top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Η συνεργάτιδα των Ναζί που πουλούσε παγωτό στο Τελ Αβίβ

Updated: Jan 18, 2021

Δεκάδες Εβραίοι συνελήφθησαν στο Ισραήλ της δεκαετίας του 1950 και αντιμετώπισαν κατηγορίες συνεργασίας με τους Ναζί κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ένα νέο βιβλίο εξιστορεί με λεπτομέρεια τις ασυνήθιστες αυτές δίκες. Του Ofer Aderet, 20 Δεκ. 2015.


Η εβραϊκή αστυνομία του Γκέτο της Βαρσοβίας παρελαύνει κατά τη διάρκεια του Β' Π.Π. (Yad Vashem Archive).

Το ιστορικό επεισόδιο στο οποίο Εβραίοι δικάστηκαν στο Ισραήλ για τη βοήθεια που πρόσφεραν στους Ναζί έλαβε χώρα στη δεκαετία του 1950, ανάμεσα σε δύο άλλα γεγονότα εξαιρετικής σημασίας μετά το Ολοκαύτωμα: τις Δίκες της Νυρεμβέργης, που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία στα τέλη της δεκαετίας του 1940, και της δίκης του Άντολφ Άϊχμαν στην Ιερουσαλήμ, το 1961. Αυτό είναι το θέμα ενός νέου βιβλίου από τον μελετητή του Ολοκαυτώματος Itamar Levin, με τον τίτλο «Kapo on Allenby» (Ο Κάπο της Οδού Άλενμπι). Το φαινόμενο των Εβραίων που πέρασαν από ισραηλινά δικαστήρια με κατηγορίες συνενοχής στη ναζιστική γενοκτονία ήταν το δίχως άλλο ασυνήθιστες και άνευ προηγουμένου.

Το 1950 η ισραηλινή βουλή ψήφισε έναν νόμο που επέτρεπε την τιμωρία των Ναζί και των συνεργατών τους στο Ισραήλ. Ένα τμήμα του νόμου είχε να κάνει με τις ποινικές διώξεις Εβραίων για εγκλήματα που είχαν διαπράξει εναντίον Εβραίων κρατουμένων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Στο τέλος της χρονιάς εκείνης, λίγο μετά την ενεργοποίηση του νόμου, η εφημερίδα Herut (που πλέον δεν υπάρχει) ανέφερε σε ρεπορτάζ της ότι «120 άτομα ύποπτα για διάπραξη εγκλημάτων κατά του εβραϊκού λαού, έχουν εντοπιστεί στο Ισραήλ» και ότι, ενώ υπήρχαν επτά ή οκτώ Χριστιανοί ανάμεσά τους, οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι. Η εφημερίδα μετέδωσε ότι οι ύποπτοι συμπεριλάμβαναν έναν γιατρό σε μια κλινική της Hadera και έναν σερβιτόρο του Café Pasaz στο Τελ Αβίβ. Τα περισσότερα από αυτά τα στοιχεία δεν κατάφεραν ποτέ να φτάσουν σε δίκες και κάποιες από τις κατηγορίες που διέρρεε, συνδέονταν με προσωπικές βεντέτες που δεν είχαν τίποτα να κάνουν με το Ολοκαύτωμα.

Ο Levin υπολογίζει ότι περίπου 40 κατηγορίες απαγγέλθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 με βάση το νόμο ενάντια στους Ναζί και τους συνεργάτες τους. Στοιχεία υπάρχουν για τις 23 από αυτές τις υποθέσεις, με τις 9 από αυτές να καταλήγουν σε αθώωση και 14 σε καταδίκες. Ο μέσος όρος της ποινής για αυτούς που καταδικάστηκαν ήταν οι 17 μήνες φυλάκιση. Τα επίσημα αρχεία σχετικά με τις υπόλοιπες υποθέσεις δεν είναι πια διαθέσιμα. Κάποιοι από τους φακέλους απλά χάθηκαν μέσα στα χρόνια, άλλοι καταστράφηκαν σε μια πλημμύρα που έπληξε τα δικαστικά αρχεία, ενώ άλλοι καταστράφηκαν από τις αρχές. Μεγάλο μέρος του υλικού που επιβίωσε βρίσκεται σήμερα σε κακή κατάσταση.

Κατηγορούμενοι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Ο Levin ανακάλυψε το υλικό για τις δίκες αυτές στα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ – τα έγγραφα αυτά είχαν γραφτεί στο χέρι από τους δικαστές της δεκαετίας του 1950. Ο Levin συμπλήρωσε την έρευνά του μελετώντας εφημερίδες που κάλυπταν τις δίκες, όπου και βρήκε τίτλους άρθρων όπως «Αξιωματούχος του Υπουργείου Άμυνας κατηγορείται πως ήταν Κάπο» και «Γυναίκα που μπήκε σε μαιευτική κλινική για να γεννήσει, αναγνωρίστηκε από νοσοκόμα ως Κάπο του γκέτο της Βίλνα». Η λέξη «κάπο» αναφερόταν στους Εβραίους που δούλευαν μέσα στα στρατόπεδα θανάτου και τα γκέτο για λογαριασμό των Ναζί. Οι καταθέσεις αυτών που κατηγορούνταν ως κάπο διαβάζονται με μεγάλη δυσκολία, μετά από τόσα χρόνια. Δολοφονίες, ξυλοδαρμοί, εξευτελισμοί, άσχημες και παρορμητικές περιπτώσεις κακοποιήσεων παρουσιάζονταν στις κατηγορίες μέσα στους φακέλους των υποθέσεων και τα δικαστικά πρακτικά.

Τον Αύγουστο του 1951, ο Moshe Pochich – αντιπρόεδρος της εβραϊκής αστυνομίας στο γκέτο του Ostrovitz στην Πολωνία που διοικούσε το στρατόπεδο εργασίας που χτίστηκε έξω από την πόλη – έγινε ο πρώτος Εβραίος που πέρασε από δίκη στο Ισραήλ με την κατηγορία της συνεργασίας με τους Ναζί. Μία από τις κατηγορίες στο κατηγορητήριο εναντίον του ήταν η διάπραξη εγκλημάτων πολέμου, βασισμένη στο γεγονός ότι συστηματικά έδερνε πολλούς από τους διαμένοντες στο γκέτο και τους εργάτες του στρατοπέδου εργασίας, παραδίδοντας πολλούς από αυτούς στους Ναζί. Κατηγορήθηκε επίσης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας για τη διάπραξη «βάναυσης κακοποίησης κρατουμένων του στρατοπέδου και τον ξυλοδαρμό όλων».

Μια φωτογραφία του Yehezkel Ingster στο Ποινικό Μητρώο, ο οποίος καταδικάστηκε τη δεκαετία του 1950 για συνεργασία με τους Ναζί. O Yehezkel Ingster υπήρξε ο μόνος Εβραίος που καταδικάστηκε σε θάνατο για συνεργασία με τους Ναζί, αν και μετέπειτα η ποινή ελαττώθηκε κατά την έφεση (Israel State Archives).

O Pochich, ο οποίος στη συνέχεια βοηθούσε επιζώντες του Ολοκαυτώματος σε στρατόπεδα της Γερμανίας και έπειτα δούλεψε για την κυβέρνηση του Ισραήλ, δέχθηκε επίθεση μαζί με τη σύζυγό του έξω από το δικαστήριο. «Είναι ντροπή που περπατάς ελεύθερη στο Ισραήλ» φώναξε κάποιος στη σύζυγό του. Οι μάρτυρες κατηγορίας κατέθεσαν ότι τριγυρνούσε στο γκέτο σαν «κυνηγός». Περιέγραψαν πως παρέδωσε ένα παιδί στην Γκεστάπο, αποκάλυψε την κρυψώνα ενός πατέρα και μιας κόρης στους Ναζί, καθώς και την κρυψώνα μιας ακόμα γυναίκας που αργότερα δολοφονήθηκε. Ένας μάρτυρας είπε ακόμη πως ο Pochich έθαψε ζωντανό έναν Εβραίο. Οι δικαστές, παρόλα αυτά, τον αθώωσαν για όλες τις κατηγορίες εναντίον του και έγραψαν για τη νομική δυσκολία του να ακούνε τέτοιες υποθέσεις. Δεν αποδέχτηκαν τους ισχυρισμούς καμίας πλευράς: ούτε αυτούς της εισαγγελίας ότι ήταν ένας βάναυσος, διψασμένος για εξουσία άνθρωπος αλλά ούτε και της υπεράσπισης ότι επρόκειτο για έναν αθώο που θα γυρνούσε και το άλλο μάγουλο και ανίκανο να βλάψει τον οποιονδήποτε.

Βασανιστικές μαρτυρίες γύρω από τη συμπεριφορά Εβραίων κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος ήρθαν στην επιφάνεια και κατά τη διάρκεια της Elsa Trank η οποία, ως η παλιότερη του μπλοκ της στο Μπίρκεναου, ήταν υπεύθυνη για τη διατήρηση της τάξης. Δικάστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Συνελήφθη μετά την αναγνώρισή της από μια άλλη επιζήσασα, όταν την είδε να πουλάει παγωτό σε ένα φούρνο της οδού Nahalat Binyamin στο Τελ Αβίβ. Όταν τη ρώτησε πως τη λένε, εκείνη απάντησε και παραδέχθηκε πως ήταν υπεύθυνη για το μπλοκ 7 στο Μπίρκεναου.

Στη δίκη οι μάρτυρες κατέθεσαν ότι «μας απειλούσε ότι θα γινόμασταν καπνός». Άλλες περιέγραφαν τη βία της ενάντια σε άλλες κρατούμενες. «Οι σχέσεις της με άλλες γυναίκες ήταν όσο κακές μπορούσαν να είναι. Έδερνε όλες τις γυναίκες, ιδιαίτερα τις γριές και τις αδύναμες – αυτές που δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους», είπε μία μάρτυρας. Η κατηγορία εναντίον της Trank συμπεριλάμβανε ότι κακοποιούσε τις γυναίκες κρατούμενες ξυπνώντας τες τρεις ώρες πριν την επιθεώρηση και αναγκάζοντάς τες να γονατίζουν περιμένοντας την επιθεώρηση. Αυτές που λιποθυμούσαν εντωμεταξύ, δεν δικαιούνταν νερό.

Στην ανάκρισή της, η Trank είπε ότι ήταν κρατούμενη όπως όλες οι άλλες και ήταν εξαναγκασμένη να υπακούει τις εντολές των Γερμανών. Στην ετυμηγορία εναντίον της, η κατάστασή της περιγραφόταν ως σύνθετη, επισημαίνοντας πως «και εκείνη διώχθηκε, όπως άλλες». Στο τέλος της υπόθεσης, η Trank, 26 μόλις ετών την εποχή της δίκης, καταδικάστηκε σε οκτώ μήνες φυλάκιση.

Άλλη μία ύποπτη που πέρασε από δίκη ήταν η Reya Hanes, μία κάπο στο Μπίρκεναου. Μία επιζήσασα κατέθεσε στη δίκη της ότι η Hanes τη διέταξε να φέρει λίγο ψωμί, αλλά δεν μπορούσε να το κάνει επειδή ήταν πολύ αδύναμη. «Η κατηγορούμενη είπε ότι αν ήμουν άρρωστη, ήμουν για το κρεματόριο», ανακάλεσε η μάρτυρας. Η κατηγορούμενη επίσης ειπώθηκε ότι τη χτύπησε επειδή της έπεσε από τα χέρια ένα καρβέλι ψωμί. «Η κατηγορούμενη με έδειρε για αυτό το λόγο. Ένας τρομερός ξυλοδαρμός, με όλη της τη δύναμη, σε όλο μου το σώμα», είπε η μάρτυρας.

Ακόμα χειρότερος και από τους Ναζί.

Ο Yaakov Honigman που θήτευσε σαν κάπο σε τρία διαφορετικά στρατόπεδα λεγόταν ότι είχε κακοποιήσει κρατούμενους «με έναν τρομερό, απαίσιο και αξέχαστο τρόπο». Οι κατηγορίες εναντίον του, ήταν οι πιο περιεκτικές του είδους τους εις βάρος Εβραίου συνεργάτη των Ναζί. Συμπεριλάμβαναν ξεχωριστές ποινικές διώξεις, όπως δολοφονία, ξυλοδαρμούς και κακοποίηση – που δεν συναντούσες σε άλλες τέτοιες υποθέσεις, παρά μόνο σε αυτή εις βάρος του Άϊχμαν. Οι καταθέσεις μαρτύρων, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν ιδιαίτερα σκληρές. Ο Yaakov Neufeld, ένας μάρτυρας, δήλωσε ότι «η δουλειά του Honigman ήταν βασικά να σκοτώνει Εβραίους. Ήταν ο χειρότερος όλων και δεν έχει γεννηθεί ακόμα ο συγγραφέας που θα μπορούσε να περιγράψει τις πράξεις του. Πέρασα όλη αυτή την εποχή στη Γερμανία και γνώρισα πολλούς Ναζί, αλλά κανείς τους δεν με τρόμαξε τόσο όσο ο Honigman».

Ο Honigman βαστούσε ένα σιδερένιο κλομπ με δερμάτινη επένδυση, το οποίο χρησιμοποιούσε για να δέρνει κρατούμενους που περίμεναν στην ουρά για τη σούπα τους. «Έδερνε τους ανθρώπους τόσο σοβαρά για το παραμικρό πράγμα και σταματούσε μόνο όταν τα χέρια του είχαν γεμίσει αίμα», είπε ένας μάρτυρας. Ο Honigman ήταν 33 χρονών όταν πέρασε από δίκη. «Δεν υπήρξε ποτέ περίπτωση όπου ένας Εβραίος δερνόταν μέχρι να πεθάνει από έναν άλλον Εβραίο», είπε ο ίδιος ο κατηγορούμενος, αρνούμενος τους ισχυρισμούς εναντίον του. Παραδέχθηκε, ωστόσο, ότι έδερνε κρατούμενους, αλλά αυτό το έκανε, είπε, όταν μπλέκονταν σε καυγάδες. Καταδικάστηκε σε επτάμιση χρόνια φυλακή, μια ποινή που μειώθηκε ελάχιστα κατά την έφεση.

Ο Mordechai Goldstein ήταν αστυνομικός στο γκέτο και το στρατόπεδο εργασίας του Ostrovitz. Κατηγορήθηκε για πολλά εγκλήματα, συμπεριλαμβανόμενης «της κατάδοσης διωκόμενων ατόμων σε εχθρικό καθεστώς». Αυτή η κατηγορία βασίστηκε στο ότι σφράγισε πόρτες και παράθυρα με καρφιά, ενώ οι Ναζί ετοίμαζαν μεταφορά κρατουμένων στο Άουσβιτς και ο ίδιος είχε καταφέρει να φύγει. Ο Goldstein, πρώην ιδιοκτήτης εργοστασίου κουτιών στο Λοτζ και σπουδαστής εβραϊκής θρησκευτικής σχολής, είπε προς υπεράσπισή του ότι η σύζυγός του και η κόρη του δολοφονήθηκαν από΄τους Ναζί και ότι «δεν έδερνε ανθρώπους χωρίς λόγο». Καταδικάστηκε σε έναν μήνα φυλάκιση.

Ο Yehezkel Ingster ήταν ο μόνος Εβραίος που καταδικάστηκε σε θανατική ποινή για εγκλήματα που διέπραξε κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος. Ο Ingster ήταν υπεύθυνος ενός μπλοκ στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Gross-Rosen στη Γερμανία. Καταδικάστηκε για δολοφονίες, κακοποιήσεις και πρόκληση θανάτου άλλων κρατουμένων. «Έπαιξε το ρόλο του τέρατος για τους διοικητές του στρατοπέδου. Τον είδα να δέρνει κρατούμενους κάθε μέρα με τα χέρια του, με το μαστίγιο, με το κλομπ και οτιδήποτε άλλο μπορούσε να πιάσει στα χέρια του», είπε ένας επιζών κατά τη διάρκεια της δίκης. Ένας μάρτυρας κατηγορίας μιλώντας για τις πράξεις του Ingster, μίλησε για «τη χειρότερη κόλαση που μπορεί κανείς να φανταστεί». Καταδικάστηκε σε θάνατο για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τελικά του δόθηκε χάρη αλλά πέθανε λίγες μόλις μέρες μετά την αποφυλάκισή του.

Ofer Aderet, Ανταποκριτής της Haaretz.

393 views0 comments
bottom of page