Η ιστορικός Dina Porat εξερευνά την ιστορία των «Εκδικητών», περίπου 50 νεαρούς άνδρες και γυναίκες που σχεδίασαν να δηλητηριάσουν το ψωμί και το νερό που διανεμόταν στους Γερμανούς κρατούμενους μετά τον Β’ Π.Π. Του Ofer Aderet, 08 Νοεμβρίου 2019.
Όταν η ιστορικός Dina Porat ξεκίνησε να ερευνά την ιστορία τους, 11 από αυτούς ήταν ακόμα ζωντανοί. Άνοιξαν τα ημερολόγιά τους και τις καρδιές τους και της έδειξαν τα σημειώματα, επιστολές και κιτρινισμένα από το χρόνο έγγραφα στα πολωνικά, τα λιθουανικά, τα γερμανικά, τα ρωσικά, τα γίντις και τα εβραϊκά, κάποια εκ των οποίων δεν είχαν αποκαλυφθεί σε κανέναν άλλον. Έπειτα της είπαν ό,τι ήξεραν, γνωρίζοντας πως αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία να το κάνουν. Σήμερα μόνο τέσσερις είναι ζωντανοί, με τον πιο νέο να έχει φτάσει 95 χρονών.
«Δεν μετανιώνουν για το φοβερό αυτό πράγμα που σχεδίασαν τότε. Εξηγούν πως μόνο κάποιος που βρισκόταν στη θέση τους θα μπορούσε να καταλάβει και θέλουν να λάβουν αναγνώριση και εκτίμηση για την προσπάθειά τους που ευτυχώς απέτυχε», μας λέει η Porat.
Τα τελευταία χρόνια η Porat έκανε πάνω-κάτω όλη τη χώρα έχοντας μια αποστολή: να καταγράψει –για πρώτη φορά με έναν πλήρη και συνεκτικό τρόπο– τη δραστηριότητα της ομάδας του Abba Kovner με το όνομα ‘Nakam’ (‘οι Εκδικητές’), περίπου 50 νέους άνδρες και γυναίκες που σχεδίασαν να δολοφονήσουν έξι εκατομμύρια Γερμανούς μετά τον Β’ Π.Π. ως πράξη εκδίκησης για το Ολοκαύτωμα. Δεν τους ένοιαζαν οι προειδοποιήσεις, οι συλλήψεις ή οι δίκες. Ήθελαν να πάρουν εκδίκηση –«οφθαλμός αντί οφθαλμού και οδόντας αντί οδόντος»– όπως είναι γραμμένο και στη Βίβλο.
«Ένιωθαν πως ο κόσμος ήταν ηθικά χρεωκοπημένος και μόνη αυτή η τιμωρία θα μπορούσε να εξισορροπήσει το λογαριασμό και να βάλει μια τάξη», λέει η Porat. «Πίστευαν ότι οι νόμοι της εποχής δεν παρείχαν μια επαρκή απόκριση στα τρομερά εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί.» Οι κλήσεις για εκδίκηση ενάντια στους Γερμανούς γίνονταν ήδη από την εποχή του Ολοκαυτώματος. Από τα τέλη του 1942, όταν η διάσταση του Ολοκαυτώματος άρχισε να αποκαλύπτεται, οι εβραϊκές εφημερίδες στην Παλαιστίνη γέμιζαν από άρθρα και επιστολές που απαιτούσαν «εκδίκηση εναντίον των εγκληματιών πολέμου». Τα πρωτοσέλιδα ήταν ξεκάθαρα. «Το Γισούφ (η εβραϊκή κοινότητα πριν φτιαχτεί το κράτος) δεν πρέπει να μείνει σιωπηλό», «Κάθε χέρι στο Ισραήλ πρέπει να πάρει εκδίκηση», «Θα κάνουμε το πένθος μας, οργή εκδίκησης», «Η εκδίκηση θα έρθει σίγουρα» και άλλα τέτοια. Ο Yitzhak Zuckerman, ένας εκ των ηγετών της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας δήλωσε αργότερα: «Δεν ήξερα ούτε έναν Εβραίο που να μην είχε την εμμονή της εκδίκησης».
Το αξίζανε.
Σε αυτές τις συνθήκες οργανώθηκε η ομάδα του Kovner. Τα μέλη της που ήταν στα είκοσί τους ξεμύτισαν από τα γκέτο και τα δάση, τα στρατόπεδα και τις κρυψώνες τους, το καθένα με τα δικά του βάσανα, το καθένα με τις δικές του οικογενειακές απώλειες. Άρχισαν να οργανώνονται στο Lublin, την πρώτη μεγάλη πόλη της Πολωνίας που απελευθερώθηκε στο τέλος του πολέμου. Ο Kovner, ποιητής και αντάρτης, ένας προικισμένος ομιλητής επίσης, τους ενέπνευσε με τα λόγια του. «Ήμουν στον έβδομο ουρανό όταν άκουσα για την εκδίκηση, γιατί το αξίζανε», είπε η Mira (Mirka) Verbin-Shabetzky κατά τη μαρτυρία της στην Porat πριν τον θάνατό της το 2016, σε ηλικία 96 ετών. Ακόμα ένα μέλος της ομάδας, η Tzila (Tesya) Rosenberg είπε ότι τα λόγια του Kovner «αντηχούσαν μέσα μου σαν σε μια παρανοϊκή περιδίνηση».
Ένα-ένα, όλα τα μέλη είπαν στην Porat για την «υπνωτική» ικανότητα του Kovner να εκφράζεται και για το ότι κατάφερε να ντύσει τα συναισθήματά τους με λόγια. Πρόσθεσαν ότι το μίσος για τους Γερμανούς τους είχε καταβροχθίσει σε τέτοιο σημείο που δεν χρειαζόταν να πειστούν από κάποιον για να αναλάβουν αυτή την αποστολή, επειδή «γνώριζαν» ότι ήταν καθήκον τους. Ποικίλες λεπτομέρειες για τη δραστηριότητα των εκδικητών του Kovner έχουν δημοσιευθεί μέσα στα χρόνια, αλλά η Porat είναι η πρώτη μεγάλη ιστορικός που ερεύνησε όλες τις γραπτές πηγές σε βάθος, κάποιες εκ των οποίων είδε εκείνη για πρώτη φορά, και συνάντησε αυτοπροσώπως τους τελευταίους εκδικητές.
Ξεκινήσανε το καλοκαίρι του 1945. Τα μέλη της ομάδας ήταν εξοπλισμένα με πλαστές ταυτότητες και πλαστογραφημένα χαρτιά και στάλθηκαν να ανακατευτούν με τον γερμανικό πληθυσμό. Σχεδίαζαν να δηλητηριάσουν τα αποθέματα νερού πόλεων, σύμφωνα με ένα από τα σχέδιά τους, ή το ψωμί που διανεμόταν στους Γερμανούς κρατούμενους στα στρατόπεδα Αιχμαλώτων Πολέμου, σύμφωνα με ένα άλλο. Δύο πόλεις επιλέχθηκαν ως στόχοι εκδίκησης: η Νυρεμβέργη και το Μόναχο.
Ο Joseph Harmat (Yulek) επιλέχθηκε ως επικεφαλής των δραστηριοτήτων της ομάδας στη Νυρεμβέργη, μία από τις πόλεις-σύμβολα του ναζιστικού καθεστώτος. «Ήμουν ευγνώμων που επιλέχθηκα για αυτή τη δουλειά», είπε πριν πεθάνει το 2017. Υπό τις διαταγές του βρισκόταν ο Wilek Shinar ο οποίος δούλευε στο διυλιστήριο στο κέντρο της Νυρεμβέργης. Η Porat ανακάλυψε πως ο Shinar κατάφερε να αποκτήσει τα σχέδια του συστήματος ύδρευσης της πόλης και να ελέγχει ο ίδιος την κεντρική βάνα νερού.
Ενώ τα μέλη της ομάδας προετοίμαζαν την αποστολή τους, ο Kovner υποτίθεται έπρεπε να τους παράσχει το δηλητήριο, αλλά χρονοτρίβησε αρκετά κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Παλαιστίνη. Στην Ευρώπη γύρισε το Δεκέμβριο του 1945, μεταμφιεσμένος ως στρατιώτης. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, προτού επιβιβαστεί στο πλοίο, φίλοι του από τη Hagana (τη στρατιωτική οργάνωση που υπήρχε πριν το κράτος του Ισραήλ) τον προμήθευσαν με το δηλητήριο, συσκευασμένο σε σωληνάρια οδοντόκρεμας και αφρού ξυρίσματος. Ωστόσο, κατά το ταξίδι της επιστροφής συνελήφθη από τους Βρετανούς στο κατάστρωμα αφού τα πλαστογραφημένα του χαρτιά, τους κίνησαν τις υποψίες εις βάρος του. Το δηλητήριο που κουβαλούσε το πέταξε στη θάλασσα.
Σχέδιο Β’: Δηλητηρίαση του Ψωμιού.
Μετά τη σύλληψη του Kovner, οι εκδικητές που περίμεναν στην Ευρώπη ήταν αποφασισμένοι να δράσουν και πέρασαν στο Σχέδιο Β’ –να δηλητηριάσουν το ψωμί των Γερμανών κρατούμενων πολέμου. Το σχέδιο υποτίθεται ότι έπρεπε να εκτελεστεί ταυτόχρονα στα στρατόπεδα κράτησης της Νυρεμβέργης και του Νταχάου στα μέσα Απριλίου του 1946. Πιο πριν, ο Leibke Distel, ένας εκ των εκδικητών, είχε καταφέρει να προσληφθεί στο φούρνο της Νυρεμβέργης που προμήθευε με ψωμί τους κρατούμενους του κοντινού στρατοπέδου. «Σκέφτηκε πρώτα να κάνει ενέσεις δηλητηρίου στα τσουβάλια με το αλεύρι στις αποθήκες, έπειτα να το πετάξει στους αναδευτήρες της ζύμης και τελικά αποφάσισε, συμβουλευόμενος άλλα μέλη, να το βάλει στον πάτο από τα καρβέλια», μας λέει η Porat. Ο Distel σταδιακά προβιβάστηκε στο φούρνο τοποθετούμενος στην αποθήκη του ψωμιού και κανόνιζε ο ίδιος τη διανομή των καρβελιών. Εκεί ανακάλυψε ότι το μαύρο ψωμί πήγε στους Γερμανούς κρατούμενους, ενώ το αμερικάνικο προσωπικό του στρατοπέδου έπαιρνε το καλύτερο και πιο ακριβό λευκό ψωμί.
Το δηλητήριο το προμηθεύτηκαν λαθραία από μια διαφορετική πηγή αυτή τη φορά. «Όταν έφτασε το δηλητήριο, κάναμε μια πρόποση», είπε η Verbin-Shabetzky στη μαρτυρία της. Ο Distel το έβαλε κρυφά στο φούρνο μέσα σε μπουκάλια που έκρυψε στο παλτό του. Στο φούρνο το έκρυψε κάτω από το ξύλινο πάτωμα. Το βράδυ, αφού οι άλλοι εργάτες έφυγαν από το φούρνο, έβγαλε τα μπουκάλια και τότε άλλα μέλη της ομάδας βγήκαν από τα μεγάλα κοφίνια με το ψωμί όπου κρύβονταν και άρχισαν να αλείφουν το δηλητήριο στα ψωμιά με βούρτσες. Ενώ είχαν αλείψει τα μισά από τα 3.000 καρβέλια, σταμάτησαν για να αγκαλιαστούν και να φιληθούν από τη χαρά τους.
Το πρακτορείο ειδήσεων Associated Press μετέδωσε λίγες μέρες αργότερα ότι 2.000 άτομα είχαν πάθει δηλητηρίαση στομάχου, με κάποια από αυτά η κατάστασή τους να είναι πιο σοβαρή. Προς απογοήτευση των εκδικητών, ωστόσο, κανείς τους δεν πέθανε. Το 2016, στην εβδομηκοστή επέτειο της υπόθεσης, τα έγγραφα μιας αμερικάνικης επιτροπής έρευνας για το γεγονός που συγκροτήθηκε εκείνη την εποχή ανοίχτηκαν στο κοινό. Η Porat βρήκε ότι οι αμερικάνικες αρχές απέτυχαν να ανακαλύψουν ποιοι ήταν οι δράστες αλλά η αναφορά έλεγε ότι το δηλητήριο ήταν καλής ποιότητας και θα μπορούσε να σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες. Οπότε τι συνέβη; Η Porat εμπιστεύεται τη μαρτυρία των εκδικητών που της δήλωσαν πως «το χημικό μείγμα δεν ήταν σωστό».
Εντωμεταξύ, άλλα μέλη με επικεφαλής τον Simcha Rotem (Kazhik), έναν από τους ήρωες της εξέγερσης του Γκέτο της Βαρσοβίας, σχεδίαζαν να δηλητηριάσουν τα καρβέλια ψωμιού στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου όπου οι Γερμανοί κρατούνταν μετά τον πόλεμο. Μετά από μήνες προετοιμασίας, κατάφεραν να πιάσουν φιλίες με τους Πολωνούς που διηύθυναν τον τοπικό φούρνο. Ο Kazik κατάφερε μάλιστα να μεθύσει τον διευθυντή προσωπικού του φούρνου, να του κλέψει τα κλειδιά, να βγάλει αντικλείδι και να τα επιστρέψει ενώ ήταν ακόμα μεθυσμένος. Αλλά ενώ περίμεναν το δηλητήριο για να το αλείψουν στα ψωμιά, τα μέλη ξαφνικά ειδοποιήθηκαν ότι η δράση ακυρώνεται.
Ήταν η αποτυχία αυτή και η ακύρωση της δράσης εσκεμμένες μήπως από τη στιγμή που κάποια στελέχη της ομάδας –ίσως και ο Kovner ο ίδιος– συνειδητοποίησαν ότι είχαν ξεπεράσει κάποια όρια; Ωστόσο, η απάντηση ίσως δεν είναι καν σημαντική. Η Porat καλοδέχεται την αποτυχία του σχεδίου λόγω της τρομακτικής ζημιάς που θα έκανε στον εβραϊκό λαό. Ως ιστορικός, ήταν δύσκολο για την ίδια να συμβιβάσει την ανομοιογένεια των προσωπικοτήτων των εκδικητών –μέλη της νεολαίας που είχαν λάβει εβραϊκή και σιωνιστική εκπαίδευση– και της τρομακτικής δράσης που σχεδίαζαν να εκτελέσουν. Ρώτησε έναν από τους εκδικητές που είχε δηλητηριάσει τα καρβέλια: «Πως μπορεί ένας καλός άνθρωπος σαν και εσένα να σκεφτεί μια τέτοια πράξη στην οποία αθώες γυναίκες και παιδιά σίγουρα θα πέθαιναν». Και εκείνος απάντησε: «Αν ήσουν εκεί μαζί μου, στο τέλος του πολέμου, δεν θα μιλούσες έτσι». Ένας άλλος, ο Yehuda (Poldak) Meimon, της είπε: «ήταν αυτό που τους άξιζε».
Μια εθνικιστική απάντηση. Μετά τις συναντήσεις της με τους εκδικητές κατάλαβε, λέει, ότι η εκδίκηση που σχεδίαζαν ήταν, όπως το έβλεπαν οι ίδιοι, «μια απροκάλυπτη και εθνικιστική απάντηση από ένα έθνος που δολοφονήθηκε εναντίον ενός έθνους που δολοφόνησε, μια εκδίκηση που θα γινόταν δημόσια σε όλο τον κόσμο, η οποία θα έβλαπτε εκατομμύρια». Η εκδίκηση θα συνιστούσε μια γενική προειδοποίηση σε όλα τα άλλα έθνη του κόσμου ότι «το εβραϊκό αίμα που χύνεται, δεν θα ξεχνιέται πλέον». «Δυστυχώς για εμάς, η ομάδα δεν πέτυχε την αποστολή που ξεκίνησε», έγραψαν μερικά μέλη των εκδικητών. «Αλλά ακόμα και η ίδρυση της ομάδας και η επιθυμία της να πάρει εκδίκηση από τους Γερμανούς και να τους βλάψει – είναι μια πράξη μεγάλης σημασίας».
Μαζί με τους 50 του Kovner, των οποίων η δραστηριότητα καταγράφεται στη νέα αυτή έρευνα, κάποιες δεκάδες ακόμα Εβραίοι ενεπλάκησαν σε πράξεις εκδίκησης κατά των Γερμανών. Ενώ οι εκδικητές του Kovner «ήθελαν να δράσουν ανοιχτά και σε τεράστια κλίμακα», άλλοι έδρασαν κρυφά, διαλέγοντας ατομικούς στόχους. Κάποιοι από τους εκδικητές τελικά έγιναν μεγάλα στελέχη της κρατικής άμυνας του Ισραήλ, όπως οι Chaim Laskov, Meir Zorea, Shimon Avidan και Yisrael Carmi. Μετά την ίδρυση του κράτους, πράξεις εκδίκησης κατά πρώην Ναζί πραγματοποιήθηκαν επίσης από μέλη της Μοσάντ. Είναι δύσκολο έως αδύνατον να γνωρίζουμε πόσοι Γερμανοί και συνεργάτες τους δολοφονήθηκαν στο πλαίσιο τέτοιων πράξεων.
«Μπορούμε να υποθέσουμε, βασισμένοι σε υπάρχουσες καταγραφές και το συνολικό πλαίσιο της μεταπολεμικής αυτής περιόδου ότι περίπου 1.000 με 1.5000 δολοφονήθηκαν», λέει η Porat η οποία εργάζεται για το Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ και ταυτόχρονα ως επικεφαλής ιστορικός του Μουσείου Ιστορίας του Ολοκαυτώματος Yad Vashem. «Υπεύθυνοι για αυτούς τους θανάτους υπήρξαν 200 με 250 Εβραίοι, άνθρωποι που “αρνούνταν να δεχθούν την πιθανότητα η ιδέα της εκδίκησης να υπάρξει μονάχα ως συναίσθημα και έμπνευση”» λέει η Porat.
Η έρευνα της για τους εκδικητές του Kovner εκδόθηκε πρόσφατα στα εβραϊκά στο βιβλίο «Li Nakam Veshilem» (Η Εκδίκηση και η Τιμωρία είναι δικιά μου), το όνομα του οποίου πάρθηκε από το Βιβλίο των Ψαλμών. Η Porat λέει ότι «ο στόχος του τίτλου είναι να πει ότι η εκδίκηση δεν έρχεται μέσα από ανθρώπινα χέρια, αλλά από τους Θεού». Αν και η έρευνα και το βιβλίο εξιστορούν τη φιλοδοξία των Εβραίων που θέλησαν να πάρουν εκδίκηση από τους Γερμανούς, η Porat σημειώνει ότι «οι περισσότεροι Εβραίοι επέλεξαν να πάρουν το θετικό μονοπάτι –παρά το δρόμο της εκδίκησης. Χτίζοντας τη χώρα και ξεκινώντας νέες κοινότητες και οικογένειες.» Αυτό το βλέπει η ίδια προς τιμήν του εβραϊκού λαού. «Παρά τα όσα τους έκαναν, η τεράστια πλειοψηφία επέλεξε τη ζωή».
Ofer Aderet, Ανταποκριτής της Haaretz.
Comments