Σε μια ειδική συλλογή εκθεμάτων του Μουσείου Yad Vashem (Γιαντ Βασέμ) που έχει διαρκέσει σχεδόν δύο δεκαετίες παραπάνω από το προβλεπόμενο, κούκλες και αρκουδάκια δίνουν μια φωνή στα παιδιά. Haaretz. Της Dafna Arad, 02-10-2019.
Μία συλλογή του 1996 στο Γιαντ Βασέμ με τίτλο «“Δεν είναι παιχνιδάκι”: Τα παιδιά στο Ολοκαύτωμα: Δημιουργικότητα και Παιχνίδι» επρόκειτο να ήταν προσωρινή. Θα περιελάμβανε χειροποίητα αντικείμενα παιδιών της περιόδου του Ολοκαυτώματος, όπως κούκλες, παιχνίδια και ζωγραφιές.
Ο τίτλος ήταν αντικείμενο έμπνευσης από το βιβλίο «Κανόνες της ζωής: Μια παιδική ηλικία με αξιοπρέπεια» του Janusz Korczak (Γιάνους Κόρτσακ), του Πολωνοεβραίου παιδιάτρου, που έγινε γνωστός γιατί κατέληξε στο στρατόπεδο θανάτου της Τρεμπλίνκα μαζί με τα υπό την κηδεμονία του ορφανά παιδιά. Η έκθεση θα ήταν ανοιχτή για τρεις μήνες, αλλά είναι ακόμα εκεί, ίσως επειδή είναι επώδυνο να κλείσεις μια συλλογή που αγγίζει τόσο τις καρδιές των νεότερων. Σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνονται οι περιγραφές των παιδιών για τα παιχνίδια που έπαιζαν κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος –παιχνίδια που οι γονείς τους αυτοσχεδίαζαν ή τα έφτιαχναν μόνα τους. Υπάρχουν ακόμα αρκουδάκια και επιτραπέζια.
Αλλά η συλλογή τελικά κλείνει σε έξι μήνες. Κάποια από τα εκθέματα θα γίνουν κομμάτι μιας μεγαλύτερης συλλογής στο Γιαντ Βασέμ. Η νέα εκδοχή της έκθεσης δεν θα ασχολείται πλέον μόνο με το παιχνίδι και τη δημιουργικότητα, αλλά με ολόκληρο τον κόσμο της παιδικής ηλικίας στο Ολοκαύτωμα. Παρόλα αυτά, η παλιά έκθεση θα μείνει στην μνήμη όλων ως κλασσική.
«Ενώ αυτή είναι ίσως η πιο δύσκολη έκθεση που μπορεί να σκεφτεί κανείς/καμιά, δεν περιέχει τίποτε τρομακτικό. Σε πρώτη ματιά τα αντικείμενα είναι παλιά παιδικά παιχνίδια», λέει η Yehudit Inbar (Γιεχουντίτ Ίνμπαρ), επιμελήτρια της έκθεσης και επικεφαλής του μουσείου Γιαντ Βασέμ.
«Η κόρη μου ήταν οκτώ χρονών όταν με βοηθούσε ένα καλοκαίρι στο Γιαντ Βασέμ. Για αυτή τη συλλογή είπε, “Υπήρχαν παιδιά σαν και μένα στο Ολοκαύτωμα.” Και αυτό είναι αρκετό· δεν χρειάζεται να καταλαβαίνει κανείς/καμιά περισσότερα σ’ αυτήν την ηλικία». Η Ίνμπαρ λέει ότι ήθελε να βρει ένα τρόπο να κάνει το Ολοκαύτωμα πιο προσιτό. Αυτό που είχε όλο κι όλο το Γιαντ Βασέμ, ήταν ένα επιτραπέζιο “Monopoly” από το Τερεζίενσταντ και μια κούκλα ντυμένη σαν φυλακισμένη Εβραία. Σκέφτηκε να τοποθετήσει τη Monopoly σε μια προθήκη, βάζοντας από κάτω ένα χαλί και βιβλία, προσκαλώντας τους μικρούς επισκέπτες, τα παιδιά, να διαβάσουν και να γράψουν γι’ αυτό.
«Αλλά τότε αναρωτήθηκα “Τι κάνουν εδώ πέρα ένα επιτραπέζιο και τα παιχνίδια; Δολοφονούνταν άνθρωποι στο Ολοκαύτωμα. Ποιος έπαιζε παιχνίδια εκείνη την εποχή;” Φοβόμουν ότι οι επιζώντες θα εξοργίζονταν μαζί μου», μας λέει η Ίνμπαρ.
«Όταν το είπα στον καθηγητή Israel Gutman, έναν επιζώντα του Ολοκαυτώματος και ερευνητή στον τομέα αυτόν, ότι φοβόμουν πως τα παιχνίδια είναι ένα ευαίσθητο σημείο, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Μου ζήτησε να κάνω την έκθεση και είπε ότι θα μιλούσε με οποιονδήποτε είχε πρόβλημα μ’ αυτό το θέμα».
Έτσι, η Ίνμπαρ έστειλε γράμματα σε επιζώντες και επιζήσασες του Ολοκαυτώματος που ήταν παιδιά κατά τη διάρκεια του πολέμου. Στην αρχή αντιμετώπιζαν την ιδέα του παιχνιδιού κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, λες και ήταν μια αποτρόπαια κατηγορία. Μια επιζήσασα, που ζούσε στην Χάιφα, ήταν τόσο εξοργισμένη, που η Ίνμπαρ της τηλεφώνησε προσωπικά. «Αργότερα μου έστελνε συνεχώς μικρά γράμματα με τις αναμνήσεις τις από τα παιχνίδια που είχε παίξει». «Η συλλογή των εκθεμάτων μεγάλωσε τόσο που άρχισε να περιλαμβάνει πολλές κούκλες και αρκουδάκια και αμέτρητες ιστορίες».
Όπως το θέτει η Ίνμπαρ, τα παιδιά έχουν ένα μοναδικό τρόπο σκέψης και τεράστιες δυνατότητες. «Κάποιες φορές νομίζω ότι εμείς οι μεγάλοι τους μπλοκάρουμε τη δημιουργικότητα», μας λέει.
«Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πώς συμπεριφέρονταν οι Εβραίοι στο Ολοκαύτωμα σαν ανθρώπινα όντα σε μια κρίση... Δεν μπορούσες να επιβιώσεις ούτε λεπτό κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος αν δεν είχες βοήθεια».
Μια διαφορετική εκδοχής του επιτραπέζιου παιχνιδιού Μονόπολι. To Γιαντ Βασέμ έχει τρία σετ Monopoly από το Ολοκαύτωμα. Το πρώτο, το οποίο έφτιαξε ένας πατέρας για την νεογέννητη κόρη του στην Ουγγαρία το 1941 και εξελίσσεται στους δρόμους της Βουδαπέστης. «Τον πήραν για καταναγκαστική εργασία λίγο αργότερα και δεν επέστρεψε ποτέ», σημειώνει η Ίνμπαρ. «Οι κάρτες στο παιχνίδι αναφέρονται σε γεγονότα του πολέμου: “Πλήρωσε φόρο για την πείνα”, “Το πορτοφόλι σου κλάπηκε στο τρένο”, “Πλήρωσε φόρο ασθένειας” και πάει λέγοντας».
Το δεύτερο σετ Monopoly είναι από το Τερεζίενσταντ. Φτιάχτηκε το 1943 σε ένα εργαστήρι γραφιστικής όπου οι άνθρωποι δούλευαν για τους Ναζί την ημέρα και για τα παιδιά τους το βράδυ. Τα παιδιά που προορίζονταν για το Άουσβιτς και την Τρεμπλίνκα θα άφηναν τα παιχνίδια τους στα παιδιά που παρέμεναν στο γκέτο. «Το μεγάλο βραβείο σε αυτά τα παιχνίδια ήταν μια μέρα ξεκούρασης». Τα παιδιά του Τερεζίενσταντ ζούσανε μέσα από αυτό το παιχνίδι της Monopoly και μάθαιναν για την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν. Το παιχνίδι ήταν βασισμένο σε μια εναέρια άποψη του γκέτο», λέει η Ίνμπαρ. «Απ’ αυτό μαθαίνανε τις τοποθεσίες της κεντρικής κουζίνας, της φυλακής, του κτιρίου αποθήκευσης και του σπιτιού των γονιών τους – όλες τις πληροφορίες που χρειάζονταν και παράλληλα έπαιζαν. Το παιχνίδι ήταν φτιαγμένο έτσι ώστε να έχει πολλά χρώματα. Τα μικρά παιδιά αποκτούσαν και μια εμπειρία ζωγραφικής». Υπάρχει επίσης ένα σετ Monopoly που ένα παιδί έπαιζε στο γκέτο της Σαγκάης, όπου είχαν αποδράσει οι Εβραίοι από τους Ναζί. Αλλά είναι ένα κανονικό σετ του παιχνιδιού που επιβίωσε του Ολοκαυτώματος μαζί με τους ανθρώπους εκεί.
Ένα αρκουδάκι σαν κανένα άλλο. Περπατώντας την έκθεση είναι ξεκάθαρο ότι η επιμελήτρια γνωρίζει την ιστορία κάθε αντικειμένου που εκτίθεται και δούλεψε τόσο σκληρά για να φέρει εκεί. Ακόμα και σήμερα δακρύζει ενώ διηγείται τις πιο επώδυνες ιστορίες. «Ψάξαμε για αντικείμενα απ’ όλο τον κόσμο», μας λέει η Ίνμπαρ. «Σε συλλόγους επιζώντων στην Ανατολική Ευρώπη, σε Ενώσεις Παιδιών-Επιζώντων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα αντικείμενα πάντοτε κατέφθαναν ως αποτέλεσμα προσωπικών σχέσεων και το καθένα κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο».
Η Ίνμπαρ αποκαλεί το κουρελιασμένο αρκουδάκι του Fred Lessing (Φρεντ Λέσινγκ) «Μόνα Λίζα του Μουσείου Γιαντ Βασέμ». Ο Λέσινγκ που επέζησε του Ολοκαυτώματος ως αγόρι στην Ολλανδία και δουλεύει σήμερα σαν ψυχολόγος στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν αποχωρίστηκε ποτέ το χουχουλιάρικο παιχνίδι μέχρι που στήθηκε αυτή εδώ η έκθεση. «Σαν ψυχολόγος ο Λέσινγκ διοργάνωσε βιωματικά εργαστήρια για Αμερικανοεβραίους που επέζησαν του Ολοκαυτώματος ως παιδιά». Πήγαινε πάντοτε στα εργαστήρια αυτά με το αρκουδάκι που είχε επιζήσει μαζί του το Ολοκαύτωμα», λέει η Ίνμπαρ.
«Η Ann Shore, η επικεφαλής του Ιδρύματος των Κρυμμένων Παιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες μου ‘πε σχετικά με αυτό και μου είπε ‘Γιεχουντίτ δεν έχεις καμιά ελπίδα, δεν πρόκειται να δώσει αυτό το αρκουδάκι με τίποτα’». Παρόλα αυτά η Ίνμπαρ του τηλεφώνησε και του είπε για την έκθεση, η οποία θα κρατούσε μονάχα τρεις μήνες. Μέσα από το αρκουδάκι, το Γιαντ Βασέμ θα μπορούσε να πει την ιστορία του Λέσινγκ.
Κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος, η μητέρα του Λέσινγκ έκρυψε το καθένα από τα τρία παιδιά της σε διαφορετικό μέρος. Στην κρυψώνα του Φρεντ, ένα σκυλί άρπαξε το αρκουδάκι και του έκοψε το κεφάλι. Ο Φρεντ ήταν άρρωστος με διφθερίτιδα, είχε πολύ υψηλό πυρετό και ήταν κοντά στο να πεθάνει. Η μητέρα του εμφανίστηκε παρά τον μεγάλο κίνδυνο και ο Φρεντ της ζήτησε να φτιάξει ένα καινούργιο κεφαλάκι για το παιχνίδι του που ο Φρεντ αποκαλούσε απλώς «αρκούδο». «Εκείνη πήρε ένα κομμάτι ύφασμα από το μπουφάν του και κάπως το έραψε πάνω στον αρκούδο, με ένα ζευγάρι μάτια. Σήμερα το αρκουδάκι μοιάζει περισσότερο με μωρό. Όλη η γούνα του έχει ξεφτίσει».
«Έκτοτε, όλοι οι ηγέτες του κόσμου έχουν φωτογραφηθεί με τον αρκούδο του Φρεντ Λέσινγκ. Πάντοτε ρωτώ αν μπορώ να πάρω τις φωτογραφίες αυτές για να τις στείλω στον Λέσινγκ. Όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν εδώ, ξέσπασε σε κλάματα. Ο Τόνι Μπλερ, όλοι οι επιτελάρχες, όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι». Όταν η Ίνμπαρ και οι συνεργάτες της προσκλήθηκαν σε ένα συνέδριο επιζώντων-παιδιών στο Σιάτλ, πήραν το αρκουδάκι μαζί τους ώστε ο Λέσινγκ να το ξανασυναντήσει. «Αφήσαμε ένα σημείωμα στη βιτρίνα του στο Μουσείο λέγοντας πως το αρκουδάκι έλλειπε για να επισκεφτεί την οικογένειά του», λέει η Ίνμπαρ. «Του ετοιμάσαμε ένα ιδιαίτερο κουτί για να συναντήσει τον Φρεντ και το πήρε για να κοιμηθεί μαζί του εκείνο το βράδυ. Το πρωί μας είπε ‘Ο αρκούδος είναι δικός σας’». Ο κόσμος του Γιαντ Βασέμ αλληλογραφεί μέχρι σήμερα με τον Λέσινγκ. «Του στέλνουμε χαιρετίσματα από τα παιδιά που στέκονται δίπλα στο αρκουδάκι του, το αγκαλιάζουν και κλαίνε. Σπάνια μονάχα άνθρωποι προσπερνούν το αρκουδάκι του Λέσινγκ χωρίς να σταματήσουν μπροστά του. Κάποιες φορές όταν ετοιμάζομαι να φύγω από το γραφείο μου το απόγευμα νιώθω θλίψη που αφήνω το αρκουδάκι μόνο του στη γυάλινη θήκη», μας λέει η Ίνμπαρ. «Αλλά το επόμενο πρωί είμαι χαρούμενη που το ξαναβλέπω. Με πολλούς τρόπους αυτό το αρκουδάκι κουβαλάει μαζί του την ουσία του Ολοκαυτώματος, αυτού του τρομερού πόνου».
Dafna Arad, Συνεργάτρια της Haaretz.
Comments