top of page
  • Writer's pictureJewish&IsraelStories

Για να κατανοήσουμε τα Γκέτο της Αμερικής πρέπει να ξεκινήσουμε με τα εβραϊκά.

Updated: Jan 18, 2021

Ο κοινωνιολόγος Mitchell Duneier γράφει για την ιστορία της ζωής των μαύρων στις πόλεις της Αμερικής, δείχνοντας ότι τα προ-νεωτερικά εβραϊκά γκέτο ήταν σύνθετοι τόποι μέσα στους οποίους οι Εβραίοι υπέφεραν αλλά και άκμαζαν.

Raphael Magarik, 1η Αυγούστου 2016.

Διαδηλωτές στην 125η οδό, κοντά στην Έβδομη Λεωφόρο, κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Χάρλεμ το 1964. Dick DeMarsico, New York World Telegraph & Sun / Wikimedia Commons.

«Γκέτο: η Εφεύρεση ενός Τόπου, η Ιστορία μιας Ιδέας», του Mitchell Duneier, Farrar, Straus & Giroux, 292 σελίδες, $28.

Φέτος συμπληρώνονται 500 χρόνια από την ίδρυση του Γκέτο της Βενετίας, στο οποίο οι Εβραίοι της πόλης αναγκάστηκαν να ζήσουν για 300 σχεδόν χρόνια. Όσοι συνδέουν τη λέξη «γκέτο» με την εξέγερση ενάντια στους Ναζί στη Βαρσοβία ή τις ταραχές του Χάρλεμ το 1964, μπορεί να παραξενευτούν με το ότι αυτή η επέτειος γιορτάζεται σήμερα. Ο εορτασμός της επετείου συμπεριλάμβανε μια συναυλία στην όπερα της March at La Fenice, ένα promo βίντεο στο οποίο συνθήματα όπως «βαθιές πολιτισμικές ρίζες» και «μοναδική κληρονομιά» προβάλλονταν πάνω στις εικόνες της Συναγωγής Canton της Βενετίας, καθώς και η πρώτη θεατρική εκτέλεση του «Έμπορου της Βενετίας» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ στο γκέτο. Γιατί –θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς– μνημονεύει η Βενετία τη δημιουργία ενός γκέτο, αντί για τη χειραφέτησή της από τον Ναπολέοντα, του οποίου η δισεκατονταετηρίδα πέρασε το 1997 με πολύ λιγότερες φανφάρες;

Το νέο, πλούσιο βιβλίο του κοινωνιολόγου του Πρίνστον Mitchell Duneier «Γκέτο: η Εφεύρεση ενός Τόπου, η Ιστορία μιας Ιδέας», παρόλο που εστιάζει κυρίως στα αφρο-αμερικάνικα γκέτο των Η.Π.Α., απαντά σε αυτό το ερώτημα σχετικά με τη Βενετία. Ο Duneier γράφει για την ιστορία της ζωής των μαύρων στις αμερικάνικες πόλεις, δείχνοντας ότι τα προ-νεωτερικά εβραϊκά γκέτο ήταν σύνθετοι τόποι μέσα στους οποίους οι Εβραίοι υπέφεραν αλλά και άκμαζαν, τόποι που διέφεραν σημαντικά τόσο από τους ναζιστικούς όσο και τους αμερικάνικους που κληρονόμησαν το όνομά τους. Αυτή η διάκριση συνιστά ένα από τα κεντρικά σημεία του βιβλίου – ότι «το γκέτο είναι ένα διαγενεακό φαινόμενο» σε τέτοιο βαθμό που «χάνεται η ουσία του, όταν η μεγαλύτερη ιστορία της γκετοποίησης ξεθωριάζει». Ο Duneier αφηγείται αυτή τη μεγαλύτερη ιστορία μέσα από τα πορτρέτα των μαύρων ακαδημαϊκών του γκέτο, τοποθετώντας τον καθένα τους στο πλαίσιο μιας ιστορικής στιγμής της κάθε πόλης: το Σικάγο του 1944, για παράδειγμα, ή το Χάρλεμ του 2004.

Ο Duneier ισχυρίζεται ότι το «γκέτο» δεν θα έπρεπε να είναι ένας εναλλάξιμος όρος για τις αστικές περιοχές χαμηλού εισοδήματος. Αντί αυτού, ακολουθώντας τα ίχνη πολλών από τους μαύρους κοινωνιολόγους και ακτιβιστές, τις ιστορίες των οποίων αφηγείται, μας δίνει τον όρο αυτόν όπως ακριβώς εμφανίζεται και χρησιμοποιείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, για να υποδηλώσει δηλαδή καλύτερα «έναν τόπο διεισδυτικού ελέγχου εις βάρος των φτωχών μαύρων». Το βιβλίο του δεν είναι οξύ ή ακόμη και εριστικό. Παρόλα αυτά, η αφήγησή του επανειλημμένα δίνει έμφαση στις αποτυχίες των απολίτικων και μη-ιστορικών κοινωνικών επιστημών που διαμόρφωσαν τόσο τις κυβερνητικές όσο και τις μη-κερδοσκοπικές πολιτικές των πόλεων στη σύγχρονη Αμερική. Ενώ το βιβλίο τιμάει τους θριάμβους των κοινωνικών επιστημών, δείχνει επίσης πως κάποιοι κοινωνικοί επιστήμονες αφέθηκαν στους αριθμούς και τα νούμερα και αγνόησαν τις ζόρικες φυλετικές ιστορίες, παράγοντας πολύ βολικές και βιαστικές λύσεις για τη φτώχεια των μαύρων.

Επιπλέον, η κοινωνιολογία που τσουβαλιάζει τα μαύρα γκέτο μαζί με άλλες χαμηλού εισοδήματος κοινότητες δεν μπορεί να εξηγήσει τον μακρόχρονο, εδραιωμένο αμερικάνικο ρατσισμό και τον συγκεκριμένο αντίκτυπο που είχε στην ζωή των μαύρων στις πόλεις. Η αναλυτική ιστορία του Duneier γύρω από τις ιδέες, τις πόλεις, τις πολιτικές και τους ακαδημαϊκούς προσφέρει μια συμπαγή εναλλακτική πολιτικά και ιστορικά στον τύπο των ψευδο-αντικειμενικών, πολιτικά τυφλών κοινωνικών επιστημών που έγιναν διάσημες με τον Michael Bloomberg, τον Bill Gates, τον Arne Duncan και άλλους από την ελίτ αυτών που διαμορφώνουν τις πολιτικές.

Προ-νεωτερικά Vs ναζιστικά γκέτο. Η κατανόηση του μαύρου γκέτο ξεκινά με τους Εβραίους. Ο Duneier ισχυρίζεται ότι λανθασμένα σήμερα θεωρούμε τα προ-νεωτερικά γκέτο (όπως της Βενετίας) παρόμοια με τα ναζιστικά. Εν μέρει, αυτή η σύγχυση αντανακλά μάλιστα τη ναζιστική προπαγάνδα. Ο Χίτλερ «πλαισίωνε το γκέτο του με μια συνηθισμένη από παλιά, λειτουργική διαδικασία» ελπίζοντας ότι, προσποιούμενος κάποια ιστορική συνέχεια με το παρελθόν, θα κατάφερνε να αμβλύνει τη διεθνή κριτική εις βάρος του. Στην πραγματικότητα, περιορίζοντας τη ζωή των ανθρώπων σε έναν χώρο που αυτοί θα ζούσανε με βάση τη φυλή τους αντί για τη θρησκεία τους, τα ναζιστικά γκέτο διαφοροποιήθηκαν ριζικά από τους προ-νεωτερικούς και τους πρώιμους νεωτερικούς εβραϊκούς θύλακες. Οι Εβραίοι που ζούσανε στα ναζιστικά γκέτο δεν μπορούσαν να προσηλυτιστούν και να βγούνε από τα γκέτο, όπως μπορούσαν στην προ-νεωτερική Ευρώπη. Οι Ναζί επιχείρησαν να εξαφανίσουν το εμπόριο μεταξύ Εβραίων και μη, ενώ τα πρώιμα νεωτερικά γκέτο υπήρχαν σε μεγάλο βαθμό για να διευκολύνουν την εβραϊκή εμπλοκή στη χριστιανική οικονομία, ενώ παράλληλα ελέγχανε τη θρησκευτική απειλή που υποτίθεται αναπαριστούσε ο Ιουδαϊσμός. Τα ναζιστικά γκέτο, συχνά τόποι εκτελέσεων, ξυλοδαρμών και δολοφονιών αποτελούσαν μέρος μια διαδικασίας εξόντωσης. Αυτή η βία διέφερε κατηγορικά από τα σποραδικά πογκρόμ του προ-νεωτερικού αντισημιτισμού.


Ναζί αξιωματικοί συνομιλούν με Εβραίους στο γκέτο της Βαρσοβίας στην Πολωνία το 1943. Μια έρευνα του Associated Press ανακάλυψε ότι δεκάδες ύποπτοι Ναζί εγκληματίες πολέμου είχαν συγκεντρώσει εκατομμύρια δολάρια μέσω πληρωμών από την Κοινωνική Ασφάλιση. AP.

Κατά τραγική ειρωνεία, η ιδέα ότι τα ναζιστικά γκέτο αποτελούσαν συνέχεια των προ-νεωτερικών, επιβίωσε μεταξύ πολλών άξιων μετα-πολεμικών ιστορικών (και πολλών Εβραίων!). Οι σύγχρονοι ιστορικοί συχνά το έβρισκαν βολικό να συνδυάζουν τα προ-νεωτερικά και τα ναζιστικά γκέτο επειδή επιβεβαίωνε τη σκληρή τους κριτική για τον προ-νεωτερικό χριστιανισμό. Φυσικά, για να κατανοήσουμε τον εορτασμό της επετείου των 500 χρόνων από το γκέτο της Βενετίας, θα χρειαζόταν να ξεχάσουμε όσα μάθαμε για αυτή την ιστορία και να ξεμπλέξουμε τα προ-νεωτερικά από τα ναζιστικά γκέτο. Είναι βέβαιο ότι οι Εβραίοι της Βενετίας αντιμετώπισαν βαρείς φόρους και σποραδική βία, αλλά το γκέτο επίσης φιλοξενούσε ένα μίγμα Ισπανών, Γερμανών, Ιταλών και Λεβαντίνων Εβραίων (καθώς και μια συναγωγή για κάθε μία από αυτές τις κοινότητες), υποστήριζε μια μακρά εβραϊκή παράδοση και έκανε και κάποιους Εβραίους αρκετά πλούσιους.

Για να κατανοήσουμε γιατί οι μαύροι ακαδημαϊκοί στις Ηνωμένες Πολιτείες υιοθέτησαν τον όρο «γκέτο» για να περιγράψουν τις δικές τους κοινότητες, επίσης απαιτεί να ξεμπλέξουμε τα πράγματα με έναν αντίστοιχο τρόπο. Ο Duneier δείχνει πως η χρήση του όρου «γκέτο», για να μιλήσουν για τις μαύρες γειτονιές, συνέβη στις αρχές της δεκαετίας του 1940 για δύο λόγους. Πρώτον, κάποιοι Αφρο-Αμερικάνοι επισκέφτηκαν την Ευρώπη μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν πολλοί μαύροι άνδρες στρατολογήθηκαν και ταξίδεψαν στη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία, και εκεί συχνά συγκρίνανε τον αμερικάνικο ρατσισμό με τις εμπειρίες των ευρωπαϊκών μειονοτήτων. Δεύτερον –και πιο εύστοχο – ο Duneier δείχνει πως οι μαύροι ακαδημαϊκοί της δεκαετίας του 1940 επικαλέστηκαν το «γκέτο» ανταποκρινόμενοι «στο ενδιαφέρον που προκάλεσε η ναζιστική μεταχείριση των Εβραίων στην Ευρώπη». Οι μαύροι συγγραφείς ανέσυραν την αναλογία μεταξύ των δύο ειδών γκέτο και συγκεκριμένα του τρόμου των βαναυσοτήτων των Ναζί στη Βαρσοβία για να αφυπνίσουν τους λευκούς Αμερικάνους από τη φυλετική τους απάθεια.

Επιπλέον, οι μαύροι συγγραφείς επικαλέστηκαν τα γκέτο για να διαφοροποιήσουν τις δικές τους γειτονιές από αυτές των φτωχών, λευκών μεταναστών. Σε ένα κεφάλαιό του, ο Duneier εστιάζει στον Horace Cayton, ο οποίος ήταν ένας σπουδαστής της κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, όπου και βοήθησε στην επίβλεψη ενός μαζικού πλάνου έρευνας για τη ζωή των μαύρων στη Νότια Πλευρά του Σικάγο. Το κοινωνιολογικό αριστούργημα του Cayton και του συνεργάτη του, St. Clair Drake, το 1945, με τον τίτλο «Μαύρη Μητρόπολη» [“Black Metropolis”], βασίστηκε πάνω σε αυτό το αρχείο και στην πραγματικότητα αποκηρύσσει την διάσημη Σχολή κοινωνιολογίας του Σικάγο, η οποία πίστευε ότι οι γειτονιές αναδύονται μέσα από «φυσικές δυνάμεις», ανεξαρτήτως κοινωνικής πολιτικής. Αυτή η Σχολή ερμήνευε τους μαύρους θύλακες ως βασικά παρόμοιους με τις φτωχές «ζώνες μετάβασης» μέσα από τις οποίες περνούσαν οι φτωχοί Ευρωπαίοι μετανάστες στο Σικάγο προτού γίνουν οι ίδιοι μεσαία τάξη. Αυτές οι ζώνες είχαν σχηματιστεί με έναν λογικό τρόπο και παρόλο που μέσα τους ευδοκίμησαν το έγκλημα και η ασθένεια, η κατοικία σε αυτές ήταν αυστηρά προσωρινή. Για τη Σχολή του Σικάγο, η φυλή ήταν τυχαίος παράγοντας.

Αντιθέτως, η «Μαύρη Μητρόπολη» χρησιμοποιούσε τον όρο του «γκέτο» επειδή οι Cayton και Drake έδιναν έμφαση στον ρόλο του ρατσισμού: οι μαύροι ήταν φτωχοί επειδή τους αρνούνταν την πρόσβαση σε καλές δουλειές, και ζούσανε σε υπερ-πληθή γκέτο λόγω των διακρίσεων στη στέγαση. Συχνά αυτή η πολιτική έπαιρνε τον χαρακτήρα των «περιοριστικών συμφώνων»: ιδιωτικών συμφωνιών εντός των περιοχών που ήταν κατοικημένες από λευκούς ώστε να μην πουλάνε τις περιουσίες τους σε μαύρους. Η «Μαύρη Μητρόπολη» λοιπόν χρησιμοποίησε μεγάλο όγκο καλοδουλεμένης κοινωνιολογικής εργασίας για να δείξει πως τα μαύρα γκέτο διέφεραν από τις άλλες φτωχογειτονιές του Σικάγο. Δυστυχώς, το έργο των Cayton και Drake αγνοήθηκε σε μεγάλο βαθμό στην μεταπολεμική λευκή Αμερική. Έναν χρόνο πριν το εκδώσουν, ο Σουηδός οικονομολόγος Gunnar Myrdal, χρηματοδοτούμενος από το Carnegie Corporation, εξέδωσε το «Ένα αμερικάνικο δίλημμα: το Πρόβλημα του Νέγρου και η Σύγχρονη Δημοκρατία», ένα μπεστ σέλερ που κυριάρχησε στη δημόσια συζήτηση γύρω από το ζήτημα της φυλής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Myrdal κατανοούσε τη λευκή προκατάληψη σαν αντίδραση στις δυσάρεστες συνθήκες της μαύρης φτώχειας και παραγνώρισε τη σημασία των «συμφώνων» και των υπόλοιπων μορφών διακρίσεων στον Βορρά. Δυστυχώς το μπλόκμπάστερ του, επισκίασε τη «Μαύρη Μητρόπολη».

Η μελαγχολία που στοιχειώνει. Ο Cayton το 1944 στο Σικάγο είναι απλά μία από τις ιστορίες του Duneier που μελετήθηκαν με μεγάλη λεπτομέρεια και γράφτηκαν στο βιβλίο με καθαρή πρόζα και αφήγηση που ρέει. (Το μόνο που λείπει σε αυτό το βιβλίο είναι μια εισαγωγή ∙ ο Duneier είναι τόσο αφοσιωμένος στην ιστορική του αφήγηση που απαιτεί σοβαρή σκέψη για να αντιληφθείς τα βασικά του επιχειρήματα). Μαζί με αυτό το κεφάλαιο για τον Cayton, ο Duneier αφιερώνει άλλα στους Kenneth και Mami Clark, που υπήρξαν πρωτοπόροι στην ψυχολογική εργασία γύρω από την φυλετική προκατάληψη στο Χάρλεμ των μέσων του εικοστού αιώνα, μια εργασία που χρησιμοποιήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο για την κατάργηση του φυλετικού διαχωρισμού στα σχολεία στην υπόθεση Brown εναντίον Συμβουλίου Εκπαίδευσης ∙ στον William Julius Wilson, του οποίου η αμφιλεγόμενη θεωρία του ότι η μαύρη μεσαία τάξη, εγκαταλείποντας τις μαύρες γειτονιές σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Σικάγο, παρήγαγε ιστορικά ένα νέο γκέτο σε συνθήκη κατάθλιψης, αναγνώστηκε συχνά τόσο λάθος που ακόμη και ο Ρόναλντ Ρίγκαν προσπάθησε να προσλάβει τον Wilson προς απογοήτευσή του συγγραφέα ∙ και στον Geoffrey Canada, τον επιχειρηματία με τον κοινωνικό προσανατολισμό που ήταν υπεύθυνος για τη δημιουργία της Ζώνης των Παιδιών του Χάρλεμ, ένα μεγάλο εγχείρημα που γύρευε να βοηθήσει τα παιδιά ώστε να αποφύγουν τον κύκλο της φτώχειας. Πολυάριθμες ακόμα μορφές στριμώχνονται στις σελίδες του «Γκέτο» του Duneier.

Ενώ το βιβλίο τιμάει τις εξαιρετικές μελέτες περί πόλεων, ιδιαίτερα αυτές των μαύρων στοχαστών, η μελαγχολία που στοιχειώνει την ιστορία του Cayton παραμένει μέχρι και σήμερα. Η πίστη του Myrdal στην «Αμερικάνικη Απληστία» με «την ελευθερία, την ισότητα, τη δικαιοσύνη και τις ίσες ευκαιρίες για όλους» πάντοτε ήταν πιο διάσημη από την κριτική εξέταση των ρατσιστικών νόμων και θεσμών. Μπορείς να ακούσεις τους κληρονόμους του Myrdal σήμερα να επιμένουν, απαντώντας στις διαδηλώσεις του Black Lives Matter απέναντι στην αστυνομική βία, λέγοντας πως «Όλες οι ζωές έχουν σημασία» [“All Lives Matter”]. Με αυτό το σύνθημα, οι λευκοί αρνούνται να αντιπαρατεθούν στον πολύ συγκεκριμένο και καλά-ριζωμένο αμερικάνικο ρατσισμό.


Η περιοχή του εβραϊκού γκέτο της Βενετίας το 2013. AP / Michelle Locke.

Επιπλέον, η οπτιμιστική αντίληψη ότι οι ποσοτικές κοινωνικές επιστήμες θα βοηθήσουν να λυθούν τα βαθιά και ιστορικά ριζωμένα προβλήματα υποστηρίζεται από το κίνημα μεταρρύθμισης της εκπαίδευσης, ίσως την πιο γνωστή πρωτοβουλία πολιτικής ανάπτυξης των πόλεων στην Αμερική. (Για να είμαστε ξεκάθαροι, ο Duneier δεν αποστρέφεται τις ποσοτικές μεθόδους εν γένει ∙ το πρόβλημα δημιουργείται όταν οι κοινωνικοί επιστήμονες αγνοούν τον παράγοντα της φυλής και φαντάζονται ότι μπορούν να απομονώσουν τις μεταβλητές που θα βγάλουν τους μαύρους από τη φτώχεια.) Το κεφάλαιο του Duneier για τον Canada εκθέτει αρκετά καλά τους κινδύνους της εκτεταμένης εμπλοκής των δωρητών στα δημόσια σχολεία, την απάτη των ουτοπικών εκπαιδευτικών πειραμάτων που αποπειρώνται να ανακαλύψουν τη μεταβλητή που θα σώσει τους μαθητές από το γκέτο, καθώς και τις μη ρεαλιστικές προσδοκίες υψηλού ρίσκου που οι κοινωνικές επιστήμες εναποθέτουν για τους καθηγητές και τις διοικήσεις των σχολείων.

Εν τέλει, ο Duneier ανιχνεύει τους τρόπους με τους οποίους οι λευκοί ακαδημαϊκοί και όσοι διαμορφώνουν τις σύγχρονες πολιτικές δίνουν προβάδισμα στις λύσεις που δεν λαμβάνουν υπόψη τους τη φυλή σαν παράγοντα. Αυτές οι ιδέες αγνοούν τη δύναμη του ρατσισμού. Ιδιαίτερα από την Επανάσταση του Ρίγκαν, τη δεκαετία του 1980 και μετά, τίθεται ως αυτονόητη η αδυνατότητα του να ζητήσουν από «τις λευκές μάζες να υποστούν θυσίες για λογαριασμό των μαύρων». Τα μέρη του βιβλίου για το «Γκέτο» που εστιάζουν στη λευκή ανικανότητα να κατανοήσει τον ρατσισμό και την ιστορία συνιστούν μια θλιβερή ιστορία. Σχεδόν ένας αιώνας έχει περάσει από τότε που ξεκίνησε η Μεγάλη Μετανάστευση, φέρνοντας δεκάδες χιλιάδες μαύρους στις βόρειες πόλεις. Οι Βενετοί μπορεί να γιορτάζουν αλλά το βιβλίο του Duneier προτείνει στους λευκούς Αμερικάνους να χρησιμοποιήσουν την εκατονταετηρίδα των δικών τους γκέτο για να θέσουν κάποιες δύσκολες ερωτήσεις στον εαυτό τους γύρω από το ζήτημα της φυλής και να φανταστούν πως θα γίνει στα επόμενα εκατό χρόνια τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Raphael Magarik

381 views0 comments
bottom of page