top of page
Writer's pictureJewish&IsraelStories

Ο Άϊχμαν και η Βόμβα: πώς το φρέσκο τότε πυρηνικό πρόγραμμα του Ισραήλ επηρέασε τη δίκη του Ναζί

Ένα νέο βιβλίο εξερευνά τις διπλωματικές ισορροπίες με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπος ο Μπεν-Γκουριόν. Haaretz. Του Yechiam Weitz, 27 Αυγούστου 2017 (upd: 24-4-2018).


Ο Άντολφ Άϊχμαν στη δίκη του στην Ιερουσαλήμ το 1961 (Credit: AP).

Στις 23 Μαίου του 1960 ο πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν προέβη σε μια δραματική ανακοίνωση στην ισραηλινή βουλή: «Εδώ και κάποιο καιρό οι υπηρεσίες ασφαλείας του Ισραήλ βρήκαν τα ίχνη ενός εκ των μεγαλύτερων Ναζί εγκληματιών, του Άντολφ Άϊχμαν, ο οποίος μαζί με τους ηγέτες Ναζί ήταν υπεύθυνος για αυτό που ονόμαζαν ‘τελική λύση’.» Η Υπόθεση Άϊχμαν έληξε δύο χρόνια αργότερα το ίδιο δραματικά: στα μεσάνυχτα μεταξύ 31ης Μαΐου και 1ης Ιουνίου του 1962, ο Άϊχμαν κρεμάστηκε στις Φυλακές Ράμλε. Αυτή ήταν η μόνη εκτέλεση σε ολόκληρη την ιστορία του Κράτους του Ισραήλ. Η ίδια η δίκη κράτησε από τις 11 Απριλίου μέχρι τις 13 Αυγούστου του 1961. Το δικαστήριο καταδίκασε τον Άϊχμαν σε θάνατο στις 15 Δεκεμβρίου του 1961. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση της ποινής παραδόθηκε στις 29 Μαΐου του 1962 – δύο μέρες προτού λάβει χώρα η εκτέλεση. Μετά την ανακοίνωση του Μπεν-Γκουριόν, η καρδιά της ισραηλινής κοινωνίας πήγαινε να σπάσει. Ο ποιητής Νατάν Άλτερμαν περιέγραψε τον ενθουσιασμό που διαδόθηκε στην κοινωνία με τα νέα της σύλληψης του Άϊχμαν: «Μια Εβραία γυναίκα που περπατούσε σε έναν δρόμο του Τελ Αβίβ εξεπλάγη που είδε ανθρώπους να στέκονται και να διαβάζουν εφημερίδες με το που δόθηκαν απ’ τη διανομή, σαν να επρόκειτο για κήρυξη πολέμου». Όταν διάβασε κι εκείνη τους πηχυαίους τίτλους ότι συνελήφθη ο Άϊχμαν και τον φέρανε στο Ισραήλ, «στάθηκε για λιγάκι, τρέκλισε και λιποθύμησε». Αυτή, είπε ο Άϊχμαν, ήταν η αντίδραση «μιας Εβραίας γυναίκας το απόγευμα μιας καθημερινής μέρας, κοντά στον κεντρικό σταθμό λεωφορείων του Τελ Αβίβ» (“Κλίμακες Δικαιοσύνης”, εφημερίδα Νταβάρ, 27 Μαίου 1960).


Ο Γερμανός Καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ (στα δεξιά) και ο Ισραηλινός πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν στο σπίτι του τελευταίου στο Κιμπούτς Σντε Μπόκερ (Credit: GPO and Fritz Cohen).

Η δίκη του Άϊχμαν ήταν σημείο όπου διασταυρώθηκε ένας αριθμός σημαντικών ζητημάτων στην ιστορία του κράτους. Ήταν η πλέον αξιοσημείωτη δίκη για το Ολοκαύτωμα: ο κατηγορούμενος ήταν ο δολοφόνος, ενώ στη δίκη του Κάστνερ – στην οποία εμφανίστηκε ο Ρούντολφ Κάστνερ, ένας σιωνιστής ακτιβιστής που είχε λαδώσει τους Ναζί για να επιτρέψουν σε 1.700 Εβραίους Ούγγρους Εβραίους να αποδράσουν, που δικάστηκε ως δωσίλογος – το θύμα βρισκόταν στο επίκεντρο. Η δίκη άλλαξε τη συμπεριφορά της ισραηλινής κοινωνίας απέναντι στο Ολοκαύτωμα του ευρωπαϊκού εβραϊσμού και τα θύματά του με έναν πολύ σημαντικό τρόπο – και ήταν ένα από τα στοιχεία συγκρότησης του Ισραήλ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 που οδήγησαν «στο τέλος της αρχής», δηλαδή το τέλος της εποχής που ιδρύθηκε το κράτος και την αρχή μιας νέας εποχής, περισσότερης ωριμότητας και μεγαλύτερου σκεπτικισμού. Περίπου την ίδια εποχή η χώρα μπλέχτηκε στην Υπόθεση Λαβόν – μια αποτυχημένη μυστική επιχείρηση στην Αίγυπτο που οδήγησε στην παραίτηση του Υπουργού Άμυνας Πίνχας Λαβόν – και η οποία μαζί με τη δίκη του Άϊχμαν αποτέλεσε μαρτυρία και σύμβολο του στάτους του Μπεν-Γκουριόν: ενώ η δίκη Άϊχμαν αντανακλούσε το μεγαλείο του, η Υπόθεση Λαβόν ήταν το σημάδι της παρακμής του. Το νέο βιβλίο της Όρα Χέρμαν «Ο Κλίβανος και ο Αντιδραστήρας: στο Παρασκήνιο της Δίκης του Άϊχμαν», που εκδόθηκε πρόσφατα στα εβραϊκά από τις εκδόσεις Hakibbutz Hameuchad-Sifriat Poalim, ασχολείται με μια σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τη δίκη του Άϊχμαν και τις συνδέσεις ανάμεσα στη δίκη του και τις σχέσεις του Ισραήλ με τη Δυτική Γερμανία. «Ο Μπεν-Γκουριόν ήταν αποφασισμένος», γράφει η συγγραφέας, «ότι στη δίκη του Άϊχμαν το έθνος θα ερχόταν αντιμέτωπο με την τραγωδία του εβραϊκού παρελθόντος, αλλά ήταν επίσης αποφασισμένος ότι το Ισραήλ θα ανέπτυσσε ένα σύστημα για να υπερασπιστεί τον εαυτό του από ένα ακόμη Ολοκαύτωμα – τον αντιδραστήρα της Ντιμόνα». Ο Μπεν-Γκουριόν δεν αναφερόταν συχνά στο Ολοκαύτωμα αλλά έτρεφε βαθιά ανησυχία για την τρομερή πιθανότητα ενός άλλου Ολοκαυτώματος που θα επέφερε την καταστροφή ό,τι είχε απομείνει από τον εβραϊκό λαό μετά τη σφαγή στην Ευρώπη. Έτσι, επέμενε να αναπτυχθούν από τη χώρα μη-συμβατικά όπλα και προετοιμάστηκε να δεχτεί ουσιαστικά βοήθεια για την ανάπτυξή τους από οποιαδήποτε χώρα, συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Γερμανίας. Η Χέρμαν αφιέρωσε πολλά χρόνια στην έρευνα για να γράψει το βιβλίο της. Το αποτέλεσμα είναι ένας τόμος που διακρίνεται από διαφάνεια, σαφήνεια και ευθύνη γύρω από τα ζητήματα που δεν έχουν αναλυθεί ποτέ πριν μέσω έρευνας, καθώς περιλαμβάνει αδημοσίευτα έγγραφα. Αυτό το βιβλίο είναι μια σημαντική, λεπτομερής και συναρπαστική μελέτη της δίκης του Άϊχμαν.

Ο Γερμανός Καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ με τον Υπουργό Εσωτερικών Χανς Γκλόμπκε στις 13 Μαΐου του 1961 (Credit: AP).

Εξαιρετικά Προσεκτικές Κινήσεις Η Δυτική Γερμανία, υπό τον Κόνραντ Αντενάουερ, τον πρώτο καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και «ιδρυτικό πατέρα» της γερμανικής δημοκρατίας, πρόσφερε αρκετή βοήθεια για την ανάπτυξη αυτού του οπλοστασίου – γεγονός που μπορεί να ιδωθεί σαν ειρωνεία της ιστορίας. Λίγο προτού συλληφθεί ο Άϊχμαν, τον Μάρτιο του 1960, ο Αντενάουερ και ο Μπεν-Γκουριόν συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη. Ο καγκελάριος υποσχέθηκε στον ομόλογό του ένα ετήσιο δάνειο 200 εκατομμυρίων μάρκων (περίπου 48 εκατομμύρια δολάρια εκείνη την εποχή, σημερινά 394 εκατομμύρια δολάρια) για δέκα χρόνια «μέσω ενός αρχικού σχεδίου που είχε ήδη προετοιμαστεί» – μια διατύπωση που αποτελούσε έναν διακριτικό υπαινιγμό για τον αντιδραστήρα της Ντιμόνα. Η τελική έγκριση δόθηκε στις 8 Μαίου του 1962 μετά την εκτέλεση του Άϊχμαν και «χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο». Η Χέρμαν ισχυρίζεται ότι από την οπτική του Αντενάουερ υπήρχε μια στενή σύνδεση ανάμεσα στην οικονομική βοήθεια και τη δίκη. Ο ίδιος απαίτησε η δίκη αυτή να μη βλάψει την εικόνα της χώρας του. Ο Μπεν-Γκουριόν ήθελε κι αυτός να διεξάγει τη δίκη χωρίς να καταστρέψει τον διακριτικό ιστό σχέσεων μεταξύ Ισραήλ και «της άλλης Γερμανίας». Στο βιβλίο του «Το Έβδομο Εκατομμύριο: Οι Ισραηλινοί και το Ολοκαύτωμα» (1993, Hill & Wang), ο ιστορικός Τομ Σέγκεφ (Tom Segev) αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο εισαγγελέας της δίκης Γκιντεόν Χάουζνερ έλαβε ένα ασυνήθιστο μέτρο: έστειλε στον πρωθυπουργό ένα προσχέδιο του εναρκτήριου λόγου του στη δίκη και ο Μπεν-Γκουριόν απαίτησε να το διορθώσει ώστε να προστατεύσει την εικόνα της Δυτικής Γερμανίας. Ο Σέγκεφ παρατήρησε ότι ο Μπεν-Γκουριόν ζήτησε από τον Χάουζνερ να προσθέσει τη λέξη «Ναζί» όπου υπήρχε η λέξη «Γερμανία» ώστε να διακρίνεται η Γερμανία του Χίτλερ και αυτή του Αντενάουερ.

Δημοσιογράφοι και πολίτες που παρακολουθούν τη δίκη του Άντολφ Άϊχμαν στις 11 Απριλίου του 1961 στην Ιερουσαλήμ μπαίνουν σε μικρά δωμάτια για έρευνα προτού εγκριθεί η είσοδός τους στην αίθουσα του δικαστηρίου (Credit: Strump / AP).

Ένα σημαντικό ζήτημα σε αυτό το πλαίσιο τίθεται γύρω από τον Χανς Γκλόμπκε, το δεξί χέρι του καγκελάριου ο οποίος εμπλεκόταν στις επαφές με τους Ισραηλινούς σε σχέση με τη συμφωνία των όπλων. Εκείνος είχε επίσης «ένδοξο παρελθόν» τις μέρες του Τρίτου Ράϊχ: ήταν ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για «τη νομική φόρμουλα των Νόμων της Νυρεμβέργης οι οποίοι έδιναν τη δυνατότητα να υπάρξουν οι εκτοπισμοί των Εβραίων και επομένως η σφαγή τους.» Ως νομικός σύμβουλος του Υπουργείου Εσωτερικών, ο Γκλόμπκε βοήθησε τον Άϊχμαν να βρε έναν «νομικό» τρόπο να κλέψει την περιουσία των Γερμανών Εβραίων. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας στη Βόννη έκανε ό,τι μπορούσε για να αποτρέψει να βγει το όνομά του και οι πράξεις του στη δίκη. Προτού ακόμα ξεκινήσει η διαδικασία, ο Αντενάουερ έστειλε έναν προσωπικό του απεσταλμένο στην Ιερουσαλήμ να εξακριβώσει μέσω του Μπεν-Γκουριόν αν το όνομα του Γκλόμπκε θα αναφερόταν στη δίκη. Ο πρωθυπουργός, που είχε πλήρη γνώση του παρελθόντος του συγκεκριμένου ανθρώπου, βεβαίωσε τον απεσταλμένο και του είπε ότι δύσκολα θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια αναφορά: «Δεν είναι ανάγκη να μιλάμε για τον Γκλόμπκε αφής στιγμής ο Αντενάουερ έχει ερευνήσει το παρελθόν του εν λόγω, προτού τον πάρει σαν σύμβουλό του, πολύ καλύτερα απ’ ότι θα μπορούσε να κάνει το Ισραήλ να το ερευνήσει.» Στο ημερολόγιό του ο Μπεν-Γκουριόν σημείωσε καθαρά ότι ο Γκλόμπκε «ήταν αυτός που έγραψε τη νομική ερμηνεία των Νόμων της Νυρεμβέργης», αλλά πρόσθεσε ότι απέναντι στο Ισραήλ «φερόταν σωστά». Ο Χάουζνερ ισχυρίστηκε ότι απέρριψε το αίτημα του Μπεν-Γκουριόν, ωστόσο δεν είχε υποβάλει στο δικαστήριο έγγραφα που ενοχοποιούσαν τον Γκλόμπκε. Ο Μπεν-Γκουριόν, έγραψε ο Χάουζνερ, «ένιωσε άβολα» και εξέφρασε θυμό για την απάντηση του εισαγγελέα. Μέσα από τη συζήτηση για την «Υπόθεση Γκλόμπκε», η συγγραφέας του βιβλίου δείχνει πως ο πρωθυπουργός έπρεπε να κινείται εξαιρετικά προσεκτικά επειδή η δίκη ακουμπούσε έναν αριθμό λεπτών και εκρηκτικών ζητημάτων. Χωρίς την Μπετάρ, Μαζί με τους Κομμουνιστές[1] Υπάρχει μια συναρπαστική συζήτηση στο βιβλίο για το ζήτημα της επιλογής από πλευράς της εισαγγελίας μαρτύρων κατηγορίας για τη δίκη. Ο Χάουζνερ κατέγραψε λεπτομερώς τις σκέψεις του πάνω σε αυτό το αρκετά ευαίσθητο ζήτημα, στο βιβλίο του «Δικαιοσύνη στην Ιερουσαλήμ» (Harper & Row, 1966). Σημείωσε ότι αυτό δεν ήταν ζήτημα συνηθισμένων μαρτύρων – επειδή το τραύμα που είχαν βιώσει ήταν μοναδικό – και ότι είχε επιλέξει μάρτυρες που ήταν ικανοί να αποκαλύψουν τι είχαν δει και βιώσει στο πετσί τους και είχαν ευφράδεια.

Εξονυχιστικοί έλεγχοι της ασφάλειας έξω από το Μπάιτ Χα’αμ στην Ιερουσαλήμ, όπου έλαβε χώρα η δίκη του Ναζί εγκληματία Άντολφ Άϊχμαν (Credit: GPO).

Για να διευκρινίσει το συγκεκριμένο σημείο, ανακάλεσε την επίσκεψή του στο Κιμπούτς Λοχαμέϊ Χαγκετα’οτ για να μιλήσει με τα μέλη του Κιμπούτς, Γιτζάκ (Άντεκ) Ζούκερμαν και τη σύζυγό του Τσίβια Λουμπέτκιν, ήρωες της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας. Για εκείνον η συζήτηση που είχε μαζί τους στο ταπεινό διαμέρισμά τους ήταν μια ριζική και βαθιά εμπειρία. Η Χέρμαν γράφει: «Προφανώς και ως έναν βαθμό οι μάρτυρες επιλέχθηκαν επίσης υπό την επίδραση της συζήτησης με τους Ζούκερμαν και Λουμπέτκιν». Το βιβλίο φέρνει κι ένα άλλο ζήτημα προς συζήτηση, σε σχέση με αυτά: την πολιτική πλευρά της επιλογής των μαρτύρων. «Πάνω στο θέμα της μάχης των γκέτο υπήρχε στην ουσία μια σύγκρουση για ‘το κύρος’ του ηρωισμού που εκτεινόταν από τα κινήματα της αριστεράς σε αυτά της δεξιάς», λέει η Χέρμαν. Οι εξαίρετοι μάρτυρες που είχαν καταθέσει για τις εξεγέρσεις, προέρχονταν από τα αριστερά: ήταν το ζεύγος Ζούκερμαν και Λουμπέτκιν και ο ποιητής Άμπα Κόβνερ. Οι άνθρωποι της Μπετάρ – της αναθεωρητικής νεολαίας του κόμματος της Χερούτ – ένιωθαν ότι αποκλείστηκαν καθώς ο δικός τους ρόλος δεν εκπροσωπήθηκε στη δίκη. Ο Ιζίκ Ράμπα, εκδότης της καθημερινής Χερούτ, έστειλε στον Χάουζνερ ένα γράμμα με το οποίο τον κατηγορούσε για πολιτικό εκλεκτικισμό στην επιλογή μαρτύρων. Η από καρδίας απάντηση του Χάουζνερ ήταν ότι ένιωσε αποστροφή που διάβασε μια τέτοια κατηγορία επειδή ενδιαφέρθηκε να φέρει στο φως τη μαρτυρία του Δρ. Άντολφ Μπέρμαν, του ηγέτη του ισραηλινού Κομμουνιστικού Κόμματος, καθώς η δίκη του Άϊχμαν ήταν στην ουσία «η δίκη του Εβραίου εναντίον του καταπιεστή του.» Στη φορτισμένη ανταλλαγή τους βέβαια δεν προέκυψε το ζήτημα ότι δύο εκ των μαρτύρων προέρχονταν από το κόμμα του Χάουζνερ, τους Φιλελεύθερους: οι βουλευτές Μπένο Κοέν και Τσβι Ζίμερμαν. Η έρευνα δεν ανέδειξε ή εξήγησε αυτό το σημείο. Πηγή: https://www.haaretz.com/life/books/.premium.MAGAZINE-eichmann-and-the-bomb-how-israel-s-fledgling-nuke-program-impacted-the-trial-1.5445232

[1] Σ.τ.Μ.: Παράφραση της γνωστής προεκλογικής φράσης του Μπεν Γκουριόν το 1948 «Χωρίς τη Χερούτ [τους ακροδεξιούς] και το Μαπάι [τους Κομμουνιστές]», με την οποία εννοούσε ότι δεν θα συνεργαστεί σε επίπεδο κυβέρνησης ειδικά με αυτά τα δύο κόμματα.

142 views0 comments

Comments


bottom of page