, η λεπτομερής εξέταση του ιατρικού φακέλου του Κάστνερ, λέει ο Καπλάν, «παρουσιάζει ερωτήματα που θέτουν τη θεωρητική υποψία ότι ο φάκελός του έχει ξαναγραφτεί σε έναν βαθμό».

Ο Israel Kastner (AP).

Οπότε, για να μην συρθεί στη σφαίρα των θεωρητικών συνωμοσιών, ο Καπλάν ζήτησε από την Σιν Μπετ να αποκαλύψει το υλικό που έχει, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει τους ισχυρισμούς πως η ίδια ενεπλάκη στη δολοφονία Κάστνερ. «Στο φόνο του Κάστνερ δεν χρησιμοποιήθηκε κάποια τεχνολογία η αποκάλυψη της οποίας σήμερα θα διακινδύνευε την κρατική ασφάλεια», λέει ο Καπλάν, παρατηρώντας ότι ο Κάστνερ πυροβολήθηκε με πιστόλι. Απορρίπτει τον ισχυρισμό επίσης ότι τα ονόματα ανδρών της Σιν Μπετ που μπορεί εμφανιστούν σε μυστικά έγγραφα θα μπορούσαν να αποκαλυφθούν στο κοινό. «Η Σιν Μπετ μπορεί να δημοσιεύσει τα έγγραφα αφού αφαιρέσει τα ονόματα των ανθρώπων της που είναι πιθανόν να είναι ακόμα ζωντανοί». Ωστόσο το σκληρό ερώτημα είναι: «Υπάρχει περίπτωση το Κράτος του Ισραήλ, ο πρωθυπουργός και ο αρχηγός της Σιν Μπετ, να αποφάσισαν για τους λόγους τους τη δολοφονία του Κάστνερ με πιστόλι, κι όταν απέτυχαν, να έστειλαν κάποιον στο νοσοκομείο να βεβαιωθεί ότι θα πεθάνει; Υπάρχει περίπτωση να είπαν ότι θέλουν αυτός ο άνθρωπος να μη μιλήσει, οπότε έπρεπε να εξασφαλιστεί η σιωπή του;» Τι Γνώριζε ο Κάστνερ; Σε αυτό το σημείο επιστρέφουμε στο Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο το 1958 έκρινε ότι πως ο Κάστνερ ήταν ένοχος απέναντι στη βαριά κατηγορία της συνεργασίας με τους Ναζί, θέτοντας τις βάσεις για τη δολοφονία των Εβραίων της Ουγγαρίας. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε και ότι ο Κάστνερ είχε σώσει και έναν Ναζί εγκληματία πολέμου από τη βέβαιη τιμωρία του μετά τον πόλεμο, όταν ψευδομαρτύρησε για χάρη του. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Kurt Becher ο οποίος διωκόταν με την κατηγορία της λεηλασίας της εβραϊκής περιουσίας στο Ολοκαύτωμα και πήρε μέρος στις διαπραγματεύσεις με τον Κάστνερ για να σωθούν κάποιες εβραϊκές ζωές με υλικά ανταλλάγματα. Ο Becher εν τέλει έγινε εκατομμυριούχος και μάλιστα έκανε και μπίζνες με το Ισραήλ –η φύση των οποίων δεν βγήκε προς τα έξω. Έκτοτε υπάρχουν ακόμα ερωτήματα για το ρόλο που έπαιξε το Mapai, το κόμμα με το οποίο κατέβαινε ο Κάστνερ για βουλευτής, στην αποκατάσταση του ονόματος του Ναζί εγκληματία, κάνοντας μπίζνες μαζί του. Ερωτήματα επίσης εγείρονται για τη μοίρα της περιουσίας των Ούγγρων Εβραίων που πλιατσικολογήθηκε από τους Ναζί και έφτασε στα χέρια του Becher και ίσως και από αυτόν έφτασε και σε άλλων τα χέρια. «Αυτό τώρα δεν είναι και πολύ ωραία παρακαταθήκη για αυτό το κόμμα, αν αποκαλύπτεται ότι έκαναν μπίζνες με τον διάβολο», λέει ο Καπλάν. Σε αυτό το πλαίσιο κάνει την, αστήρικτη μέχρι στιγμής, υπόθεση ότι ο Κάστνερ δολοφονήθηκε από το κράτος ώστε να μην πει αυτά που γνώριζε. «Η επιμονή του κράτους να μην αποκαλυφθούν τα ντοκουμέντα είναι σκανδαλώδης και δείχνει ότι η Σιν Μπετ θέλει να κρύψει κάτι για να αποτρέψει την ντροπή, αν αποδειχθεί ότι η Σιν Μπετ ήταν αυτή που τον τελείωσε», λέει ο Καπλάν. Σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά ο Καπλάν αναφέρει επιπλέον πως οι τρεις άνδρες που καταδικάστηκαν σχετικά με το φόνο του Κάστνερ, ο Eckstein και άλλοι δύο βοηθοί του, έλαβαν χάρη και αφέθηκαν ελεύθεροι από τις φυλακές το 1963, μετά από παρέμβαση του πρωθυπουργού Νταβίντ Μπεν Γκουριόν. «Αυτό το ζήτημα επίσης θέτει κάποια ερωτήματα και δεν έχει συζητηθεί τόσο ξεκάθαρα», σημειώνει ο Καπλάν.


Διαδήλωση των Μιζραχί Εβραίων στην Wadi Salib της Χάιφα το 1959 (Λοχίας Abraham Halpert).

Η Yaara Winkler-Shalit, μια δικηγόρος της νομικής εταιρείας Knoller & Co. που δουλεύει πάνω στην υπόθεση λέει ότι υπάρχει μια τάση παγκόσμια «να προτιμάται το ‘δημόσιο συμφέρον’ σε σχέση με την πρόσβαση στις πληροφορίες από τους ‘λόγους ασφαλείας’». Πρόσφατα, λέει η Winker-Shalit, χιλιάδες έγγραφα δημοσιοποιήθηκαν από τις αμερικάνικες αρχές σχετικά με την εμπλοκή τους στην κυβέρνηση και τη διοίκηση του Αφγανιστάν όχι στη δεκαετία του 1950 αλλά στη δεκαετία του 2000! «Ο κόσμος έχει αλλάξει και η παλιά λογική της ασφάλειας αντικαθίσταται από νεότερες οι οποίες προσαρμόζονται σε μια πραγματικότητα στην οποία τα πάντα καταγράφονται, φωτογραφίζονται και μεταβιβάζονται σε δευτερόλεπτα σε ολόκληρο τον κόσμο». Τέτοιες παλιές πληροφορίες, λέει η ίδια, «που είναι τόσο σημαντικές, δεν μπορούν να μένουν κρυφές από το δημόσιο κοινό». Τη Δευτέρα το Ανώτατο Δικαστήριο χειρίστηκε και μια ακόμα, διαφορετική ιστορία αλλά με παρόμοια χαρακτηριστικά: ένα αίτημα της ιστορικού Shay Hazkani του Πανεπιστημίου του Μέριλαντ (που εκπροσωπούταν από τον δικηγόρο Avner Pinchuk της Ένωσης Πολιτικών Δικαιωμάτων του Ισραήλ), να δημοσιοποιήσει η Σιν Μπετ έγγραφα σχετικά με τις δράσεις της υπηρεσίας το 1950 που οδήγησαν στην καταστολή των διαδηλώσεων των Εβραίων Μιζραχί του Ισραήλ. Σε αυτή την υπόθεση επίσης το κράτος απάντησε την τελευταία εβδομάδα ότι «πολλά έγγραφα έχουν βρεθεί» αλλά ότι «η δημοσιοποίησή τους εγείρει ζητήματα σχετικά με την ασφάλεια της χώρας σήμερα». Σε αυτή την υπόθεση επίσης αναδύθηκαν ερωτήματα σχετικά με το αν τα ζητήματα ασφάλειας του κράτους είναι στην ουσία το ζήτημα της φήμης της υπηρεσίας της Σιν Μπετ. Οι Kaplan και Hazkani ελπίζουν να ξεσκεπάσουν έστω λιγάκι αυτό το μανδύα ασφάλειας, σε μια προσπάθεια βοήθειας και άλλων ιστορικών ερευνητών που επιλύουν αυτά ιστορικά μυστήρια που παραμένουν έως και σήμερα. «Σήμερα στο Ισραήλ γράφεται μια προβληματική ιστορία επειδή τεράστια αποθέματα εγγράφων μένουν κρυφά από τα μάτια των ιστορικών οι οποίοι ως εκ τούτου δίνουν στους αναγνώστες τους μια αναξιόπιστη εικόνα της πραγματικότητας», λέει ο Hazkani. Ofer Aderet, Haaretz Correspondent Πηγή: https://www.haaretz.com/israel-news/.premium-what-does-the-shin-bet-have-to-hide-high-court-to-hear-kastner-affair-1.8509757?fbclid=IwAR2ipHnAPd6rNOEMUtqnuFGUYNkQWRhNJo5aBZPwXO3sJIVXRJFXO4mbjXg

128 views0 comments

Comments


bottom of page