Εστιασμένη γύρω από την ιστορία μιας πραγματικής Εβραίας ηρωίδας, η πρώτη ταινία που γυρίστηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα ήταν ένα πρωτοποριακό πείραμα που φτιάχτηκε από γυναίκες. «Ως πρώην κρατούμενες, έκαναν τα πάντα με έναν αυτόματο τρόπο. Ήταν τρομακτικό».
Ofer Aderet, 15-09-2019.
Ακριβώς 70 χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 1949 ένα ξεχωριστό πλήθος συγκεντρώθηκε στον Κινηματογράφο του Τελ Αβίβ για να δει σε πρώτη προβολή ένα πρωτοποριακό πολωνικό φιλμ. Το γεγονός παρακολούθησαν μέλη των διπλωματικών σωμάτων, κρατικοί αξιωματούχοι και σημαίνοντες άνθρωποι της τέχνης και της λογοτεχνίας. Η ταινία λεγόταν «Το Τελευταίο Στάδιο» και ήταν η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία για το Ολοκαύτωμα, η πρώτη που γυρίστηκε στο Άουσβιτς και η πρώτη που έδειξε όλα τα στάδια της εξόντωσης στο στρατόπεδο. Η σκηνοθέτρια, η σεναριογράφος και πολλά μέλη του καστ είχαν υπάρξει κρατούμενες εκεί.
«Αυτή η ταινία προσφέρει μια τρομακτική σαν-σε-ντοκιμαντέρ απεικόνιση των επεισοδίων της "ζωής" των γυναικών κρατουμένων στο στρατόπεδο, συμπεριλαμβάνοντας πολλές Εβραίες γυναίκες και το εσωτερικό πνεύμα της εξέγερσης της οποίας επικεφαλής υπήρξε μια Εβραία», έγραφε η εφημερίδα Haaretz εκείνη την εποχή. Οι θηριωδίες του Άουσβιτς δεν ήταν ακόμη τότε γνωστές σε όλη τους την εμβέλεια είτε στο Ισραήλ είτε στον υπόλοιπο κόσμο. Και με αυτή την έννοια το «Τελευταίο Στάδιο» ήταν μπροστά από την εποχή του.
Η σκηνοθέτρια Wanda Jakubowska που αποκαλείται «η γιαγιά του πολωνικού σινεμά» και «η μητέρα των ταινιών του Ολοκαυτώματος», γεννήθηκε στη Βαρσοβία το 1907. Ως παιδί μετανάστευσε με τους γονείς της στη Ρωσία αλλά επέστρεψαν στην Πολωνία το 1922. Αφού ανακάλυψε την αγάπη της για τον κινηματογράφο, ίδρυσε μια λέσχη ταινιών που έδειχνε κορυφαίες σοβιετικές ταινίες της εποχής όπως το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» και το «Θύελλα στην Ασία», και αργότερα ξεκίνησε να φτιάχνει ταινίες η ίδια. Η πρώτη της ταινία, «Η Θάλασσα», προτάθηκε για Όσκαρ καλύτερης μικρού μήκους ταινίας το 1933.
Ως παθιασμένη (μη-Εβραία) κομμουνίστρια που ήταν, η Jakubowska συνελήφθη από την Γκεστάπο και στάλθηκε στη διαβόητη φυλακή του Pawiak στη Βαρσοβία για έξι μήνες. Μέσα από τα παράθυρα του κελιού της έβλεπε το γκέτο να φλέγεται κατά τη διάρκεια της περίφημης εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας την Άνοιξη του 1943. Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς στάλθηκε στο Άουσβιτς. Όταν άκουσε τις πόρτες να κλείνουν πίσω της, είπε σε μια φίλη της να καταγράψει αυτό τον ήχο. «Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι ήθελα να φτιάξω ένα φιλμ για το Άουσβιτς», θα έλεγε αργότερα.
Δούλεψε σα φωτογράφος στο εργοστάσιο ενός στρατοπέδου-δορυφόρου του Άουσβιτς όπου οι κρατούμενες ήταν υποχρεωμένες να φτιάχνουν λάστιχα οχημάτων για τον πόλεμο. Όπως ανακαλούσε μια άλλη κρατούμενη του στρατοπέδου αργότερα «στο σκοτεινό κελί που τοποθετήθηκε η Wanda Jakubowska μαζευόμασταν οι γυναίκες, όταν μπορούσαμε να ξεφύγουμε από τα μάτια των επιστατών μας. Με το κόκκινο φως της μηχανής διαβάζαμε τα άρθρα γερμανικών εφημερίδων που έφταναν σε εμάς από το στρατόπεδο των ανδρών».
Το σοβιετικό πρακτορείο ειδήσεων Novosti έγραψε το 1965: «Η Jakubowska ορκίστηκε πως αν επιζούσε, θα έφτιαχνε μια ταινία για τον τρόμο του Άουσβιτς και έτσι προέκυψε η τρομακτική αλήθεια της ταινίας της, ‘Το Τελευταίο Στάδιο’». Η Jakubowska είπε αργότερα ότι επιβίωσε από το Άουσβιτς λόγω της φλόγας που ήταν μέσα της ζωντανή να κάνει μια ταινία για το στρατόπεδο. Επιβίωσε, καθώς ο Κόκκινος Στρατός προσέγγιζε το Άουσβιτς, μολονότι στάλθηκε και η ίδια με πορεία θανάτου στο στρατόπεδο γυναικών του Ravensbrück στη Γερμανία. Αμέσως μετά τον πόλεμο ξεκίνησε να γράφει το σενάριο του «Τελευταίου Σταδίου» μαζί με την Γκέρντα Σνάϊντερ (Gerda Schneider), μια πολιτική κρατούμενη από τη Γερμανία, επίσης κομμουνίστρια, την οποία γνώρισε στο Άουσβιτς.
Το υλικό αντλήθηκε από τις δικές της εμπειρίες, από ιστορίες που άκουσε στο στρατόπεδο και από συνεντεύξεις με επιζώντες κρατούμενους και Γερμανούς που υπηρέτησαν εκεί. Οι δύο γυναίκες συνέχισαν να δουλεύουν πάνω στο σενάριο όταν η Σνάϊντερ γύρισε στη Γερμανία και συναντήθηκαν εκ νέου στο Βερολίνο. Ένας από τους πρώτους υποψήφιους τίτλους για την ταινία ήταν «Το Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Γυναικών του Άουσβιτς».
Πριν την ταινία της Jakubowska σκηνές από το Άουσβιτς είχαν τραβηχτεί από τον Κόκκινο Στρατό. Σε κάποιες περιπτώσεις τραβήχτηκαν αναπαραστάσεις του, μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου, χρησιμοποιώντας πρώην κρατούμενους ή Πολωνούς κομπάρσους. Αλλά η Jakubowska ήταν η πρώτη που χρησιμοποίησε το στρατόπεδο ως πλατό για μια ταινία. Το καστ της ταινίας το αποτελούσαν Πολωνές ηθοποιοί και κομπάρσοι, συμπεριλαμβανομένων πρώην κρατουμένων και κατοίκων της διπλανής πόλης του Oswiecim. Η ομάδα της παραγωγής σημείωσε αργότερα ότι υπήρχε ένα ορισμένο πλεονέκτημα με όλο αυτό – όχι μόνο γιατί το καστ γνώριζε ήδη πολύ καλά την τοποθεσία αλλά και επειδή έπαιζαν τις κρατούμενες «και έκαναν τα πάντα με έναν αυτόματο τρόπο γιατί τα ήξεραν όλα από τη δική τους εμπειρία, ως πρώην κρατούμενες. Ήταν τρομακτικό.»
Η ομάδα της παραγωγής μίλησε αργότερα και για κάποια περίεργα περιστατικά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του «ημι-ντοκιμαντέρ», όπως το χαρακτήρισε η σκηνοθέτριά του. Ένα παράδειγμα ήταν η συνάντηση ανάμεσα σε ένα γυναικείο μέλος του καστ, που φορούσε ακόμα τη στολή των SS κατά τη διάρκεια του διαλείμματος από το γύρισμα, με πραγματικούς Γερμανούς κρατούμενους –Αιχμαλώτους Πολέμου. Μια άλλη στιγμή ήταν όταν Εβραίοι που είχαν επισκεπτεί το στρατόπεδο πάγωσαν με το που τους χαιρέτισαν μονάδες των SS που είχαν μαζί τους σκυλιά –στην πραγματικότητα βέβαια ηθοποιοί.
Σοβιετικοί στρατιώτες επίσης πήραν μέρος στην ταινία ως κομπάρσοι. «Είχα όλο τον Κόκκινο Στρατό της Πολωνίας στη διάθεσή μου. Ήταν πολύ εύκολο για μένα να κάνω την ταινία. Ήταν εκπαιδευμένοι και πειθαρχημένοι», έλεγε η Jakubowska. Τα ρούχα και άλλα αντικείμενα στην ταινία –βαλίτσες, παπούτσια, σκεύη– ήταν αυθεντικά. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο παρόμοια με αυτήν κατά τη διάρκεια του πολέμου που η ομάδα παραγωγής έπρεπε να σταματήσει κάποιες φορές το γύρισμα όταν τους πλημμύριζαν τα δάκρυα.
«Μην αφήσετε το Άουσβιτς να θεριέψει ξανά» Η ταινία γυρίστηκε δυόμιση χρόνια μετά την απελευθέρωση του στρατοπέδου, ανάμεσα στον Ιούλιο και το Σεπτέμβριο του 1947. Ήταν εκείνη την εποχή που το πολωνικό κοινοβούλιο αποφάσισε να μετατρέψει το στρατόπεδο σε τόπο μνήμης που θα έδινε έμφαση στη θυσία και τα βάσανα των Πολωνών και άλλων κρατουμένων. Ακόμα και δυόμιση χρόνια μετά την απελευθέρωση χρειαζόταν ωστόσο ένας όγκος εργασίας αναστήλωσης του στρατοπέδου. Κάποια από τα μπλοκ είχαν ήδη διαλυθεί –σε ορισμένες περιπτώσεις λόγω κλοπών. Η ταινία γυρίστηκε στα αληθινά κτίρια, συμπεριλαμβανόμενης της περιοχής του νοσοκομείου και του γραφείου του γιατρού. Κατά τα γυρίσματα, η ομάδα έμενε στα πρώην σπίτια των SS. Η Jakubowska έμενε στο σπίτι του διοικητή του στρατοπέδου Rudolf Höss.
Ορισμένες πλευρές του τρόμου λογοκρίθηκαν. «Η πραγματικότητα του στρατοπέδου περιλάμβανε αποστεωμένους κρατούμενους, σωρούς από πτώματα, ψείρες, αρουραίους και τρομερές ασθένειες κάθε είδους», είπε η Jakubowska.«Στην οθόνη αυτή η πραγματικότητα θα προκαλούσε τρόμο και απέχθεια. Έπρεπε να αποφύγουμε να δείξουμε αυτές τις πλευρές παρά την αυθεντικότητά τους, επειδή θα ήταν αφόρητες για τον μεταπολεμικό θεατή». Ο Asaf Tal έχει γράψει στην ιστοσελίδα του μουσείου του Ολοκαυτώματος στο Ισραήλ, του Yad Vashem, πως η ίδια η Jakubowska ήταν αυτή που σχημάτισε μια σειρά εμβληματικών οπτικών εικόνων στην κινηματογραφική αναπαράσταση του Ολοκαυτώματος που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Ο Tal γράφει πως το «Τελευταίο Στάδιο» μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα παραδειγματικό έργο με επιρροή στον κινηματογράφο του Ολοκαυτώματος, παραθέτοντας την παρόμοια εικονοποιία των ταινιών «Sophie’s Choice» (1982) και «Λίστα του Σίντλερ» (1993). Κάποιες ταινίες του Ολοκαυτώματος αργότερα ενσωμάτωσαν σκηνές του φιλμ της Jakubowska σαν να ήταν υλικό από ντοκιμαντέρ. Σκηνές που έχουν ενσωματωθεί από την ταινία της –κάποιες φορές χωρίς έγκριση από την ίδια και αναφορά σε αυτήν– συμπεριλαμβάνουν την άφιξη των εκτοπισμένων, τον φιδίσιο καπνό των κρεματορίων, τη σκληρή εργασία των γυναικών κρατουμένων και τους φράχτες με τα συρματοπλέγματα.
Η ταινία επικεντρώνεται γύρω από μια Εβραία ηρωίδα, την Marta Weiss, που εκτοπίζεται στο στρατόπεδο με την οικογένειά της. Κατά τη διάρκεια της διαλογής των κρατουμένων ανάμεσα σε αυτούς που θα εξοντωθούν αμέσως και αυτούς που θα εργαστούν πριν εξοντωθούν (Selektion), μεταφράζει τις οδηγίες του διοικητή του στρατοπέδου στις άλλες κρατούμενες και επιλέγεται να δουλέψει ως επίσημη διερμηνέας. Αργότερα εκμεταλλεύεται τη θέση της για να βοηθήσει τις συγκρατούμενές της να προμηθευτούν λαθραία πληροφορίες και τρόφιμα και εν τέλει δραπετεύει με έναν φίλο της, τον Tadek, για να πει σε όλο τον κόσμο για το σχέδιο να εξοντωθεί ο πληθυσμός του στρατοπέδου. Αλλά συλλαμβάνονται και οι δύο και εκτελούνται εν μέσω ενός εξευτελιστικού θεάματος.
Στο θάνατο της θαυμάζεται σαν ηρωίδα όταν ο κρατούμενος-δήμιός της, της δίνει ένα μαχαίρι με το οποίο κόβει τους καρπούς των χεριών της και φωνάζει στο πλήθος που παρακολουθεί: «Μη φοβάστε! Δεν μπορούν να μας βλάψουν. Κρατήστε. Ο Κόκκινος Στρατός πλησιάζει». Καθώς την πλησιάζει ο οργισμένος διοικητής του στρατοπέδου, εκείνη του λέει: «Σύντομα θα γίνεις πολύ μικρός». Έπειτα τον χαστουκίζει και λέει «Δεν θα με κρεμάσετε». Σε αυτή τη δραματική στιγμή, τα αεροπλάνα των Συμμάχων εμφανίζονται στον ουρανό και οι Γερμανοί τρέπονται σε φυγή. «Μην αφήσετε το Άουσβιτς να θεριέψει ξανά», είναι τα τελευταία της λόγια, καθώς πεθαίνει στα χέρια μιας άλλης κρατούμενης.
Ο χαρακτήρας της Marta Weiss είναι βασισμένος σε αληθινά γεγονότα –την ιστορία της Mala (Malka) Zimetbaum, μιας Πολωνοεβραίας που ως παιδί μετανάστευσε στο Βέλγιο με την οικογένειά της και εκτοπίστηκε στο Άουσβιτς το 1942. Έχοντας ευφράδεια σε αρκετές γλώσσες, επιλέχθηκε να δουλέψει σαν διερμηνέας στο στρατόπεδο και χρησιμοποίησε τη θέση της για να βοηθά άλλους κρατούμενους. Στο στρατόπεδο γνώρισε τον Edward (Edek) Galinski, έναν Πολωνό πολιτικό κρατούμενο και αναπτύχθηκε μεταξύ τους ένα ειδύλλιο. Αποφάσισαν να δραπετεύσουν μαζί, ελπίζοντας ότι θα ενημερώσουν τον ελεύθερο κόσμο για το τι συνέβαινε μέσα στο στρατόπεδο. Στις 24 Ιουνίου 1944 το έσκασαν από το Άουσβιτς-Μπίρκεναου. Ο Galinski μεταμφιέστηκε σε αξιωματικό των SS και παρίστανε πως συνοδεύει μια Εβραία κρατούμενη για δουλειά έξω από το στρατόπεδο. Συνελήφθησαν δύο εβδομάδες αργότερα. Μια μαρτυρία λέει πως η Zimetbaum μπήκε σε ένα μαγαζί για να αγοράσει ψωμί και εντοπίστηκε από γερμανική περίπολο που έτυχε να περνάει. Οι δυο τους επέστρεψαν στο Άουσβιτς και εκτελέστηκαν μαζί τον Σεπτέμβριο του 1944.
Η ιστορία της εκτέλεσης της Zimetbaum είναι τόσο δραματική όσο και αυτή της απόδρασής της. Η Naama Shik την περιέγραψε σε ένα άρθρο της που εξετάζει την ιστορία της Zimetbaum από τη σκοπιά των σπουδών φύλου. «Όταν διαβάστηκε η ετυμηγορία, έκοψε τον καρπό της και χαστούκισε τον SS στο πρόσωπο με το ματωμένο της χέρι όταν εκείνος προσπάθησε να τη σταματήσει. Η εκτέλεση διακόπηκε», γράφει η Shik. «Εγώ θα πεθάνω σαν ηρωίδα και εσύ σαν σκύλος», είπε η Zimetbaum στον SS σύμφωνα με τους αυτόπτες μάρτυρες. Την πήρανε με ένα καρότσι στο νοσοκομείο του στρατοπέδου για να σταματήσει να αιμορραγεί –προκειμένου να συνεχίσουν την εκτέλεση όπως είχε αρχικά σχεδιαστεί.
Ofer Aderet, Ανταποκριτής της Haaretz.
Comments