top of page
Writer's pictureJewish&IsraelStories

Για αυτούς τους Εβραίους Τιμωρούς, ο Πόλεμος ενάντια στο Φασισμό δεν τελείωσε το 1945.

Updated: Jan 18, 2021

Μια οργάνωση με το όνομα «Ομάδα 43» πολέμησε το φασισμό στους δρόμους της μεταπολεμικής Βρετανίας μεταξύ 1946 και 1950. Ένα νέο βιβλίο αφηγείται την εκπληκτική ιστορία τους. Του Adrian Hennigan, 25 Νοεμβρίου 2019.


Τα μέλη της «Ομάδας 43» Gerry Flamberg, μπροστά αριστερά, και Jonny Wimborne, μπροστά δεξιά, λίγα λεπτά μετά την αθώωσή τους για την απόπειρα δολοφονίας του φασίστα John Preen στο Λονδίνο στα τέλη της δεκαετίας του 1940.

Οι Tommy Gould και Gerry Flamberg ήταν ήρωες πολέμου. Ο Gould είχε αρπάξει μια βόμβα του εχθρού σφιχτά στο στήθος του για 40 ολόκληρα λεπτά καθώς βοηθούσε να αφαιρεθεί από το χτυπημένο υποβρύχιο στο οποίο υπηρετούσε (αργότερα τιμήθηκε με το Σταυρό της Βασίλισσας Βικτώρια για τις πράξεις του). Ο Flamberg, εντωμεταξύ, είχε πέσει με αλεξίπτωτο στο Arnhem, πυροβολήθηκε στον ώμο, απέκρυψε τον τραυματισμό του από τον επικεφαλής αξιωματικό του και συνέχισε με ένα χέρι για να βγάλει από τη μέση ένα γερμανικό τανκ σημαδεύοντας και πετυχαίνοντάς το με μια χειροβομβίδα.

Αυτοί οι Βρετανοί Εβραίοι είχαν πιστέψει ότι οι μέρες της μάχης ενάντια στο φασισμό είχαν τελειώσει όταν ο Χίτλερ νικήθηκε τον Μάη του 1945. Έκαναν λάθος. Οι δυο τους αποτέλεσαν ιδρυτικά μέλη μιας ελάχιστα γνωστής οργάνωσης κυρίως Εβραίων τιμωρών (ανδρών και γυναικών) των οποίων η αξιοθαύμαστη ιστορία εξιστορείται σε ένα νέο βιβλίο του Daniel Sonabend με τον τίτλο «Εμείς Πολεμάμε Φασίστες: Η ομάδα 43 και η ξεχασμένη μάχη τους για τη μεταπολεμική Βρετανία» (“We Fight Fascists: The 43 Group and Their Forgotten Battle for Post-war Britain”). Η ομάδα λειτούργησε από το 1946 έως το 1950 – μια εποχή που ο φασισμός δεν αντιμετωπιζόταν με ένα πληκτρολόγιο και έναν λογαριασμό στο Twitter αλλά με σιδερογροθιές, λεπίδες, σπασμένα κόκκαλα και αίμα. Ήταν μια εποχή όπου η απουσία πολιτικής πλατφόρμας σήμαινε να κάνεις πέρα σωματικά έναν πλήθος ανθρώπων (μεταξύ των οποίων και αστυνομικών) και να διώχνεις τους φασίστες από το βήμα δημόσιων εκδηλώσεων, κερδίζοντας καμιά φορά έναν ξυλοδαρμό ή και μια νύχτα στη φυλακή σαν ανταμοιβές για αυτές σου τις προσπάθειες.

Το βιβλίο-ντεμπούτο του Sonabend καταγράφει με έναν έξοχο τρόπο την αστραπιαία πρόοδο της Ομάδας 43 από απλή οργάνωση λίγων Εβραίων που πολέμησαν στον Β’ Παγκόσμιο και αντάλλαζαν κλωτσιές με τους φασίστες σε μάχες στο Ανατολικό Λονδίνο –την τότε ακόμα εστία του βρετανικού εβραϊσμού– σε μια απρόσμενα εξελιγμένη οργάνωση δύο χιλιάδων μελών που είχε αναπτύξει τμήματα παρακολούθησης και πληροφοριών.


Ο Άγγλος φασίστας ηγέτης Όσβαλντ Μόζλεϊ (Oswald Mosley) απευθύνεται σε ένα μεγάλο κοινό στο Ντάλστον του Λονδίνου την πρωτομαγιά του 1948. Keystone / Hulton Archive / Gett.

Οι Εβραίοι της Βρετανίας, φυσικά, ήξεραν από φασισμό και δεν χρειαζόταν να ψάξουν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο για να τον συναντήσουν. Η ακροδεξιά βρισκόταν έξω από την πόρτα τους. Τη δεκαετία του 1930 ο Όσβαλτ Μόζλεϊ και η Βρετανική Ένωση Φασιστών κατάφερε να συγκεντρώσει την υποστήριξη χιλιάδων (γνωστών και ως «μελανοχιτώνων», λόγω των στολών που φορούσαν) στις γεμάτες μίσος συγκεντρώσεις της στο Ανατολικό Λονδίνο.

Οι περισσότεροι φασίστες, συμπεριλαμβανόμενου του Μόζλεϊ, είχαν φυλακιστεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αλλά όταν απελευθερώθηκαν μετά το τέλος του πολέμου –και με τη νέα κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος να είναι αποφασισμένη να εξασφαλίσει ελευθερία του λόγου για όλους, όσο δηλητηριώδες και αν ήταν το μήνυμά τους, δεν πήρε και πολύ χρόνο για να επιστρέψουν στο δρόμο οι οπαδοί του Κόμματος του Βρετανικού Λαού, της Βρετανικής Ένωσης Απόστρατων και του Κόμματος της Ένωσης του Κινήματος. Προφανώς όλοι αυτοί χρησιμοποιούσαν ακόμα τη θλιβερά οικεία κωδικοποιημένη γλώσσα τους – «διεθνείς χρηματιστές», «Αμερικανοί τραπεζίτες», «ξένοι και κομμουνιστές» – για να δείξουν ποια ήταν η πηγή του προβλήματος της μετα-πολεμικής οικονομικής λιτότητας που είχε χτυπήσει τη Βρετανία.

Ωστόσο, πλέον η μεγαλύτερη διαφορά με την προηγούμενη δεκαετία ήταν ότι στη σκιά του Ολοκαυτώματος ένας μεγάλος αριθμός νεαρών Εβραίων είχαν γεμίσει οργή και δεν θα το ανέχονταν άλλο πια. Το 15% του αγγλικού εβραϊσμού είχε υπηρετήσει στον πόλεμο (σε σύγκριση με το 10% του γενικού πληθυσμού), γεγονός που συνέβαλε στο μαχητικό πνεύμα της Ομάδας 43. Όπως αφηγείται ένας από την Ομάδα 43 στο βιβλίο, ο Morris Beckman, η γενιά του είχε μια διαφορετική στάση για τα πράγματα από τη διάθεση «το-κεφάλι-κάτω-και-γρήγορα-στο-σπίτι-σου» της προηγούμενης γενιάς.


Τα μέλη της Ομάδας 43 Jules Konopinski, αριστερά, και Harry Kaufman στην παρουσίαση του βιβλίου «Εμείς Πολεμάμε Φασίστες» στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Ινστιτούτο Bishopsgate του Λονδίνου στις 20 Νοέμβρη 2019. Gabriella Sonabend.

Ο Sonabend συνοψίζει το κλίμα στην οργάνωση άψογα στο τελευταίο του κεφάλαιο γράφοντας: «Η Ομάδα 43 συνειδητοποίησε ότι για να ηττηθούν οι φασίστες έπρεπε να τους νικήσει στο δικό τους παιχνίδι και τους χτύπησε με διπλάσια δύναμη από ότι χτυπούσαν εκείνοι, και είχε μάλιστα ένα ηθικό κίνητρο να το κάνει… Το γνώριζαν ότι οι Βρετανοί φασίστες σηκώνανε το κεφάλι, ανοιγόταν το περιθώριο για μία μόνο ηθικά σωστή πράξη.»

Εμμονή. Θα ήταν δίκαιο να ειπωθεί ότι η Ομάδα 43 απέγινε κάτι σαν εμμονή για τον 31-ετών-σπουδαγμένο-στο-Κέμπριτζ Sonabend αφού πρωτάκουσε για την οργάνωση μόλις το 2012. Ο φίλος του Luke Brandon Field, που μπορεί να τον δει κανείς να παίζει έναν ηγέτη της Νεολαίας του Χίτλερ στη νέα ταινία του Taika Waititi με τον τίτλο «Jojo Rabbit», έβλεπε ένα ντοκιμαντέρ για τον Vidal Sassoon, τον εμβληματικό κομμωτή γνωστό για τα διάσημα κουρέματα του.

Εν τέλει, το όνομα Sassoon έγινε συνώνυμο των κουρεμάτων και των στιλάτων μανικιούρ των σελέμπριτιζ όλου του κόσμου, αλλά πέραν αυτού ήταν και ένας σκληροτράχηλος Εβραίος που είχε περάσει τα πρώτα του χρόνια ως παιδί σε ένα εβραϊκό νεκροταφείο. Και, ακόμη, ήταν μέλος της Ομάδας 43 (και αργότερα της οργάνωσης Παλμάχ κατά τη διάρκεια του πρώτου Πολέμου της Ανεξαρτησίας του κράτους του Ισραήλ το 1948) και δεν είχε αντίρρηση βέβαια να κουβαλάει μαζί του τα εργαλεία του επαγγέλματός του στις διαδηλώσεις. Και, όχι, δεν κουβαλούσε χτένες. Έκπληκτος που αυτός και οι Εβραίοι φίλοι του δεν είχαν ακούσει ξανά για την ομάδα αυτή, ο Sonabend ξεκίνησε να διορθώσει αυτό που έβλεπε σαν μια άδικη παράλειψη από την αγγλο-εβραϊκή ιστορία. Ανέβασε μια δημοσίευση στη λονδρέζικη εβραϊκή εφημερίδα Jewish Chronicle, ζητώντας λοιπόν από τα μέλη της Ομάδας να επικοινωνήσουν μαζί του και έτσι ξεκίνησε αυτό το ταξίδι που του πήρε επτά χρόνια. Σε μια τηλεφωνική του συνέντευξη με την εφημερίδα Haaretz, μας λέει ότι το 80 με 90% των μελών της Ομάδας είχε ήδη πεθάνει την εποχή που ξεκίνησε την έρευνά του, αλλά τα μέλη που ζούσανε ακόμα, ήταν πρόθυμα να του μιλήσουν για τις περιπέτειές τους –παρόλο που, αν και άνω των 70 ετών, κάποιοι αρνούνταν ακόμα και σήμερα να αποκαλύψουν με λεπτομέρεια τις δράσεις της οργάνωσης.

Ο Sonabend αρχικά είδε την ιστορία σαν ένα σενάριο μιας πιθανής τηλεοπτικής σειράς. Δούλεψε μαζί με τους παραγωγούς του εποχικού γκανγκστερικού δράματος «Peaky Blinders» και έναν από τους σεναριογράφους της επικής πολεμικής σειράς «Band of Brothers» για να πετύχει μια συμφωνία για μια σειρά έξι επεισοδίων με το BBC και το NBC το 2015. Το υπο συζήτηση σόου «Η (ομάδα) 43» δεν κατάφερε όμως ποτέ να φτάσει στη φάση των γυρισμάτων (πιθανόν γιατί ακουγόταν σαν μια πιο φτηνή εκδοχή της σειράς «Οι 100»). Συμπτωματικά, όμως, το BBC δουλεύει πλέον ένα διαφορετικό πρότζεκτ με τον τίτλο «Ridley Road» που βασίζεται σε μια ρομαντική νουβέλα του Jo Bloom γύρω από τους τιμωρούς των δρόμων που μάχονταν τους φασίστες την εποχή της βρετανικής αντικουλτούρας των Swinging Sixties, εμπνευσμένο από την Ομάδα 62, μια εβραϊκή οργάνωση που διαδέχθηκε την Ομάδα 43 (πείτε ό,τι θέλετε για τους Βρετανούς αντιφασίστες, αλλά ξεκάθαρα δεν χάνουν τον πολύτιμο χρόνο τους για να σκεφτούν εμβληματικά ονόματα ομάδων). Χωρίς να χάσει το κουράγιο του και ακόμα αποφασισμένος να κάνει την ομάδα γνωστή σε όλους, το 2016 ο Sonabend ξεκίνησε να δουλεύει το βιβλίο του «We Fight Fascists», το οποίο πέραν του ότι έχει έναν εξαίσιο τίτλο, ακούγεται και σαν το καλύτερο τραγούδι που έβγαλαν ποτέ οι Clash.

Η εφημερίδα «Σε Επιφυλακή» (On Guard), της Ομάδας 43, το τεύχος Φεβρουαρίου του 1949: μια διαδήλωση έξω από το δημαρχείο του Kensington, όπου ο Όσβαλντ Μόζλεϊ μίλησε στους φασίστες υποστηρικτές του. Η συνάντηση διακόπηκε από δακρυγόνα. Courtesy of Daniel Sonabend.

Κότσια και Θράσος (chutzpah). Ο Sonabend άλωσε τα Εθνικά Αρχεία του Λονδίνου και πραγματοποίησε παράλληλα μια ντουζίνα συνεντεύξεις με μέλη της ομάδας, προσπαθώντας να φωτίσει αυτή την εσκεμμένα σκιώδη οργάνωση. Μία αρκετά χρήσιμη πηγή πληροφοριών ήταν το αρχείο της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου γιατί εκεί «μπορούσες να δεις το αρχείο συλλήψεων της Ομάδας 43 και τι έκαναν ακριβώς στους δρόμους», μας λέει ο συγγραφέας. Τι έκαναν ακριβώς στους δρόμους; Χάος, για να το πούμε με μία λέξη. Αν συνέβαινε φασιστική συγκέντρωση σε ένα δρόμο του Λονδίνου, τα μέλη της Ομάδας 43 θα βρίσκονταν μάλλον εκεί, παρενοχλώντας την και διακόπτοντάς την με τα σώματά τους. Αν κάποιος υψηλού κύρους φασίστας όπως ο Μόζλεϊ ή το Τζέφρι Χαμ (Jeffrey Hamm) διοργάνωνε ομιλία σε κάποια αίθουσα, η Ομάδα 43 θα έμπαινε μέσα πετώντας δακρυγόνα ή βόμβες καπνού, αναγκάζοντας τους φασίστες να εγκαταλείψουν την ομιλία. Για τον Sonabend, η μεγαλύτερη έκπληξη αυτής της έρευνας ήταν «η τόλμη αυτών που έκανε η Ομάδα 43 – τα κόλπα που έκαναν, το επίπεδο των τεχνασμάτων που επεξεργάζονταν. Είχαν μεγάλα κότσια και πολύ θράσος και συχνά ένιωθα δέος ή γελούσα όταν άκουγα μια νέα ιστορία για αυτούς».


Η εφημερίδα «Σε Επιφυλακή» (On Guard) της Ομάδας 43 δείχνει τον φασίστα Victor Burgess στο σταθμό Earls Court του Λονδίνου. Ο άνθρωπος που χαιρετάει φασιστικά στο τέρμα δεξιά της φωτογραφίας είναι ο κατάσκοπος της Ομάδας 43 James Cotter. Courtesy of Daniel Sonabend.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των παραπάνω στο βιβλίο είναι η ιστορία του πως η Ομάδα 43 κατάφερε να φυτέψει έναν Εβραίο που έμοιαζε με Άριο –με κωδικό όνομα Ben– μέσα στις φασιστικές ομάδες. Η διείσδυσή του ήταν τόσο πετυχημένη που σύντομα ενσωματώθηκε στη συνοδεία του Μόζλεϊ και συμμετείχε σε πολυάριθμες σημαντικές συναντήσεις των φασιστών. «Αν ο Μόζλεϊ έξυνε τη μύτη του, θα το ήξερα μετά από μια μία ώρα», λέει ο χειριστής του Ben στον Sonabend.

Ένα από αυτά που σου μένουν από το «Εμείς Πολεμάμε Φασίστες» είναι το πόσο βίαιες ήταν στην πραγματικότητα οι μάχες με τους φασίστες. Το Ανατολικό Λονδίνο ήταν μια πάμφτωχη περιοχή όπου οι άνδρες ήταν άνδρες και το ίδιο συνέβαινε και με τις γυναίκες, πολλές δεκαετίες πριν καν επινοηθεί ο όρος «εξευγενισμός» (gentrification). Ο Sonabend επισημαίνει ότι ιστορικά οι Εβραίοι της περιοχής έπρεπε να σκληραγωγηθούν για να επιβιώσουν. «Στον πρώιμο 20 ό αιώνα οι καλύτεροι μποξέρ της Βρετανίας ήταν Εβραίοι, υπήρχαν Εβραίοι παλαιστές και δάσκαλοι πολεμικών τεχνών – έπρεπε να είναι σκληροί, δεν είχαν άλλη επιλογή», μας λέει.

Σε μια ανταλλαγή μέσω emails αργότερα, ρώτησα τον Sonabend για τις βίαιες διαδηλώσεις και αν τα μέλη της Ομάδας 43 φοβήθηκαν ποτέ ότι τα πράγματα θα έβγαιναν εκτός ελέγχου. «Προφανώς! Φοβούνταν τόσο για τη δική τους ζωή όσο και μήπως σκοτώσουν κάποιον φασίστα», μου απάντησε. «Νομίζω ότι η ομάδα είχε υπόψη της πόσο πρόβλημα θα ήταν, αν αρχίζανε να σκοτώνουν φασίστες –οπότε αν κάποιος έμοιαζε να το πηγαίνει παραπέρα, οι σύντροφοί του συνήθως θα τον τραβούσαν πίσω». Πρόσθεσε ότι οι συζητήσεις μεταξύ κάποιων μελών γύρω από μια πιθανή δολοφονία του Μόζλεϊ γίνονταν με απόλυτη σοβαρότητα. «Όσο για το αν φοβούνται μήπως τους σκοτώσουν οι φασίστες, σίγουρα ναι – και πολλοί είπαν ότι ήταν θαύμα που ποτέ δεν συνέβη», προσθέτει ο Sonabend.

Επαναστάτες με Αιτία. Υπάρχουν δύο ζώνες μάχης στο «Εμείς Πολεμάμε Φασίστες»: η προφανής είναι ανάμεσα στους φασίστες και τους αντιφασίστες. Η λιγότερο επιφανής ήταν ανάμεσα στην Ομάδα 43 και το εβραϊκό κατεστημένο, όπως εκφραζόταν μέσα από το Συμβούλιο των Βουλευτών των Βρετανών Εβραίων. Αναμενόμενα, μάλλον, οι τελευταίοι δεν ενέκριναν ποτέ τις μεθόδους της ομάδας, φοβούμενοι ότι θα προκληθεί περαιτέρω βία ενάντια στην εβραϊκή κοινότητα, θα σπιλωθεί η φήμη της και θα συγκεντρώσει μια αχρείαστη προσοχή όλων στη Βρετανία πάνω της.

Ο Sonabend λέει ότι τα μέλη της Ομάδας 43 είχαν πλήρη συνείδηση της αποδοκιμασίας των πράξεών τους από το εβραϊκό κατεστημένο (και την αστυνομία), αλλά που και που είχαν υποστήριξη, κάποιες φορές μυστική, από μέσα από την εβραϊκή κοινότητα – συμπεριλαμβανόμενης της οικονομικής βοήθειας από έναν αριθμό πλούσιων Εβραίων επιχειρηματιών. «Πάνω από όλα», λέει ο συγγραφέας, «τα μέλη γνώριζαν ότι κάνουν κάτι σωστό, οπότε το ζήτημα του αν θα έχουν υποστήριξη ή όχι, θεωρούταν σχεδόν άσχετο».

Με έναν τρόπο, λέω στον Sonabend, ότι η Ομάδα 43 ήταν ντε φάκτο περίπου «ένα εβραϊκό στρατιωτικό σώμα», μια εβραϊκή ένωση αδελφών. Μου απάντησε ότι «πολλοί από αυτούς μπορεί να υπηρέτησαν στις ταξιαρχίες τους στον πόλεμο μαζί με έναν ή το πολύ δύο Εβραίους. Οπότε ναι το ότι πολέμησαν όλοι μαζί ως Εβραίοι πρέπει να ήταν μια πηγή τεράστιας περηφάνιας». «Ήταν αρκετά συνειδητοποιημένοι πως αποτελούσαν ένα κομμάτι μιας νέας γενιάς Εβραίων. Η ιστορία της Εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας τους είχε εμπνεύσει. Και όταν το Ισραήλ θριάμβευσε το 1949, ήταν επίσης ένα γεγονός έμπνευσης. Για ένα μεγάλο μέρος του εβραϊκού κόσμου, αυτό τους έκανε να νιώθουν ότι μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους». Ωστόσο, όταν λέω στον Sonabend ότι η διάθεση του εβραϊκού κατεστημένου για «σκυμμένα κεφάλια» στην κοινότητα, μοιάζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα στη Βρετανία – με τη δειλή προσέγγιση τους σε μεγάλη αντίθεση με τους Εβραίους της Αμερικής ας πούμε που τοποθετούνται στην εμπροσθοφυλακή του αμερικανικού κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων – διαφωνεί αρκετά.


Ο Daniel Sonabend στην παρουσίαση του βιβλίου «Εμείς Πολεμάμε Φασίστες» στο Ηνωμένο Βασίλειο, στο Ινστιτούτο Bishopsgate του Λονδίνου στις 20 Νοέμβρη 2019. Gabriella Sonabend.

«Ένα από τα αυτά για τα οποία η Ομάδα 43 επιχειρηματολόγησε ήταν η ανάγκη της εβραϊκής κοινότητας να αναπτύξει μια δική της οργάνωση κοινοτικής άμυνας – κάτι με το οποίο απέρριπτε σφόδρα το Συμβούλιο των Βουλευτών, γιατί φοβόταν ότι θα έκανε την εβραϊκή κοινότητα να ξεχωρίσει με αρνητικό τρόπο ως κάτι διαφορετικό», λέει ο Sonabend. Σήμερα, προσθέτει, οι Εβραίοι της Βρετανίας έχουν τη δική τους τέτοια οργάνωση επισήμως, την Community Secutiry Trust (CST), «η οποία ιδρύθηκε από μέλη της Ομάδας 62. Οπότε δεν νομίζω ότι κυριαρχεί η στάση των ‘σκυμμένων κεφαλιών’ σήμερα στη Βρετανία».

Η κουβέντα για το σήμερα μας φέρνει πίσω στο αρχικό σημείο του Sonabend στη συζήτησή μας, το οποίο είναι ότι ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός πια από ότι ήταν όταν άκουσε για πρώτη φορά για την Ομάδα 43, πίσω στο 2012. «Αυτή ήταν μια εποχή που η ακροδεξιά πολιτική έμοιαζε σε μια ασφαλή απόσταση – πολύ πριν την άνοδο του αλτ-ράιτ, της τοξικής ξενοφοβίας που προκάλεσε το δημοψήφισμα του Brexit και την άνοδο του Τραμπ και των μιμητών του», μου λέει. Η ιστορία αυτή «μου έμοιαζε σαν ένα ιστορικό κομμάτι. Αλλά όσο περισσότερο δούλευα πάνω της, έμοιαζε όλο και πιο τρομακτικά σχετική με το σήμερα». Για τον Sonabend που έχει πλήρη συνείδηση ότι μπορεί το βιβλίο του να θεωρηθεί ότι προωθεί τη βία και τη δημαγωγία, το «Εμείς Πολεμάμε Φασίστες» ωστόσο παραμένει μια ιστορία με ένα μήνυμα για το σήμερα. «Ως ιστορικός», μου λέει, «αυτό που ήθελα πραγματικά να δείξω ήταν το να ακούσουμε τα μαθήματα του παρελθόντος». Η Ομάδα 43 είχε στη σύνθεσή της άνδρες και γυναίκες που είδαν από πρώτο χέρι την καταστροφή που ακολουθεί όταν οι φασίστες και οι Ναζί κρατούν τα ηνία της εξουσίας. Και όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους και άκουσαν ανθρώπους να ενστερνίζονται τις ίδιες αυτές ιδεολογίες, η απάντησή τους ήταν να πάρουν τους δρόμους. Ίσως αυτό να είναι κάτι στο οποίο πρέπει να δώσουμε προσοχή».

Adrian Hennigan, Αρθρογράφος στη Haaretz.

213 views0 comments

Comments


bottom of page