Πριν έναν αιώνα οι σιωνιστές ηγέτες πάλεψαν για να αποτρέψουν τη μετανάστευση «αδύναμων ανθρώπων». «Είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες διαμάχες στην ιστορία του σιωνιστικού κινήματος.» Haaretz, Ofer Aderet, 30.11.2021.
Αλίμονο αν ο σιωνισμός δεν μπορεί να παρέχει μια λύση για τις καταστροφές. Αυτό είπε ο Χαίμ Βάιζμαν το 1919 εξηγώντας γιατί οι πύλες του Ισραήλ, προτού καν ιδρυθεί, δεν μπορούσαν να είναι ανοιχτές για τους χιλιάδες επιζώντες των πογκρόμ της Ουκρανίας που παρακαλούσαν να γίνει δεκτοί με άσυλο. Ο άνθρωπος που τρεις δεκαετίες αργότερα θα γινόταν ο πρώτος πρόεδρος του Ισραήλ πρόσθεσε ότι δεν πίστευε πως αυτοί οι πρόσφυγες κατείχαν τις τεράστιες δημιουργικές δυνάμεις που χρειάζονταν για να χτιστεί μια εθνική πατρίδα για τον εβραϊκό λαό. Ο καθηγητής Γκουρ Αλρόι, ιστορικός στο πανεπιστήμιο της Χάϊφα, το αποκαλεί αυτό αναισθησία. «Ο Βάϊζμαν προτιμούσε τους παραγωγικούς μετανάστες από τους πρόσφυγες που είχαν συνήθως πολλές ανάγκες, και πίστευε ότι η Γη του Ισραήλ χρειαζόταν γερούς, υγιείς μετανάστες, όχι αδύναμους πρόσφυγες σωματικά και πνευματικά», μας λέει ο Αλρόι. «Οι Εβραίοι που δεν ταίριαζαν στο μοντέλο του και χτυπούσαν τις θύρες των γραφείων του Γισούφ στην Ανατολική Ευρώπη ζητώντας άδειες μετανάστευσης, έπαιρναν την άρνηση ως απάντηση και απορρίπτονταν».
Ο Αλρόι πρόσφατα ολοκλήρωσε ένα βιβλίο στα εβραϊκά για το ζήτημα: «Η Γη-Καταφύγιο: Μετανάστευση στη Γη του Ισραήλ, 1919-1927», που εκδόθηκε από το Ερευνητικό Κέντρο Μπεν-Γκουριόν. Τα έγγραφα που ανακάλυψε στα Κεντρικά Σιωνιστικά Αρχεία δείχνουν τη σκοτεινή όψη της μετανάστευσης που αργότερα έγινε γνωστή με την τρίτη και την τέταρτη αλιγιά.
Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι πιονέροι, μέλη των εργατικών ταξιαρχιών, ιδρυτές των κιμπούτς ή νέοι μπουρζουάδες των πόλεων – οι υγιείς, ιδεαλιστές μετανάστες που αγιοποιήθηκαν από την σιωνιστική προπαγάνδα. Αντ’ αυτού είναι μια μεγαλύτερη ομάδα μεταναστών που ξεχάστηκαν ή επίτηδες παραλείφτηκαν από τα βιβλία ιστορίας – επιζώντες πογκρόμ και εξεγέρσεων, ορφανά, χήρες, θύματα βιασμού, επιζώντες λιμών, πτωχεύσεων και άλλοι τραυματισμένοι σωματικά ή πνευματικά. Σύμφωνα με τον Αλρόι, οι περισσότεροι μετανάστες διάλεγαν την υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη καθώς δεν είχαν άλλες επιλογές, ή επειδή την έβλεπαν σαν μια γη-καταφύγιο – όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου. Το να τους αγνοούμε «είναι μια αμαρτία ενάντια στην ιστορική αλήθεια, δεν αντανακλά με πιστότητα την πραγματικότητα και αποκόπτει την μετανάστευση στη Γη του Ισραήλ από το ευρύτερο ιστορικό της πλαίσιο». Το βιβλίο του Αλρόι συζητάει τις αναφορές που στοιβάζονταν πριν από έναν αιώνα πάνω στο γραφείο του Γεοσουά Γκόρντον, αναπληρωτή διευθυντή του τμήματος μετανάστευσης της σιωνιστικής διοίκησης πριν φτιαχτεί το κράτος του Ισραήλ. Οι αναφορές κρατούσαν τον Γκόρντον ξύπνιο όλο το βράδυ. «Ο αριθμός των ανθρώπων που πάσχουν από νευρασθένειες ή είναι ψυχικά άρρωστοι όλο και αυξάνεται», έγραφε ο Γκόρντον στους ανωτέρους του, προσθέτοντας ότι η συχνότητα με την οποία τέτοιες υποθέσεις «έρχονται υπόψη μας αυξάνει την ανησυχία μας». Αλλά αυτή δεν ήταν ανησυχία για τους ασθενείς τους ίδιους. «Φοβόμαστε ιδιαίτερα… για κάποιο είδος μαζικής ή τουλάχιστον ομαδικής ψύχωσης», προσέθετε. Ο Αλρόι απέκτησε πρόσβαση στους ιατρικούς φακέλους αρκετών εβραίων μεταναστών που έφταναν έναν αιώνα πριν. Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Π. Τζ. (το πλήρες του όνομα δεν μας δόθηκε για να προστατευτούν τα προσωπικά δεδομένα), ο οποίος είχε διαγνωστεί ότι πάσχει από μια νευρασθένεια.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω»
Ο Δρ. Ντόριαν Φάιγκενμπαουμ ο οποίος μπήκε στα βιβλία ιστορίας ως ο πρώτος ψυχίατρος στην Ιερή Γη, έγραψε ότι «πραγματικά απορεί πως τον φέρανε αυτόν τον άνθρωπο στη Γη του Ισραήλ από τον Παγκόσμιο Σιωνιστικό Οργανισμό, παρόλο που γνώριζαν ήδη από την Κωνσταντινούπολη για την ασθένειά του, για την οποία δυστυχώς δεν υπάρχει καμία θεραπεία». Ο Φάιγκενμπαουμ συνέστησε ο Π.Τζ. να εισαχθεί στο νοσοκομείο και «μετά από λίγο καιρό να σταλεί πάλι πίσω, στο εξωτερικό».
Αλλά οι προσπάθειες να τον επιστρέψουν στην Ευρώπη απέτυχαν. «Κάναμε τα πάντα για να μεταπείσουμε τον ασθενή να φύγει απ’ τη χώρα», έγραφε ο Λεβί Σβουέλι, επικεφαλής του τμήματος μετανάστευσης στη Χάϊφα, στους ομόλογούς του στην Ιερουσαλήμ. Το τμήμα προσφέρθηκε να του πληρώσει το εισιτήριο αλλά εκείνος αρνήθηκε και απείλησε να αυτοκτονήσει.
«Δεν υπάρχει περίπτωση να φύγω απ’ τη Γη του Ισραήλ με τη δική μου θέληση», είπε ο Π. Τζ. «Αν αποφασίσετε να κάνετε κάτι ενάντια στη θέλησή μου, θα πέσω στη θάλασσα». Στο τέλος, για να αποφευχθεί αυτό που ο Σβουέλι ονόμασε «θλιβερή συνέπεια», στον Π. Τζ. επιτράπηκε να μείνει στη χώρα.
Ο Φάιγκενμπαουμ προειδοποίησε ότι ο Π.Τζ. «θα είναι μονάχα ένα βάρος για εσάς. Η θεραπεία του απαιτεί εργασία και πολλά έξοδα.» Πρότεινε λοιπόν οι αρχές «να βελτιώσουν τις ιατρικές εξετάσεις στις χώρες εξόδου και σε όλες τις ακτές», δηλαδή να βελτιώσουν τη διαδικασία επιλογή και να μην επιτρέπουν καν σε ανθρώπους σαν τον Π. Τζ. να μπαίνουν σε καράβι για το Ισραήλ.
Ο Φίγκενμπαουμ δεν ήταν ο μόνος που υιοθετούσε μια αυστηρή διαδικασία επιλογής. Ο Σβουέλι επίσης παραπονιόταν στους σιωνιστές αξιωματούχους που οργάνωναν τη μετανάστευση ότι «δεν δίνουν αρκετή προσοχή στο ζήτημα της ποιότητας των ανθρώπων που στέλνουν στη Γη του Ισραήλ ή την κατάσταση της υγείας τους». Απαιτούσε αυτοί οι απεσταλμένοι να είναι «σχολαστικοί σε σχέση με το υλικό» που στέλνουν. Παρόμοια ο Γκόρντον έγραφε στους ανώτερούς του ότι «το κριτήριό μας πρέπει να είναι να φέρνουμε δημιουργικά στοιχεία εδώ». Μεταξύ των «ανεπιθύμητων στοιχείων», έφτιαξε μια λίστα ανθρώπων με καρδιακά προβλήματα, επιληψία και σύφιλη. Ένας καρδιοπαθής, για παράδειγμα, «είναι ανίκανος σχεδόν για κάθε εργασία εκτός από επιλεγμένες δουλειές που είναι σχεδόν αδύνατον να βρει κανείς εδώ» και έτσι «δεν θα έπρεπε να στέλνεται εδώ υπό οποιεσδήποτε συνθήκες». Σύμφωνα με τον Αλρόι, ο Γκόρντον «λακωνικά συνόψισε την προτιμώμενη πολιτική μετανάστευσης του σιωνιστικού κινήματος: απορρίψτε ή απελάστε τους άρρωστους μετανάστες, τους ανθρώπους που είναι ακατάλληλοι για δουλειά και μπορεί να γίνουν βάρος και βέβαια επιλέξτε τους γερούς, υγιείς μετανάστες που μπορούν να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες εδώ». «Ανθρώπινα ράκη» Το βιβλίο του Αλρόι είναι γεμάτο φράσεις ηγετών του σιωνιστικού κινήματος που σήμερα ακούγονται πολύ σκληρές. Το 1920 ο Μεναχέμ Ουσίσκιν διεμήνυε στη σιωνιστική ηγεσία στην Πολωνία ότι οι υποψήφιοι μετανάστες θα έπρεπε να ελέγχονται εξονυχιστικά για να διαβεβαιωθεί ότι «σωματικά υγιείς με την πλήρη έννοια της λέξης». «Οι αδύναμοι άνθρωποι που είναι άρρωστοι με νευρασθένειες, φυματίωση και άλλα πρόβληματα μάς έρχονται και δεν χρειάζεται να σας εξηγήσω την καταστροφή που τέτοια ανθρώπινα ράκη θα προκαλέσουν στον εβραϊσμό της Παλαιστίνης», πρόσθεσε, αναφερόμενος στην εβραϊκή κοινότητα που υπήρχε προτού φτιαχτεί το κράτος του Ισραήλ. «Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες πιονέροι θα έπρεπε να εξετάζονται επτά φορές προτού τους δώσετε άδεια εξόδου».
Οι μετανάστες θα έπρεπε επίσης «να είναι ψυχικά υγιείς – δηλαδή, θα έπρεπε να γνωρίζουν τον λόγο για τον οποίο ταξιδεύουν εδώ. Οι φοβιτσιάρηδες θα έπρεπε να μένουν σπίτι.» Το συμπέρασμά του ήταν ότι «ακόμη και το 1% να είναι κακό, θα χαλάσει πολλούς και από τους καλούς». Ο Βάιζμαν που ηγήθηκε αυτής της πολιτικής, δεν αρκούταν στις απλές οδηγίες προς τους συντρόφους του. Προσπαθούσε να πείσει τις βρετανικές αρχές να περιορίσουν τις εβραϊκές βίζες μετανάστευσης, παρόλο που αυτή ήταν «μια μοιραία στιγμή για τους Εβραίους της Ανατολικής Ευρώπης», γράφει ο Αλρόι. Το τίμημα το πλήρωσαν δεκάδες χιλιάδες Ουκρανοί Εβραίοι που δολοφονήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο Αλρόι εξεπλάγη με το γεγονός ότι αυτό το ζήτημα, «ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα στην ιστορία του σιωνιστικού κινήματος», έχει καταντήσει μια απλή υποσημείωση στα ισραηλινά βιβλία ιστορίας. Αντιμέτωποι με την επιλογή επιβίωσης χιλιάδων Εβραίων και του χτισίματος ενός έθνους, οι επικεφαλής του σιωνιστικού κινήματος πριν έναν αιώνα προτίμησαν το δεύτερο, μας λέει ο Αλρόι. Παρά βέβαια τις προσπάθειές τους να ελέγξουν τον τύπο του μετανάστη που του επιτρεπόταν να έρθει «Εβραίοι απ’ το περιθώριο της κοινωνίας» καταφέρναν να φτάσουν στη χώρα, προσθέτει ο Αλρόι. Όπως το έθεσε το 1920 ο Μεναχέμ Σέινκιν, επικεφαλής του τμήματος μετανάστευσης του Παγκόσμιου Σιωνιστικού Οργανισμού, σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν άνθρωποι «ανειλικρινείς, βίαιοι, άξεστοι και τεμπέληδες». Ο Σέινκιν πρόσθετε: «Τέτοιοι άνθρωποι κλέβουν πράγματα απ’ τους συντρόφους τους στο ταξίδι αλλά και αργότερα στα σπίτια των μεταναστών, όταν φτάνουν εδώ. Κάποιοι απ’ αυτούς πίνουν σαν μέθυσοι, επικαλούνται κάθε δικαιολογία για να μη δουλεύουν και ζητάνε ακόμη, χρησιμοποιώντας αναίσχυντες απειλές, κουβέρτες από το κοινοτικό ταμείο». Δύο άνθρωποι που προφανώς ανήκαν σε αυτή την ομάδα ατόμων ήταν η Μαλκά και η Χάνα, δύο αδερφές που έφτασαν το 1927 από την ελεύθερη πόλη του Ντάντζιγκ, το σημερινό Γκντανσκ της Πολωνίας. «Σήμερα είναι πόρνες και δίνονται στους Άραβες για λεφτά», έγραφε στους ανώτερούς του ο επικεφαλής του γραφείου μετανάστευσης της Χάϊφα. «Νομίζω ότι “πιονέροι” σαν και κι αυτές θα έπρεπε να απελαύνονται». Πηγή: https://www.haaretz.com/jewish/.premium.MAGAZINE-the-zionist-selection-the-movement-rejected-jewish-migrants-deemed-too-weak-or-sick-1.10422540?utm_source=mailchimp&utm_medium=content&utm_campaign=daily-brief&utm_content=829f0ff655
pite tipota gia roma ke amea