top of page
Writer's pictureJewish&IsraelStories

Η ιστορία μιας τελείως άγνωστης διάσωσης, από την εκατοντάχρονη Εβραία που την έφερε σε πέρας.

Updated: Jan 18, 2021

Τον Μάρτιο του 1941 μια νεαρή Σουηδή νοσοκόμα με το όνομα Ilse Ganz Koppel βοήθησε 60 εβραιόπουλα να πάνε από τη Στοκχόλμη στην Παλαιστίνη. Τώρα αφηγείται την ιστορία της για πρώτη φορά. Dina Kraft, 13 Αυγούστου 2019.


Η Ilse Ganz Koppel στο διαμέρισμά της σε μια κοινότητα συνταξιούχων έξω από την Ιερουσαλήμ τον Ιούλιο του 2019 (Emil Salman).

Ένα κρύο πρωινό του Μαρτίου του 1941, όταν η Σουηδία ήταν ακόμα μέσα στον χειμώνα και ο Χίτλερ κέρδιζε εδάφη στην Ευρώπη, μια 22χρονη νοσοκόμα, η Ilse Ganz Koppel ανέβηκε σε ένα τρένο από την πατρίδα της στη Στοκχόλμη μαζί με 60 προσφυγόπουλα εβραϊκής καταγωγής. Μαζί με άλλους τρεις ενήλικες συνοδούς, ταξίδεψαν μέσω στεριάς και θάλασσας για να φτάσουν στη βρετανική Παλαιστίνη.

«Όλοι θέλανε να βοηθήσουν. Δεν ξέρετε τι είναι να έχει ένα ναζιστικό καθεστώς γύρω σου», λέει η Ganz Koppel, η οποία σε ηλικία 100 χρονών αποφάσισε να μοιραστεί δημόσια την ιστορία της επικίνδυνης αποστολής διάσωσης που διήρκεσε 16 μέρες για γερά νεύρα και κάλυψε μια απόσταση περίπου 3.500 μίλια (5.630 χιλιόμετρα).

Η Ganz Koppel μεγάλωσε σε μια επιφανή εβραϊκή οικογένεια της Σουηδικής πρωτεύουσας, που υπήρξε κομμάτι μιας δυνατής κοινότητας 7.000 μελών. Πολλοί, συμπεριλαμβανομένων των γονιών της Ganz Koppel, αναμείχθηκαν στη βοήθεια των προσφύγων και το έργο ανακούφισης των Ευρωπαίων Εβραίων. Εκείνη μας λέει ότι ο πατέρας της, την υποστήριξε να αναλάβει αυτή την αποστολή. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινότητας έμενε στη Σουηδία, ελπίζοντας ότι η ουδετερότητα της χώρας θα τους κρατούσε ασφαλείς παρά τους φόβους μιας πιθανής γερμανικής εισβολής.

Θυμάται ότι τα παιδιά που είχαν φτάσει στη Στοκχόλμη από τη Γερμανία, την Πολωνία, την Αυστρία και αυτό που ήταν τότε η Τσεχοσλοβακία, μέσω Κοπεγχάγης, είχαν σταλεί από τους γονείς τους οι οποίοι μέσα στην απόγνωσή τους ήλπιζαν ότι αυτός θα ήταν ο δρόμος τους για την ασφάλεια. Η διαδρομή τους πέρασε πρώτα από τη Haparanda, στη βόρεια Σουηδία, έπειτα στο Ελσίνκι και το Λένινγκραντ (σήμερα Αγία Πετρούπολη) και έπειτα νοτιότερα στην Οδησσό. Από εκεί διέσχισαν τη Μαύρη Θάλασσα με πλοίο, σταματώντας σε ένα βουλγάρικο λιμάνι προτού σαλπάρουν για Ιστανμπούλ. Έπειτα πήραν ένα τρένο που διέσχισε τη Συρία και τον Λίβανο. Όταν τελικά αποβιβάστηκαν στη Βηρυτό, αυτοκίνητα τους περίμεναν για τα κιμπούτς μέσα στις εβραϊκές περιοχές της βρετανικής Παλαιστίνης.



Με ύψος λιγότερο από ενάμιση μέτρο και κάτασπρα μαλλιά, η Ganz Koppel είναι εξαιρετικά ευκίνητη για τα 100 της χρόνια. Περπατάει με σβελτάδα παρά το ότι είναι μικροκαμωμένη. Μιλώντας από το δωμάτιό της σε μια κοινότητα συνταξιούχων έξω από την Ιερουσαλήμ, μπορεί να ανακαλέσει γεγονότα με ιδιαίτερα μεγάλη λεπτομέρεια. Σε κάθε νέα χώρα που έφτανε η ομάδα, μας λέει, έπρεπε να κάνει αίτηση για βίζα ταξιδιού για να τη διασχίσει. Θυμάται τους Φιλανδούς να είναι ιδιαίτερα εχθρικοί προς τα παιδιά, αναγκάζοντάς τα να αδειάσουν τα περιεχόμενα των σακιδίων τους για έλεγχο σε ένα μεγάλο τραπέζι του τελωνείου. Λέει ότι ήταν επώδυνο να τα βλέπει να βγάζουν «τα αγαπημένα τους πράγματα, συμπεριλαμβανόμενων φωτογραφιών και προσωπικών αντικειμένων, που τους είχαν δώσει οι γονείς τους… είχαν όλη τους τη ζωή μέσα στις τσάντες τους αυτές».

Τα πράγματα ζόρισαν και στη Βουλγαρία. Η Ganz Koppel λέει ότι όταν έφτασαν στο λιμάνι (δεν μπορεί να θυμηθεί το όνομα της πόλης), εκεί και οι άλλοι συνοδοί αντιλήφθηκαν Ναζί στρατιώτες να περιπολούν στις αποβάθρες. Είπαν γρήγορα στα παιδιά να παραμείνουν μέσα στο καράβι για να μην τα δούνε. Θυμάται πόσο ανακουφίστηκε όταν το καράβι δεν επιθεωρήθηκε από τους Ναζί και μπόρεσαν να συνεχίσουν για την Ιστανμπούλ.

Η νεαρή Ilse Ganz Koppel σε αχρονολόγητη φωτογραφία (Emil Salman).

Θυμάται τα παιδιά –τα θυμάται στην ηλικία της πρώιμης εφηβείας, αλλά υπήρχαν και νεότερα επίσης– να είναι σε εντυπωσιακό βαθμός στωικά, χωρίς να κλαίνε και με μια κατανόηση του βάθους της απελπιστικής κατάστασης. «Ήξεραν ακριβώς τι κάνανε», μας λέει. «Τα παιδιά ήταν απίστευτα, ευγενικά, ευγνώμονα και ώριμα. Και ήταν απλά παιδιά και βοηθούσαν το ένα το άλλο», θυμάται. Όσο για τον εαυτό της, ανακαλεί, «είχα την ευθύνη αυτών των παιδιών –δεν μπορούσα να φοβάμαι».

Εντάσεις της Ζωής

Λίγο προτού ξεκινήσει το ταξίδι της, η Ganz Koppel παντρεύτηκε τον Hans Schuman, έναν εκ των τριών ενηλίκων που συνόδευαν τα παιδιά. Δεν τον γνώριζε πριν από τον ψεύτικο γάμο τους, αλλά έπρεπε να αποκτήσει με αυτόν τον τρόπο το στάτους του μόνιμου κάτοικου που αυτός είχε στην Παλαιστίνη, για να μπορέσει να ταξιδέψει ως εκεί. Θυμάται ότι οι άλλοι δύο ενήλικες ήταν γιατροί. Μετά το κοπιαστικό αυτό ταξίδι, η Ganz Koppel δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω στη Σουηδία, όπως το υπολόγιζε. Πολλά συνοριακά περάσματα είχαν ήδη κλείσει λόγω του πολέμου και κατέληξε να μείνει εκεί. Ως ειδικός στις ακτίνες Χ, θα συνέχιζε να βοηθά για την ίδρυση του τμήματος ακτινών Χ στο Nοσοκομείο Afual Haemek και αργότερα δούλεψε στο Νοσοκομείο Tel Hashomer (σήμερα είναι το Ιατρικό Κέντρο Sheba).


Πορτρέτο μελών της οικογένειας Ganz Koppel, συμπεριλαμβανόμενης της Ilse στα αριστερά (Emil Salman).

Οι εντάσεις της ζωής μπήκαν γρήγορα μπροστά, μας λέει. Έχασε επαφή με τον Schuman μετά το τέλος του ταξιδιού, παντρεύτηκε ξανά, δύο φορές, και πήρε ισάριθμα διαζύγια. Δεν έχει παιδιά αλλά έχει θετά παιδιά και εγγόνια από τον δεύτερό της γάμο. Δεν έμεινε σε επαφή με τα παιδιά που συνόδευσε, τα οποία σήμερα είναι 80 και 90 χρονών. Ελπίζει ότι αυτό το άρθρο θα την βοηθήσει να συνδεθεί με κάποια από αυτά πριν πεθάνει.

Η Ganz Koppel λέει ότι ο άνθρωπος που συγκέντρωσε τα κεφάλαια και βοήθησε να κανονιστεί αυτή η αποστολή διάσωσης ήταν η Eva Warburg, ένα μέλος της εβραϊκής κοινότητας της Στοκχόλμης και οικογενειακή φίλη. Στην πραγματικότητα η Warburg είναι γνωστή για το συντονισμό των προσπαθειών να έρθουν εκατοντάδες παιδιά από την Ευρώπη στην εβραϊκή κοινότητα προτού συγκροτηθεί το κράτος του Ισραήλ. Το έργο της Warburg ήταν κομμάτι μιας μεγαλύτερης επιχείρησης της οργάνωσης Youth Aliyah (Μετανάστευσης της Νεολαίας) για να έρθουν παιδιά και έφηβοι την περίοδο της βρετανικής Παλαιστίνης. Η ιστορικός Orna Keren-Carmel, μια ειδικός της σκανδιναβικής ιστορίας στο Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, λέει ότι το ταξίδι που περιγράφει η Ganz Koppel πιθανότατα ήταν μέρος αυτών των επιχειρήσεων της Youth Aliyah, που έφερε εκατοντάδες παιδιά από την Ευρώπη, της Δανίας και της Σουηδίας συμπεριλαμβανόμενης. Αν και το 1941 η Δανία είχε ήδη κατακτηθεί από τους Ναζί, η κατοχή ήταν μοναδική για τη μεγαλύτερή της διάρκεια καθώς επέτρεπε το ελεύθερο πέρασμα – ακόμα και για Εβραίους – προς τη γειτονική ουδέτερη Σουηδία.

Η Keren-Carmel, της οποίας η διδακτορική διατριβή ασχολείται με τη διάσωση των Δανών Εβραίων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν γνωρίζει για το συγκεκριμένο ταξίδι που περιγράφει η Ganz Koppel, αλλά τόσο εκείνη όσο και άλλοι ιστορικοί λένε ότι υπήρχαν διάφορες τέτοιες αποστολές. Τα προσφυγόπουλα εβραϊκής καταγωγής πρώτα περνούσαν λίγο χρόνο σε φάρμες στη Δανία, περνώντας από αγροτική εκπαίδευση για να προετοιμαστούν για τη ζωή τους στα Κιμπούτς. «Αυτό έλυνε δύο προβλήματα: έσωζε την εβραϊκή νεολαία από τις χώρες καταγωγής της και την προετοίμαζε για αγροτική δουλειά μέχρι να καταφέρουν να βγάλουν τις βίζες τους για το Yishuv», μας λέει, χρησιμοποιώντας τον όρο για την εβραϊκή κοινότητα στη βρετανική Παλαιστίνη εκείνη την εποχή. Το ταξίδι της Ganz Koppel το 1941 θα ήταν μία από αυτές τις τελευταίες ευκαιρίες να βγει κανείς από την Ευρώπη. Σύντομα μετά, πολλά σύνορα έκλεισαν, κάνοντας ένα τέτοιο ταξίδι αδύνατο. Η ιστορικός προσθέτει ότι «Αυτές οι πρωτοβουλίες δείχνουν ότι υπήρχαν άνθρωποι που κατανοούσαν τι συνέβαινε και πόσο σημαντικό ήταν να βγάλεις έξω από τη χώρα τη νεολαία, και ότι ακόμα και σε αυτές τις τελευταίες στιγμές αυτό ήταν δυνατόν να γίνει, οπότε και πολλοί άνθρωποι μπόρεσαν να σώσουν ζωές. Κατάφεραν να αναλάβουν δράση».

Πορτρέτο των μελών της οικογένειας Ganz Koppel, άγνωστης ημερομηνίας, με την Ilse στα δεξιά (Emil Salman).

Ο Σουηδικός Σύνδεσμος

Το τμήμα της Youth Aliyah στη Στοκχόλμη, με ηγέτιδα την Warburg, λειτουργούσε στο σπίτι των γονιών της, μας λέει o ιστορικός Pontus Rudberg, ειδικός στη σουηδική εβραϊκή ιστορία που σήμερα εργάζεται ως μετα-διδακτορικός ερευνητής στο σουηδικό πανεπιστήμιο της Ουψάλα. Η Warburg, γεννημένη στη Γερμανία, ήταν η κόρη του Fritz Warburg, ενός εκ των κληρονόμων της M. M. Warburg & Co., της διάσημης τράπεζας του Αμβούργου. Εγκατέλειψε τη Γερμανία για τη Σουηδία το 1938, μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων, και ενεπλάκη αμέσως στις προσπάθειες περίθαλψης της εβραϊκής κοινότητας της Στοκχόλμης. Μετά τη Νύχτα των Κρυστάλλων, ο Rudberg λέει ότι οι ηγέτες της εβραϊκής κοινότητας έπεισαν τη σουηδική κυβέρνηση – η οποία έθετε μεγάλους περιορισμούς στην υποδοχή Εβραίων προσφύγων στη χώρα – να επιτρέψει μια ποσόστωση για 500 προσφυγόπουλα εβραϊκής καταγωγής. Τα περισσότερα έφτασαν το 1939. Η Warburg κανόνισε να φτιαχτεί ένα ομαδικό καταφύγιο για κάποια από αυτά τα παιδιά στην επαρχία της Σουηδίας, όπου εκπαιδεύτηκαν και έμαθαν δεξιότητες για τη ζωή τους, εν είδει προετοιμασίας για τη μετεγκατάστασή τους στη βρετανική Παλαιστίνη.

Μια ομάδα 50 παιδιών έφτασε στα κράτη της Βαλτικής τον Μάρτιο του 1940, με ειδικά ναυλωμένα αεροπλάνα. Από τη Στοκχόλμη πήγαν στην Κοπεγχάγη, έπειτα στο Άμστερνταμ και έπειτα με τρένο στη Μασσαλία. Από εκεί ταξίδεψαν με καράβι για την Παλαιστίνη. Μια άλλη ομάδα ταξίδεψε μέσω Φινλανδίας, Ρωσίας, Τουρκίας και Συρίας για Παλαιστίνη. Όλες οι ομάδες κατάφεραν να αποδράσουν από την Ευρώπη χάρη στις προσπάθειες της Eva Warburg. «Οι δυσκολίες στο να πάρουν ταξιδιωτικές βίζες μέσα από αυτές τις χώρες ήταν τεράστιες», μας λέει ο Rudberg. Τα παιδιά που οδήγησε η Ganz Koppel εκτός Ευρώπης ήταν είτε κομμάτι αυτής της ποσόστωσης είτε τους επιτράπηκε πρόσκαιρα να περάσουν μέσα από τη Σουηδία.


Αχρονολόγητη ασπρόμαυρη φωτογραφία αρχείου που απεικονίζει τον επιτετραμμένο της Σουηδίας στην κατεχόμενη από τους Ναζί Ουγγαρία, Raoul Wallenberg, ο οποίος έσωσε δεκάδες χιλιάδες Ούγγρους Εβραίους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης (AP).

Περίπλοκη Ουδετερότητα

Τόσο ο Rudberg όσο και η Keren-Carmel έχουν επίγνωση ότι ο ρόλος της Σουηδίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν περίπλοκος. Όπως και τα άλλα σκανδιναβικά κράτη, αυτοανακήρυξε την ουδετερότητά της με το ξέσπασμα του πολέμου, αλλά σε αντίθεση με τα άλλα, κατάφερε να διατηρήσει αυτή τη θέση – αν και έκανε κάποιες παραχωρήσεις προς τη Γερμανία για να μείνει εκτός πολέμου. Μετά την εισβολή στη Νορβηγία και τη Δανία τον Απρίλιο του 1940, η Σουηδία άφησε τους Ναζί να μεταφέρουν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις μέσω του σιδηροδρόμου της και μέσα από τα εγχώρια ύδατά της. Πούλησε επίσης τα τόσο περιζήτητα ορυκτά σιδήρου της στη Γερμανία. Αλλά ταυτόχρονα βοήθησε τους Συμμάχους, μοιράζοντας πληροφορίες μυστικών υπηρεσιών και κάνοντας κατασκοπεία. Και από τη στιγμή που πέρασε η απειλή της γερμανικής εισβολής για την ίδια, άρχισε να συνεργάζεται ακόμα περισσότερο με τους Συμμάχους και να παίρνει μέρος στις ανθρωπιστικές προσπάθειες.

«Αυτό φυσικά ήταν εν μέρει οπορτουνιστικό, καθώς είχαν κάνει παραχωρήσεις στους Γερμανούς και χρειάζονταν την καλή θέληση των Δυτικών Συμμάχων. Αλλά η κοινή γνώμη στη Σουηδία απέναντι στη Γερμανία είχε αλλάξει σταδιακά με την γερμανική εισβολή στις σκανδιναβικές γειτονικές χώρες και όσο αυξανόταν η γνώση γύρω από τις γερμανικές βαναυσότητες», εξήγησε ο Rudberg σε ένα email που μας έστειλε. Ο εκτοπισμός των Νορβηγών Εβραίων το Νοέμβριο του 1942 θεωρείται το απόλυτο σημείο καμπής επειδή οι άνθρωποι στη Σουηδία τους έβλεπαν απλά σαν Σκανδιναβούς. Ο εκτοπισμός τάραξε βαθιά τους Σουηδούς. Προς το τέλος του πολέμου, η Σουηδία επίσης βοήθησε με τις προσπάθειες διάσωσης στη Βουδαπέστη, με αιχμή του δόρατος τον Ραούλ Βάλενμπεργκ, τον γενναίο νεαρό Σουηδό διπλωμάτη που πιστεύεται ότι έσωσε δεκάδες χιλιάδες Ούγγρους Εβραίους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και το 1945 η Σουηδία βοήθησε στη διάσωση 15.000 κρατουμένων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, φέρνοντάς τους στη Σουηδία για να αναρρώσουν ως μέρος της επιχείρησης που λεγόταν «Λευκά Λεωφορεία».

Το 1945 στη Σουηδία υπήρχαν 200.000 πρόσφυγες πολέμου, μας λέει η Keren-Carmel, η οποία συγκινήθηκε στο άκουσμα της ιστορίας του ταξιδιού της Ganz Koppel, που έρχεται στο φως 78 χρόνια μετά τα γεγονότα. «Οι άνθρωποι έχουν τέτοιες ιστορίες, αλλά αν δεν τις μοιραστούν με άλλους, χάνονται», λέει η Keren-Carmel και ενθαρρύνει και άλλους που δεν έχουν πει προς τα έξω τις ιστορίες τους να το κάνουν μέσα από το μουσείο του Ολοκαυτώματος στην Ιερουσαλήμ, το Γιαντ Βασέμ. «Έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ μαζικό εδώ: το Ολοκαύτωμα και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Όσο οι άνθρωποι είναι ζωντανοί, νέες ιστορίες θα βγαίνουν στο φως που πρέπει να μάθουμε».

Dina Kraft, Αρθρογράφος της Haaretz.

72 views0 comments

Comentarios


bottom of page