Το «Αμερικάνικο Υπόδειγμα του Χίτλερ» του James Q Whitman υποστηρίζει ότι η ρατσιστική νομοθεσία της Αμερικής εξυπηρέτησε σαν υπόδειγμα για ένα μέρος τουλάχιστον των Νόμων της Νυρεμβέργης της Ναζιστικής Γερμανίας. Haaretz. Του Rafael Medoff Mar 29, 2017.
«Το Αμερικάνικο Υπόδειγμα του Χίτλερ: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Δημιουργία της Φυλετικής Νομοθεσίας των Ναζί», του James Q Whitman, Princeton University Press, 208 pp., $24.95
Δεν το συνειδητοποιούν πολλοί ότι ο Άντολφ Χίτλερ έγραψε ένα σίκουελ στο «Ο Αγών μου». Δημοσιεύτηκε το 1961 και το «Δεύτερο Βιβλίο του Χίτλερ», όπως είναι ο τίτλος του, αναμάσησε πολλά από τα θέματα στο προηγούμενό του έργο αλλά επίσης συμπεριλάμβανε κάποιο επιπρόσθετο σημαντικό υλικό, εντός του οποίου και έναν εξαιρετικό έπαινο του αμερικάνικου συστήματος μετανάστευσης κατά τη δεκαετία του 1920.
«Το αμερικάνικο έθνος αποτελείται από ένα νεαρό, φυλετικά εκλεκτό λαό», έγραψε ο Χίτλερ. «Η αφαίμαξη της Ευρώπης από τους καλύτερους τους ανθρώπους έχει ρυθμιστεί με έναν τέτοιο τρόπο, που ρυθμίζεται εξολοκλήρου από το νόμο, καθιστώντας την ικανότητα κάποιου να μεταναστεύσει εξαρτώμενη από συγκεκριμένες φυλετικά προαπαιτούμενα από τη μια και ένα βαθμό σωματικής υγείας του ατόμου από την άλλη». Ο καθηγητής της νομικής του Yale, James Q Whitman, στο νέο του ενδιαφέρον βιβλίο «Το Αμερικάνικο Υπόδειγμα του Χίτλερ» διατείνεται ότι η εξύμνηση της Αμερικής από τον ηγέτη των Ναζί δεν αποτελούσε μέρος κάποιου προπαγανδιστικού του παραληρήματος αλλά αντανακλούσε τον αυθεντικό θαυμασμό των Ναζί για τους νόμους που καθόριζαν τις φυλετικές σχέσεις στην Αμερική εκείνα τα χρόνια.
Ακόμα χειρότερα ο Whitman ισχυρίζεται ότι οι νομικοί θεωρητικοί των Ναζί δεν εκθείαζαν μονάχα τη ρατσιστική νομοθεσία της Αμερικής αλλά στην πραγματικότητα τη χρησιμοποίησαν ως υπόδειγμα για ένα τουλάχιστον ποσοστό των Νόμων της Νυρεμβέργης. Το κυρίως επιχείρημα που προσκομίζει ο Whitman είναι μια συγκέντρωση υψηλόβαθμων Ναζί δικηγόρων και αξιωματούχων του Υπουργείου Δικαιοσύνης τον Ιούνιο του 1934 για να φτιάξουν ένα προσχέδιο μιας νέας γενικής νομοθεσίας που θα καθόριζε το στάτους των Γερμανών Εβραίων και των σχέσεών τους με τους μη-Εβραίους Γερμανούς.
Στις προετοιμασίες τους για τη συνάντηση αυτή, οι συμμετέχοντες εξέτασαν νομικά συστήματα από όλο τον κόσμο, ψάχνοντας προηγούμενες περιπτώσεις επιβολής φυλετικών περιορισμών από την κυβέρνηση. Δεν έψαχναν νομικά επιχειρήματα για να δικαιολογήσουν δημοσίως τους νόμους που δημιουργούσαν. Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε έτοιμη δημόσια άποψη για το ζήτημα σε εκείνη τη φάση, καθώς το 1934 η συνάντηση πραγματοποιούταν κεκλεισμένων των θυρών. Ο Whitman δείχνει ότι προσπαθούσαν να αποφασίσουν ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος να μετατρέψουν τη ναζιστική φυλετική ιδεολογία σε γερμανικό ομοσπονδιακό νόμο.
«Αυτή η καίριας σημασίας συνάντηση στο δρόμο για τους Νόμους της Νυρεμβέργης είχε να κάνει με αλλεπάλληλες και λεπτομερείς συναντήσεις του αμερικανικού παραδείγματος», γράφει ο Whitman. Οι Γερμανοί δεν ενδιαφέρονταν τόσο πολύ στους αμερικάνικους νόμους διακρίσεων, αλλά ο στόχος τους ήταν να στερηθούν οι Εβραίοι την υπηκοότητά τους και να ποινικοποιηθούν οι γάμοι και οι σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ Εβραίων και μη-Εβραίων, με σκοπό να «προστατευτεί το γερμανικό αίμα και η γερμανική τιμή».
Για αυτό το λόγο εξέτασαν μια σειρά αμερικάνικων νομικών καινοτομιών. Μία από αυτές ήταν ο τρόπος με τον οποίο οι ποσοστώσεις μετανάστευσης των Ηνωμένων Πολιτειών, που υιοθετήθηκαν από το Κογκρέσο το 1921 και έγιναν πιο αυστηρές το 1924, φτιάχτηκαν έτσι ώστε να ευνοούν αυτούς που θεωρούνταν «φυλετικά επιθυμητοί» στη βόρεια και τη δυτική Ευρώπη, μειώνοντας σθεναρά τον αριθμό αυτών που έρχονταν από την ανατολική και νότια Ευρώπη (κυρίως τους Εβραίους και τους Καθολικούς), καθώς και από την Ασία. Αν και οι Η.Π.Α. δεν ήταν η μόνη χώρα που αποφάσιζαν για τη μετανάστευση πάνω σε ρατσιστικές ιδέες, ο Whitman σημειώνει ότι είχαν γίνει «η ηγετική δύναμη στην ανάπτυξη εξόφθαλμα ρατσιστικών πολιτικών ιθαγένειας και μετανάστευσης».
Οι Ναζί νομικοί ενδιαφέρονταν επίσης πολύ για την ανάπτυξη στην Αμερική ενός τύπου πολίτη δεύτερης κατηγορίας για τους κατοίκους του Πουέρτο Ρίκο και των Φιλιππίνων, των περιοχών που οι Η.Π.Α. κατέλαβαν κατά τον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο του 1898. Το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. θεωρούσε το στάτους των κατακτημένων λαών ως αυτό των «μη-πολιτών υπηκόων» (non-citizen nationals). Οι Γερμανοί νομικοί ακαδημαϊκοί δημιούργησαν ένα εκτεταμένο σώμα γραπτών πάνω στο ζήτημα αυτό, το οποίο οι Ναζί χρησιμοποίησαν. «Η Αμερική, με τα μάτια αυτών των γερμανικών συγγραμάτων, συνιστούσε ένα εργαστήρι πειραματισμού για υποβαθμισμένα δικαιώματα σε επίπεδο πολιτειότητας», σημειώνει ο Whitman.
Τέλος, οι Ναζί εξέτασαν στενά τους νόμους σε 30 πολιτείες που απαγόρευαν το γάμο ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους, νόμους που η πολιτεία της Βιρτζίνια κατήργησε (τελευταία) το 1967. Ορίζοντας ποιος μπορεί να παντρευτεί και ποιος όχι, αυτά τα αμερικάνικα προηγούμενα φάνηκαν χρήσιμα στους Ναζί για να αποφασίσουν το στάτους των ανθρώπων με μεικτή φυλετική καταγωγή. Το ζήτημα των «ημίαιμων» που εντάχθηκε αρχικά στο αμερικάνικο νομικό σύστημα λόγω των σχέσεων ανάμεσα στους λευκούς αφέντες και τους μαύρους σκλάβους τους, ήταν σημαντικό για τους Ναζί για να θέσουν το ζήτημα των Γερμανών που ήταν εν μέρει εβραϊκής καταγωγής.
Ως παράδειγμα του διαδεδομένου στην Αμερική λόγου ενάντια στη φυλετική επιμειξία, ο Whitman παραθέτει τον γερουσιαστή των Δημοκρατικών από το Μισσισίπι Theodore Bilbo να διαμαρτύρεται το 1938 πως η «επιμειξία» μπορεί «να καταστρέψει τον λευκό πολιτισμό». Ο Bilbo ανησυχούσε πως «ακόμα και μια σταγόνα αίματος Νέγρου στις φλέβες του πιο αγνού Καυκάσιου καταστρέφει την επινοητική διάνοια του μυαλού του και παραλύει τη δημιουργική του ικανότητα». Πολλές πολιτείες –ειδικά στο Νότο, αλλά όχι αποκλειστικά– όριζαν τον Νέγρο ως κάποιον που έχει στην καταγωγή του Νέγρους. Για αυτό και ο όρος «μία σταγόνα». Κατά τραγική ειρωνεία, οι Ναζί θεωρούσαν τον κανόνα της μίας-σταγόνας πολύ σκληρό και αντί αυτού υιοθέτησαν τον κανόνα του ενός προγόνου (παππού ή γιαγιάς) για να ορίσουν την Εβραϊκότητα.
Ο Whitman θα έπρεπε να αναφέρει ότι τέτοιες απόψεις δεν είχαν μόνο κάποιοι βλοσυροί Νότιοι δημαγωγοί αλλά και ο ίδιος ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Σε ένα έγγραφο του 1939, πρώτη φορά δημοσιευμένο από τον συγγραφέα δέκα χρόνια πριν, ο Πρόεδρος Φραγκλίνος Ρούζβελτ καταγράφηκε να καυχιόταν «Το ξέρουμε πως δεν έχουμε εβραϊκό αίμα στις φλέβες μας». Η μελέτη των γραπτών του Ρούζβελτ τη δεκαετία του 1920 από τον καθηγητή Greg Robinson αποκάλυψε επίσης προειδοποιήσεις του έπειτα προέδρου πως «η μείξη αίματος λευκών και ανατολιτών σε μεγάλη κλίμακα μπορεί να βλάψει την ιδιότητα του πολίτη στο μέλλον». Και δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία (εφόσον ήταν ζήτημα δημόσιας αντιπαράθεσης) ότι ο πρόεδρος επιδοκίμαζε τις πολιτικές του κράτους του να διαχωρίζει το αίμα των Νέγρω ν στις αιμοδοσίες που γίνονταν κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Επηρέασε άμεσα η ρατσιστική νομοθεσία της Αμερικής πολλές πλευρές των φυλετικών νόμων των Ναζί; Ο Whitman συμπεραίνει ότι αν και τα άρθρα που ποινικοποιούσαν τους μεικτούς γάμους στη Γερμανία «δεν συνιστούσαν αντιγραφή» του αμερικάνικου κώδικα νομοθεσίας, η σκέψη των Γερμανών νομικών «επηρεάστηκε» από το αμερικάνικο παράδειγμα, όπως φαίνεται και από τις συχνές τους αναφορές στο νόμο των Η.Π.Α. κατά τη διάρκεια της κρίσιμης συνάντησης του 1934 και τη συμπερίληψη εκτεταμένου αμερικάνικου υλικού σε σημαντικά νομικά κείμενα των Ναζί. Ενώ «είναι απολύτως πιθανόν» ότι οι Ναζί «θα τα κατάφερναν να ποινικοποιήσουν τους μεικτούς γάμους ακόμα και αν δεν είχαν να παραθέσουν το αμερικάνικο παράδειγμα», ο Whitman γράφει, «δεν υπάρχει λόγος να αγνοήσουμε τις πηγές που είναι γεμάτες από στοιχεία της ναζιστικής ενασχόλησης με τα αμερικάνικα νομικά υποδείγματα».
Εξ όλων αυτών, ο Whitman συμπεραίνει ότι δεν αποκαλύπτει κάτι καινούργιο για το ρατσισμό είτε της ναζιστικής Γερμανίας είτε της πρώιμης Αμερικής του 20ού αιώνα, αλλά επισημαίνει καταγράφοντας κάποιες προβληματικές νομικές συνδέσεις μεταξύ των δύο και «μας λέει κάποια άβολα πράγματα για τον χαρακτήρα της αμερικάνικης νομικής κουλτούρας». Το πιο άβολο είναι ότι οι Η.Π.Α. «δεν ήταν τότε απλά μια χώρα με ρατσισμό», αλλά «η ηγέτιδα δύναμη στη ρατσιστική νομοθεσία» στον κόσμο όλο –«τόσο πολύ που η ναζιστική Γερμανία κοίταξε σε αυτήν για να αντλήσει έμπνευση».
Ο Whitman κάνει λάθος, όμως, όταν αποτυγχάνει να δώσει έμφαση στο ευρύτερο πλαίσιο της εποχής. Οι Η.Π.Α. και η ναζιστική Γερμανία στη δεκαετία του 1930 κινούνταν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Η Αμερική βρισκόταν σε μια διαδικασία απόρριψης της ντροπιαστικής της ρατσιστικής κληρονομιάς. Αυτή η διαδικασία ήταν πολύ αργή και θα έπαιρνε και άλλες δεκαετίες για να ολοκληρωθεί. Αλλά είχε ξεκινήσει. Φυσικά είναι αποτροπιαστικό που πολλές νότιες πολιτείες είχαν νόμους ενάντια στην επιμειξία μέχρι και το 1967, αλλά είναι επίσης σημαντικό ότι 14 πολιτείες είχαν αποσύρει αυτούς τους νόμους ανάμεσα στο 1948 και το 1965. Αν είχε ζήσει ο Χίτλερ, δεν θα του άρεσε η Αμερική για πολύ ακόμα. Ο Whitman σκοντάφτει επίσης στον επίλογό του όταν κρίνει πως κάποιες πλευρές του σύγχρονου αμερικάνικου ποινικού δικαίου είναι τόσο «θεαματικά και τρομακτικά σκληρές» ώστε «να μας θυμίζουν με έναν άβολο τρόπο τις πρακτικές που εισήγαγαν οι Ναζί». Το παράδειγμά του είναι ο νόμος της μακράς κάθειρξης σε περίπτωση διάπραξης τριών κακουργημάτων. «Οι Ναζί επίσης προώθησαν την ποινή φυλάκισης του καθ’ έξιν εγκληματία», βεβαιώνει ο Whitman. Αυτό δεν είναι πολύ διαφορετικό από το να ισχυρίζεται κανείς ότι οι νόμοι θανατικής ποινής της Αμερικής θυμίζουν ναζισμό, αφού και οι Ναζί επίσης προωθούσαν τη θανατική ποινή. Ό,τι και αν σκέπτεται ο καθένας για τις ποινές κάθειρξης στις περιπτώσεις διάπραξης τριών κακουργημάτων, ο Whitman υπερβάλει συγκρίνοντας μεταξύ Αμερικής και Ναζί.
Πέρα από αυτά τα μειονεκτήματα, το «Αμερικάνικο Υπόδειγμα του Χίτλερ» αποτελεί, συνολικά, μια εμπεριστατωμένη μελέτη, βασισμένη πάνω σε καλή έρευνα και προκλητική για τη σκέψη, θέτοντας σημαντικά ζητήματα για τους νόμους της Αμερικής –και τους ηγέτες της–στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν.
Rafael Medoff, Αρθρογράφος της Haaretz.
Comments