Ένα νέο βιβλίο εξερευνά το πώς, έναν αιώνα σχεδόν πριν, σε μια μικρή πόλη κοντά στη Νέα Υόρκη μια αληθινή συκοφαντία αίματος έλαβε χώρα, με τους κατοίκους της περιοχής να είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι οι γείτονές τους είχαν απαγάγει ένα μικρό παιδί για να το θυσιάσουν στις θρησκευτικές τους τελετές. Haaretz. Του David B Green, 20 Οκτωβρίου 2019.
Ένα μικρό κορίτσι τεσσάρων χρονών το στέλνει η μητέρα του ένα απόγευμα Σαββάτου του 1928 να βρει τον μεγαλύτερο της αδερφό, Μπόμπι, που έπαιζε έξω με τους φίλους του. Η οικογένεια Γκρίφιθ ζει σε μια μικρή πόλη βόρεια της Νέας Υόρκης, που είναι τόσο ασφαλής που η μητέρα δεν νιώθει κανέναν ενδοιασμό να στείλει την κόρη της, Μπάρμπαρα, στο γειτονικό δάσος. Στις 6 το απόγευμα, ωστόσο, όταν ο Μπόμπι γυρνάει στο σπίτι για φαγητό, η αδερφή του δεν είναι μαζί του. Τώρα αυτός στέλνεται έξω για να τη βρει. Καθώς περνάνε οι ώρες και η Μπάρμπαρα δεν εμφανίζεται, περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να την ψάχνουν –μέχρι που 300 κάτοικοι της Massena, συμπεριλαμβανόμενων των αστυνομικών και των εθελοντών πυροσβεστών, εντείνουν τις προσπάθειες μέσα στη διάρκεια όλης της νύχτας.
Η Μπάρμπαρα βρίσκεται άθικτη Κυριακή απόγευμα, μια ολόκληρη μέρα μετά την εξαφάνισή της. Εξηγεί ότι χάθηκε την προηγούμενη μέρα και όταν το σκοτάδι και η θερμοκρασία άρχισαν να πέφτουν, αποφάσισε να κοιμηθεί έξω στο γρασίδι. Έπειτα την Κυριακή το πρωί ξύπνησε και άρχισε να περπατάει μέσα σε ένα λιβάδι, λιγότερο από ένα μίλι από το σπίτι της, όπου την εντόπισαν κάποιες έφηβες που συνειδητοποίησαν ότι ήταν το παιδί που έψαχναν οι πάντες. Αυτά είναι τα γεγονότα ενώ ξεκάθαρα η μεγάλη ανησυχία για την οικογένεια και τους γείτονες την εποχή εκείνη το πιθανότερο θα ήταν να περάσουν στην οικογενειακή παράδοση των Γκρίφιθ χωρίς τίποτα άλλο να ακολουθήσει, και να γίνεται αντικείμενο ανάμνησης μέσα στα χρόνια με γέλιο και πιθανόν κάποια υπερβολή.
Όταν η Μπάρμπαρα Γκρίφιθ έδωσε συνέντευξη στον Έντουαρντ Μπέρενσον σχετικά με το περιστατικό 90 χρόνια αργότερα, είπε ότι δεν είχε καμία ανάμνηση πια του εαυτού της μέσα στο δάσος. Και μάλλον το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για τη συλλογική μνήμη της Μασένα, για να μην αναφέρουμε τα Χρονικά της αμερικάνικης εβραϊκής ιστορίας, αν δεν είχε προηγηθεί μια παράδοξη σειρά περιστατικών που ακολούθησαν την εξαφάνιση του νεαρού κοριτσιού στις 22 Σεπτεμβρίου του 1928.
Δυστυχώς, όμως, κάποιος στη Μασένα, μια πόλη σχεδόν 11.000 κατοίκων στις όχθες του ποταμού St. Lawrence, θυμήθηκε να έχει ακούσει κάπου ότι οι Εβραίοι έχουν ένα αρχαίο έθιμο απαγωγών χριστιανοπαίδων και τελετουργίες θυσίας τους για να τα αφαιμάξουν. Η πιο διάσημη εκδοχή της μακραίωνης αυτής μυθικής κατηγορίας λέει ότι το αίμα χρειάζεται ως συστατικό για το ψήσιμο του ψωμιού μάτσα για το εβραϊκό Πάσχα. Ακόμη δυστυχέστερο ήταν το γεγονός ότι τόσο ο δήμαρχος της Μασένα, W Gilbert Hawes –ένα υπόδειγμα ημιμαθούς και προκατειλημμένου δημάρχου επαρχιακής πόλης– όσο και ο αστυνόμος της κυβέρνησης που κλήθηκε να ηγηθεί της έρευνας, H M McCann, θεώρησαν ότι αυτή η θεωρία ήταν καλή και ταιριαστή. Αποφασίσανε μάλιστα αρκετά γρήγορα να καλέσουν τον μοναδικό ραβίνο της πόλης, Berel Brenglass, «για να ερωτηθεί για τους Εβραίους και τις ανθρώπινες θυσίες», όπως ανακαλεί ο Μπέρενσον στο βιβλίο του «Η Κατηγορία: Συκοφαντία Αίματος σε μια Αμερικανική Πόλη». Δεν ακούγεται λογικο; Εκείνη την Κυριακή, επιπλέον, ήταν το απόγευμα της γιορτής του Γιομ Κιπούρ, αν και ο συγγραφέας δεν επιμένει στη σημασία αυτού του πράγματος.
Ο Μπέρενσον, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης τυχαίνει να έχει μια ιδιαίτερη σχέση με το μέρος μιας και έχει γεννηθεί στη Μασένα και πιστεύει ότι οι δύο παππούδες του – που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες από την Ευρώπη στα τέλη του 19 ου αιώνα και μετακόμισαν στη Μασένα το 1898– ήταν οι πρώτοι Εβραίοι που εγκαταστάθηκαν εκεί.
Πριν από λίγα χρόνια αποφάσισε να προστρέξει στα επαγγελματικά του προσόντα για να ξετυλίξει την ιστορία της πατρίδας του ως τόπου υποδοχής της μόνης γνωστής στην ιστορία των Η.Π.Α. συκοφαντίας αίματος (επίσης γνωστής ως λίβελου τελετουργικού φόνου) ενάντια σε Αμερικανούς Εβραίους. Δεκαεννιά από τις οικογένειες της Μασένα εκείνη την εποχή ήταν εβραϊκές και δικά τους ήταν πολλά από τα μαγαζιά της πόλης. Ένα μεγάλο ποσοστό της μη-εβραϊκής πλειοψηφίας, από την άλλη μεριά, δούλευε για την Alcoa Aluminum, στην οποία ανήκε ένα μεγάλο εργοστάσιο μετάλλων στην πόλη.
Με την ασφαλή επιστροφή της Μπάρμπαρα Γκρίφιθ, η καχυποψία για τους τελετουργικούς φόνους αναιρέθηκε γρήγορα. Δεν συνελήφθησαν Εβραίοι ύποπτοι για την απαγωγή της νεαρής κοπέλας, ούτε τα παράθυρα εβραϊκών καταστημάτων σπάστηκαν και ούτε Εβραίοι λιντσαρίστηκαν. Την εποχή εκείνη συνέβαιναν κατά μέσο όρο δύο δολοφονίες μαύρων Αμερικάνων με φυλετικά κίνητρα κάθε εβδομάδα. Αλλά ο πατέρας του Εντ Μπέρενσον που μεγάλωσε στην πόλη κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν το περιστατικό αυτό, ανατράφηκε με ιστορίες γύρω από το λίβελο αίματος της Μασένα και κάποιους παλιούς να θυμούνται πως τους λέγανε «δολοφόνους του Χριστού» στην παιδική χαρά – επιπρόσθετα στοιχεία δηλαδή πως οι Εβραίοι δεν ήταν απολύτως αποδεκτοί στην πόλη.
Κατανοώντας τον Αντισημιτισμό
Ο τόνος του Μπέρενσον στην «Κατηγορία» είναι ήρεμος και ευθύς. Καταλαβαίνει ξεκάθαρα ότι η ιστορία με την οποία καταπιάνεται είναι τόσο περίεργη που δεν χρειάζεται να προσθέσει θυμό ο ίδιος. Αλλά ταυτόχρονα δεν είναι μοιρολατρικός σχετικά με το αναπόφευκτο του αντισημιτισμού. Μάλλον έχει περιέργεια να αναλύσει τις κοινωνικές και θρησκευτικές συνθήκες που κατέστησαν δυνατόν να συμβεί το περιστατικό αυτό –και χιλιάδες άλλα μέσα στην τελευταία χιλιετηρίδα, πολλά εκ των οποίων με πολύ σοβαρότερες συνέπειες. Όχι για να προσφέρει δικαιολογίες, φυσικά, αλλά για να κατανοήσει από πού έρχονταν.
Αν η Μασένα του 1928, για παράδειγμα, είχε έναν πιο αξιοπρεπή και μορφωμένο δήμαρχο, θα είχε απορρίψει αμέσως την οξύμωρη θεωρία ότι ίσως η Μπάρμπαρα Γκρίφιθ είχε απαχθεί από Εβραίους για το χριστιανικό της αίμα. Λιγότερο ξεκάθαρο θα ήταν ωστόσο το τι θα συνέβαινε αν ο Ραβίνος Brenglass, αμέσως μετά την ανάκρισή του από την αστυνομία, δεν είχε επικοινωνήσει αμέσως με τους ηγέτες δύο εκ των βασικών οργανώσεων υπεράσπισης των Εβραίων της Αμερικής: τον Ραβίνο Stephen Wise του Αμερικάνικου Εβραϊκού Κογκρέσου και του δικηγόρου Louis Marshall της Αμερικανικής Εβραϊκής Επιτροπής. Αυτοί οι δύο φιλόδοξοι και αμοιβαία ανταγωνιστικοί άνδρες πίεσαν τον Δήμαρχο Hawes να δημοσιεύσει μια δημόσια απολογία για τη συμπεριφορά του και εξασφάλισαν ότι η υπόθεση θα λάμβανε παν-εθνική διάδοση σε επίπεδο Τύπου –με ομόφωνες καταδίκες του λίβελου αίματος από παντού.
O Μπέρενσον προτείνει επίσης πως το γεγονός ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σε μια φάση έξι εβδομάδων πριν τις προεδρικές εκλογές βοήθησε την κατάστασή ώστε η βίαια αντισημιτική Κου Κλουξ Κλαν, που τότε βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της, να μην αναλάβει τη σκυτάλη της ανάδειξης του θέματος ενός τελετουργικού φόνου. Η Κλαν ήταν εργαζόταν εντατικά, προσπαθώντας να εξασφαλίσει ότι ο κυβερνήτης των Δημοκρατικών στη Νέα Υόρκη, Ρωμαιοκαθολικός Al Smith δεν θα νικούσε τον Ρεπουμπλικάνο (και Προτεστάντη) Herbert Hoover, για να ασχοληθεί με τους διαβολικούς Εβραίους. Αν και κάποιες φορές ο πειρασμός ήταν μεγάλος για να αντισταθούν. Τυπικό δείγμα του μίσους που διέδιδε στον αγώνα της για τις εκλογές ήταν, για παράδειγμα, ένα φυλλάδιο προειδοποιήσεων της ΚΚΚ ότι «αυτός ο αγώνας δεν είναι μια μάχη μονάχα ενάντια στη Ρώμη, αλλά επίσης ενάντια σε όλες τις διαβολικές δυνάμεις στην Αμερική: τους δολοφόνους, τους αλήτες και τα κατακάθια των βόθρων της Ευρώπης» και συγκεκριμένα «τα μεγάλα εβραϊκά συνδικάτα που έχουν κατακτήσει το μονοπώλιο της βιομηχανίας κινηματογράφου».
Το γνώριζα ότι, τουλάχιστον μέχρι την εκλογή του John F. Kennedy το 1960, πολλοί Προτεστάντες Αμερικάνοι έτρεφαν έντονες αντι-καθολικές προκαταλήψεις, πιστεύοντας κατά κύριο λόγο ότι αν ο Πρόεδρος των Η.Π.Α. ήταν Καθολικός, θα ήταν πιστός στον πάπα και μάλιστα ίσως προσπαθούσε να επιβάλει τον εκκλησιαστικό κανόνα στην Αμερική. Η ειρωνεία με την υπόθεση της Μασένα είναι ότι οι προτεσταντικές ομάδες σαν την ΚΚΚ δεν ήταν ποτέ επιρρεπείς να πιστεύουν στους λιβέλους αίματος (και αυτό επειδή οι Προτεστάντες δεν πιστεύουν στη μετουσίωση της Θείας Κοινωνίας, της μετάληψης), όπως συμβαίνει στην άλλη πλευρά του ποταμού St. Lawrence, μεταξύ των Ρωμαιοκαθολικών του γαλλόφωνου Κεμπέκ. «Υπήρξε ένα κύμα λόγων περί τελετουργικών φόνων στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20 ού αιώνα», γράφει ο Μπέρενσον. Εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης εργατών από το εργοστάσιο αλουμινίου και τους χαλαρούς νόμους μετανάστευσης των Η.Π.Α. μέχρι τότε, χιλιάδες γαλλόφωνοι από το Κεμπέκ του Καναδά ζούσαν και δούλευαν στη Μασένα, φέρνοντας μαζί τους τις αντι-εβραϊκές προκαταλήψεις με τις οποίες μεγάλωσαν.
Η πρόσθετη αξία
Η ιστορία της εξαφάνισης της Μπάρμπαρα Γκρίφιθ ήταν μια μικρή υπόθεση και η αφήγηση του Μπέρενσον για αυτήν μετά βίας καταλαμβάνει κάτι παραπάνω από το ένα-τέταρτο των 270 και πλέον σελίδων του βιβλίου του «Η Κατηγορία». Η επιπρόσθετη αξία του βιβλίου, ωστόσο, προκύπτει από το γεγονός ότι ο συγγραφέας καλύπτει τα υπόλοιπα τρία-τέταρτα του βιβλίου με πρωτότυπες ιστορίες τόσο μύθων τελετουργικών φόνων όσο και αντισημιτισμού στις Ηνωμένες Πολιτείες, μαζί με ένα κεφάλαιο μηχανορραφιών και δολοπλοκιών γύρω από τις προεδρικές εκλογές του 1928 που τελικά κέρδισε ο Hoover.
Στη σημερινή εποχή του συνεχούς θύμου και της αγανάκτησης –όταν όλοι γίνονται υπερευαίσθητοι απέναντι σε κάθε προσβολή που εκτοξεύεται ενάντια στις συγκεκριμένες ταυτοτικές τους ομάδες – το χαμηλών τόνων βιβλίο του Μπέρενσον αξίζει ιδιαίτερης εκτίμησης. Με ένα μίνιμουμ γενίκευσης και ένα μάξιμουμ λεπτομερειών, μας βοηθάει να καταλάβουμε πως οι παράξενες κατηγορίες όπως του μύθου του τελετουργικού φόνου τρέφονται και διαδίδονται μεταξύ «κανονικών» ανθρώπων. Και μπορούν να πολεμηθούν με γεγονότα που προσκομίζει κανείς σε χαμηλούς τόνους.
Διαβάζοντας την «Κατηγορία» πείστηκα ακόμα περισσότερο ότι η ξενοφοβία είναι ένα φυσικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, ένα από αυτά που τρέφονται από αυθεντικές συνθήκες, αν και μπορεί να ποικίλουν ανάλογα τον τόπο και τον χρόνο: την οικονομική δυστυχία, την άγνοια και την προκατάληψη και την παρουσία δημαγωγών που εξυπηρετούν μονάχα τον εαυτό τους, μεταξύ άλλων. Το μίσος κατά των Εβραίων είναι αναπόφευκτο και μπορεί και πρέπει να πολεμηθεί έχοντας εγρήγορση για αυτό. Ωστόσο, το γεγονός ότι είναι οι Εβραίοι που έχουν υπάρξει κατά βάση τα θύματα δεν σημαίνει ότι είναι με έναν φυσικό τρόπο άτρωτοι στις αμαρτίες της μη-ανεκτικότητας, του ρατσισμού και ακόμα και της ομαδικής βίας. Είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης.
David Green, Αρθρογράφος της Haaretz.
Comentarios