Οι Σεφαρδίτικες Φωνές, ένα οπτικοακουστικό πρότζεκτ καταγραφής, στοχεύει να ξαναπεί την ιστορία του εβραϊκού πολιτισμού ώστε να συμπεριλαμβάνει τον πλούτο των Σεφαρδιτών Εβραίων. Haaretz. Της Eeta Prince-Gibson, 13.06.2017.
Μέσα από το ευάερο και ηλιόλουστο σπίτι της έξω από την Ιερουσαλήμ, περιτριγυρισμένο από έναν κήπο και την ανοιχτή θέα στους Λόφους της Ιουδαίας η Λίντα Μενουχίν (Linda Menuhin) μας λέει στοχαστικά «Εγώ άφησα το Ιράκ εδώ και 40 χρόνια. Αλλά το Ιράκ ποτέ δεν με άφησε.» Η Μενουχίν, 67 ετών, έδωσε πρόσφατα συνέντευξη στις Σεφαρδίτικες Φωνές, ένα πρότζεκτ που σχεδιάστηκε έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα οπτικοακουστικό αρχείο ντοκιμαντέρ ιστοριών ζωής, φωτογραφιών και αντικειμένων των Σεφαρδιτών και των Ιρανών Εβραίων. Η Μενουχίν αποκαλύπτει ότι υπήρξε ραδιοφωνική και τηλεοπτική ρεπόρτερ αλλά και αναλύτρια πληροφοριών για την ισραηλινή αστυνομία και σύμβουλος σε διάφορα υπουργεία. «Εφόσον γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ιράκ, τα αραβικά μου ήταν άψογα και μεγάλο μέρος της καριέρας μου βασίστηκε σε αυτό το γεγονός», μας λέει. «Αλλά λόγω των εμπειριών μου εκεί, είχα πληγωθεί τόσο πολύ και δεν μπορούσα στα αλήθεια να σκεφτώ τη ζωή εκεί. Έπρεπε να γιάνει η πληγή. Μου πήρε χρόνια ολόκληρα να ανοιχτώ». Είναι αυτό το άνοιγμα που αποζητά ο Χένρι Γκριν (Henry Green), καθηγητής θρησκευτικών σπουδών και διευθύνων σύμβουλος του πρότζεκτ των Σεφαρδίτικων Σπουδών. «Οι Εβραίοι ζούσανε στη Βόρεια Αφρική, τη Μέση Ανατολή και το Ιράν για χιλιετίες», λέει ο Γκριν, ο οποίος πρόσφατα πήγε στο Ισραήλ για να πάρει συνεντεύξεις και να τραβήξει εικόνες για το πρότζεκτ του.
«Ο περισσότερος κόσμος αναφερόταν σε αυτούς ως ‘Άραβες Εβραίους’ και οι περισσότεροι ήταν καλά ενσωματωμένοι στις κοινωνίες που ζούσανε. Αλλά ξεκινώντας από τη δεκαετία του ’40, οι Εβραίοι άρχισαν να βιώνουν διακρίσεις και βία, πολλή από την οποία προκλήθηκε λόγω του σιωνιστικού εγχειρήματος. Στα χρόνια που ακολούθησαν την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ, περισσότεροι από το 95% των Σεφαρδιτών Εβραίων έγιναν θύματα, τραυματίστηκαν ψυχικά και διασκορπίστηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο. Και κανένας δεν έλεγε την ιστορία τους.» Το 2009 ιδρύθηκαν οι Σεφαρδίτικες Φωνές με πρότυπο το Ίδρυμα της Shoah στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το οποίο κατέγραψε τις προφορικές μαρτυρίες δεκάδων χιλιάδων επιζώντων του Ολοκαυτώματος. «Η έρευνά μου δείχνει ότι παίρνει τρεις γενιές από μια τραυματισμένη κοινότητα για να βρει τη φωνή της, να αποκτήσει προοπτική και να ξεκινήσει πραγματικά να λέει την ιστορία της», λέει ο Γκριν. «Οι Σεφαρδίτες έχουν καθυστερήσει έκτοτε όμως ακόμα περισσότερο, ειδικά στο Ισραήλ, καθώς αποτελεί μια μειονότητα μέσα στη μειονότητα.» Το πρότζεκτ βασίζεται πάνω στο «Οι Τελευταίοι Εβραίοι του Ιράκ», μια συλλογή ιστοριών «της καθημερινής ζωής, της αναταραχής και της απόδρασης από τη σύγχρονη Βαβυλώνα», συνεπιμελημένες από την δημοσιογράφο Ταμάρ Μοράντ (Tamar Morad) και τον Ντενίς Σάσα (Dennis Shasha), έναν Ιρακινό Εβραίο επιχειρηματία στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δημοσιευμένο από τις εκδόσεις Palgrave Macmillan το 2008, το βιβλίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και στο Ιράκ στην αραβική γλώσσα. Στο Ισραήλ τώρα με τον Γκριν, ο διευθυντής δημόσιας προώθησης του πρότζεκτ Ντέϊβιντ Λάνγκερ (David Langer) είπε στην Haaretz ότι έχει σχεδιάσει μια συγκεκριμένη μορφή για το πρότζεκτ, η οποία περιλαμβάνει τη μαγνητοσκόπηση και τη φωτογράφιση των ανθρώπων που λένε τις ιστορίες του σε άσπρο και μαύρο φόντο. «Το πρότζεκτ καθιστά ικανά τα υποκείμενα αυτά να πούνε τις ιστορίες τις δικές τους και των γονιών τους και των παππούδων τους», λέει ο Γκριν. «Στο μακρο-επίπεδο, ο στόχος του πρότζεκτ είναι, με έναν τρόπο, να ξαναπούνε την ιστορία του εβραϊκού πολιτισμού ώστε να συμπεριλαμβάνει τον πλούτο και των Σεφαρδιτών Εβραίων.»
Το πρότζεκτ προς το παρόν εστιάζει στους Ιρακινούς Εβραίους. «Μετά από μια μακρά και λαμπρή ιστορία στο Ιράκ, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η ανάπτυξη του Ταλμούδ, οι περισσότεροι άνθρωποι της Ιρακινής Εβραϊκής Κοινότητας εγκατέλειψαν το Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και ελάχιστοι έμειναν μέχρι τη δεκαετία του 1980 κι έπειτα», μας είπε ο Ντενίς Σάσα σε ένα email του. «Οι καλές και οι κακές ιστορίες αυτής της τελευταίας γενιάς πρέπει να ειπωθούν. Αυτό είναι που κάνουμε εμείς.» Ο Σάσα με τον αδερφό του Ρόμπερτ Σάσα χρηματοδοτούν το πρότζεκτ. Το «Φαρχούντ» (Farhud) του 1941 σηματοδότησε την αρχή του τέλους της μακραίωνης εβραϊκής κοινότητας του Ιράκ. Σε αυτό το μαζικό διήμερο πογκρόμ στη Βαγδάτη που ξεκίνησε κατά τη διάρκεια της αργίας του Σαβουότ, δολοφονήθηκαν πάνω 180 Εβραίοι και τραυματίστηκαν χίλιοι. Εννιακόσια σπίτια Εβραίων καταστράφηκαν. Μετά την έναρξη του Πολέμου της Ανεξαρτησίας του 1947, η Ιρακινή κυβέρνηση απέλυσε όλους τους Εβραίους από τις δημόσιες υπηρεσίες, επέβαλε ποσόστωση για την αποδοχή Εβραίων στα πανεπιστήμια και άλλους θεσμούς και συνέλαβε έναν πολύ μεγάλο αριθμό Εβραίων. Βομβιστικές επιθέσεις έλαβαν χώρα κατά συναγωγών, αλλά επιτράπηκε στους Εβραίους να μεταναστεύσουν αν πρώτα αποποιούνταν όλων τους των περιουσιακών στοιχείων. Το 1948 ένας σεβαστός Εβραίος επιχειρηματίας κρεμάστηκε δημοσίως με την κατηγορία της πώλησης όπλων στο Ισραήλ – αν και ήταν γνωστό ότι επρόκειτο για επιφανή αντι-Σιωνιστή. Μέχρι το 1951, η πλειοψηφία των Ιρακινών Εβραίων – περίπου 105.000 – είχαν μεταφερθεί αεροπορικά εκτός Ιράκ και εντός του Ισραήλ. Κάποιοι, όπως η οικογένεια της Μενουχίν, δεν το κούνησαν ρούπι. Εκείνη γεννήθηκε στη δεκαετία του 1950 μέσα στην ατμόσφαιρα της αυξανόμενης έντασης και τρόμου. Αφηγείται την ιστορία της με ζωντάνια, με γέλια σχεδόν και αυτοσαρκασμό, αλλά η ιστορία της βασικά είναι μια ιστορία απώλειας. «Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών, άρχισα πραγματικά να φοβάμαι», όπως ανακαλεί. «Οι αρχές κάλεσαν τον πατέρας μιας φίλης μου ‘για ανάκριση’ – και επέστρεψαν πίσω το πτώμα του μέσα σε έναν σάκο. Ζούσαμε σε καθεστώς τρόμου. Το 1969, εννιά αθώοι Εβραίοι, κατηγορούμενοι για κατασκοπεία υπέρ του Ισραήλ, κρεμάστηκαν δημοσίως στη Βαγδάτη. Θυμάμαι να βλέπω τα πτώματά τους.» «Την αγαπούσα τη Βαγδάτη, την κοινότητά μου, την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, τα φαγητά, τους ήχους, τη θέα. Αλλά το ήξερα ότι δεν μπορούσα να μείνω πια εκεί», μας λέει. Εκείνη την εποχή οι Εβραίοι δεν μπορούσαν πια νόμιμα να εγκαταλείψουν το Ιράκ. Κόντρα στις επιθυμίες των γονιών της, η Μενουχίν δραπέτευσε από τη χώρα μυστικά μαζί με τον αδερφό της, καθοδηγούμενη από λαθρεμπόρους που πρώτα τους πήγαν στο Ιράν και τελικά στο Ισραήλ. Η μητέρα της εγκατέλειψε λίγο αργότερα τη χώρα και τους βρήκε εκεί. Αλλά ο πατέρας της, ένας διάσημος δικηγόρος της Βαγδάτης, δεν ήθελε να μια παράνομη φυγή από τη χώρα. «Ως δικηγόρος, ο πατέρας μου πίστευε στο νόμο και δεν θα έφευγε παράνομα», μας λέει. Με το ξέσπασμα του πολέμου του Γιομ Κιπούρ το 1972, ενώ πήγαινε στη συναγωγή, ο πατέρας της Μενουχίν συνελήφθη από τις ιρακινές αρχές. Δεν τον είδανε ποτέ ξανά.
Η Μενουχίν έχει κάνει το δικό της ντοκιμαντέρ για την έρευνά της για τον πατέρα της, με τίτλο “Shadow in Baghdad,” (Σκιά στη Βαγδάτη). «Δεν ξέρουμε τίποτα για το τι απέγινε. Δεν είπαμε ποτέ ούτε μια προσευχή πένθους για αυτόν», μας λέει. Σε αντίθεση με τη Μενουχίν, οι δίδυμοι Χερτζλ και Μπαλφούρ Χακάκ (Herzl, Balfour Hakak) ήταν μόλις δύο ετών όταν τους φέρανε στο Ισραήλ με τις οικογένειές τους και οι ιστορίες τους εστιάζουν στις δυσκολίες της μετανάστευσης. Η συνέντευξή τους για τις Σεφαρδίτικες Φωνές δόθηκε στο μικρό διαμέρισμα του Χερτσλ στην Ιερουσαλήμ, σε μια αυξανόμενα υπερ-ορθόδοξη γειτονιά της πόλης, γεμάτο από βαριά έπιπλα και κουρτίνες από δαμασκηνό ύφασμα. Παρά τη ζέστη, τα δύο αδέρφια είναι ντυμένα με κοστούμια παλιάς εποχής. «Όταν φτάσαμε εδώ, μας είπανε να αποβάλλουμε οτιδήποτε ιρακινό. Τα βιβλία στο σχολείο με τα οποία μαθαίναμε, περιγράφανε κυρίως τις πόλεις της Ευρώπης και τους πιονέρους (halutzim) Εβραίους που ήρθανε από την Ευρώπη», αφηγείται ο Χερτσλ. «Δεν υπήρχε καμία περιγραφή των Εβραίων της Ανατολής. Αλλά εμείς δεν μπορούσαμε να αποβάλλουμε την ταυτότητά μας, ακόμη κι αν ήρθαμε τόσο μικροί εδώ. Η ταυτότητα δεν είναι κάτι που μπορείς να αποκόψεις και να επικολλήσεις.» Και τα δύο αδέρφια μεγάλωσαν και έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι. Και οι δύο είναι επίσης δημοσιευμένοι ποιητές, γράφοντας κυρίως για τη ζωή στο Ιράκ και τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν οι παππούδες και οι γονείς τους, η πρώτη γενιά μεταναστών. «Η γενιά των παππούδων και των γονιών μας δεν μπορούσαν να εκφραστούν», λέει ο Χερτσλ. «Αλλά η γενιά των εγγονιών και των παιδιών – δηλαδή εμείς – μπορούν και μπορούμε να γράψουμε για τον πόνο τους.» Διαλέγει να μας διαβάσει ένα ποίημα που έγραψε για την ενσωμάτωση στην ισραηλινή κοινωνία. Προφανώς έχει αποστηθίσει το ποίημα, ωστόσο κρατάει το βιβλίο μπροστά του, σα να το διαβάζει μπροστά στον φακό. The sundial on Jaffa Street is excited on its side Yearning for its shadow, to those returning, to their crushing To the sound of their shoes. And we were redemption to its heart, a gushing crack The whispering of the prayer We shined and set from it and to it, to correct The world And I still come there, father, and I have no words And no correction. (μεταφρασμένο από τα εβραϊκά) Ο Μπαλφούρ προσθέτει: «Όταν ο παππούς μου μετανάστευσε (aliyah) στη Γη του Ισραήλ (Eretz Yisrael), ήταν εξόριστος. Όχι κανονική εξορία, φυσικά, αλλά είχε αποξενωθεί, ήταν ένας ξένος, δεν ανήκε εδώ. Εγώ γράφω για αυτή την εξορία.» Διαβάζει κι αυτός από ένα βιβλίο.
My grandfather is a sad king, Born in silk and embroidered clothes, joyful clothes And when he exiled into a country, His clothes were destroyed, his honor was destroyed. Only in death was he dressed in a shroud like a prayer shawl A prayer shawl he inherited from his father, Imprinted in blue, holy letters. And along the prayer shawl I imagined to see Beautiful gold stripes, distilled light, My grandfather, Murad, son of Rafael Hakak. (μεταφρασμένο από τα εβραϊκά) «Η ταυτότητα», καταλήγει ο Μπαλφούρ, «είναι ένας συνδυασμός τόπου και χρόνου. Αν είσαι μόνο συνδεδεμένος με τον τόπο, η ταυτότητά σου είναι οριζόντια, επίπεδη… Αν ένα άτομο θέλει να μάθει την ταυτότητά του, η απάντηση είναι σε αυτό τον άξονα του χρόνου που προηγήθηκε του ίδιου του ατόμου.» Άλλα βίντεο, διαθέσιμα στην ιστοσελίδα του πρότζεκτ λένε την ιστορία των τελετουργικών ταφών των ανεκτίμητων αρχαίων παπύρων της Τορά που βρέθηκαν κατεστραμμένες στο πλημμυρισμένο υπόγειο του Σαντάμ Χουσέϊν από τις αμερικάνικες δυνάμεις, καθώς και για τις προσπάθειες των παλαιότερων γενεών να ενσταλάξουν την κληρονομιά τους στα παιδιά και τα εγγόνια τους. Ο Γκριν ήλπιζε να πάρει συνέντευξη από τον Σαλίμ Φατάλ (Salim Fattal), γνωστό μεταξύ των μελών της κοινότητας ως «ο φύλακας της μνήμης [του πογκρόμ] του Φαρχούντ». «Αν και επρόκειτο για τον Διευθυντή της ισραηλινής ραδιοφωνίας στην αραβική γλώσσα και δημιούργησε ο ίδιος διάσημα ισραηλινά τηλεοπτικά προγράμματα, το πογκρόμ του Φαρχούντ ήταν το καθοριστικό γεγονός της ζωής του», μας λέει ο Μοράντ, ο δημοσιογράφος που συντονίζει το πρότζεκτ στο Ισραήλ ως εθελοντής. Αλλά ο Φατάλ πέθανε, 87 ετών, τον περασμένο Μάιο. «Οι γέροι Ιρακινοί πεθαίνουν σιγά-σιγά και οι μνήμες τους ξεθωριάζουν. Για αυτό ακριβώς είναι τόσο επείγον να προχωρήσει αυτό το πρότζεκτ», καταλήγει ο Γκριν. Πηγή: https://www.haaretz.com/middle-east-news/MAGAZINE-the-story-of-the-exiled-arab-jews-1.5483008
Comments