Η πρώτη μεταφορά Εβραίων στο Άουσβιτς ήταν 997 νέες γυναίκες και έφηβες από τη Σλοβακία, με κάποιες από αυτές να είναι 15 χρονών. Ένα νέο βιβλίο εξηγεί πως οι ανύπαντρες γυναίκες ξεγελάστηκαν ώστε να παρουσιαστούν στο μέρος απ’ όπου θα εκτοπίζονταν στο Άουσβιτς και ακολουθεί τις ελάχιστες που κατάφεραν να επιβιώσουν ενάντια σε κάθε πιθανότητα για τρία ολόκληρα χρόνια στην κόλαση επί της γης. TIMES OF ISRAEL.Της Renee Ghert-Zand, 2 Ιανουαρίου 2020.
Όταν η ναζιστική Γερμανία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας στο ξέσπασμα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι γονείς της Erna και της Fela Dranger έστειλαν τις κόρες τους στα σύνορα του πατρικού τους, στο Tylicz της ανατολικής σλοβάκικης πόλης του Humenné. Η ξαδέρφη τους Dina Dranger πήγε μαζί τους. Η Erna στα 20 της και οι Fela και Dina, στα 18 τους, βρήκαν δουλειές και εγκαταστάθηκαν στην τοπική εβραϊκή κοινότητα του Humenné. Σε κάποια φάση, η Fela μετακόμισε στη σλοβάκικη πρωτεύουσα, στην Μπρατισλάβα, μαζί με μια φίλη της. Οι γονείς του κοριτσιού σκέφτηκαν ότι είχαν στείλει τις κόρες τους σε ασφαλές μέρος. Αλλά στις 25 Μαρτίου του 1942, η Erna και η Dina ήταν μέσα στα σχεδόν χίλια κορίτσια, έφηβες και ανύπαντρες νέες γυναίκες, που εκτοπίστηκαν κατά την πρώτη επίσημη μεταφορά Εβραίων στο Άουσβιτς.
Από τις σλοβακικές αρχές τους είχε ειπωθεί ότι τους είχε ανατεθεί το έργο μιας κρατικής υπηρεσίας για λίγους μήνες μονάχα, ενώ στην πραγματικότητα τα κορίτσια και οι γυναίκες είχαν πουληθεί στους Γερμανούς για 500 μάρκα του Ράϊχ (περίπου 200 δολάρια) έκαστη σαν καταναγκαστικές εργάτριες.
Η Fela, στη δυτική πλευρά της χώρας, δεν συμπεριλαμβανόταν σε αυτή την πρώτη μεταφορά. Ωστόσο δεν πέρασε πολύς χρόνος πριν εξαναγκαστεί να συναντήσει την αδερφή της και την ξαδέρφη της στο Άουσβιτς, φτάνοντας εκεί στις 23 Απριλίου με την όγδοη μεταφορά από τη Σλοβακία, που εξάλλου ήταν το πρώτο κράτος-δορυφόρος που παρέδωσε τους Εβραίους του.
Ελάχιστα από αυτά τα 997 κορίτσια της πρώτης μεταφοράς –ή οποιασδήποτε άλλης μεταφοράς– επιβίωσαν για πάνω από τρία φρικιαστικά χρόνια μέχρι το τέλος του πολέμου. Η Erna, η Fela και η Dina Dranger νίκησαν τις πιθανότητες, με τις δύο αδερφές να πηγαίνουν μετά τον πόλεμο στο Ισραήλ για να φτιάξουν τις οικογένειές τους και την ξαδέρφη τους Dina να εγκαθίσταται στη Γαλλία. Η ιστορία του τι συνέβη σε αυτές και άλλες γυναίκες της πρώτης μεταφοράς στο Άουσβιτς λέγεται στο «999: Οι ιδιαίτερες νεαρές γυναίκες της πρώτης επίσημης εβραϊκής μεταφοράς στο Άουσβιτς», ένα γεμάτο τεκμήρια βιβλίο από την Heather Dune Macadam. Οι Ναζί είχαν σχεδιάσει τη μεταφορά 999 Εβραίων γυναικών στην αρχική μεταφορά, αλλά η Macadam ανακάλυψε τυπογραφικά λάθη στον κατάλογο των ονομάτων των γυναικών –που σήμερα μπορεί κανείς να τη δει στα αρχεία του Μουσείου του Γιαντ Βασέμ στο Ισραήλ – με τον αληθινό αριθμό να είναι 997 γυναίκες.
Με ζωηρές περιγραφές η Macadam οδηγεί τους αναγνώστες και τις αναγνώστριές της στις ψυχρές, σκιώδεις πόλεις και χωριά της ανατολικής Σλοβακίας την εποχή που οι ντελάληδες των πόλεων ανακοίνωναν πως οι Εβραίες έφηβες και ανύπαντρες γυναίκες μέχρι 36 χρονών πρέπει να δηλωθούν σε κεντρικές τοποθεσίες, όπως σχολεία και πυροσβεστικούς σταθμούς, για εργασία. Τα κορίτσια πάθαιναν σοκ όταν κλειδώνονταν μέσα στα κτίρια αυτά και αναγκάζονταν να γδύνονται μπροστά στους Σλοβάκους και τους Ναζί αξιωματούχους. Οι αγαπημένοι τους γονείς, πιστεύοντας ότι οι κόρες τους θα επέστρεφαν για το δείπνο του Σαμπάτ, έμεναν σπίτι μπερδεμένοι και ανήσυχοι. Ο εύπορος πατέρας της Magda Amster από το Prešov, που συνειδητοποίησε τον κίνδυνο, χρησιμοποίησε κάθε άκρη που είχε στην πόλη για να σώσει την κόρη του, αλλά μάταια. Η σκηνή που τρέχει με το αυτοκίνητό του πίσω από το τρένο που αναχωρεί για να το προλάβει στα πολωνικά σύνορα είναι αποκαρδιωτική. Ακολουθούμε έπειτα αυτά τα κορίτσια στην πορεία τους από τις αγαπημένες τους οικογένειες στο Άουσβιτς. Δεν ήταν ακόμη τότε το μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης και τόπος δολοφονιών όταν εκείνες έφτασαν στις 26 Μαρτίου του 1942. Λίγα συνέβαιναν ακόμα εκεί και οι νεαρές γυναίκες αναγκάζονταν να εργαστούν υπό εξουθενωτικές συνθήκες για να χτίσουν το στρατόπεδο. Με γυμνά χέρια καθάριζαν τη γη, μετακινούσαν το υλικό και έκαναν αγροτικές εργασίες. Δεν πέρασε πολύς καιρός προτού πολλά από αυτά τα κορίτσια, που επιβλέπονταν και από τις 999 γυναίκες κρατούμενες που είχαν μεταφερθεί από το υπερπλήρες στρατόπεδο γυναικών του Ravensbruck, άρχισαν να πεθαίνουν από ατυχήματα, ασθένειες, υποσιτισμό ή αυτοκτονίες στον ηλεκτροφόρο φράχτη.
Το βιβλίο «999» απεικονίζει γλαφυρά πως οι γυναίκες της πρώτης μεταφοράς είχαν ένα πλεονέκτημα σε σχέση με τους Εβραίους που έφτασαν αργότερα, πολλοί εκ των οποίων θανατώνονταν αμέσως στους θαλάμους αερίων – συμπεριλαμβανόμενων πολλών μελών εκ των οικογενειών των κοριτσιών. Αυτές οι γυναίκες που κατάφεραν να επιβιώσουν το αρχικό σοκ της προσαρμογής στις εφιαλτικές συνθήκες του στρατοπέδου έμαθαν πώς να συντηρούν τους εαυτούς τους και τις φίλες τους και τους συγγενείς τους ζωντανούς. Το να πιάσουν μια δουλειά γραφείου στο στρατόπεδο (όπως η καλλιτέχνιδα Hellen “Zippi” Spitzer, της οποίας η ιστορία εμφανίστηκε πρόσφατα στους New York Times) ή στις μονάδες ξεδιαλέγματος του υλικού στον λεγόμενο «Καναδά», τις επέτρεψε να έχουν ελάχιστα προνόμια που δεν είχαν όμως άλλες και άλλοι κρατούμενοι. «Η μάνα μου ήταν σκληρή, αλλά με έναν καλό τρόπο. Έμαθε να επιβιώνει από την πρώτη μέρα. Η επιβίωσή της πιθανότατα οφειλόταν κατά 90% σε θέματα τύχης, αλλά το άλλο 10% υπήρξε λόγω της προσωπικότητάς της», είπε στο Times of Israel η Akiva Koren από το προάστιο Kiryat Motzkin της Χάϊφα, σχετικά με τη μητέρα της Erna Dranger, η οποία έκλεβε στα κρυφά φαγητό και άλλα αντικείμενα από τις τσέπες των ρούχων των θυμάτων στις αποθήκες του «Καναδά».
Η Macadam που μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Νέας Υόρκης και Αγγλίας μίλησε με πάθος για το γιατί ήθελε να γράψει αυτό το βιβλίο σε μια πρόσφατη συζήτηση που είχε με το Times of Israel. «Δεν αναφέρεται ποτέ ότι η πρώτη μεταφορά Εβραίων στο Άουσβιτς αποτελούταν εξολοκλήρου από γυναίκες. Κάποιες ήταν έφηβες, μέχρι και 15 χρονών. Γιατί αγνοείται αυτό το στοιχείο;», ρωτάει η Macadam θυμωμένα. «Αυτή η δουλειά έγινε για να υπερασπιστούμε την ιστορία και τη μνήμη τους». Η Macadam που έχει καταγωγή από οικογένεια Κουακέρων, αρχικά έμαθε για την πρώτη μεταφορά στο Άουσβιτς από την Rena Kornreich. Η Kornreich, με καταγωγή επίσης από το Tylicz της Πολωνίας Poland, βρισκόταν σε αυτή την πρώτη μεταφορά και επέζησε του Ολοκαυτώματος με την αδερφή της Danka.
Αφού συνάντησε την Kornreich το 1992 για πρώτη φορά, η Macadam συγκέντρωσε τις αναμνήσεις που εκείνη της αφηγήθηκε σε ένα βιβλίο απομνημονευμάτων από το Άουσβιτς: «Η Υπόσχεση της Ρένα: η ιστορία δύο αδελφών στο Άουσβιτς». Το βιβλίο είχε καλή υποδοχή από το αναγνωστικό κοινό όταν εκδόθηκε το 1995 και ανατυπώθηκε ανανεωμένο το 2015. Επρόκειτο για μία από τις πρώτες αναφορές στις ζωές των γυναικών στα στρατόπεδα.
Η Macadam, στα 60 της, δεν σταμάτησε όμως να ψάχνει στην ιστορία για την πρώτη εκείνη μεταφορά και τις ζωές των νεαρών αυτών γυναικών. Αποφασισμένη να βρει όλα τα ονόματα εκείνης της λίστας γυναικών, εργάστηκε μαζί με το USC Ίδρυμα της Shoah και κατάφερε να αναγνωρίσει 22 ονόματα –γυναικών που είτε κατάφεραν να επιζήσουν είτε όχι. Αργότερα ανακάλυψε και ολόκληρη την πρωτότυπη λίστα των Ναζί με τις 997 γυναίκες της πρώτης μεταφοράς στο Μουσείο του Γιαντ Βασέμ. Το 2012 η Macadam πήγε στη Σλοβακία στη συμπλήρωση των 70 χρόνων από την πρώτη εκείνη μεταφορά.
«Ήταν σαν ένα ταξίδι για να αποτίσω φόρο τιμής» μας είπε.
Δίπλα στο μνημείο του σιδηροδρομικού σταθμού του Poprad, απ’ όπου οι νεαρές γυναίκες εκτοπίστηκαν, η Macadam άφησε μια λίστα 22 ονομάτων και ένα γράμμα με το οποίο απευθυνόταν στον τότε αρχι-ραβίνο της Μεγάλης Βρετανίας, τον Rabbi Lord Jonathan Sacks. Στο γράμμα απάντησής του, ο Sacks ανέφερε τα εβραϊκά θύματα του Ολοκαυτώματος, αναφερόμενος στη Rena Kornreich και άλλες γυναίκες αυτής της συγκεκριμένης μεταφοράς.
Οι Σλοβάκοι συγγενείς της Adela Gross είδαν το όνομά της στη λίστα της Macadam και επικοινώνησαν μαζί της. Για 70 ολόκληρα χρόνια δεν γνώριζαν τι είχε απογίνει η αγαπημένη τους, κοκκινομάλλα Adela από την Humenné. «Συνειδητοποίησα τότε ότι αυτή ήταν μια μεγαλύτερη ιστορία και ήθελα οι άνθρωποι αυτοί να μπορούν να τη λήξουν μέσα τους. Υπήρχαν κι άλλες ιστορίες και άλλες οικογένειες εκεί έξω που υπέφεραν από την άγνοια των συνθηκών του χαμού των αγαπημένων τους», είπε η Macadam. Επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι Ναζί δεν κρατούσαν πλήρη αρχεία για τις πρώτες μεταφορές γυναικών και ότι οποιαδήποτε έγγραφη απόδειξη είχε καταστραφεί επίτηδες από τους ίδιους πριν μπούνε οι Σύμμαχοι στο στρατόπεδο, η Macadam βασίστηκε στην έρευνά της για το βιβλίο «999» εξολοκλήρου σε ηχογραφημένες μαρτυρίες επιζώντων, απομνημονεύματα και ακαδημαϊκές δουλειές όπως «Τα Χρονικά του Άουσβιτς» (The Auschwitz Chronicles) της Danuta Czech. Διασταύρωσε τις πηγές για να δημιουργήσει ένα ακριβές χρονολόγιο και για να αποδώσει τα γεγονότα όσο καλύτερα μπορούσε.
Η 95χρονη επιζήσασα Edith Friedmann, που σήμερα ζει στο Τορόντο, παρείχε στη συγγραφέα έναν πλούτο πληροφοριών στο πλαίσιο μακροσκελών βιντεοσκοπημένων συνεντεύξεων. Η σχέση της Edith με την αδερφή της Lea, που όταν εκτοπίστηκαν σε αυτή την πρώτη μεταφορά ήταν 17 και 19 χρονών αντίστοιχα, είναι κεντρική στο βιβλίο. Αν και απέκτησε μόνιμη αναπηρία από φυματίωση, η Edith επέζησε του Ολοκαυτώματος, ενώ η Lea δεν τα κατάφερε. «Η Edith ακόμη υποφέρει από τις ενοχές των επιζώντων επειδή η αδερφή της Lea πέθανε και εκείνη όχι. Είναι βιολόγος και αναρωτιέται αν υπήρχε κάτι στο DNA της που της επέτρεψε να επιζήσει, ενώ η πιο μεγαλόσωμη, δυνατότερη μεγάλη της αδερφή όχι», λέει η Macadam. «Την ίδια στιγμή ήταν σημαντικό για μένα να αποδώσω στο βιβλίο τα κορίτσια ως αληθινούς, τρισδιάστατους ανθρώπους. Η ειλικρινής αντίδραση της Edith τη στιγμή του θανάτου της Lea ήταν πως εκείνη χαιρόταν που η ίδια ήταν ακόμα ζωντανή».
Συχνά ήταν οι οικογενειακοί δεσμοί που βοηθούσαν τα κορίτσια να επιβιώσουν. Ο γιος της Fela Dranger, Avi Isachari, είπε για τη θεία του Erna –την οποία περιέγραψε σαν «ατσάλινη γυναίκα – ότι εκείνη είχε βρει στη μητέρα του την δουλειά στον «Καναδά» επιτρέποντας και στις δύο να βρίσκουν φαγητό αλλά και εσώρουχα. «Η θεία μου Dina είχε επίσης μια χαρακτηριστική εμπορική αίσθηση. Έβγαζε χρήματα από το τίποτα αλλά πάντοτε τα μοιραζόταν με άλλες», λέει ο Isachari. Οι αδερφές Dranger επιβίωσαν του Άουσβιτς σχεδόν περισσότερο από κάθε άλλη και οι ουλές της εμπειρίας αυτής έμειναν για πάντα πάνω τους. Μπορεί να μη μίλησαν ποτέ για το Άουσβιτς στα παιδιά τους αλλά η συμπεριφορά τους το έδειχνε. «Η μητέρα μου κατέρρευσε μετά τη γέννησή μου και η θεία μου έπρεπε να με φροντίσει», είπε ο Isachari, ο οποίος σήμερα ζει στη Νετάνια του Ισραήλ.
«Η μητέρα μου σωματικά δεν ήταν καλά, αλλά είχε και κρίσεις ψυχικής ασθένειας. Τη θυμάμαι να κατεβαίνει στην είσοδο της πολυκατοικίας και να ουρλιάζει για τους Ναζί που ήρθαν να τη σκοτώσουν». Οι Isachari και Koren είπαν στη συγγραφέα Macadam πόσο ευγνώμονες ήταν που μοιράστηκε στο βιβλίο της τις ιστορίες των μητέρων τους. «Το βιβλίο μου έδωσε πολλά που δεν γνώριζα αλλά και δεν καταλάβαινα για τη μητέρα μου», είπε ο Isachari. «Μας έκανε περήφανους. Έχω ένα εγγόνι, οπότε η οικογένεια τώρα είναι στην τέταρτή της γενιά των επιζώντων του Ολοκαυτώματος. Θα εξασφαλίσω στον καθένα από την οικογένειά μας ένα αντίτυπο του βιβλίου της Heather», λέει η Koren. Η Heather Macadam σήμερα εργάζεται πάνω σε ένα συνοδευτικό ντοκιμαντέρ του βιβλίου «999». Αναμένει την ολοκλήρωσή του την Άνοιξη του 2020.
Comments