Συλλήψεις, ανακρίσεις, βιασμοί, βασανιστήρια και αγωνία: το 1986 η Μοσάντ ξεκίνησε μια μυστική επιχείρηση να φέρει τους Αιθίοπες Εβραίους στο Ισραήλ αλλά τα πράγματα πήγαν φοβερά άσχημα. Δεκαετίες αργότερα το Ισραήλ ακόμη αρνείται να αποδεχτεί την ευθύνη. Haaretz. Του Roni Singer, 20-12-2019.
Καλοκαίρι 1986. Στην περιοχή Gondar της Αιθιοπίας. Ένας γέρος επισκέπτεται τα χωριά της περιοχής ψάχνοντας για νεαρούς Εβραίους, άνδρες και γυναίκες, ακόμα και πριν την ηλικία του μπαρ-μίτσβα (13 ετών), για να πάρουν μέρος σε μια μυστική επιχείρηση. Ο στόχος είναι ξεκάθαρος, λέει στους γονείς των παιδιών: να τους πάρει μαζί του στο Ισραήλ. Η διαδρομή; Με τα πόδια μέχρι το γειτονικό Τζιμπουτί όπου, όταν τα χαρτιά τους ετοιμαστούν, θα πετάξουν προς το Παρίσι και από εκεί προς το Ισραήλ. Οι Αιθίοπες και η Μοσάντ γνώριζαν πως δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Μια διαδρομή μέσα από το Σουδάν που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να φέρουν τους Αιθίοπες Εβραίους στο πλαίσιο της Επιχείρησης Μωυσής, είχε ανακαλυφθεί λίγο καιρό πριν. Κατά τη διάρκεια της μυστικής επιχείρησης, έναν χρόνο νωρίτερα, περίπου 8.000 Εβραίοι είχαν έρθει στο Ισραήλ (και 15.000 επιπλέον ή και περισσότεροι μεταφέρθηκαν αεροπορικά κατά τη διάρκεια της Επιχείρησης Σολομών το 1991). Αλλά τώρα, στα μέσα του 1986, η Μοσάντ χρειαζόταν μια νέα υπόγεια διαδρομή. Η πρώτη ομάδα νέων θα ήταν η εμπροσθοφυλακή που θα την ξεκινούσε. Ο άνθρωπος της Μοσάντ που εδώ θα τον αποκαλούμε «Ζ» είχε μεγάλη εμπειρία στη μεταφορά Αιθιόπων στο Ισραήλ, συγκεκριμένα μέσα από το Σουδάν. Το σχέδιο που παρουσίασε στις οικογένειες τον βοήθησε να συγκεντρώσει μια ομάδα 27 ατόμων που θα ξεκινούσαν να αλλάξουν τον ρου της ζωής τους προς το καλύτερο. Στο τέλος μόνο οι 23 κατάφεραν να φτάσουν στο Ισραήλ. Αλλά οι δοκιμασίες που υπέστησαν στη διαδρομή –βάναυση βία, σεξουαλική κακοποίηση, σε κάποιες περιπτώσεις εγκατάλειψη στη φυλακή– τους άφησε σημάδια για όλη τους τη ζωή. Η επιχείρηση που είχε παραμείνει μυστική και μόνο λίγοι άνθρωποι στο Υπουργείο Άμυνας και την πολιτική ιεραρχία του Ισραήλ γνώριζαν για αυτήν (το Υπουργείο Εξωτερικών την αγνοούσε πλήρως) γρήγορα μετεξελίχθηκε από μια υπόσχεση σε μια αποτυχία. Οι λεπτομέρειές της, που αποκαλύπτονται σήμερα εδώ για πρώτη φορά, δείχνουν ότι μπλέχτηκε τόσο πολύ που τελικά αποφασίστηκε να μην γίνει καμιά επιπλέον προσπάθεια μεταφοράς των Αιθιόπων Εβραίων στο Ισραήλ μέσω Τζιμπουτί.
Η «Ομάδα Τζιμπουτί» ήταν στην πραγματικότητα τρεις μικρές ομάδες που ξεκίνησε από την Γκοντάρ με διαστήματα λίγων εβδομάδων μεταξύ τους. Η πρώτη αποτελούταν από επτά άτομα, δύο εκ των οποίων γυναίκες. Η μία από αυτές ήταν η Γεσιουόρκ Νταουίτ (Yeshiwork Dawit), 13 χρονών εκείνη την εποχή, ένα από τα οκτώ παιδιά των γονιών της. Η μητέρα της την ώθησε να ξεκινήσει αυτή την οδύσσεια παρά την ηλικία της. «Μου εξηγήθηκε ότι η διαδρομή θα ήταν εύκολη και θα κρατούσε τέσσερις μέρες», λέει η Νταουίτ στην Haaretz. «Πρώτα θα κατευθυνόμαστε στην πόλη του Wollo, έπειτα στην πόλη Kombolcha, από εκεί με λεωφορείο θα περνούσαμε στο Τζιμπουτί και μετά με αεροπλάνο στο Παρίσι και από εκεί στο Ισραήλ». Φτάσανε πράγματι στο Wollo, μια επαρχία της βορειοανατολικής Αιθιοπίας, σχετικά γρήγορα με τα πόδια και στεγάστηκαν εκεί μεταμφιεσμένοι ως τουρίστες. Έπειτα, περιμένανε. Ένας οδηγός που είχε στρατολογήσει η Μοσάντ υποτίθεται θα τους συναντούσε αλλά δεν εμφανίστηκε ποτέ. Τον περιμένανε τρεις μήνες, κατά τη διάρκεια των οποίων άρχισαν να δημιουργούν υποψίες στους ντόπιους κατοίκους της περιοχής. Τέσσερις από αυτούς στη συνέχεια έφυγαν και επέστρεψαν στα χωριά τους. Τρεις παρέμειναν, μεταξύ των οποίων η Νταουίτ. Ο οδηγός εν τέλει έφτασε. Ανήκε σε μια μεγάλη, αρκετά γνωστή φυλή νομάδων που ζούσανε στη συνοριακή γραμμή Αιθιοπίας-Τζιμπουτί και γνώριζε πολύ καλά την όλη περιοχή. «Μας είχαν πει ότι θα μας συνόδευε μέχρι να συναντήσουμε έναν άλλον άνδρα που θα μας συνόδευε στο Τζιμπουτί», θυμάται η Νταουίτ. Ήταν στο δρόμο –διασχίζοντας μεγάλο κομμάτι της ερήμου με έναν πραγματικό καυτό καιρό τον Αύγουστο– περίπου για μια εβδομάδα, αναγκασμένοι να αντιμετωπίσουν τη δίψα, τις αρρώστιες και τις συναντήσεις με επικίνδυνα ζώα και ληστές. Στο τέλος της διαδρομής βρίσκεται η θάλασσα, το λιμάνι του Τζιμπουτί. «Δίπλα στα πλοία κάποιος περίμενε συγκεκριμένα αυτή την ομάδα», λέει η Νταουίτ. «Μας πήγε σε μια καλύβα με στρώματα και εκεί ήταν η πρώτη νύχτα που θα μπορούσαμε να ξεκουραστούμε». Αλλά επίσης ήταν η πρώτη νύχτα που τη βιάσανε. «Ο οδηγός που μας συνόδευε είχε κρατηθεί ως τότε αλλά το βράδυ όταν κοιμόμασταν μαζί στην καλύβα το έκανε. Ούρλιαξα και έκλαψα και το πρωί είπα στον άνδρα που είχαμε συναντήσει στο λιμάνι ότι αν δεν με χώριζε από τον οδηγό μας, θα αυτοκτονούσα», λέει η Νταουίτ. Εκείνη και δύο άλλοι νέοι άνδρες από την αρχική ομάδα μετακινήθηκαν σε ένα ευρύχωρο σπίτι στα προάστια του Τζιμπουτί, στην πρωτεύουσα. Στη βίλα γνώρισε έναν μεγαλύτερο άνδρα από την Αιθιοπία ο οποίος της είπε ότι είχε έρθει από το Ισραήλ για να οργανώσει τα διαβατήρια για αυτούς. «Αλλά αν σας πιάσουν, δεν σας ξέρω και δεν με ξέρετε». Το πρόσθεσε αυτό εν μέρει σαν διαταγή, εν μέρει σαν προειδοποίηση. «Σε καμία περίπτωση δεν μπορείτε να αναφέρετε τη λέξη ‘Ισραήλ’ και όποιος το κάνει, θα πεθάνει μόνος του». Ήταν μια προειδοποίηση που η Νταουίτ θα άκουγε πολλές φορές ακόμα. Άλλη μια περίοδος αναμονής ξεκίνησε, αυτή τη φορά γιατί περίμεναν τις άλλες δύο ομάδες από την Αιθιοπία.
Οικογενειακός Εφιάλτης Ο Μάμο Μπίρο (Mamo Biro) ήταν στην εφηβεία του όταν είχε μπει στις άλλες δύο αυτές ομάδες. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζει την ακριβή του ηλικία. Κανείς δεν ξέρει. Υπολογίζει ότι είναι 50. Γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό στην περιοχή Γκοντάρ, ως ένα από τα δώδεκα παιδιά μιας οικογένειας. Μέχρι κάπου στο μέσο της εφηβείας του βοηθούσε τους γονείς του να βοσκάνε τα πρόβατα και έπειτα στρατολογήθηκε διά της βίας, απάχθηκε δηλαδή, στον στρατό του καθεστώτος του Mengistu Haile Mariam (που διοικούσε τη χώρα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο από το 1977 έως το 1991). Κρατούσε βέβαια μυστικό το ότι ήταν Εβραίος ακόμα και από τους φίλους του στο στρατό. Μια μέρα ο Μπίρο έλαβε ένα γράμμα από τους γονείς του που του έλεγαν για τους γείτονές τους που θα ξεκινούσαν ένα ταξίδι προς την Ιερουσαλήμ. Το γράμμα του ξύπνησε μια τρομερή επιθυμία να πάει μαζί τους. Εγκατέλειψε το στρατό και γύρισε σπίτι. Λίγο αργότερα ο «Ζ» έφτασε στο χωριό και η οικογένεια ήξερε ήδη ποιος ήταν. «Οργάνωνε ομάδες και τους έστελνε από την Γκοντάρ στο Ισραήλ», λέει ο Biro στην Haaretz. «Θα έπαιρνε λεφτά και θα πλήρωνε τα εισιτήρια των λεωφορείων και το φαγητό. Ήταν γνωστό ότι κάποιοι είχαν καταφέρει να φτάσουν στην Ιερουσαλήμ». Η κατάληξη ήταν ο Μπίρο να συμμετάσχει στην «Επιχείρηση Τζιμπουτί» τον Αύγουστο του 1986. Η ομάδα του αριθμούσε οκτώ νέους, όλοι τους άνδρες, μεταξύ 13 και 20 χρονών. Τρεις οδηγοί τους συνόδευαν. «Το όλο ταξίδι οργανώθηκε από ανθρώπους που, όπως έμαθα αργότερα, δουλεύανε για τη Μοσάντ», λέει ο Μπίρο. «Πήγαιναν στην Άντις Αμπάμπα και κάθε φορά γυρνούσαν πίσω με χρήματα και κανόνιζαν για οδηγούς». Όπως με την ομάδα της Νταουίτ, η περιπέτειά τους γνώρισε ζοφερές καταστάσεις. Και ο καύσωνας και η δίψα ήταν το εύκολο μέρος.
Στο δρόμο τους για το Τζιμπουτί ενώθηκαν με μια μη-εβραϊκή οικογένεια –μια μητέρα, έναν πατέρα και την κόρη τους, 12 χρονών –θυμάται σήμερα ο Μπίρο, με δάκρυα στα μάτια. Οι τρεις οδηγοί έδειραν τον πατέρα, βίασαν τη μητέρα μπροστά στην κόρη τους και έπειτα βίασαν και το κορίτσι. «Απευθύνθηκα σε ανθρώπους αργότερα προσπαθώντας να με βοηθήσουν να σβήσω αυτές τις μνήμες», λέει, αναφερόμενους στους θεραπευτές που επισκεπτόταν αργότερα στο Ισραήλ. «Δεν μπορώ να το βγάλω όλο αυτό από το κεφάλι μου». Οι οδηγοί τελικά τους εγκατέλειψαν και το κορίτσι φώναξε για βοήθεια. Ο Μπίρο δίστασε να τη βοηθήσει φοβούμενος αντίποινα από τους οδηγούς. Θυμάται πως προσποιούταν ότι κοιμόταν και εκείνη σερνόταν και γαντζωνόταν από τα ρούχα του, ελπίζοντας πως δεν θα την ανακαλύψουν οι οδηγοί. Αλλά μάταια. Εκείνοι γυρνούσαν, την έπαιρναν και συνέχιζαν να την κακοποιούν όλο το βράδυ. Δεν ξανάδε ποτέ του αυτή την οικογένεια. «Δεν γνωρίζω τι απέγιναν» μας λέει. «Ίσως τους σκοτώσανε στο τέλος.» Όχι πολύ αργότερα φτάσανε στο σπίτι στο Τζιμπουτί και συναντήθηκαν με την Νταουίτ και τους φίλους της και τα μέλη της τρίτης και τελευταίας ομάδα. «Όλοι τους, 23 άτομα, ήταν στο σπίτι», θυμάται ο Μπίρο. «Μετά εμφανίστηκαν δύο άνθρωποι που σήμερα μπορώ να πω με σιγουριά ότι ήταν της Μοσάντ, ένας ντόπιος και ένας που είχε έρθει από το Ισραήλ. Ο ένας τους γνώριζε ότι ήμουν στο στρατό και με έβαλε διοικητή όλης της ομάδας: θα ήμουν ήμουν ο άνθρωπος που θα έπαιρνε τα χρήματα από αυτόν. Μου έδειξε από πού να ψωνίζω φαγητό, μου εξήγησε πώς να ταξιδεύω με λεωφορείο και πώς να καλύπτω τα ίχνη μου, για να μην αποκαλυφθεί η τοποθεσία της βίλας. Μου δίδαξε πώς να συμπεριφέρομαι ώστε να μην εγείρω υποψίες». Η ψεύτικη ιστορία του, λέει ο Μπίρο, ήταν να λέει ότι είχε έρθει από την Αιθιοπία ψάχνοντας για δουλειά. Έμειναν σε αυτή τη βίλα για πολλές εβδομάδες, περιμένοντας περισσότερους να έρθουν μαζί τους. Ένας από τη Μοσάντ ερχόταν κάθε λίγες μέρες και έφερνε μαζί του χρήματα. Μια μέρα όλοι πήγαν να βγάλουν φωτογραφίες για τα διαβατήριά τους –αλλά ποτέ τους δεν τα χρειάστηκαν. Η παρατεταμένη παρουσία τους στο σπίτι δημιούργησε υποψία στους γείτονες και ένα πρωί τους ξύπνησαν δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Προσπάθησαν να κρυφτούν αλλά συνελήφθησαν όλοι και στοιβάχτηκαν από την τοπική αστυνομία σε ένα φορτηγό της αστυνομίας. Ο προορισμός τους: οι φυλακές. Επιλέγοντας τη Διαδρομή Γιατί επιλέχθηκε το Τζιμπουτί; «Είχαν δοκιμαστεί όλες οι πιθανές διαδρομές», λέει ο Γκαντ Σιμρόν (Gad Shimron), συγγραφέας και πρώην αξιωματικός της Μοσάντ που άκουσε την ιστορία αυτή αφότου είχε τελειώσει. Οι επιλογές, εξηγεί, έγιναν βάσει των τότε περιστάσεων. «Η περίοδος ανάμεσα στην ‘Επιχείρηση Μωυσής’ και την ‘Επιχείρηση Σολομών’ της Μοσάντ ήταν πολύ δύσκολη για τους Εβραίους της Αιθιοπίας και την ίδια την Αιθιοπία», λέει η Δρα Irit Beck, μια ειδική της σύγχρονης Αφρικής που διδάσκει στο Τμήμα Μεσανατολικής και Αφρικανικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ. «Ήταν μια περίοδος που ήρθε μετά το πέρας των χρόνων του ‘Κόκκινου Τρόμου’, με πολλά θύματα, πολέμους με την Ερυθραία και μια σειρά εμφυλίων πολέμων, τη μείωση της σοβιετικής βοήθειας από τη μια μεριά και την αδύναμη δυτική βοήθεια από την άλλη –και πάνω από όλα ήταν μια περίοδος ενός σκληρού λιμού». Υπό το φως των συνθηκών αυτών, η Ιερουσαλήμ ανησυχούσε ιδιαίτερα για τη μοίρα των Εβραίων που είχαν μείνει πίσω και η Μοσάντ προσπαθούσε να βρει λύσεις. Το Τζιμπουτί ήταν μέρος «των διάχυτων και ποικίλων προσπαθειών να έρθουν οι Εβραίοι στο Ισραήλ από οποιαδήποτε διαθέσιμη διαδρομή», λέει ο Αχαρόν (Αχρέλε) Σερφ [Aharon (Ahrele) Scherf], ένας πεπειραμένος αξιωματικός της Μοσάντ που υπήρξε επικεφαλής των ταγμάτων Tevel και Bitzur της μυστικής υπηρεσίας. Ήταν οι πρώην συνεργάτες με τις ξένες κυβερνήσεις που αναμείχθηκαν στον ερχομό των Εβραίων από τρίτες χώρες στο Ισραήλ. Ακόμα και τώρα λέει ο Σερφ δεν έχει τη δικαιοδοσία να συζητήσει όλες τις λεπτομέρειες. Ακόμα λίγες επιλογές αποκαλύφθηκαν από τον Σιμρόν που επισημαίνει ότι «η Κένυα ήταν επίσης μια πιθανότητα». Στην πραγματικότητα αυτή η επιλογή δοκιμάστηκε λίγο καιρό αργότερα. Αλλά όπως και να ‘χει εκείνη τη φορά δοκιμάστηκε το Τζιμπουτί, μια μικρή χώρα που συνορεύει με την Αιθιοπία, τη Σομαλία και την Ερυθραία με έναν πλειοψηφικά μουσουλμανικό πληθυσμό. Ο Σαμπτάι Σαβίτ (Shabtai Shavit), που το 1989 έγινε γενικός διοικητής της Μοσάντ, τρία χρόνια μετά από την επιχείρηση αυτή, και ο οποίος έμαθε τις λεπτομέρειες για αυτήν εκ των υστέρων, λέει στην Haaretz: «Το Τζιμπουτί ήταν γαλλική περιοχή και η εκτίμηση ήταν ότι σε μια τέτοια περιοχή που μέχρι πρότινος ήταν υπό φιλελεύθερη, δημοκρατική ευρωπαϊκή κατοχή, οι πιθανότητες της επιτυχίας ήταν μεγαλύτερες». Ερωτηθείς για το αν μια λαθραία διαδρομή από την Αιθιοπία μέσω του Τζιμπουτί είχε κανονιστεί σε συντονισμό με τη γαλλική κυβέρνηση απάντησε ότι «υπήρχαν λίγοι Γάλλοι που ενεπλάκησαν μυστικά». Αποδείχθηκε αργότερα, όπως επίσης επιβεβαιώνει και ο Σερφ, ότι το να βασιστούμε στους Γάλλους για βοήθεια τη στιγμή που τα πράγματα περιπλέχθηκαν ήταν μια σοφή κίνηση. Και πράγματι οι περιπλοκές δεν άργησαν να έρθουν. Ξεκίνησαν με την εισβολή των στρατιωτών στη βίλα και έγιναν γρήγορα χειρότερες. Για τον έναν ή τον άλλον λόγο, οι αρχές πείσθηκαν ότι η ομάδα αυτή σχεδίαζε πραξικόπημα στη χώρα και δεν τέθηκε κανένα απολύτως όριο στο να τους αποσπασθούν πληροφορίες –αυτό σήμαινε βασανιστήρια. Ο Μπίρο θυμάται ότι από την πρώτη στιγμή και για δύο εβδομάδες υπέστη ανακρίσεις κάθε μέρα, όλη τη μέρα, ενώ ήταν δεμένος και τον χτυπούσαν. Ποιος σε έστειλε; Ποιος πλήρωσε τη διαμονή σου; Ποιος πλήρωσε για το φαί σου; Ποιος νοίκιασε το σπίτι; Ποιος είναι ο αληθινός σου σκοπός; Τα ερωτήματα έρχονταν το ένα μετά το άλλο. Αλλά παρά τις αδίστακτες ανακρίσεις, η απάντηση ήταν συνεχής. «Ήρθαμε εδώ να δουλέψουμε», λέει ο Μπίρο ότι τους απαντούσε, ξανά και ξανά.
Σε κάποια φάση μετά την ημερήσια ανάκριση τους είπαν ότι θα τους βγάζανε από αυτή τη φυλακή αλλά δεν θα έμεναν ελεύθεροι, θα τους επέστρεφαν στην Αιθιοπία, σε μια φυλακή στην περιοχή Χαράρι. Τους κάνανε ακόμα περισσότερες ερωτήσεις τότε και τους έκαναν να υποφέρουν τα πάνδεινα. «Αν μπορούσα τότε να βγάλω την ψυχή μου και να την πετάξω στα σκουπίδια, θα το έκανα. Δεν μπορούσε άλλο να συνεχίσει αυτό που συνέβαινε εκεί», λέει ο Μπίρο εξηγώντας ότι αυτός και κάποια ακόμα άτομα υπέστησαν διαφορετικές μορφές βίας, συμπεριλαμβανόμενης σεξουαλικής κακοποίησης, τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες, καθώς και μαστίγωμα. Σε κάποια φάση το μαστίγιο τον βρήκε στο μάτι και έκτοτε η όρασή του θόλωσε για πάντα. Το δεξί του πόδι επίσης χτυπήθηκε τόσο που του έμεινε μόνιμη βλάβη. Τα μέλη της ομάδας έμειναν εκεί για τέσσερις μήνες, χωρίς να τους απαγγελθούν κατηγορίες, μη γνωρίζοντας αν και πότε θα ελευθερωθούν και χωρίς να μπορούν να λάβουν καμιά πληροφορία από τους οργανωτές της επιχείρησης: τη Μοσάντ και το Κράτος του Ισραήλ. Τότε, κάποια μέρα, μετακινήθηκαν εκ νέου, αυτή τη φορά προς μια φυλακή της Άντις Αμπάμπα την οποία ο κόσμος αποκαλεί «Το Τέλος του Κόσμου». Εκεί φοβήθηκαν ότι οι ζωές τους σύντομα θα έφταναν στο τέλος τους. Για μισό χρόνο περίπου υφίσταντο σοβαρή σωματική και ψυχολογική βία. Αρκεί να πούμε ότι στο κέντρο της φυλακής αυτής κρέμονταν σκοινιά για εκτελέσεις κρατουμένων. Ο Μπίρο θυμάται ότι «Κοιμόμασταν κάτω από αυτά τα σκοινιά και άνθρωποι κρεμιούνταν εκεί καθημερινά. Μέχρι και σήμερα, αν δω ένα σκοινί να κρέμεται, θυμάμαι αυτό το πράγμα». Η περίοδος της φυλάκισης στην Αιθιοπία όμως τελείωσε, όπως ακριβώς είχε ξεκινήσει, τελείως απρόσμενα. «Μια μέρα εγώ και η υπόλοιπη ομάδα μάθαμε ότι θα ελευθερωνόμασταν», λέει ο Μπίρο. «Ο άνθρωπος που μας έβγαλε ήταν ο άνθρωπος της Μοσάντ που ήταν ο χειριστής μας στο Τζιμπουτί. Με το που τους έβγαλε, ο άνδρας είπε στον Μπίρο ότι θα ξεκινήσουμε το ταξίδι ξανά. «Θα μαζέψουμε μια νέα ομάδα και θα προσπαθήσουμε να αποδράσουμε ξανά, αυτή τη φορά μέσω του Σουδάν». Εκείνη την εποχή βέβαια, η διαδρομή μέσω του Σουδάν είχε κλείσει από τη Μοσάντ, τουλάχιστον επισήμως, αφού οι επιχειρήσεις του παρελθόντος είχαν εκτεθεί στα ΜΜΕ. Στην πράξη, όμως, λέει ο Μπίρο, το καλοκουρδισμένο δίκτυο που βοήθησε τους Αιθίοπες Εβραίους να πάνε στο Ισραήλ κατά την Επιχείρηση Μωυσής δούλευε ακόμα, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Η φόρμουλα δούλεψε καλά τελικά και στην περίπτωση τη δική του και των φίλων του. Τους βάλανε μέσα σε ένα κοντέινερ από αυτά που κουβαλάνε τα καράβια και τους οδήγησαν οδικώς στη μέση της ερήμου, όπου τους περίμενε ένα μεταγωγικό αεροπλάνο τύπου Hercules. Όλη η ομάδα αυτή τη φορά έκανε το ταξίδι μέσω Σουδάν προς το Ισραήλ, με μία εξαίρεση: η Γεσιουόρκ Νταουίτ δεν βρισκόταν εκεί. Ο Μπίρο λέει ότι υπέθεσε πως είχε πεθάνει σε κάποια φάση της όλης διαδρομής. Ο Γαλλικός Σύνδεσμος Έκανε λάθος. Την ημέρα οι στρατιωτικές δυνάμεις του Τζιμπουτί μπουκάρανε στο σπίτι, η Νταουίτ δεν ήταν εκεί. Το 13χρονο κορίτσι είχε νοσηλευτεί λίγες μέρες πιο πριν με σοβαρή πνευμονία και τώρα αναρωτιόταν μόνη της γιατί κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για αυτήν. «Όταν πέρασαν κάποιες μέρες κανείς από την ομάδα δεν ήρθε να με επισκεφτεί στο νοσοκομείο, τρόμαξα», θυμάται. Παρά την κατάστασή της, εγκατέλειψε το νοσοκομείο και πήγε στη βίλα. Την προσέγγισε με προσοχή και άκουσε κάποιους να της φωνάζουν. Ήταν η γυναίκα που τους είχε νοικιάσει το σπίτι. «Έφυγαν, όλοι τους έφυγαν», είπε στην Νταουίτ. «Κι εσύ να φύγεις, μη μου δημιουργείτε άλλα προβλήματα». Η έφηβη δεν έφτασε και πολύ μακριά. Σύντομα συνελήφθη από την αστυνομία και φυλακίστηκε χωρίς κατηγορίες για λίγο περισσότερο από έναν χρόνο. «Τα παιδιά μου, η μητέρα μου –κανείς δεν άκουσε ποτέ τι πέρασα εκεί μέσα, σε αυτή τη φυλακή», λέει σήμερα κλαίγοντας. «Όλη η βοήθεια που πήρα μέχρι σήμερα δεν έχει καταφέρει να με κάνει να ξεχάσω τι μου κάνανε».
Η Νταουίτ ήταν η νεαρότερη γυναίκα στη φυλακή και επιβλεπόταν από άνδρες φύλακες. «Με μετατρέψανε σε σεξουαλική τους σκλάβα» λέει. «Ο καθένας μπορούσε να με κάνει ό,τι ήθελε και μου κάνανε πράγματα όλη την ώρα. Με χτυπούσανε και με βιάζανε». Πέρασε 15 μήνες εκεί και όλο αυτό τον καιρό κανείς δεν της είπε γιατί έπρεπε να είναι στη φυλακή, που είναι τα άλλα μέλη της ομάδας και πότε θα την αφήνανε ελεύθεροι. Και στην περίπτωσή της η φυλάκιση έληξε χωρίς καμιά ειδοποίηση από τα πριν. «Κάποια μέρα άνοιξαν τις πόρτες και απελευθέρωσαν μια ομάδα γυναικών και εγώ ήμουν μία από αυτές», θυμάται η Νταουίτ. Έτσι ξεκίνησε μια ζωή για αυτήν ως άστεγη στους δρόμους της πόλης του Τζιμπουτί, όπου κοιμόταν στο αίθριο πάνω σε χαρτόνια. Δεχόταν περιστασιακά και σεξουαλικές επιθέσεις. «Σε οποιαδήποτε στιγμή, δεν γνώριζα πότε θα ακολουθούσε ο επόμενος βιασμός». Σε κάποια φάση βρήκε δουλειά ως υπηρέτρια. Και εκεί κακοποιήθηκε σεξουαλικά και βιάστηκε μέχρι που απέδρασε και βγήκε πάλι στο δρόμο. Αποφάσισε τότε να γυρίσει στο νοσοκομείο στο Τζιμπουτί όπου είχε πάει για την πνευμονία. Εκεί βρήκε δουλειά ως καθαρίστρια και ένα κρεβάτι για να κοιμάται. «Βρήκα επίσης κάποιον που είπε ότι θα πήγαινε στην Αντίς Αμπάμπα» λέει. «Έστειλα ένα γράμμα μέσω αυτού του ανθρώπου στη μητέρα μου για να ξέρει πως είμαι ζωντανή». Το γράμμα έφτασε τελείως απρόσμενα στην οικογένεια καθώς τους είχαν πει ότι η Νταουίτ πέθανε. Δεν έχασαν καθόλου χρόνο και λίγες μέρες μετά χτύπησε το τηλέφωνο στο νοσοκομείο όπου δούλευε εκείνη την περίοδο, το καλοκαίρι του 1987. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ένας άνδρας που μιλούσε αμχαρικά και καλούσε από το Παρίσι. Από την οικειότητά του, εκείνη κατάλαβε ότι είχε έρθει σε συνεννόηση με την οικογένειά της. «Γεσιουόρκ», της είπε, «το ξέρουμε ότι είσαι ζωντανή και δουλεύουμε για να σε βγάλουμε γρήγορα από εκεί, αλλά πρέπει να κάνεις ακριβώς αυτά που θα σου πω». Η φωνή στο τηλέφωνο της έδωσε οδηγίες να πάει σε ένα συγκεκριμένο μέρος και να βγάλει μια φωτογραφία διαβατηρίου. Μετά της ειπώθηκε να πάει γρήγορα στην αιθιοπική πρεσβεία να παραλάβει το διαβατήριό της. Μια βίζα την περίμενε στη γαλλική πρεσβεία και στο γραφείο της Air France που διατηρεί στην πόλη του Τζιμπουτί της βγάλανε εισιτήριο για το Παρίσι. Η όλη διαδικασία κράτησε λίγες εβδομάδες. «Επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο και στο Παρίσι μια λευκή γαλλόφωνη γυναίκα και ο άνθρωπος με τον οποίο μιλούσα στο τηλέφωνο με περιμένανε», θυμάται. «Κατάλαβα ότι ήταν εκπρόσωποι του Ισραήλ και την ίδια νύχτα κιόλας με βάλανε σε πτήση με προορισμό το Ισραήλ. Όταν κατέβηκα από αυτό το αεροπλάνο, δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι ήμουν εδώ. Εκεί με περίμενε ο θείος μου που ήδη ζούσε πια στο Ισραήλ και δίπλα του ήταν ένας άνδρας που σήμερα ξέρω ότι ήταν στη Μοσάντ και μου πε ‘Λοιπόν, επιτέλους έφτασε εδώ αυτή που ψάχναμε εδώ και τόσο καιρό’». Η Νταουίτ ενημερώθηκε πλήρως για το που βρίσκονταν οι υπόλοιποι που έφτασαν το 1987 μέσα από διαφορετικές διαδρομές από ανθρώπους που της είπαν ότι δουλεύουν στη Μοσάντ, την ενημέρωσαν για τη φυλάκισή τους και τις ανακρίσεις και γενικώς ό,τι είχαν περάσει στο Τζιμπουτί. Το μόνο πράγμα που η Νταουίτ δεν μπορούσε να συζητήσει τότε ήταν η σεξουαλική βαναυσότητα που είχε υποστεί. «Δεν τους είπα τίποτα, δεν ήθελα να θυμάμαι τίποτα, αν μπορούσα να το σβήσω από το κεφάλι μου, θα το έκανα», εξηγεί. «Ένιωθα ντροπή και ενοχή». Δεν ξέρεις τίποτα, δεν θυμάσαι τίποτα Η Μοσάντ είχε πολλές ερωτήσεις για τα μέλη της ομάδας όταν τελικά φτάσανε στο Ισραήλ αλλά με τα χρόνια ο ρόλος της υπηρεσίας στην αποτυχία της επιχείρησης και οι λόγοι για την παρατεταμένη φυλάκιση και τα βασανιστήρια που υπέστησαν οι νέοι αυτοί κάτοικοι της χώρας επίσης δημιουργεί πολλά ερωτήματα. «Ο βασικός λόγος που συνελήφθησαν στο ταξίδι ήταν ότι έμεναν σε ένα μέρος για παραπάνω από ότι είχε σχεδιαστεί, λόγω μιας επιθυμίας να γίνει η ομάδα μεγαλύτερη», λέει ο Σαμπτάι Σαβίτ. «Κατά τη διάρκεια μιας μακράς σε χρόνο και περίπλοκης διαδικασίας που δεν είχε σχεδιαστεί με τους όρους μιας κλασικής επιχείρησης, εκτίθεσαι. Και όταν εκτίθεσαι, ξεκινάνε τα προβλήματα και όσο περνάει ο χρόνος, λιγότερες είναι οι πιθανότητες να τα λύσεις». Πράγματι, πολύς χρόνος πέρασε μέχρι να επιχειρηθεί η διάσωσή τους –σχεδόν ένας χρόνος– και αυτό θέτει ερωτήματα για την ίδια την πρωτοβουλία του ισραηλινού κράτους να στείλει αυτούς τους ανθρώπους στο ταξίδι αυτό. «Υπήρξαν προσπάθειες να βγουν οι άνθρωποι από τη φυλακή και η αλήθεια ότι στο τέλος διασώθηκαν», λέει ο Σερφ, πρώην πράκτορας της Μοσάντ, αν και λίγες πληροφορίες μας δίνει για λεπτομέρειες. «Οι Γάλλοι ήταν λογικό να έχουν κάποια επιρροή ακόμα στο Τζιμπουτί και τους βοήθησαν να βγουν απ’ τη φυλακή». Πιστεύει ότι αυτή η επιχείρηση ήταν αχρείαστη; «Βλέποντάς από το σήμερα ήταν μια βραχυπρόθεσμη προσπάθεια που απέτυχε, αποδείχτηκε μη-πρακτική», απαντάει, αλλά προσθέτει ότι σε μια τέτοια περίοδο οικονομικής και πολιτικής χειροτέρευσης των πραγμάτων στην Αιθιοπία είχαν υπάρξει μια πλειάδα προσπαθειών να φέρουν τους Αιθίοπες Εβραίους στο Ισραήλ μέσα από κάθε πιθανή διαδρομή. «Πρέπει να θυμάστε ότι δεν δοκιμάσεις, αν δεν προσπαθήσεις, δεν μπορείς να ξέρεις πως θα πάνε τα πράγματα και έτσι έχει κι αυτή η περίπτωση». Οι λέξεις «δεν ξέρω» αντηχούν εδώ πέρα. Με την εφημερίδα Haaretz προσεγγίσαμε έναν αριθμό πρώην αξιωματούχων της Μοσάντ, του Υπουργείου Εξωτερικών και της ισραηλινής κυβέρνησης με την ελπίδα να πάρουμε απαντήσεις στο ζήτημα αυτό αλλά πολλοί απάντησαν πως δεν γνώριζαν την επιχείρηση. Για παράδειγμα, ο Yossi Beilin, γενικός διοικητής στο Υπουργείο Εξωτερικών την εποχή εκείνη, δεν ήταν κοινωνός του μυστικού. «Άκουσα το όλο επεισόδιο μόνον αφού είχε γίνει – ήταν αποκλειστικά ευθύνη της Μοσάντ», μας λέει. «Θυμάμαι να νιώθω έκπληξη όταν το έμαθα γιατί τότε ήμουν μέλος μιας υπο-επιτροπής για ζητήματα μυστικών υπηρεσιών και πληροφοριών, ωστόσο μου το είπανε πολύ αργότερα». Το Υπουργείο Άμυνας επίσης εκείνη την περίοδο δεν ήταν ακριβώς χρυσωρυχείο πληροφοριών αφού οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί και σε άλλες κυβερνητικές θέσεις δεν ήταν ενήμεροι για την όλη αυτή υπόθεση. Από πλευράς του ο έφεδρος αξιωματικός του ισραηλινού στρατού Shimon Hefetz, που υπηρέτησε σαν στρατιωτικός ακόλουθος του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ραμπίν (Yitzhak Rabin), όταν ο τελευταίος ήταν ακόμη Υπουργός Άμυνας, δεν μπορεί να θυμηθεί αν έχει ακούσει ποτέ για αυτή την ιστορία στη ζωή του αλλά αναφέρει ότι κάποιος θα έπρεπε να τη γνωρίζει για να εγκριθεί η αποστολή. «Τέτοια πράγματα θέλουν έγκριση από τον πρωθυπουργό» λέει. «Ίσως δίνεται με γενικό τρόπο η έγκριση από το συμβούλιο ασφαλείας – να έρθουν οι Εβραίοι της Αιθιοπίας στο Ισραήλ, χωρίς πολλές-πολλές λεπτομέρειες –αλλά δεν είναι δυνατόν να μην γνώριζαν τούτη εδώ την επιχείρηση οι Γιτζάκ Σαμίρ, Σίμον Πέρεζ ή ο Γιτζάκ Ραμπίν». Ο έφεδρος αξιωματικός Azriel Nevo ήταν ο στρατιωτικός γραμματέας του πρωθυπουργού Σαμίρ εκείνη την περίοδο. «Άκουσα για την ομάδα που φυλακίστηκε αλλά δεν γνωρίζω την όλη ιστορία», μας λέει. Το ήξερε ο Σαμίρ; «Δεν φαντάζομαι ότι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν θα το γνώριζε, αλλά δεν μου είναι οικείο σαν ιστορία και δεν μπορώ να θυμηθώ», μας λέει. Λίγα είχε να προσθέσει κι αυτός σχετικά με τη διάσωση της ομάδας. «Εγώ ασχολούμουν με τα θέματα της Μοσάντ και δεν το θυμάμαι καν, οπότε δεν έχω και πολλά να πω». Η λίστα αυτών που δεν θυμούνται την επιχείρηση διακοσμείται και από ένα ακόμα όνομα: τον Nahum Admoni που υπήρξε γενικός διοικητής της Μοσάντ από το 1982 μέχρι το 1989. Είπε ότι δεν θυμάται κάτι για αυτό και αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη. Ένα πρόσωπο του οποίου η μνήμη παραμένει σε καλή κατάσταση είναι ο «Ζ», ο άνθρωπος που «αναγνωρίστηκε σαν ο γεννημένος στην Αιθιοπία αξιωματούχος της Μοσάντ και ο οποίος ήταν δραστήριος στα τότε γεγονότα. Αλλά κι αυτός επίσης δεν ρίχνει επιπλέον φως στην υπόθεση». «Είναι ένα ζήτημα το οποίο ακόμα δεν έχει δημοσιοποιηθεί, είναι αρκετά ευαίσθητο και δεν θέλω να καταστρέψω οτιδήποτε», μας είπε αυτή την εβδομάδα. «Σίγουρα δεν είμαι εγώ αυτός που θα το κάνω δημόσιο». Η Haaretz έστειλε και ένα επίσημο αίτημα στη Μοσάντ να σχολιάσει. Η επίσημη απάντηση από το γραφείο του πρωθυπουργού, εκ μέρους της Μοσάντ, ήταν ότι δεν θα σχολιάσει λόγω του ότι έχουν υπάρξει μηνύσεις από πλευράς της ομάδας του Τζιμπουτί και πλέον συζητιούνται στα δικαστήρια. Επιπλέον, η υπηρεσία αγνόησε όλα τα ερωτήματα σχετικά με τις προσπάθειες διάσωσης των μελών της ομάδας, το γεγονός ότι το Υπουργείο Εξωτερικών δεν ήταν ενήμερο και την προφανή συγκάλυψη της αποτυχίας της επιχείρησης. Δεν είναι James Bond Σε αντίθεση με όλους τους πολιτικούς, τους ανθρώπους της ασφάλειας και τους κατασκόπους, τα μέλη της ομάδας θέλουν οι πάντες να γνωρίζουν τι έγινε και επιπλέον να αναγνωρίσει το κράτος τα όσα υπέφεραν και τις μετα-τραυματικές διαταραχές με τις οποίες έχουν διαγνωστεί. Στις πέντε μηνύσεις που έχουν γίνει στα δικαστήρια, ζητάνε από το Κράτος του Ισραήλ –ή πιο συγκεκριμένα από τη Μοσάντ– να τους αναγνωρίσει σαν να έχουν δράσει στις τάξεις της και με τα έξοδά της και άρα να λάβουν κανονική σύνταξη μελών της υπηρεσίας. Τη δεκαετία του 1990 τα μέλη της ομάδας είχαν στην πραγματικότητα αναγνωριστεί ως «Κρατούμενοι της Σιών» (a Prisoner of Zion). «Το κράτος αναγνώρισε ότι ήμουν φυλακισμένος και ότι ήμουν κεντρικός ακτιβιστής για την ενθάρρυνση της μετανάστευσης προς το Ισραήλ, αλλά δεν θέλουν να αναγνωρίσουν το τραύμα που κουβαλάω έκτοτε ως αποτέλεσμα της δράσης μου», λέει ο Μάμο Μπίρο, ο οποίος τώρα πια είναι πατέρας τριών παιδιών και ζει στο Nes Tziona, δουλεύοντας σαν επιστάτης σε ένα κοινοτικό κέντρο. «Η υπόθεση μας είναι διαφορετικό από κάθε άλλο ταξίδι μετανάστευσης στο Ισραήλ», συνεχίζει. «Μας μαζέψανε και μας στείλανε στη φωτιά. Μας είπανε να πάμε και να γίνουμε οι μπροστάρηδες, μας έδωσαν λεφτά, μας συνόδευσαν και μας δραστηριοποίησαν. Ήμασταν ένα πείραμα σε μια πρωτόγονη, βάναυση χώρα. Κάνανε ένα λάθος με εμάς και πάθαμε κακό – κανείς δεν μας βοηθάει να το αντιμετωπίσουμε».
Θυμάται τα γεγονότα της περιόδου αυτής και θυμώνει. «Δεν ήμουν ακριβώς ο Τζέιμς Μποντ – πείτε μου ότι δεν είμαι σημαντικός, ότι ήμουν ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας και το δέχομαι, αλλά τουλάχιστον αναγνωρίστε μου ότι ήμουν στην υπηρεσία της Μοσάντ. Σαν άνθρωπος πεδίου δεν προσπάθησα να σώσω μόνο τον εαυτό μου αλλά διακινδύνευσα και για χάρη άλλων Εβραίων. Δεν είμαι σε κάποιον διαγωνισμό για το ποιος υπέφερε περισσότερο, αλλά όσα υποφέραμε ήταν τρομερά και το πιο τρομερό κομμάτι είναι να μη στο αναγνωρίζει κανείς αυτό που έπρεπε να περάσουμε». Τα συναισθήματα του Μπίρο αντανακλώνται και στα όσα νιώθει η Νταουίτ, η οποία τελικά παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά. Μένει στο Kiryat Malakhi και δουλεύει σα βοηθός σε νηπιαγωγείο.
«Ο δρόμος από τον οποίο με πήγανε ήταν κάτι που δεν είχαν σκεφτεί πολύ –βάλανε ένα κορίτσι σε πολύ μεγάλο κίνδυνο», μας λέει. «Συγκέντρωσαν μια ομάδα πάνω από είκοσι άτομα σε ένα σπίτι και σκέφτηκαν ότι δεν θα εκτιθόμασταν. Εκείνοι έκαναν λάθη και εμείς πληρώσαμε το τίμημα». Μέσα στα χρόνια τα μέλη της ομάδας ήταν σε επαφή με εκπροσώπους του Γραφείου του Πρωθυπουργού. Σε ιδιωτικές συζητήσεις, οι τελευταίοι τους έδειχναν τη συμπάθειά τους, ακόμα και κατανόηση. Αλλά στο δικαστήριο το κράτος διεξάγει μια επιθετική μάχη ενάντια στον ισχυρισμό ότι η υπόθεση θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σαν σχέση εργοδότη-εργαζομένων. Το βασικό επιχείρημα της ομάδας είναι ότι σύμφωνα με τα συμπεράσματα της διορισμένης από το κράτος επιτροπής, διοικούμενης από έναν πρώην στρατηγό του στρατού, τον Yigal Pressler (ο οποίος το 2000 εξέτασε την κατάσταση των ακτιβιστών της μετανάστευσης, σε σύγκριση με τους συνήθεις μετανάστες από την Αιθιοπία), τα μέλη της ομάδας θα έπρεπε να λάβουν 30.000 σέκελ εφάπαξ στις αρχές της δεκαετίας του 1990 προκειμένου να παραιτηθούν από μελλοντικές αποζημιώσεις και πληρωμές. Ωστόσο η ψυχολογική τους βλάβη ήρθε στην επιφάνεια αργότερα. «Κανείς δεν γνώριζε ότι το μετα-τραυματικό στρες θα εμφανιζόταν 25 χρόνια αργότερα», λέει ο δικηγόρος Ορόν Σβαρτς (Oron Schwartz) που εκπροσωπεί τους αιτούντες μαζί με τους συναδέλφους του Yogev Narkis και Ofira Sambal.
«Τους έδωσαν χρήματα με τον τρόπου οι Ινδιάνοι πήραν χάντρες και παρέδωσαν τη γη τους», προσθέτει ο Σβαρτς. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι Κρατούμενοι της Σιών που πήγαν φυλακή με τη θέλησή τους επειδή θέλανε να μεταναστεύσουν στο Ισραήλ –φυλακίστηκαν ενώ υπηρετούσαν το κράτος. Δραστηριοποιήθηκαν από το κράτος, στάλθηκαν σε αποστολή με κίνδυνο της ζωής τους και ανακάλυψαν έπειτα ότι δεν είχαν υποστήριξη και είχαν προδοθεί». Ο πρώην επικεφαλής της Μοσάντ Σαβίτ βγάζει καπνούς όταν ακούει για τη νομική διαμάχη που έχει ξεκινήσει. «Δεν μπορώ να ανεχτώ το γεγονός ότι σε μια ολόκληρη ομάδα υπάρχει το αίτημα να της αναγνωριστεί το μετα-τραυματικό στρες των θυμάτων –δεν υπάρχει έδαφος για αυτό τον ισχυρισμό», μας λέει. «Αν η Μοσάντ έπρεπε να πληρώνει πρόστιμα για επιχειρήσεις που έκανε στο παρελθόν και απέτυχαν, θα είχαν καταρρεύσει τα κρατικά αποθέματα. Κανείς δεν υποσχόταν επιτυχία εκείνη την εποχή και δεν υπήρχαν κάποιου είδους συμφωνίες». Εντωμεταξύ, ο Σβαρτς επικεντρώνεται στις νομικές προσπάθειες της ομάδας του προς απόδειξη της σχέσης εργοδότη-εργαζομένων. «Όλα τα κριτήρια είναι εδώ» επιμένει. «Εκείνοι [η Μοσάντ] τους χρησιμοποίησαν και μετά τους πέταξαν ένα κόκκαλο για αναγνώριση του στάτους τους ως ακτιβιστών μετανάστευσης. Αλλά κανείς δεν σκέφτηκε εκείνα τα χρόνια ότι αργότερα θα ανέπτυσσαν μετα-τραυματικό στρες ως συνέπεια του ταξιδιού στο οποίο στάλθηκαν». Μεταξύ των πολλών ονομάτων που εμφανίζονται ως ενάγοντες στις μηνύσεις είναι και το όνομα ενός από τους άνδρες που στρατολογούσαν τους νέους από το Γκοντάρ για το ταξίδι και ο οποίος έφθασε με την ομάδα. Αρνήθηκε να δώσει συνέντευξη για το άρθρο αυτό αλλά η σύζυγός του μας είπε ότι «εκείνη την εποχή βρισκόταν σε επαφή με έναν ‘δημόσιο υπάλληλο’ που του έδινε οδηγίες γύρω από το ποιον άξιζε να μαζέψει στην ομάδα» για την αποστολή αυτή. Προσθέτει ότι «όταν η ομάδα συνελήφθη όλοι ήταν σιωπηλοί κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων στο Τζιμπουτί, αλλά στις φυλακές του Χαράρι [στην Αιθιοπία], “έσπασαν” και είπαν ότι ο σύζυγός της ήταν ο οργανωτής της επιχείρησης. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, βασανίστηκε παραπάνω απ’ ότι οι περισσότεροι». Παραδόξως, τα βασανιστήρια που υπέστη οδήγησαν στην αναγνώρισή του ως ανάπηρου βετεράνου του ισραηλινού στρατού, λόγω του σωματικού του τραυματισμού –ακόμα και χωρίς να έχει κάνει ο ίδιος τέτοιο αίτημα. Αλλά κανείς δεν αναγνώρισε το ψυχικό του τραύμα από το οποίο υπέφερε έκτοτε. «Κατέθεσε μια αίτηση για να αναγνωριστεί επισήμως αυτό το τραύμα», λέει η σύζυγός του. «Κι εγώ ήθελα να καταθέσω μια τέτοια αίτηση για τον εαυτό μου», μας λέει, «αλλά κοστίζει πολλά χρήματα και δεν τα έχω». Ακόμα και τώρα, προσθέτει, ο σύζυγός της νιώθει μια βαθιά αίσθηση δέσμευσης προς το καθεστώς άμυνας του Ισραήλ. Μετά το επεισόδιο του Τζιμπουτί, δούλεψε ξανά για τη Μοσάντ και «χάραξε έναν καινούργιο δρόμο για τη μετανάστευση των Εβραίων της Κένυας», σύμφωνα με τη σύζυγό του. Παρά τα τραύματά του («Υπέστη σοβαρούς τραυματισμούς στα χέρια και τα πόδια του επειδή ήταν δεμένος για μια μεγάλη περίοδο μέσα στη φυλακή και ξυλοκοπούταν παράλληλα στη φυλακή του Χαράρι») και το γεγονός ότι κλήθηκε για ακρόαση από το Υπουργείο Άμυνας με το ερώτημα της ανάκλησης του στάτους του ως ανάπηρου βετεράνου, συνεχίζει να πιστεύει ακόμα και τώρα ότι η ‘Επιχείρηση Τζιμπουτί’ πρέπει να μείνει μυστική. Το Γραφείο του Πρωθυπουργού αναγνωρίζει μονάχα έναν συγκεκριμένο αριθμό αγωγών που κατατέθηκαν και αφορούν στους ακτιβιστές της μετανάστευσης από την Αιθιοπία που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο και σημειώνει πως «στο πλαίσιο αυτών των διαδικασιών κατατίθενται ποικίλοι ισχυρισμοί ενάντια στο κράτος. Υπό το φως αυτών των εξελίξεων, κάθε ισχυρισμός θα απαντηθεί μέσα στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας στο βαθμό που είναι σχετικός με τη διαδικασία». Roni Singer, Αρθρογράφος της Haaretz. Πηγή: https://www.haaretz.com/magazine/.premium.MAGAZINE-mossad-s-failed-operation-in-djibouti-revealed-1.8291460
Comments