Ο Ελβετός δημοσιογράφος Sacha Batthyany γνώριζε ότι ανήκε σε μια αριστοκρατική οικογένεια που επικεντρωνόταν γύρω από τη θεία του που απολάμβανε το σεβασμό όλων. Δεν γνώριζε για το δολοφονικό χορό που έλαβε χώρα το 1945, κάτι που τον οδήγησε σε μια προσωπική αναζήτηση, απειλές από τους συγγενείς του και την έκδοση ενός βιβλίου.
Ένα πρωί του Απρίλη του 2007, ένας ηλικιωμένος συνάδελφος προσέγγισε τον δημοσιογράφο Sacha Batthyany στην ελβετική καθημερινή εφημερίδα που και οι δυο τους δουλεύανε. Ο συνάδελφος ανέμιζε το φύλλο μιας γερμανικής καθημερινής εφημερίδας, που φιλοξενούσε ένα άρθρο έρευνας με τίτλο «Η Οικοδέσποινα από την Κόλαση». Ρίχνοντας μια ματιά στον τίτλο, ο Batthyany δεν κατάλαβε γιατί του επιδεικνυόταν αυτό το άρθρο, αλλά κοιτώντας μετά τη φωτογραφία της οικοδέσποινας, την αναγνώρισε αμέσως. Ήταν η Margit, η θεία του πατέρα του – κάποια για την οποία η οικογένεια εκδήλωνε το μέγιστο σεβασμό και απέναντι στην οποία όλοι έτειναν να είναι προσεκτικοί.
Οπότε άρχισε να διαβάζει το άρθρο. Τον Μάρτιο του 1945, έγραφε, λίγο πριν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η Margit οργάνωσε ένα μεγάλο πάρτι την πόλη του Rechnitz στα αυστρο-ουγγρικά σύνορα για να γιορτάσει με τους Ναζί φίλους της. Εκείνη, η κόρη και κληρονόμος του Ευρωπαίου βαρόνου και μεγιστάνα Heinrich Thyssen, και οι φίλοι της ήπιαν και χόρεψαν όλη τη νύχτα. Στην κορύφωση της βραδιάς, δώδεκα από τους καλεσμένους, έτσι για πλάκα, οδήγησαν φορτηγά ή και περπάτησαν προς ένα διπλανό χωράφι όπου είχαν συγκεντρωθεί 180 Εβραίοι σκλάβοι εργάτες για να χτίσουν οχυρωματικά έργα. Είχαν ήδη εξαναγκαστεί να σκάψουν έναν μεγάλο λάκκο, να γδυθούν και να πέσουν στα γόντατα. Οι καλεσμένοι –ο καθένας με τη σειρά του– αφού σκότωσαν τον καθένα με έναν πυροβολισμό, επέστρεψαν στο πάρτι. Ο οργανωτής της επιχείρησης ήταν ο εραστής της Margit, Hans Joachim Oldenburg. Ο σύζυγος της Margit, κόμης Ivan Batthyany, αδερφός του παππού του Sacha, βρισκόταν επίσης στο πάρτι.
Ήταν η πρώτη φορά που ο Batthyany, 34 χρονών τότε, άκουγε για αυτό το περιστατικό. Έπαθε σοκ. «Ας βάλουμε στην άκρη ότι ήταν θεία μου», λέει ο Batthyany, ο οποίος επισκέφτηκε το Ισραήλ την περασμένη εβδομάδα ως καλεσμένος του Φεστιβάλ Βιβλίου της Ιερουσαλήμ. «Αυτή η νύχτα είναι απλά μια απίστευτη βάναυση ιστορία. Εννοώ , γνωρίζω ότι υπάρχουν εκατοντάδες και χιλιάδες άλλες [βίαιες ιστορίες] από τον πόλεμο – δεν θέλω να συγκρίνω, αλλά αν διαβάσετε τι έγινε εκείνη τη νύχτα είναι απλά απίστευτο.» Στο άρθρο της Frankfurter Allgemeine Zeitung, ο συντάκτης David Litchfield περιγράφει το πάρτι σαν γιορτή θανάτου. Δολοφονίες για επιδόρπιο. «Ήμουν σε κατάσταση σοκ. Ένιωθα σοκ και έκπληξη που ποτέ δεν είχα ακούσει για αυτό. Και είχα σπουδάσει ιστορία, ήξερα περισσότερα από τον μέσο άνθρωπο, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ για αυτό το μακελειό ή για το Rechnitz, ή για τη σύνδεση της οικογένειάς μου με το Ολοκαύτωμα.»
«Θυμάμαι ότι έπρεπε να τελειώσω μια χαζή εργασία πάνω στην οποία δούλευα αλλά το μόνο που σκεφτόμουν ήταν ότι ανυπομονούσα να μιλήσω στον πατέρα μου. Αυτή η περιοχή ανάμεσα στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη είναι από όπου κατάγεται η οικογένειά μου, εκεί όπου η οικογένειά μου είχε γη, κάστρα και τέτοια πράγματα. Θυμάμαι να τον ρωτάω “Έχεις ακούσει ποτέ για το Rechnitz;” Και απάντησε “ναι, φυσικά”. Μετά τον ρώτησα “Γνώριζες για αυτό το μακελειό;” και είπε “Ναι, ναι. Γνώριζα. Φυσικά και το γνώριζα, δεν είμαι χαζός”. Και ξαναρώτησα “Το ήξερες πως η Margit ήταν στο πάρτι τη νύχτα που έγινε;” και μου απάντησε πως “Ναι, όλοι το γνώριζαν”. Τότε δεν μίλησα όσο λογικά τα λέω τώρα αλλά πάνω-κάτω του είπα: “Οπότε γνώριζες για το μακελειό και γνώριζες για τη Margit, αλλά ποτέ δεν συνδύασες τις δύο αυτές γνώσεις;” Και είπε όχι. Τον ρώτησα γιατί δεν τις συνέδεσε και μου απάντησε “Δεν ξέρω γιατί.” Και αυτή ήταν η στιγμή του σημείου εκκίνησης όλων των συναισθημάτων μου με αφορμή τη μη σύνδεση των γεγονότων. Γιατί να μη γίνει η σύνδεση; Ποιος έχει τη δύναμη να αποφασίζει να μη ρωτάει; Είπε ότι δεν το σκέφτηκε ποτέ. Δεν σκέφτηκε ποτέ ότι υπήρχε μια σύνδεση μεταξύ των ανθρώπων στο κάστρο και αυτού που συνέβη εκεί. Όλοι το ήξεραν ότι η Margit είχε σχέσεις με τους Ναζί, ήταν μια Γερμανίδα πολύ χωμένη μέσα στο ναζιστικό καθεστώς και είχε σχέσεις με αυτό, αλλά κανείς δεν θέλησε ποτέ να κάνει τις ερωτήσεις.»
Προσωπική Αναταραχή.
Αυτές οι ερωτήσεις οδήγησαν μια δεκαετία αργότερα στην εμφάνιση του «Ένα Έγκλημα στην Οικογένεια», ένα συναρπαστικό βιβλίο που έγραψε ο Batthyany γύρω από το περιστατικό, αρχικά στα γερμανικά, έπειτα μεταφρασμένο στα αγγλικά από την Anthea Bell. Ο Batthyany εκείνο το πρωινό του Απρίλη του 2007 ξεκίνησε μια βαθιά έρευνα. Με την εγρήγορση ενός ναρκαλιευτή που αποσυναρμολογεί μια νάρκη, ξεφλούδισε τις ιστορικές λεπτομέρειες που χρειαζόταν να εκθέσει. Το γεγονός ότι έκανε ερωτήσεις γύρω από την αριστοκρατική του οικογένεια, το γεγονός ότι ξεσκέπαζε τα πέπλα αυτής της ντροπιαστικής ιστορίας απαιτούσε μεγάλο θάρρος. Ήταν επίσης μια προσωπική αναταραχή: πώς ήταν ο ίδιος συνδεδεμένος με αυτή την ιστορία; Κατά πόσο είχε διαμορφώσει τη ζωή του, την προσωπικότητά του και την εικόνα του;
Όλα αυτά έχουν ενταχθεί στο βιβλίο και αντιμετωπίζονται από διάφορες οπτικές γωνίες. Δεν είναι απλά η ιστορία αυτής της αποκρουστικής βραδιάς. Ο Batthyany εξερευνά ακόμη τη σύνδεση ανάμεσα στη γιαγιά του, Marita, και μια Αργεντινή γυναίκα με το όνομα Agnes Mandel, μια Εβραία πρόσφυγα από το χωριό που μεγάλωσαν και οι δυο τους, η μία ως κόρη του τοπικού ευγενούς και η άλλη ως η κόρη των Εβραίων του χωριού που δολοφονήθηκαν. Αφηγείται ακόμα την ιστορία του παππού του, ο οποίος φυλακίστηκε για μια δεκαετία στη Σιβηρία και βγήκε από εκεί διαλυμένος ∙ το πώς οι παππούδες από την πλευρά του πατέρα του δραπέτευσαν μαζί με τον πατέρα του, τότε έφηβο, από την κατεχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση Ουγγαρία για να πάνε στο σπίτι της πλούσιας κόμησσας Margit. Και εξετάζει την παθολογία της οικογένειάς του, την παθολογία των ανθρώπων που ήταν αιώνια ευγνώμονες στην Margit και οι οποίοι προτιμούσαν πάντοτε να μην κάνουν ερωτήσεις.
Οι Batthyanys ήταν Ευρωπαίοι αριστοκράτες που έχασαν το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας τους υπό σοβιετική κατοχή και προφανώς υπήρξαν σημαντική ως οικογένεια. Ο Batthyany λέει ότι όταν επισκέφτηκε την Ουγγαρία, το όνομά του ταρακούνησε το προσωπικό του ξενοδοχείου του που του συμπεριφέρθηκε με μεγάλο σεβασμό, στέλνοντας του και σαμπάνια και φρούτα στο δωμάτιό του. Μεγαλώνοντας στην Ελβετία θεωρούταν ως ο ελαφρώς παράξενος γιος μεταναστών («Είχα δύσκολο όνομα και ο κόσμος πίστευε ότι είμαι από την Ινδία»), χωρίς να έχει υπόψη ο ίδιος ότι κάπου υπάρχουν δρόμοι, κάστρα, πάρκα και ακόμη και ένα κέϊκ σοκολάτας που έχουν το όνομα της οικογένειάς του. Δεν γνώριζε ακόμη ότι υπάρχουν δεκάδες απόγονοι των Batthyany που συνέχιζαν να βρίσκονται περιστασιακά σε οικογενειακές συγκεντρώσεις στην Αυστρία ή την Ουγγαρία. Αλλά αυτό που είχε δει ο Batthyany σε αυτή τη γερμανική εφημερίδα τα είχε αλλάξει όλα. Απάντησε στην περίσταση ως δημοσιογράφος, πείθοντας τον εκδότη του να συμφωνήσει να του δώσει χρόνο για έρευνα. Ξεκίνησε να διαβάζει και να ψάχνει σε αρχεία και επίσης άρχισε να κάνει ερωτήσεις σε μακρινούς συγγενείς που δεν είχε γνωρίσει ποτέ του. Όταν κάποια ξαδέρφια του, του είπαν ότι ετοιμάζεται ακόμα μία οικογενειακή συγκέντρωση, ανακοίνωσε ότι θα πάει κι αυτός και ότι σκόπευε να συζητήσει για εκείνη τη νύχτα.
Στο βιβλίο του περιγράφει τη συνάντηση: λίγες δεκάδες Batthyanys έτρωγαν σάντουιτς και έπιαναν καφέ σε στιλάτες κούπες, με κανέναν τους ιδιαίτερα ένθερμο να συζητήσει για το θέμα. «Μετά από λίγο η κατάσταση έγινε άθλια», λέει. «Ένας από τους θείους είπε “Και αν όλα αυτά είναι ψέματα;” και “Ποιος ελέγχει τα ΜΜΕ;” και άλλα τέτοια αντισημιτικά πράγματα.» Η Elfriede Jelinek, μια Αυστριακή σκηνοθέτις έγραψε ένα έργο για την ιστορία αυτή και συζητούσαν για αυτήν σε ένα ελεεινό πλαίσιο.»
Σαν ταινία της Μαφίας.
Ανακαλεί ότι όσο πιο βαθιά έψαχνε, πιο έντονες γίνονταν οι αντιδράσεις, μέχρι το σημείο που οι συγγενείς του τον προειδοποίησαν ότι πρέπει να σταματήσει. «Με φωνάξανε σαν σε ταινία για τη Μαφία – χωρίς να είναι αστείο, κάνανε ανώνυμες κλήσεις λέγοντάς μου “το όνομά σου δεν έχει σημασία, απλά σου λέω να σταματήσεις”.» Σε εκείνη την οικογενειακή συνάντηση ένας θείος του με τον οποίο μάλιστα ήταν αρκετά κοντά του είπε “Μην παίζεις με το οικογενειακό μας όνομα. Δεν έχεις ιδέα τι θα συμβεί.” Αλλά ο Batthyany συνέχισε την έρευνά του, ταξιδεύοντας στο Rechnitz τρεις φορές, την πρώτη φορά σαν τουρίστας. «Μετά μίλησα με τον δήμαρχο, ο δήμαρχος ήταν καλός. Μίλησα ακόμα και με μια γυναίκα –πέθανε πλέον– που ήταν στο πάρτι εκείνο το βράδυ. Μου είπε ότι ήταν η θεία μου εκεί, αλλά και ο σύζυγός της ο Ivan, που συνδέεται ευθέως με την οικογένειά μου. Ο πατέρας μου και ο Ivan είχανε καλές σχέσεις. Μου πήρε μήνες. Δούλευα σε ένα περιοδικό εκείνη την εποχή και το αφεντικό μου, μου επέτρεψε να εστιάσω σε αυτό, αλλά μετά από κάποιες εβδομάδες συνειδητοποίησα ότι αυτή θα ήταν μια τελείως διαφορετική έρευνα για άρθρο από ότι είχα κάνει ποτέ μου.»
Η αρχική έρευνα του Batthyany κατέληξε στο περιοδικό, αλλά το όλο ζήτημα δεν τον άφηνε να ησυχάσει. Αν και επρόκειτο για μία μόνο βραδιά σε όλη την ιστορία μιας οικογένειας που φαινομενικά ένιωθε αρκετά απόμακρη από αυτήν ώστε να μπορεί να την αποσιωπήσει, ο Batthyany ένιωθε να τυραννιέται. Συνέχισε να δουλεύει, παντρεύτηκε και έκανε οικογένεια. Σήμερα εκείνος, η σύζυγός του και τα τρία τους παιδιά μένουν στην Ουάσινγκτον, όπου δουλεύει σαν ανταποκριτής για τη γερμανική καθημερινή εφημερίδα Süddeutsche Zeitung και άλλα έντυπα. Αλλά αυτό που πίστευε πως θα τελείωνε με ένα άρθρο σε ένα περιοδικό, συνέχισε να τον στοιχειώνει.
Όταν οι Σοβιετικοί κατέλαβαν την Ουγγαρία, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, συμπεριλαμβανόμενων του πατέρα του και του παππού του, εγκατέλειψαν τη χώρα. Αλλά σε αντίθεση με άλλους που κατέληξαν σε προσφυγικά στρατόπεδα του Ερυθρού Σταυρού, το ταξίδι εκείνων έληξε όταν η πλούσια θεία έστειλε τον ιδιωτικό της σωφέρ να τους μαζέψει και να τους φέρει σε ένα κάστρο στα ιταλο-ελβετικά σύνορα. Το πρώτο τους γεύμα ήταν ένα στιλάτο δείπνο με ποτήρια γεμάτα σέρι. Η θεία Margit προσέλαβε τον παππού του Batthyany σε ένα από τα εργοστάσιά της, πλήρωσε όλα τα έξοδα των σπουδών του πατέρα του και, όπως κατάλαβε αργότερα, ήταν η κυρίαρχη μητριαρχική φιγούρα στην οικογένεια. «Δεν μπορούσα να το αφήσω να περάσει έτσι», λέει. «Ήξερα ότι έπρεπε να γνωρίζω, αλλά δεν είχε τελειώσει για μένα. Κατάλαβα ότι αυτή ήταν η οικογένειά μου και οι ερωτήσεις δεν σταμάτησαν. Ο τίτλος του βιβλίου στα γερμανικά είναι ακριβώς το ερώτημα που με βασάνιζε τότε: ‘Τι έχει να κάνει όλο αυτό με μένα;’ Συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν το ερώτημα που με ενδιέφερε περισσότερο, αλλά δεν είχα ιδέα αρχικά πώς να το προσεγγίσω και να το απαντήσω.»
Η απάντηση που βρήκε ήταν σύνθετη. Ο Batthyany άρχισε να βλέπει έναν ψυχαναλυτή και οι σκέψεις που του προέκυψαν από αυτές τις συναντήσεις είναι αποτυπωμένες στο βιβλίο του. Εκεί υπάρχουν επίσης αποσπάσματα από το ημερολόγιο που έγραφε η γιαγιά του επιμελήθηκε με προσοχή στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Η γιαγιά του μιλάει για τους Mandels, τους γονείς της Agnes που κατέληξαν στην Αργεντινή. Ο Batthyany βρήκε την Agnes και τις κόρες της και διατήρησε μια στενή σχέση μαζί τους που βασίστηκε πάνω σε μια κοινή μοίρα και σκέψεις που είχαν όλοι τους.
Ταξίδεψε ακόμη με την οικογένειά του στη Σιβηρία για να βρει τα ίχνη της ζωής του παππού του στο γκούλαγκ και να καταλάβει τι του συνέβη μέσα σε αυτή τη δεκαετία για την οποία δεν μίλησε ποτέ σε κανέναν. Η εικόνα που αναδύεται από το βιβλίο του είναι καλά σχηματισμένη και κινείται από το προσωπικό στο ιστορικό πεδίο, καθώς αναδεικνύεται ότι το θύματα και ο εγκληματίας είναι κομμάτια της ίδιας οικογένειας. Η εμμονή του Batthyany με το παρελθόν, με το τι συνέβη και ποιος αναμείχθηκε, μοιάζει ώρες-ώρες με μια κατοπτρική εικόνα αυτού που απασχολεί και τους Ισραηλινούς, μια επιθυμία να σκάψουν βαθιά και να αποκωδικοποιήσουν το παρελθόν διαμέσου ανθρώπων που έχουν χαθεί εδώ και καιρό.
Ο Batthyany γράφει στην τελευταία σελίδα του βιβλίου του για την ομοιότητα μεταξύ αυτού και των παιδιών και των εγγονών της Agnes, ξανά σαν κατοπτρική εικόνα. Λέει ότι η Agnes και οι κόρες της, ακόμα και τα παιδιά που έχουν οι κόρες της «πάντοτε ήθελαν να πάνε στην Ουγγαρία σε αυτό το μικροσκοπικό χωριό, στη μέση του πουθενά.» Ανακαλεί: «Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Και πάντοτε πήγαιναν εκεί για να ψάξουν για κάτι ή απλά να είναι εκεί, δεν ξέρω, και πάντα μου έκανε έκπληξη ότι οι γενιές μετά είναι τρόπον τινά στοιχειωμένες και κρατάνε το ενδιαφέρον τους για τις ρίζες τους ζωντανό.»
Λέει ότι όσο σπούδαζε ιστορία και ψυχολογία στο πανεπιστήμιο, ακόμη και ως δημοσιογράφος, ποτέ δεν δούλεψε πάνω σε ιστορίες της Ουγγαρίας ή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. «Πριν το 2007 δεν ενδιαφερόμουν για την οικογενειακή μου ιστορία. Γνώριζα απλώς ότι το όνομα της οικογένειας είναι πολύ σημαντικό στην Ουγγαρία. Ήταν τελείως ξαφνικό», λέει ότι του ξύπνησε όλο αυτό το ενδιαφέρον και σκέφτεται «πως όλο αυτό πιθανόν έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του. Αλλά πιστεύω ότι [η έλλειψη ενδιαφέροντος για την ιστορία] έχει να κάνει και με την Ελβετία. Πιστεύω πραγματικά ότι η Ελβετία, αν και είναι στο κέντρο όλων των πραγμάτων, αποτελεί κάποιο είδος ιστορικού κενού. Δεν υπάρχει τίποτα να την κάνει να σκεφτεί για το τι συνέβη. Δεν υπάρχουν μνημεία, για παράδειγμα. Όταν είσαι στην Ουγγαρία, ακόμα και στο πιο μικροσκοπικό χωριό υπάρχουν τρία, τέσσερα, πέντε μνημεία στο κέντρο του χωριού. Για παράδειγμα, υπάρχει ένα για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, ένα άλλο για τα θύματα των γκούλαγκ του Στάλιν και ακόμα μαλώνουνε για το ποιο από τα δύο θα είναι το ψηλότερο. Αυτή είναι η Ουγγαρία.»
«Οπότε το μόνο πράγμα που συνέδεσε όλα αυτά τα πράγματα και όλα τα σκοτεινά κεφάλαια της ιστορίας μας βρίσκεται μόνο στο σχολείο, μέσω του δασκάλου σου –αλλά εκεί είναι όλο θεωρητικό, όχι κάτι με το οποίο θα εμπλακείς συναισθηματικά.» Λέει ότι τα περισσότερα παιδιά στη Σουηδία δεν ρωτάνε τους γονείς και τους παππούδες τους τι έκαναν κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Δεν ρωτάς γιατί δεν έγινε και τίποτα φοβερό», λέει. Βασικά παρατηρεί ότι η ζωή στην Ελβετία δεν απαιτεί να αντιπαρατεθείς στο παρελθόν σου, ή και σε οποιοδήποτε παρελθόν. Θυμάται ότι οι πρώτοι άνθρωποι που διάβασαν το βιβλίο του ήταν φίλοι ή δημοσιογράφοι από την Ελβετία. Αν και τους άρεσε η γραφή του, θα του έγραφαν επίσης και πράγματα όπως «Πραγματικά δεν καταλαβαίνω αυτό το πράγμα με το παρελθόν». Στην Ελβετία αυτή η σύνδεση με το παρελθόν θεωρείται παράξενη, μας λέει.
«Νομίζω ότι ζηλεύω λίγο.» λέει ο Batthyany και γελάει. «Ήμουν φοβισμένος επειδή σκεφτόμουν ότι δεν έπρεπε να το είχα κάνει. Αλλά μετά, το βιβλίο το δεχτήκανε τελείως διαφορετικά στην Ουγγαρία, τη Γερμανία και την Αυστρία [από ότι στην Ελβετία]. Πάντοτε κουβαλάς μαζί σου το παρελθόν σου, είναι το ποιος είσαι. Υπάρχουν αυτοί που δεν θέλουν να το γνωρίζουν, αλλά αν νιώθεις το βάρος του παρελθόντος, θα δεις τη σύνδεσή του με το παρόν, με το ποιος είσαι σήμερα.»
Gili Izikovich, Αρθρογράφος της Haaretz.
(Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά τον Ιούλιο του 2017.)
Comments